Για ορισμένους, η Γενοκτονία των Ποντίων, μοιάζει με παραμύθι. Σε άλλους φαντάζει ως ένα απόμακρο τραγικό γεγονός που συνέβη κάπου, κάπως, κάποτε. Κάποιοι δεν γνωρίζουν καν.
Για μερικές χιλιάδες αποτελεί ημέρα μνήμης: 353.000 Έλληνες, άνδρες και γυναίκες, παιδιά, έφηβοι, νέοι και γέροι, πεταμένοι κάπου στις πλαγιές, στα χωράφια, στις ρεματιές, χωρίς ποτέ κανένας να μπορέσει να θάψει τα κορμιά τους.
Oι εναπομείναντες…λίγοι και ακόμη λιγότεροι εκείνοι που ως σήμερα ζουν, θυμούνται και εξιστορούν στα παιδιά, στα εγγόνια, στα δισέγγονα και στα τρισέγγονά τους όσα έζησαν... τον διωγμό, την μεταφορά και την εγκατάστασή τους στην Ελλάδα.
Ακριβή στοιχεία για το ποσοστό των Ποντίων που δέχθηκε η Ελλάδα στην δεκαετία του ’20, από τους 1.220.000 συνολικά πρόσφυγες, δεν υπάρχουν.
Τα ποντιακά σωματεία υπολογίζουν ότι 400.000 Πόντιοι πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα. Ο κύριος όγκος των Ποντίων προσφύγων εγκαταστάθηκε στη Μακεδονία και τη Θράκη, στους νομούς Θεσσαλονίκης, Ξάνθης, Καβάλας, Δράμας, Σερρών, Κιλκίς, Ημαθίας, Πιερίας, Κοζάνης, Πέλλας, Φλώρινας, Καστοριάς και αλλού.
Αρκετοί παρέμειναν στην περιοχή της πρωτεύουσας – Καισαριανή, Καλλιθέα, Νέα Ιωνία, Δραπετσώνα, Χασάνι (Ελληνικό) κ.τ.λ. – και ένας μικρός αριθμός εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλία, την Ήπειρο, την Αιτωλοακαρνανία, την Πελοπόννησο και τα νησιά.
Πολλοί περισσότεροι από τους 400.000 που τελικά έφτασαν στην Ελλάδα είχαν ξεκινήσει από τα γενέθλιά τους εδάφη, όμως στην διαδρομή και κατά τη μεταφορά τους με τα πλοία, λόγω των άθλιων συνθηκών, πέθαναν πολλοί. Και εδώ, στις περιοχές που πρωτοεγκαταστάθηκαν οι λιμοί, οι αρρώστιες και οι κακουχίες τους θέρισαν.
Η αντιμετώπιση των Ελλαδιτών απέναντι στους εξαθλιωμένους Ποντίους ήταν ρατσιστική και πολλές φορές εχθρική. Και αυτοί με πολύ κόπο προσπάθησαν να προσαρμοστούν στο νέο, δύσκολο και εχθρικό περιβάλλον, και τα κατάφεραν.
Οι Πόντιοι που κατάφεραν να φτάσουν στην Αιτωλοακαρνανία, από διάφορες περιοχές του Πόντου, εγκαταστάθηκαν στα χωριά Ματσούκι, Σφήνα (Κυψέλη), Άγιο Νικόλαο Κατούνας, Άγιο Νικόλαο Βονίτσης, λίγες οικογένειες σε χωριά της Μακρυνείας και μερικοί στον Άγιο Κων/νο Αγρινίου.
Τον Νοέμβριο του 1922, το φορτηγό πλοίο «Ακταίο», αποβιβάζει στο λιμάνι της Αμφιλοχίας έναν μικρό αριθμό Ποντίων από την Κεπέκκλησια του Πόντου και τις κοντινές σ’ αυτήν περιοχές.
Πολλοί περισσότεροι από τους 400.000 που τελικά έφτασαν στην Ελλάδα είχαν ξεκινήσει από τα γενέθλιά τους εδάφη, όμως στην διαδρομή και κατά τη μεταφορά τους με τα πλοία, λόγω των άθλιων συνθηκών, πέθαναν πολλοί. Και εδώ, στις περιοχές που πρωτοεγκαταστάθηκαν οι λιμοί, οι αρρώστιες και οι κακουχίες τους θέρισαν.
Η αντιμετώπιση των Ελλαδιτών απέναντι στους εξαθλιωμένους Ποντίους ήταν ρατσιστική και πολλές φορές εχθρική. Και αυτοί με πολύ κόπο προσπάθησαν να προσαρμοστούν στο νέο, δύσκολο και εχθρικό περιβάλλον, και τα κατάφεραν.
Οι Πόντιοι που κατάφεραν να φτάσουν στην Αιτωλοακαρνανία, από διάφορες περιοχές του Πόντου, εγκαταστάθηκαν στα χωριά Ματσούκι, Σφήνα (Κυψέλη), Άγιο Νικόλαο Κατούνας, Άγιο Νικόλαο Βονίτσης, λίγες οικογένειες σε χωριά της Μακρυνείας και μερικοί στον Άγιο Κων/νο Αγρινίου.
Τον Νοέμβριο του 1922, το φορτηγό πλοίο «Ακταίο», αποβιβάζει στο λιμάνι της Αμφιλοχίας έναν μικρό αριθμό Ποντίων από την Κεπέκκλησια του Πόντου και τις κοντινές σ’ αυτήν περιοχές.
Εγκαταστάθηκαν αρχικά στο σχολείο και λίγο αργότερα σκορπίστηκαν σε αποθήκες και σκηνές που τους παραχώρησε το κράτος.
Οι επιδημίες που ξέσπασαν στους καταυλισμούς των προσφύγων θέρισαν τους ήδη εξουθενωμένους και αδύναμους πρόσφυγες. Όσοι επέζησαν άρχισαν να δουλεύουν στα χωράφια της περιοχής, να κόβουν και να πωλούν ξύλα, να κάνουν ότι δουλειά έβρισκαν για να επιζήσουν. Στην Αμφιλοχία έμειναν για περίπου έναν χρόνο.
Τον Σεπτέμβριο του 1923 αποφασίζουν να εγκαταλείψουν ομαδικά την Αμφιλοχία. Προχωρούν ανατολικά και εγκαθίστανται στον παραπόταμο του Αχελώου, τον Ίναχο, στην επαρχία του Βάλτου.
Η περιοχή που επέλεξαν να στήσουν την νέα τους ζωή ήταν ένας λόγγος γεμάτος δέντρα, ένα μεγάλο δάσος γεμάτο άγρια ζώα.
Μένοντας σε σκηνές, άρχισαν να ξελογγώνουν το δάσος, να κάνουν χωράφια και να χτίζουν σιγά-σιγά τα νέα τους σπιτικά. Δίπατα σπίτια που το κάτω μέρος το χρησιμοποιούσαν για στάβλο. Έτσι άρχισε να δημιουργείται ένα χωριό γεμάτο ζωή. Ονόμασαν το χωριό που δημιούργησαν Νέα Κεπέκκλησια για να τους θυμίζει την γενέτειρά τους. Η ονομασία αυτή όμως άλλαξε γρήγορα και ονόμασαν το χωριό τους Μπαμπαλιό.
Περίπου 60 οικογένειες ήταν οι κάτοικοι του νέου χωριού. Λίγα χρόνια αργότερα ήρθαν και εγκαταστάθηκαν μόνιμα στην περιοχή και άλλες οικογένειες από τον Μεσόπυργο Άρτας και την Βαρετάδα.
Το 1924, με ομαδική δουλειά, χτίζουν την εκκλησία τους, τους Αγίους Ταξιάρχες. Στον περίβολο της εκκλησίας έκαναν το νεκροταφείο τους. Το 1925 χτίζουν και δεύτερη εκκλησία, την Αγία Παρασκευή.
Τον Ιούλιο του 1925 οι 60 οικογένειες πλήρωσαν από 1725 δραχμές η καθεμιά, για να αγοράσουν συνεταιρικά τον νερόμυλο και τα χωράφια που ήταν γύρω από αυτόν και ανήκαν στον Αμφιλοχιώτη τσιφλικά Καζάζη.
Το 1930 άρχισαν να χτίζουν με δικά τους έξοδα και με προσωπική εργασία το Σχολειό τους. Λένε οι παλιότεροι ότι κουβαλούσαν από αρκετή απόσταση στους ώμους τους, πέτρες και λάσπη για να χτιστεί το σχολειό. Και τα κατάφεραν. Μια μεγάλη αίθουσα, με μεγάλα παράθυρα και γραφείο, στέγη με κεραμίδια και πάτωμα από σανίδες. Εκεί θα μάθαιναν τα παιδιά τους ανάγνωση και γραφή.
Σ΄αυτό το κτίριο φοίτησαν για πολλά χρόνια όχι μόνο τα παιδιά τα δικά τους αλλά και τα παιδιά από τα γειτονικά χωριά, Μαλατέικα και Αμοργιανοί, μέχρι το 1968. Εκείνη την χρονιά τοποθετήθηκε από τον Οργανισμό Σχολικών Κτιρίων ένα προκατασκευασμένο κτίριο που χρησίμευε για σχολείο.
Τον Σεπτέμβριο του 1931, η Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων, μοίρασε στις 60 οικογένειες, με κλήρο, τα χωράφια που οι ίδιοι οι Πόντιοι είχαν διαμορφώσει, δίνοντας σε κάθε οικογένεια από 16 περίπου στρέμματα γης.
Το Μπαμπαλιό, μέχρι το 1932, διοικητικά υπαγόταν στην κοινότητα Βαρετάδας και αργότερα στην κοινότητα Καστρακίου. Αργότερα αποτέλεσε χωριστή κοινότητα, την κοινότητα Μπαμπαλιού.
Αυτή η νέα κοινότητα, όμως, ήταν αποκομμένη από το Αγρίνιο. Δρόμος προς το Αγρίνιο δεν υπήρχε. Άρχισαν, λοιπόν, με ομαδική δουλειά να ξελακώνουν, να σκάβουν, να φτιάχνουν τον δρόμο που θα τους ένωνε με το Αγρίνιο. Και τα κατάφεραν. Και ήταν οι πρώτοι κάτοικοι του Βάλτου που είδαν για πρώτη φορά να φτάνει στο χωριό τους αυτοκίνητο.
Το 1950, κτίστηκε η κεντρική εκκλησία του χωριού, η Κοίμησις της Θεοτόκου. Και γι αυτό βοήθησαν όλοι οι κάτοικοι. Κουβάλησαν πέτρες, λάσπη, έδωσαν χρήματα.
Κατάφεραν μέσα σε λίγα χρόνια να κάνουν το χωριό τους το κέντρο της γύρω περιοχής. Με μόχθο, κούραση και πολύ δουλειά κατάφεραν να κάνουν το Μπαμπαλιό ένα από τα καλύτερα χωριά του Βάλτου.
Αλλά….
Η μοίρα τους κτυπά αλύπητα για δεύτερη φορά!!
Το 1960, έγινε γνωστό ότι η ΔΕΗ θα κατασκεύαζε κοντά στο Καστράκι, φράγμα.
Τα νερά του Αχελώου θα συγκεντρώνονταν σε μία λίμνη, τεχνητή. Τα νερά της λίμνης θα σκέπαζαν όλα αυτά που με τόσο κόπο και κούραση είχαν δημιουργήσει. Τα νερά της λίμνης θα έπνιγαν τα σπίτια τους, τα χωράφια τους, το βιός τους.
Για μια ακόμη φορά πρόσφυγες…
Στις 19 Ιανουαρίου του 1969, το φράγμα έγινε… τα νερά του Αχελώου άρχισαν να σχηματίζουν λίμνη… ο κάμπος του χωριού τους άρχισε σιγά-σιγά να σκεπάζεται από τα νερά… και η λίμνη μεγάλωνε κι όλο μεγάλωνε. Τα σπίτια, ο δρόμος, η εκκλησία, όλα αυτά που έχτισαν με τα ίδια τους τα χέρια, όλα χάνονται κάτω από τα νερά. 40 χρόνια κόπος, 40 χρόνια όνειρα, κάθε τι αγαπημένο θάφτηκε στον υγρό αυτό τάφο.
Οι κάτοικοι, με σπαραγμό ψυχής ξεριζώθηκαν για άλλη μία φορά και σκορπίστηκαν…άλλοι στο Αγρίνιο, άλλοι στην Αθήνα, άλλοι στα γύρω χωριά… . Άλλοι πάλι δυσκολεύτηκαν, να το πάρουν απόφαση, βουνίσιοι να ζήσουν στον κάμπο και έμειναν στο Μπαμπαλιό, να καλλιεργήσουν όπου είχαν μείνει χωράφια που δεν τα είχαν πνίξει τα νερά της λίμνης. Κάθε χρόνο όμως όλο και λιγόστευαν. Μέχρι που το χωριό κρίθηκε επικίνδυνο κατολίσθησης και έφυγαν και οι τελευταίοι κάτοικοι. Το Μπαμπαλιό «έσβησε».
Ο φωτογράφος Κώστας Μπαλάφας, φωτογράφος της ΔΕΗ τότε, περιγράφει με γλαφυρό τρόπο τις δραματικές εκείνες στιγμές:
«…Οι κάτοικοι των χωριών αυτών, άνθρωποι αγρότες κατά το πλείστον με λιγοστή κτηνοτροφία, που ξεριζώθηκαν απ' τις πατρογονικές τους εστίες, πήραν το δρόμο για το άγνωστο με την περιορισμένη αποζημίωση που κοστολόγησε την περιουσία τους η επιτροπή απαλλοτρίωσης.
Δραματικές ήταν οι στιγμές, όταν ήρθε η ώρα της φυγής, απ' τον τόπο που γεννήθηκαν κι έθαψαν τους προγόνους τους. Πολλοί πριν ακόμα φύγουν, πήγαν με τον παπά στο νεκροταφείο για ένα τρισάγιο, το τελευταίο πριν μείνουν για πάντα κάτω απ' το νερό. Άλλοι πάλι ξέθαψαν τα μνήματα, για να πάρουν τα κόκαλα των δικών τους μ' ότι άλλο είχαν και αγκαλιά με την τραγική τους μοίρα για ν' αναζητήσουν νέα πατρίδα….»
Τον Φεβρουάριο του 1994 η Βουλή των Ελλήνων ψήφισε ομόφωνα την ανακήρυξη της 19ης Μαΐου, ως Ημέρας Μνήμης για τη Γενοκτονία των Ελλήνων στο μικρασιατικό Πόντο την περίοδο 1916-1923.
Η αναγνώριση αυτή, παρόλη την εβδομηκονταετή καθυστέρηση, δικαίωσε ηθικά τον ποντιακό ελληνισμό και συνέδεσε το σύγχρονο ελληνισμό με την ιστορική του μνήμη.
ΠΗΓΕΣ: «Της Προσφυγιάς η Μοίρα», του Κώστα Δημ. Κονταξή
από Αγρίνιο... Γλυκές Μνήμες
pontos.gr
pontosworld.com
thehistoryofgreece.gr
Επιτροπή Ποντιακών Μελετών
Διαβάστε σχετικά: Μπαμπαλιό,το προσφυγικό χωριό στον ορεινό Βάλτο (φωτό & βίντεο)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για πες