Η τραγική κατάσταση που επικρατεί στη γειτονική Ιταλία, με το σύστημα υγείας να έχει φτάσει στα όριά του και τα κρούσματα όπως και τα θύματα να αυξάνονται καθημερινά, δημιούργησε εξαρχής μεγάλες απορίες.
Πώς γίνεται και σε μια χώρα αναπτυγμένη και μάλιστα μέλος της ομάδας των G7, με ιδιαίτερα καλό βιοτικό επίπεδο, υψηλό προσδόκιμο ζωής, αναπτυγμένο σύστημα υγείας και μεγάλη παράδοση στην επιστημονική έρευνα, να μην μπορεί να αντιμετωπιστεί μια επιδημία, η οποία μάλιστα έχει ως επίκεντρο το πιο αναπτυγμένο τμήμα της χώρας, αυτό που εκτός όλων των άλλων είχε και τις καλύτερες υποδομές υγείας;
Πάνω σε αυτό δόθηκαν και δίνονται διάφορες απαντήσεις: Η Ιταλία υποτίμησε την ανάγκη ετοιμότητας για κρούσματα και όταν διαπιστώθηκαν τα πρώτα, η νόσος είχε περάσει ήδη στην κοινότητα. Έγιναν λάθη αρχικά στη διαχείριση των πρώτων περιστατικών σε νοσοκομειακά περιβάλλοντα, εξαιτίας της ασάφειας των διαγνωστικών κριτηρίων, με αποτέλεσμα ευρεία αρχική διασπορά.
Η ανάγκη μέτρων κοινωνικής αποστασιοποίησης υποτιμήθηκε αρχικά, με διάφορες παλινωδίες και ταλαντεύσεις, και αργότερα διάφορα μέτρα, όπως η σταδιακή επέκταση των «κόκκινων ζωνών», οδήγησαν στο αντίθετο αποτέλεσμα, μια μαζική έξοδο που οδήγησε στη διασπορά σε όλη τη χώρα. Μεγάλο μέρος της οικονομικής βιομηχανικής και βιοτεχνικής δραστηριότητας συνεχίζεται με αποτέλεσμα να συνεχίζει να υπάρχει διασπορά και νέα κρούσματα.
Πλάι σε αυτά τα λάθη ή τις αβλεψίες αρκετοί υπογράμμισαν και τα προβλήματα με το ιταλικό πολιτικό σύστημα. Προπύργια της Λέγκας οι περιφέρειες του Βορρά, σε ανταγωνισμό με την κυβέρνηση Κόντε και με περιφερειακούς άρχοντες που δεν ήταν ακριβώς στο ύψος των περιστάσεων.
Άλλοι πάλι υπογράμμισαν ότι τα πράγματα δεν ήταν τόσο καλά εξαρχής. Το σύστημα υγείας είχε δεχτεί πλήγματα από προσπάθειες περικοπών και από τα σχέδια αποκέντρωσης που λειτουργούσαν και ως πίεση για ιδιωτικοποίηση. Οι πολιτικές λιτότητας είχαν ήδη επιφέρει ένα μεγάλο κόστος και στις υποδομές υγείας.
Οι συνθήκες εργασίας σε μεγάλο μέρος της οικονομίας και δη αυτό που δεν σταμάτησε να λειτουργεί δεν ήταν ιδιαίτερα καλές. Η Ιταλία είχε έναν πληθυσμό που ήταν σε φάση γήρανσης, με όλα τα προβλήματα που αυτό μπορεί να είχε. Στο αναπτυγμένο Βορρά είχε παγιωθεί ένας τρόπος ζωής που στηριζόταν σε συχνές μετακινήσεις μέσα σε ένα πυκνό δίκτυο μικρών και μεγάλων πόλεων.
Και βέβαια και στην Ιταλία, παρά τα μηνύματα που έρχονταν από την Κίνα, δεν είχε υπάρξει κάποιος πραγματικός σχεδιασμός για το ενδεχόμενο μιας τέτοιας πανδημίας. Εξ ου και η απότομη εναλλαγή από έναν καθησυχαστικό τόνο αρχικά, με μια συνθήκη διαρκών εκτάκτων μέτρων μετά.
Όμως, δεν είναι μόνο η Ιταλία
Όμως, παρά τη μεγάλη έξαρση της νόσου στην Ιταλία, που μετρά περισσότερα θύματα από την Κίνα, παρότι εκεί ξεκίνησε η πανδημία, η γειτονική μας χώρα δεν ήταν η εξαίρεση. Με την εξαίρεση της Ιαπωνίας, που δείχνει να διατηρεί εντός ορίων την επιδημία, όλες οι χώρες του G7 δείχνουν να αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα.
Στις ΗΠΑ, ο πρόεδρος Τραμπ αφού αρχικά υποτίμησε τον «κινεζικό ιό» όπως επιμένει να τον ονομάζει, στη συνέχεια ανέκρουσε πρύμνα και σπεύδει να ανακοινώνει μέτρα, την ώρα που οι Πολιτείες επιβάλλουν απαγόρευση της κυκλοφορίας.
Όμως, το βασικό πρόβλημα ήταν στις ΗΠΑ απλώς είχαν αγνοήσει τις προειδοποιήσεις ακόμη και τα σενάρια που οι ίδιες οι υπηρεσίες τους είχαν ετοιμάσει. Για την ακρίβεια ήδη από τον Οκτώβριο του 2019 είχαν στα χέρια τους τα συμπεράσματα από μια μεγάλης κλίμακας άσκηση προσομοίωσης μιας πανδημίας, που θα ξεκίναγε από την Κίνα, σε 47 μέρες θα θεωρούνταν πανδημία και στις ΗΠΑ θα είχε τελικά 110 εκατομμύρια κρούσματα, 7,7 εκατομμύρια ανθρώπους που θα χρειάζονταν νοσηλεία και 586.000 νεκρούς.
Τα συμπεράσματα της άσκησης ήταν απλά. Οι ΗΠΑ είχαν τεράστια ελλείμματα και εξοπλισμού και αποθεμάτων και οργανωτικών λύσεων για την αντιμετώπιση μιας τέτοιας πανδημίας. Ανάλογα συμπεράσματα είχαν και από άλλες αντίστοιχες μελέτες, όπως και από την αποτίμηση των κινδύνων από την επιδημία του Έμπολα το 2013-2014.
Μάλιστα, το 2018 ο πρόεδρος Τραμπ έδιωξε από το Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας τον βασικό αξιωματούχο σε ζητήματα που αφορούν την ασφάλεια υγείας, τον απόστρατο υποναύαρχο Τίμοθι Ζίμερ, τον άνθρωπο που είχε συντονίσει μια από τις μεγαλύτερες πρωτοβουλίες διεθνώς για την καταπολέμηση της ελονοσίας.
Αντίστοιχα, στη Μεγάλη Βρετανία, μια χώρα που στον 19ο αιώνα όρισε την έννοια της Δημόσιας Υγείας και έφτιαξε το πρώτο καθολικής πρόσβασης Εθνικό Σύστημα Υγείας, η αρχική επιλογή να μη ληφθούν έκτακτα μέτρα και να επιδιωχθεί «ανοσία αγέλης», τώρα αναθεωρείται από το βάρος προβλέψεων για πολύ μεγάλο αριθμό κρουσμάτων και θυμάτων.
Αντίστοιχα βλέπουμε και στη Γαλλία και στη Γερμανία, χώρες με ισχυρά συστήματα υγείας, να εμφανίζονται παραδοχές ότι υποτίμησαν την πανδημία αρχικά και τώρα σπεύδουν να υιοθετήσουν όλο και πιο αυστηρά μέτρα, συνειδητοποιώντας ταυτόχρονα και το μεγάλο οικονομικό κόστος.
Και βέβαια μέσα στην Ευρώπη, εκτός G7 έχουμε το παράδειγμα της Ισπανίας, όπου και εκεί επίσης είχαμε μεγάλη αύξηση των κρουσμάτων και καταφυγή σε αυστηρά έκτακτα μέτρα.
Οι βαθύτεροι λόγοι της απρονοησίας
Το παράδοξο είναι γιατί δεν υπήρξε προετοιμασία για μια πανδημία που ήταν με έναν τρόπο τόσο προαναγγελθείσα ώστε να υπάρχουν ακόμη και κινηματογραφικές ταινίες όπως το Contagion του Στήβεν Σόντερμπεργκ;
Γιατί δεν λήφθηκαν σοβαρά υπόψη οι προειδοποιήσεις από το διαρκή φόβο για τη γρίπη H5N1 (γρίπη των πτηνών), από την εμπειρία του SARS αλλά και του Εμπολα ή άλλων επιδημιών όπως του Ζίκα ή του Ιού του Δυτικού Νείλου; Γιατί η πανδημία της γρίπης H1N1 του 2009 αντιμετωπίστηκε όχι ως πρόβα χωρίς κόστος αλλά αντίθετα ως απόδειξη ότι δεν υπάρχουν μεγάλοι κίνδυνοι;
Ο λόγος έχει να κάνει με τον τρόπο που ολοένα και περισσότερο τα κράτη υποτιμούν κινδύνους και απαξιώνουν την επένδυση στη δημόσια υγεία.
Ως προς την υποτίμηση των κινδύνων αυτό κυρίως αποτυπώνεται στο πώς ενώ ξέρουμε πώς θα προκύψουν νέα παθογόνα, κάνουμε ελάχιστα για αυτά. Οι επιστήμονες είναι σαφείς: ο βασικός μηχανισμός που δημιουργεί νέα και δυνάμει πανδημικά παθογόνα είναι το κυρίαρχο πρότυπο αγροτοκτηνοτροφικής παραγωγής και κυρίως ο τρόπος που εφαρμόζεται σε περιοχές όπου η «ανάπτυξη» καταλαμβάνει περιοχές παρθένου δάσους ή απροσπέλαστα για τον άνθρωπο οικοσυστήματα.
Εάν σε αυτό προσθέσουμε ότι με την εκθετική αύξηση των αεροπορικών ταξιδιών αλλά και την υπερσυγκέντρωση ανθρώπων σε μεγαλουπόλεις πολλών εκατομμυρίων (11 εκατομμύρια κατοίκους έχει η Γουχάν), διαμορφώνονται όροι πανδημικής διασποράς, καταλαβαίνουμε τους κινδύνους.
Ως προς την απαξίωση της δημόσιας υγείας είναι βασικό να καταλάβουμε ότι τα συστήματα υγείας δεν είναι προετοιμασμένα για τέτοιες απειλές. Εν μέσω πολιτικών λιτότητας παγκοσμίως ζητήματα όπως τα αποθέματα σε μάσκες ή αναπνευστήρες ή επάρκεια σε ΜΕΘ τίθενται σε δεύτερη μοίρα παγκοσμίως.
Το ίδιο ισχύει και για το γεγονός ότι η αυξημένη στροφή και σε μορφές ιδιωτικής υγείας ή συμπράξεων δημόσιου και ιδιωτικού τομέα επίσης δεν έδινε βαρύτητα σε πρακτικές που αφορούν την προετοιμασία των συστημάτων υγείας για μεγάλης κλίμακας έκτακτες ανάγκες.
Επιπλέον, ακόμη και τα σχέδια για έκτακτες περιστάσεις αφορούσαν περισσότερο ενδεχόμενα απειλών όπως οι πόλεμοι ή οι τρομοκρατικές επιθέσεις, παρά το ενδεχόμενο μιας παρατεταμένης επιβολής μέτρων κοινωνικής αποστασιοποίησης.
Σε όλα αυτά προστέθηκε και μια πολιτισμική διάσταση. Η αντιμετώπιση μιας πανδημίας απαιτεί ένα είδος συλλογικής κινητοποίησης και συλλογικής πειθαρχίας που έρχεται σε σύγκρουση με εκείνο το είδος ατομικιστικού ηδονισμού που κυρίως προώθησε η νεοφιλελεύθερη ιδεολογία.
Αυτό, σε συνδυασμό με την αποδιάρθρωση των μηχανισμών κοινωνικής προστασίας και των δικτύων κοινωνικής αλληλεγγύης, τυπικών και ατύπων, εξηγεί όλα τα προβλήματα που παρατηρούνται με την εφαρμογή των έκτακτων μέτρων, αλλά και τις ταλαντεύσεις των κυβερνήσεων για την επιβολή τους.
Επιπλέον, ας μην ξεχνάμε ότι ζούμε σε περιόδους όπου η οικονομική πολιτική αντιμετωπίζεται κυρίως ως ενίσχυση των δυναμικών της αγοράς. Αυτό «δομικά» σχεδόν διαμορφώνει μια ευρύτερη αντίληψη βραχυπρόθεσμου σχεδιασμού και δη με όρους άμεσου λόγου κόστους / οφέλους, αντίληψη που όμως είναι ανταγωνιστική στη λογική της πρόληψης και του μακροχρόνιου σχεδιασμού που είναι η μόνη που μπορεί να έχει αποτελέσματα στην προετοιμασία για μια πανδημία.
https://www.in.gr/
Πώς γίνεται και σε μια χώρα αναπτυγμένη και μάλιστα μέλος της ομάδας των G7, με ιδιαίτερα καλό βιοτικό επίπεδο, υψηλό προσδόκιμο ζωής, αναπτυγμένο σύστημα υγείας και μεγάλη παράδοση στην επιστημονική έρευνα, να μην μπορεί να αντιμετωπιστεί μια επιδημία, η οποία μάλιστα έχει ως επίκεντρο το πιο αναπτυγμένο τμήμα της χώρας, αυτό που εκτός όλων των άλλων είχε και τις καλύτερες υποδομές υγείας;
Πάνω σε αυτό δόθηκαν και δίνονται διάφορες απαντήσεις: Η Ιταλία υποτίμησε την ανάγκη ετοιμότητας για κρούσματα και όταν διαπιστώθηκαν τα πρώτα, η νόσος είχε περάσει ήδη στην κοινότητα. Έγιναν λάθη αρχικά στη διαχείριση των πρώτων περιστατικών σε νοσοκομειακά περιβάλλοντα, εξαιτίας της ασάφειας των διαγνωστικών κριτηρίων, με αποτέλεσμα ευρεία αρχική διασπορά.
Η ανάγκη μέτρων κοινωνικής αποστασιοποίησης υποτιμήθηκε αρχικά, με διάφορες παλινωδίες και ταλαντεύσεις, και αργότερα διάφορα μέτρα, όπως η σταδιακή επέκταση των «κόκκινων ζωνών», οδήγησαν στο αντίθετο αποτέλεσμα, μια μαζική έξοδο που οδήγησε στη διασπορά σε όλη τη χώρα. Μεγάλο μέρος της οικονομικής βιομηχανικής και βιοτεχνικής δραστηριότητας συνεχίζεται με αποτέλεσμα να συνεχίζει να υπάρχει διασπορά και νέα κρούσματα.
Πλάι σε αυτά τα λάθη ή τις αβλεψίες αρκετοί υπογράμμισαν και τα προβλήματα με το ιταλικό πολιτικό σύστημα. Προπύργια της Λέγκας οι περιφέρειες του Βορρά, σε ανταγωνισμό με την κυβέρνηση Κόντε και με περιφερειακούς άρχοντες που δεν ήταν ακριβώς στο ύψος των περιστάσεων.
Άλλοι πάλι υπογράμμισαν ότι τα πράγματα δεν ήταν τόσο καλά εξαρχής. Το σύστημα υγείας είχε δεχτεί πλήγματα από προσπάθειες περικοπών και από τα σχέδια αποκέντρωσης που λειτουργούσαν και ως πίεση για ιδιωτικοποίηση. Οι πολιτικές λιτότητας είχαν ήδη επιφέρει ένα μεγάλο κόστος και στις υποδομές υγείας.
Οι συνθήκες εργασίας σε μεγάλο μέρος της οικονομίας και δη αυτό που δεν σταμάτησε να λειτουργεί δεν ήταν ιδιαίτερα καλές. Η Ιταλία είχε έναν πληθυσμό που ήταν σε φάση γήρανσης, με όλα τα προβλήματα που αυτό μπορεί να είχε. Στο αναπτυγμένο Βορρά είχε παγιωθεί ένας τρόπος ζωής που στηριζόταν σε συχνές μετακινήσεις μέσα σε ένα πυκνό δίκτυο μικρών και μεγάλων πόλεων.
Και βέβαια και στην Ιταλία, παρά τα μηνύματα που έρχονταν από την Κίνα, δεν είχε υπάρξει κάποιος πραγματικός σχεδιασμός για το ενδεχόμενο μιας τέτοιας πανδημίας. Εξ ου και η απότομη εναλλαγή από έναν καθησυχαστικό τόνο αρχικά, με μια συνθήκη διαρκών εκτάκτων μέτρων μετά.
Όμως, δεν είναι μόνο η Ιταλία
Όμως, παρά τη μεγάλη έξαρση της νόσου στην Ιταλία, που μετρά περισσότερα θύματα από την Κίνα, παρότι εκεί ξεκίνησε η πανδημία, η γειτονική μας χώρα δεν ήταν η εξαίρεση. Με την εξαίρεση της Ιαπωνίας, που δείχνει να διατηρεί εντός ορίων την επιδημία, όλες οι χώρες του G7 δείχνουν να αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα.
Στις ΗΠΑ, ο πρόεδρος Τραμπ αφού αρχικά υποτίμησε τον «κινεζικό ιό» όπως επιμένει να τον ονομάζει, στη συνέχεια ανέκρουσε πρύμνα και σπεύδει να ανακοινώνει μέτρα, την ώρα που οι Πολιτείες επιβάλλουν απαγόρευση της κυκλοφορίας.
Όμως, το βασικό πρόβλημα ήταν στις ΗΠΑ απλώς είχαν αγνοήσει τις προειδοποιήσεις ακόμη και τα σενάρια που οι ίδιες οι υπηρεσίες τους είχαν ετοιμάσει. Για την ακρίβεια ήδη από τον Οκτώβριο του 2019 είχαν στα χέρια τους τα συμπεράσματα από μια μεγάλης κλίμακας άσκηση προσομοίωσης μιας πανδημίας, που θα ξεκίναγε από την Κίνα, σε 47 μέρες θα θεωρούνταν πανδημία και στις ΗΠΑ θα είχε τελικά 110 εκατομμύρια κρούσματα, 7,7 εκατομμύρια ανθρώπους που θα χρειάζονταν νοσηλεία και 586.000 νεκρούς.
Τα συμπεράσματα της άσκησης ήταν απλά. Οι ΗΠΑ είχαν τεράστια ελλείμματα και εξοπλισμού και αποθεμάτων και οργανωτικών λύσεων για την αντιμετώπιση μιας τέτοιας πανδημίας. Ανάλογα συμπεράσματα είχαν και από άλλες αντίστοιχες μελέτες, όπως και από την αποτίμηση των κινδύνων από την επιδημία του Έμπολα το 2013-2014.
Μάλιστα, το 2018 ο πρόεδρος Τραμπ έδιωξε από το Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας τον βασικό αξιωματούχο σε ζητήματα που αφορούν την ασφάλεια υγείας, τον απόστρατο υποναύαρχο Τίμοθι Ζίμερ, τον άνθρωπο που είχε συντονίσει μια από τις μεγαλύτερες πρωτοβουλίες διεθνώς για την καταπολέμηση της ελονοσίας.
Αντίστοιχα, στη Μεγάλη Βρετανία, μια χώρα που στον 19ο αιώνα όρισε την έννοια της Δημόσιας Υγείας και έφτιαξε το πρώτο καθολικής πρόσβασης Εθνικό Σύστημα Υγείας, η αρχική επιλογή να μη ληφθούν έκτακτα μέτρα και να επιδιωχθεί «ανοσία αγέλης», τώρα αναθεωρείται από το βάρος προβλέψεων για πολύ μεγάλο αριθμό κρουσμάτων και θυμάτων.
Αντίστοιχα βλέπουμε και στη Γαλλία και στη Γερμανία, χώρες με ισχυρά συστήματα υγείας, να εμφανίζονται παραδοχές ότι υποτίμησαν την πανδημία αρχικά και τώρα σπεύδουν να υιοθετήσουν όλο και πιο αυστηρά μέτρα, συνειδητοποιώντας ταυτόχρονα και το μεγάλο οικονομικό κόστος.
Και βέβαια μέσα στην Ευρώπη, εκτός G7 έχουμε το παράδειγμα της Ισπανίας, όπου και εκεί επίσης είχαμε μεγάλη αύξηση των κρουσμάτων και καταφυγή σε αυστηρά έκτακτα μέτρα.
Οι βαθύτεροι λόγοι της απρονοησίας
Το παράδοξο είναι γιατί δεν υπήρξε προετοιμασία για μια πανδημία που ήταν με έναν τρόπο τόσο προαναγγελθείσα ώστε να υπάρχουν ακόμη και κινηματογραφικές ταινίες όπως το Contagion του Στήβεν Σόντερμπεργκ;
Γιατί δεν λήφθηκαν σοβαρά υπόψη οι προειδοποιήσεις από το διαρκή φόβο για τη γρίπη H5N1 (γρίπη των πτηνών), από την εμπειρία του SARS αλλά και του Εμπολα ή άλλων επιδημιών όπως του Ζίκα ή του Ιού του Δυτικού Νείλου; Γιατί η πανδημία της γρίπης H1N1 του 2009 αντιμετωπίστηκε όχι ως πρόβα χωρίς κόστος αλλά αντίθετα ως απόδειξη ότι δεν υπάρχουν μεγάλοι κίνδυνοι;
Ο λόγος έχει να κάνει με τον τρόπο που ολοένα και περισσότερο τα κράτη υποτιμούν κινδύνους και απαξιώνουν την επένδυση στη δημόσια υγεία.
Ως προς την υποτίμηση των κινδύνων αυτό κυρίως αποτυπώνεται στο πώς ενώ ξέρουμε πώς θα προκύψουν νέα παθογόνα, κάνουμε ελάχιστα για αυτά. Οι επιστήμονες είναι σαφείς: ο βασικός μηχανισμός που δημιουργεί νέα και δυνάμει πανδημικά παθογόνα είναι το κυρίαρχο πρότυπο αγροτοκτηνοτροφικής παραγωγής και κυρίως ο τρόπος που εφαρμόζεται σε περιοχές όπου η «ανάπτυξη» καταλαμβάνει περιοχές παρθένου δάσους ή απροσπέλαστα για τον άνθρωπο οικοσυστήματα.
Εάν σε αυτό προσθέσουμε ότι με την εκθετική αύξηση των αεροπορικών ταξιδιών αλλά και την υπερσυγκέντρωση ανθρώπων σε μεγαλουπόλεις πολλών εκατομμυρίων (11 εκατομμύρια κατοίκους έχει η Γουχάν), διαμορφώνονται όροι πανδημικής διασποράς, καταλαβαίνουμε τους κινδύνους.
Ως προς την απαξίωση της δημόσιας υγείας είναι βασικό να καταλάβουμε ότι τα συστήματα υγείας δεν είναι προετοιμασμένα για τέτοιες απειλές. Εν μέσω πολιτικών λιτότητας παγκοσμίως ζητήματα όπως τα αποθέματα σε μάσκες ή αναπνευστήρες ή επάρκεια σε ΜΕΘ τίθενται σε δεύτερη μοίρα παγκοσμίως.
Το ίδιο ισχύει και για το γεγονός ότι η αυξημένη στροφή και σε μορφές ιδιωτικής υγείας ή συμπράξεων δημόσιου και ιδιωτικού τομέα επίσης δεν έδινε βαρύτητα σε πρακτικές που αφορούν την προετοιμασία των συστημάτων υγείας για μεγάλης κλίμακας έκτακτες ανάγκες.
Επιπλέον, ακόμη και τα σχέδια για έκτακτες περιστάσεις αφορούσαν περισσότερο ενδεχόμενα απειλών όπως οι πόλεμοι ή οι τρομοκρατικές επιθέσεις, παρά το ενδεχόμενο μιας παρατεταμένης επιβολής μέτρων κοινωνικής αποστασιοποίησης.
Σε όλα αυτά προστέθηκε και μια πολιτισμική διάσταση. Η αντιμετώπιση μιας πανδημίας απαιτεί ένα είδος συλλογικής κινητοποίησης και συλλογικής πειθαρχίας που έρχεται σε σύγκρουση με εκείνο το είδος ατομικιστικού ηδονισμού που κυρίως προώθησε η νεοφιλελεύθερη ιδεολογία.
Αυτό, σε συνδυασμό με την αποδιάρθρωση των μηχανισμών κοινωνικής προστασίας και των δικτύων κοινωνικής αλληλεγγύης, τυπικών και ατύπων, εξηγεί όλα τα προβλήματα που παρατηρούνται με την εφαρμογή των έκτακτων μέτρων, αλλά και τις ταλαντεύσεις των κυβερνήσεων για την επιβολή τους.
Επιπλέον, ας μην ξεχνάμε ότι ζούμε σε περιόδους όπου η οικονομική πολιτική αντιμετωπίζεται κυρίως ως ενίσχυση των δυναμικών της αγοράς. Αυτό «δομικά» σχεδόν διαμορφώνει μια ευρύτερη αντίληψη βραχυπρόθεσμου σχεδιασμού και δη με όρους άμεσου λόγου κόστους / οφέλους, αντίληψη που όμως είναι ανταγωνιστική στη λογική της πρόληψης και του μακροχρόνιου σχεδιασμού που είναι η μόνη που μπορεί να έχει αποτελέσματα στην προετοιμασία για μια πανδημία.
https://www.in.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για πες