Ο κατά κόσμον Φώτης Γ. Τριανταφυλλόπουλος, είναι ένας λαϊκός ποιητής από την Αιτωλοκαρνανία και γεννήθηκε στο Αγρίνιο.
Υπογράφει καλλιτεχνικά ως Φωτεινός και μέσα από τους στίχους του θίγονται ζητήματα επίκαιρα, που πηγάζουν από τα καθημερινά μας βιώματα.
Το τελευταίο ποίημά του τιτλοφορείται «Θλίβομαι Σωπαίνω».
ΘΛΙΒΟΜΑΙ ΣΩΠΑΙΝΩ
Καρτερώ και θλίβομαι,
επαναπροσδιορίζομαι και σωπαίνω,
λούζομαι από τα πεπραγμένα
και τα κύτταρά μου ανασταίνω.
Στοχάζομαι καρτερώντας
ότι θα ζήσω αυτά που δεν έζησα,
να μην δω αυτά που δεν είδα
αυτά που χρόνια απ’ το μυαλό μου έσβησα.
Πρέπει να νικήσω τον άνεμο,
πρέπει να νικήσω τους στοχασμούς μου,
πρέπει να ταρακουνήσω τους φίλους μου
και ν’ αγαπήσω τους εχθρούς μου.
Θλίβομαι και καρτερώ,
παραλογίζομαι μα δεν μπορώ ν’ αντιδράσω,
τον ήλιο που ζωγραφίζει πάνω στη γη
αυτόν θα υπερκεράσω.
Θα του δοθώ ολόψυχα κάθε σπιθαμή μου
να ζεσταθεί η ψυχή μου.
Τα μάτια μου κλαίνε,
οι αισθήσεις μου καίνε,
οι φαντασιώσεις μου φταίνε.
Η πούλια αρχίζει και μου τραγουδά
και οι σκιές χορεύουν,
μ’ ανησυχούν οι σκέψεις μου
και όλο με παιδεύουν.
Χρώματα αλλάζει ο ουρανός,
γύρω μου ανθίζει καινούργιος ανθός,
κάπου θα υπάρχει ένας σοφός.
Ο χρόνος να γίνει σύμμαχος και επιβραβευμένος
κι ας νιώθω προδομένος.
Καρτερώ και θλίβομαι μα πρέπει να φωνάξω.
Έλα κι εσύ, ήλθε η ώρα να ενώσουμε τις φωνές μας,
ήλθε η ώρα να διαφυλάξουμε τις γενιές μας,
ήλθε η ώρα να πούμε αντίο στις διαμάχες μας,
όλοι μας κι εμείς οι δύο.
Δρόμοι αδειανοί χωρίς ζωή, χωρίς ανάσα,
τον τελευταίο λόγο είχαν οι εκλεκτοί τα ράσα.
Φωνάζουν όλοι, παντού νεκροί,
φωνάζουν όλοι αλλάζουν οι καιροί.
Ήλθε η ώρα να πάρουμε ότι αξίζουμε
ή μήπως ήλθε η ώρα να δείξουμε τι αξίζουμε;
Απ’ άκρη ως άκρη του κόσμου χειροκροτούν
τους ανθρώπους που ματώνουν και πονούν
μες την όαση του πόνου ανήμποροι
πέφτουν, κλαίνε, λιποθυμούν.
Το φονικό όπλο του ιού στα χέρια του ανθρώπου
περιπλανιέται πάνω στη γη με συγκεκριμένο στόχο.
Δεν έχει χρώμα, δεν έχει σώμα, δεν έχει αφή,
μα αφαιρεί χωρίς καμιά δυσκολία τη ζωή.
Η αναχαίτιση για να μην ανοίξει ούτε μύτη
πρέπει να μείνουμε όλοι σπίτι.
Πρέπει να πούμε προσωρινά σ’ όλους αντίο
και τον ιό με υπομονή να βάλουμε στο ψυγείο.
Τώρα δρόμοι άδειοι γεμάτοι σκόνη,
κοιτάς απ’ το παράθυρο και κάθε σκέψη παγώνει.
Ο χρόνος σιγά σιγά γυρνά και μας κυκλώνει
γίνεται αίολος και όλους στη γη μας θυμώνει.
Καμία πόλη ή χωριό δεν πρέπει να κοιμάται
αυτούς που φεύγουν χωρίς αντίο να θυμάται.
Δεν περισσεύουμε από υγεία, μας λείπει,
γι’ αυτό πρέπει να μείνουμε όλοι στο σπίτι.
Η εποχή αυτή όλους μας δοκιμάζει,
όπως τον γητευτή του άγριου αλόγου που το δαμάζει.
Όσοι είν’ αυτοί που δεν φοβούνται
γνωρίζουν πολύ καλά πως δεν ξαναγεννιούνται.
Ίσως ήταν θέλημα Θεού αυτή η δοκιμασία
γιατί όλοι εργαζόμασταν σε μια δημοπρασία.
Τώρα θα αναμετρηθούμε αν είν’ αλήθεια αυτά που ζούμε,
το εισιτήριο της ζωής όλοι μας θα ζητούμε.
Οι σπόροι που μας γέννησαν δακρύζουνε και κλαίνε,
κάθονται απόμακρα, τις ιστορίες τους μας λένε.
Δε νοιάζεσαι όταν στην πόρτα σου ρουθούνι δεν ανοίγει
άσχετα από εμάς, γνωστών αγνώστων ξανασμίγει.
Το σοκ παίρνει σάρκα και οστά και μεγαλώνει,
ο ιός αυτός παλιές πανδημίες μας ενσαρκώνει.
Μάχες δίνονται σε κάθε χώρα, πόλη, χωριό και σπίτι,
ήλθε η ώρα να δούμε καλά τι είν’ αυτό που μας λείπει.
Πρέπει να πιστέψουμε όλοι με σύνεση ότι μπορούμε,
τις σκέψεις μας και τη σοφία μας να μοιραστούμε.
Πάση θυσία και με κάθε τρόπο να συμπαρασταθούμε
σ’ όσους νοσήσανε και σ’ όσους νοσούνε.
Πρέπει να κερδίσουμε όλες τις μάχες,
ενωμένοι χωρίς αυταπάτες!
Φωτεινός
από το https://www.agriniopress.gr/Υπογράφει καλλιτεχνικά ως Φωτεινός και μέσα από τους στίχους του θίγονται ζητήματα επίκαιρα, που πηγάζουν από τα καθημερινά μας βιώματα.
Το τελευταίο ποίημά του τιτλοφορείται «Θλίβομαι Σωπαίνω».
ΘΛΙΒΟΜΑΙ ΣΩΠΑΙΝΩ
Καρτερώ και θλίβομαι,
επαναπροσδιορίζομαι και σωπαίνω,
λούζομαι από τα πεπραγμένα
και τα κύτταρά μου ανασταίνω.
Στοχάζομαι καρτερώντας
ότι θα ζήσω αυτά που δεν έζησα,
να μην δω αυτά που δεν είδα
αυτά που χρόνια απ’ το μυαλό μου έσβησα.
Πρέπει να νικήσω τον άνεμο,
πρέπει να νικήσω τους στοχασμούς μου,
πρέπει να ταρακουνήσω τους φίλους μου
και ν’ αγαπήσω τους εχθρούς μου.
Θλίβομαι και καρτερώ,
παραλογίζομαι μα δεν μπορώ ν’ αντιδράσω,
τον ήλιο που ζωγραφίζει πάνω στη γη
αυτόν θα υπερκεράσω.
Θα του δοθώ ολόψυχα κάθε σπιθαμή μου
να ζεσταθεί η ψυχή μου.
Τα μάτια μου κλαίνε,
οι αισθήσεις μου καίνε,
οι φαντασιώσεις μου φταίνε.
Η πούλια αρχίζει και μου τραγουδά
και οι σκιές χορεύουν,
μ’ ανησυχούν οι σκέψεις μου
και όλο με παιδεύουν.
Χρώματα αλλάζει ο ουρανός,
γύρω μου ανθίζει καινούργιος ανθός,
κάπου θα υπάρχει ένας σοφός.
Ο χρόνος να γίνει σύμμαχος και επιβραβευμένος
κι ας νιώθω προδομένος.
Καρτερώ και θλίβομαι μα πρέπει να φωνάξω.
Έλα κι εσύ, ήλθε η ώρα να ενώσουμε τις φωνές μας,
ήλθε η ώρα να διαφυλάξουμε τις γενιές μας,
ήλθε η ώρα να πούμε αντίο στις διαμάχες μας,
όλοι μας κι εμείς οι δύο.
Δρόμοι αδειανοί χωρίς ζωή, χωρίς ανάσα,
τον τελευταίο λόγο είχαν οι εκλεκτοί τα ράσα.
Φωνάζουν όλοι, παντού νεκροί,
φωνάζουν όλοι αλλάζουν οι καιροί.
Ήλθε η ώρα να πάρουμε ότι αξίζουμε
ή μήπως ήλθε η ώρα να δείξουμε τι αξίζουμε;
Απ’ άκρη ως άκρη του κόσμου χειροκροτούν
τους ανθρώπους που ματώνουν και πονούν
μες την όαση του πόνου ανήμποροι
πέφτουν, κλαίνε, λιποθυμούν.
Το φονικό όπλο του ιού στα χέρια του ανθρώπου
περιπλανιέται πάνω στη γη με συγκεκριμένο στόχο.
Δεν έχει χρώμα, δεν έχει σώμα, δεν έχει αφή,
μα αφαιρεί χωρίς καμιά δυσκολία τη ζωή.
Η αναχαίτιση για να μην ανοίξει ούτε μύτη
πρέπει να μείνουμε όλοι σπίτι.
Πρέπει να πούμε προσωρινά σ’ όλους αντίο
και τον ιό με υπομονή να βάλουμε στο ψυγείο.
Τώρα δρόμοι άδειοι γεμάτοι σκόνη,
κοιτάς απ’ το παράθυρο και κάθε σκέψη παγώνει.
Ο χρόνος σιγά σιγά γυρνά και μας κυκλώνει
γίνεται αίολος και όλους στη γη μας θυμώνει.
Καμία πόλη ή χωριό δεν πρέπει να κοιμάται
αυτούς που φεύγουν χωρίς αντίο να θυμάται.
Δεν περισσεύουμε από υγεία, μας λείπει,
γι’ αυτό πρέπει να μείνουμε όλοι στο σπίτι.
Η εποχή αυτή όλους μας δοκιμάζει,
όπως τον γητευτή του άγριου αλόγου που το δαμάζει.
Όσοι είν’ αυτοί που δεν φοβούνται
γνωρίζουν πολύ καλά πως δεν ξαναγεννιούνται.
Ίσως ήταν θέλημα Θεού αυτή η δοκιμασία
γιατί όλοι εργαζόμασταν σε μια δημοπρασία.
Τώρα θα αναμετρηθούμε αν είν’ αλήθεια αυτά που ζούμε,
το εισιτήριο της ζωής όλοι μας θα ζητούμε.
Οι σπόροι που μας γέννησαν δακρύζουνε και κλαίνε,
κάθονται απόμακρα, τις ιστορίες τους μας λένε.
Δε νοιάζεσαι όταν στην πόρτα σου ρουθούνι δεν ανοίγει
άσχετα από εμάς, γνωστών αγνώστων ξανασμίγει.
Το σοκ παίρνει σάρκα και οστά και μεγαλώνει,
ο ιός αυτός παλιές πανδημίες μας ενσαρκώνει.
Μάχες δίνονται σε κάθε χώρα, πόλη, χωριό και σπίτι,
ήλθε η ώρα να δούμε καλά τι είν’ αυτό που μας λείπει.
Πρέπει να πιστέψουμε όλοι με σύνεση ότι μπορούμε,
τις σκέψεις μας και τη σοφία μας να μοιραστούμε.
Πάση θυσία και με κάθε τρόπο να συμπαρασταθούμε
σ’ όσους νοσήσανε και σ’ όσους νοσούνε.
Πρέπει να κερδίσουμε όλες τις μάχες,
ενωμένοι χωρίς αυταπάτες!
Φωτεινός
Σημ. Ζείδωρον: Με τον Φώτη Τριανταφυλλόπουλο ήμασταν συμμαθητές στο 3ο Δημοτικό Σχολείο Αγρινίου πριν πολλές δεκαετίες,εκεί στη γειτονιά της Αγίας Τριάδας... μετά χαθήκαμε!
Στο τέλος Αυγούστου του 2019 που ξανασυναντήθηκαν για δεύτερη φορά οι παλιοί συμμαθητές εκείνης της τάξης ο Φώτης ήταν εκεί (στο μέσον της φωτό),δυστυχώς εγώ δεν μπόρεσα να πάω,αλλά πάντα τους θυμάμαι όλους με αγάπη!
Αγαπητέ Φώτη το ποίημα σου με συγκίνησε,να είσαι πάντα καλά,ευαίσθητος κι ανήσυχος!
Λίγα λόγια για τον Φώτη
Φώτης Γ. Τριανταφυλλόπουλος , ένας Λαϊκός ποιητής από την Αιτωλοκαρνανία,που γεννήθηκε στις 10 Νοεμβρίου 1956 στο Αγρίνιο .
Εργάζεται ως Εργατοτεχνίτης στη ΔΕΥΑ Αγρινίου. Έχει τρία παιδιά και δύο εγγόνια.Οι ανάγκες της ζωής τον ανάγκασαν να εγκαταλείψει νωρίς το σχολείο.
Η αγάπη του για την τέχνη φάνηκε από μικρή ηλικία αφού μόλις 13 ετών ξεκίνησε να μαθαίνει Αγιογραφία και Διακόσμηση.
Το μικρόβιο της ποίησης ήρθε κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας όταν άρχισε να αποτυπώνει σκέψεις του στο χαρτί.
Με γνώμονα τις αμφιβολίες και τις ανησυχίες του, αποφάσισε σε ηλικία 56 ετών να κάτσει ξανά στα θρανία και να πάρει το απολυτήριο Γυμνασίου φοιτώντας στο Σχολείο Δεύτερης Ευκαιρίας του Αγρινίου.
Διαβάστε ένα ακόμα ποίημά του που γράφτηκε με αφορμή την τραγωδία από την πυρκαγιά στο Μάτι
Η ΠΥΡΑ ΠΟΥ ΘΑ ΚΑΙΕΙ
Ήταν σημάδι του Θεού ή το χέρι του ανθρώπου
και χάθηκαν τόσες ζωές σαν μάχη του μετώπου.
Το πύρινο κύμα σάρωνε και ήταν ανταριασμένο
ακόμα και το σίδερο το βρήκανε λιωμένο.
Όλες οι δυνάμεις του κακού με τον ασκό του Αιόλου
ούτε κλαράκι ζωντανό δεν άφησαν καθόλου.
Ο ανίκητος ήχος της φωτιάς
χόρευε τον χορό του θανάτου.
Το πρωινό αυτό ήταν σπαρμένο με θύελλες φωτιάς,
το βούισμα και ο φλεγόμενος άνεμος δηλώνει την ύπαρξή του,
και το αφρισμένο κύμα της θάλασσας μες στην ομίχλη των ονείρων
διψά να πάρει μαζί της ανθρώπινα όνειρα και ψεύτικες ελπίδες.
Νικημένοι από την λύσσα του πύρινου Αιόλου
που ξεχύθηκε σαν μια χιονοστιβάδα
και σκέπασε με την κουβέρτα της φωτιάς κεντημένη από στάχτες
κάθε ήχο και κάθε κτύπο μιας ήσυχης καρδιάς.
Η δίψα της πυράς ταξίδευε στο χρόνο παίρνοντας μαζί του ψυχές αγκαλιασμένες δίνοντας το τελευταίο φιλί από την ανάσα τους.
Παίρνοντας μαζί του τα καμένα όνειρα και τις φλεγόμενες ελπίδες τους
και όλοι την αιώνια θύμησή τους.
Εκεί που κατοικούσαν ήχοι, παιδικές φωνές νοσταλγικές
μετανάστευσαν και έμεινε στάχτη, ερείπια και ανεκπλήρωτες υποσχέσεις
που οδηγήθηκαν σ’ ένα πύρινο ναυάγιο χωρίς αύριο.
Ένα αύριο ενός παγωμένου τοπίου όπου η θλίψη
θα τραγουδά σε κάθε πρόσωπο στο αντίκρισμα αυτής της σιωπής.
Νιώθω ότι είμαι κοντά τους αλλά εγώ ανασαίνω.
Βουλιάζω μες στις σκέψεις μου και μες στο βυθό τους.
Φωτεινός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για πες