Γίνεται πολύς λόγος τις τελευταίες ημέρες για «θεαματική αλλαγή» στην πολιτική της Ελλάδας στο προσφυγικό ή και στα εθνικά της ζητήματα. Ο λόγος αυτός ερμηνεύει ως ριζοσπαστικές ανατροπές τις δύο κινήσεις στις
οποίες προέβη η ελληνική κυβέρνηση μετά τις εξελίξεις που πυροδότησαν τα γεγονότα στο Ιντλίμπ της Συρίας.
Γράφει ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ*
Η πρώτη ήταν η έκφραση έμμεσων αντιρρήσεων στην σύνοδο των εκπροσώπων των κρατών μελών στο ΝΑΤΟ για το ψήφισμα συμπαράστασης στην Τουρκία η οποία -κατά το ΝΑΤΟ- δέχεται επίθεση από τους Σύρους στο συριακό έδαφος.
Το «έμμεσων» αναφέρεται στο αιτιολογικό της ελληνικής θέσης – η ελληνική αντιπροσωπεία δεν θα είχε αντίρρηση να «συμπαρασταθεί» στην Τουρκία εάν στο ανακοινωθέν υπήρχε κάποια μνεία ή υπόμνηση του προσφυγικού δηλαδή της ανάγκης εφαρμογής της συμφωνίας Ε.Ε. – Τουρκίας.
Η δεύτερη κίνηση ήταν η απόφαση για «κλείσιμο» των ανατολικών συνόρων της χώρας, δηλαδή για κινητοποίηση όλων των διαθέσιμων στρατιωτικών και αστυνομικών δυνάμεων στο «σφράγισμα» των περασμάτων προς την Ελλάδα και την «ανάσχεση» των προσφυγικών ρευμάτων. Και οι δύο αυτές κινήσεις συνοδεύτηκαν από πλήθος παρεμβάσεων κυβερνητικών παραγόντων και διπλωματών σε ηγέτες, κυβερνήσεις και συλλογικά όργανα του «δυτικού» κόσμου, ειδικά της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο να εντοπίσει κανείς ψήγματα διαφορετικής πολιτικής αντίληψης και ακόμα λιγότερο «ριζοσπαστικής στροφής» της ελληνική πολιτικής στις δύο αυτές κινήσεις. Ούτε η μία, ούτε η άλλη έρχονται σε αντίθεση με τις επιδιώξεις και τους σχεδιασμούς του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το αντίθετο μάλλον, εξυπηρετούν και επικοινωνιακά και πολιτικά τους τελευταίους. Αντίθετα δε ελάχιστα εξυπηρετούν την επίλυση του προβλήματος που αντιμετωπίζει η χώρα μας. Να σταθούμε λίγο εδώ.
Τα περί «στεγανοποίησης» των ανατολικών συνόρων της χώρας είναι απλά μια διακήρυξη με επικοινωνιακό, αποκλειστικά και μόνο, χαρακτήρα. Η μαζική κινητοποίηση στρατιωτικών και αστυνομικών δυνάμεων ίσως αποδώσει κάποια βραχύχρονα αποτελέσματα στα 192 χιλιόμετρα των χερσαίων συνόρων στον Έβρο. Λέμε βραχύχρονα για είναι περίπου αδύνατο να διατηρηθεί κινητοποίηση δυνάμεων σε αυτή τη κλίμακα για μακρό χρονικό διάστημα.
Το αδύναμο όμως σημείο του σχεδιασμού αφορά τα θαλάσσια σύνορα, η στεγανοποίηση των οποίων είναι σχεδόν αδύνατη λόγω της γεωγραφίας. Τις ημέρες αυτές της γενικής κινητοποίησης και παρόλα τα μέτρα που είχαν ληφθεί περισσότερα από χίλια άτομα πέρασαν μέσα στην Ελλάδα με τον καιρό μοναδικό ρυθμιστή των αριθμών.
Η από την πλευρά της κυβέρνησης επικέντρωση της προσοχής σε συγκεκριμένα φυλάκια στα σύνορα του Έβρου είχε μάλλον επικοινωνιακό χαρακτήρα. Ειδικά καθώς χρειαζόταν επειγόντως μια «αποκατάσταση» του κύρους των διμοιριών των ΜΑΤ που λίγες ημέρες νωρίτερα είχαν συμπεριφερθεί ως παρακρατικές συμμορίες στα νησιά του Αιγαίου. «Αποκατάσταση» κύρους χρειαζόταν όμως και ο ίδιος ο πρωθυπουργός που έσπευσε να επισκεφθεί, ως ξεναγός Ευρωπαίων αξιωματούχων, τον Έβρο, για να διαπιστώσει ότι «δεν περνά κανείς, όλη η κοινωνία είναι ενωμένη…».
Φυσικά δεν γίνεται καμία συζήτηση για τα δυτικά σύνορα της χώρας. Τι θα γίνει δηλαδή με εκείνη την «δίκαιη κατανομή» των βαρών του προσφυγικού ανάμεσα στους εταίρους της Ε.Ε., η οποία, ως διακήρυξη, περιλαμβάνεται σε πλήθος συμφωνίες, υπομνήματα, ανακοινώσεις και συνυποσχετικά. Πολύ λίγα από τα όσα εκεί προβλέπονται έχουν εφαρμοστεί σε βαθμό που αυτή η πλευρά των συμφωνηθέντων τείνει να ξεχαστεί.
Με τον τρόπο αυτό η Ελλάδα έχοντας αναγκαστικά ανοικτά τα ανατολική της σύνορα και κλειστά τα δυτικά της, μετατρέπεται προοδευτικά σε αποθήκη ανθρώπων – ανθρώπων χωρίς ελπίδα και χωρίς επιλογές.
Η προηγούμενη κυβέρνηση εμφανώς δεν καταλάβαινε το τί υπέγραφε και με τι συμφωνούσε. Έβαλε τις βάσεις για τη δημιουργία της παρούσας κατάστασης κερδίζοντας χρόνο. Μερικά στελέχη της, όπως ο κος Λιάκος ο οποίος επιθυμεί να υποδεχθεί η χώρα μας ένα τουλάχιστον εκατομμύριο ακόμα μετανάστες, ή συνειδητά προβοκάρουν ή, το πιθανότερο, δεν έχουν καταλάβει τίποτα. Η τωρινή, για να δείξει αποφασιστικότητα. επιχείρησε να εφαρμόσει συνταγές «Νόμου και Τάξης». Το αποτέλεσμα ήταν κωμικοτραγικά αποκαρδιωτικό: το μόνο που κατάφερε ήταν να εξευτελίσει τους «πυλώνες» της σχετικής πολιτικής της, τις υπερτιμημένες μονάδες των ΜΑΤ.
Και έτσι φτάσαμε στο σήμερα. Όπου στις ήδη δύσκολες παραμέτρους του ζητήματος προστέθηκε και η χρήση του προσφυγικού ως επιθετικού εργαλείου από την τουρκική κυβέρνηση. Να σημειώσουμε ότι οι σχετικές κινήσεις της τουρκικής πλευράς δεν δημιούργησαν το πρόβλημα. Απλούστατα εκμεταλλεύθηκαν το αδιέξοδο το οποίο είχε ήδη δημιουργηθεί για να προωθήσουν δικές τους επιθετικές, εκβιαστικές, ή έστω επικοινωνιακές ανάγκες και πολιτικές.
Η όλη κατάσταση, όπως έχει διαμορφωθεί αφήνει δύο μόνο επιλογές στην ελληνική πλευρά. Η πρώτη είναι να γίνει η Ελλάδα χώρα-φυλακή και οι Έλληνες λαός δεσμοφυλάκων. Σχεδιάζονται πολλά για «κλειστές δομές», για ξερονήσια, για στρατόπεδα συγκέντρωσης…. Με τι κόστος (όχι μόνο οικονομικό – ηθικό και πολιτικό επίσης), για πόσο καιρό, με ποιες συνθήκες, κανείς δεν ασχολείται με τις κρίσιμες παραμέτρους του ζητήματος. Η δεύτερη είναι να ανέβει κατακόρυφα η ένταση της αποτροπής στα θαλάσσια κυρίως περάσματα. Αυτό όμως σημαίνει βυθίσεις σκαφών, πνιγμένους, θύματα, μη διάσωση, χρήση πυρών και τα τοιαύτα… Εδώ το ηθικό – ίσως και το νομικό – βάρος φαίνεται ασήκωτο.
Υπάρχει κανείς που πιστεύει ότι θα βρουν «κατανόηση» τυχόν ακρότητες της χώρας μας στον διεθνή χώρο; Το σφράγισμα των συνόρων απέναντι στην αποφασιστικότητα -υποκινούμενων ή μη – δυστυχισμένων εμπεριέχει πολλή βία, στα όρια των εγκλημάτων πολέμου. Μπορεί να σηκώσει το βάρος αυτό η χώρα μας, έστω οι κυβερνήσεις της;
Και κάτι ακόμα. Για να γίνεις πειστικός δεσμοφύλακας ή δήμιος αμάχων, πρέπει πρώτα να γίνεις φασίστας. Ρίξτε μια ματιά στα όσα συμβαίνουν στις ακτές των νησιών, δείτε τους ένοπλους αγρότες που με τα τρακτέρ στον Έβρο έχουν βγει για «σαφάρι» εναντίον γυναικοπαίδων, και θα καταλάβετε τι εννοώ. Και οι μεν πρακτικές των φασιστών εξυπηρετούν πολλούς. Τους δε φασίστες αυτούς καθ’ εαυτούς, και τα κράτη που τους υποθάλπτουν, τελικά, δεν τους συμπαθεί κανένας. Και το στίγμα αυτό απλώνεται, μαυρίζει όλη την κοινωνία.
Αλήθεια ποιος θα σπεύσει να συνδράμει μια στιγματισμένη χώρα, είτε ως χώρα στρατοπέδων μαρτυρίου, είτε ως χώρα εγκλημάτων κατά αμάχων; Ποιος θα την πιστέψει όταν θα ζητήσει συμπαράσταση απέναντι στους επιθετικούς σχεδιασμούς της Τουρκίας; Για να μην πω ότι η ίδια η Τουρκία θα βρει ένα ηθικό επιπλέον πάτημα για να μειώσει τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας: να παρέμβει λόγου χάρη για «ανθρωπιστικούς λόγους» (είναι πολύ της μόδας) σε κάποιο από τα νησιά κολαστήρια πιστών μουσουλμάνων. Είναι πολύ διδακτικές, σε αυτό το πεδίο, οι επικοινωνιακές τεχνικές των Τούρκων στις σημερινές, σχετικά ήπιες, συνθήκες.
Η μόνη διέξοδος από το πολυεπίπεδο αυτό αδιέξοδο είναι η ριζική, η ουσιαστική αλλαγή πολιτικής. Αλλά για να γίνει αυτό η προϋπόθεση είναι να αισθανθούν οι ελληνικές κυβερνήσεις ότι κυβερνούν ελεύθερο λαό και ανεξάρτητο κράτος. Κοιτώντας προς την μεριά των κκ Τσίπρα και Μητσοτάκη (και όχι μόνο) ο καθείς αντιλαμβάνεται ότι ζητώντας τα παραπάνω έχουμε ήδη διαβεί το κατώφλι της επιστημονικής φαντασίας. Δυστυχώς μάλλον θα το πιούμε το πικρό ποτήρι ως τον μαύρο του πάτο….
*Ο Γιώργος Μαργαρίτης είναι καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
https://www.imerodromos.gr/
οποίες προέβη η ελληνική κυβέρνηση μετά τις εξελίξεις που πυροδότησαν τα γεγονότα στο Ιντλίμπ της Συρίας.
Γράφει ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ*
Η πρώτη ήταν η έκφραση έμμεσων αντιρρήσεων στην σύνοδο των εκπροσώπων των κρατών μελών στο ΝΑΤΟ για το ψήφισμα συμπαράστασης στην Τουρκία η οποία -κατά το ΝΑΤΟ- δέχεται επίθεση από τους Σύρους στο συριακό έδαφος.
Το «έμμεσων» αναφέρεται στο αιτιολογικό της ελληνικής θέσης – η ελληνική αντιπροσωπεία δεν θα είχε αντίρρηση να «συμπαρασταθεί» στην Τουρκία εάν στο ανακοινωθέν υπήρχε κάποια μνεία ή υπόμνηση του προσφυγικού δηλαδή της ανάγκης εφαρμογής της συμφωνίας Ε.Ε. – Τουρκίας.
Η δεύτερη κίνηση ήταν η απόφαση για «κλείσιμο» των ανατολικών συνόρων της χώρας, δηλαδή για κινητοποίηση όλων των διαθέσιμων στρατιωτικών και αστυνομικών δυνάμεων στο «σφράγισμα» των περασμάτων προς την Ελλάδα και την «ανάσχεση» των προσφυγικών ρευμάτων. Και οι δύο αυτές κινήσεις συνοδεύτηκαν από πλήθος παρεμβάσεων κυβερνητικών παραγόντων και διπλωματών σε ηγέτες, κυβερνήσεις και συλλογικά όργανα του «δυτικού» κόσμου, ειδικά της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο να εντοπίσει κανείς ψήγματα διαφορετικής πολιτικής αντίληψης και ακόμα λιγότερο «ριζοσπαστικής στροφής» της ελληνική πολιτικής στις δύο αυτές κινήσεις. Ούτε η μία, ούτε η άλλη έρχονται σε αντίθεση με τις επιδιώξεις και τους σχεδιασμούς του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το αντίθετο μάλλον, εξυπηρετούν και επικοινωνιακά και πολιτικά τους τελευταίους. Αντίθετα δε ελάχιστα εξυπηρετούν την επίλυση του προβλήματος που αντιμετωπίζει η χώρα μας. Να σταθούμε λίγο εδώ.
Τα περί «στεγανοποίησης» των ανατολικών συνόρων της χώρας είναι απλά μια διακήρυξη με επικοινωνιακό, αποκλειστικά και μόνο, χαρακτήρα. Η μαζική κινητοποίηση στρατιωτικών και αστυνομικών δυνάμεων ίσως αποδώσει κάποια βραχύχρονα αποτελέσματα στα 192 χιλιόμετρα των χερσαίων συνόρων στον Έβρο. Λέμε βραχύχρονα για είναι περίπου αδύνατο να διατηρηθεί κινητοποίηση δυνάμεων σε αυτή τη κλίμακα για μακρό χρονικό διάστημα.
Το αδύναμο όμως σημείο του σχεδιασμού αφορά τα θαλάσσια σύνορα, η στεγανοποίηση των οποίων είναι σχεδόν αδύνατη λόγω της γεωγραφίας. Τις ημέρες αυτές της γενικής κινητοποίησης και παρόλα τα μέτρα που είχαν ληφθεί περισσότερα από χίλια άτομα πέρασαν μέσα στην Ελλάδα με τον καιρό μοναδικό ρυθμιστή των αριθμών.
Η από την πλευρά της κυβέρνησης επικέντρωση της προσοχής σε συγκεκριμένα φυλάκια στα σύνορα του Έβρου είχε μάλλον επικοινωνιακό χαρακτήρα. Ειδικά καθώς χρειαζόταν επειγόντως μια «αποκατάσταση» του κύρους των διμοιριών των ΜΑΤ που λίγες ημέρες νωρίτερα είχαν συμπεριφερθεί ως παρακρατικές συμμορίες στα νησιά του Αιγαίου. «Αποκατάσταση» κύρους χρειαζόταν όμως και ο ίδιος ο πρωθυπουργός που έσπευσε να επισκεφθεί, ως ξεναγός Ευρωπαίων αξιωματούχων, τον Έβρο, για να διαπιστώσει ότι «δεν περνά κανείς, όλη η κοινωνία είναι ενωμένη…».
Φυσικά δεν γίνεται καμία συζήτηση για τα δυτικά σύνορα της χώρας. Τι θα γίνει δηλαδή με εκείνη την «δίκαιη κατανομή» των βαρών του προσφυγικού ανάμεσα στους εταίρους της Ε.Ε., η οποία, ως διακήρυξη, περιλαμβάνεται σε πλήθος συμφωνίες, υπομνήματα, ανακοινώσεις και συνυποσχετικά. Πολύ λίγα από τα όσα εκεί προβλέπονται έχουν εφαρμοστεί σε βαθμό που αυτή η πλευρά των συμφωνηθέντων τείνει να ξεχαστεί.
Με τον τρόπο αυτό η Ελλάδα έχοντας αναγκαστικά ανοικτά τα ανατολική της σύνορα και κλειστά τα δυτικά της, μετατρέπεται προοδευτικά σε αποθήκη ανθρώπων – ανθρώπων χωρίς ελπίδα και χωρίς επιλογές.
Η προηγούμενη κυβέρνηση εμφανώς δεν καταλάβαινε το τί υπέγραφε και με τι συμφωνούσε. Έβαλε τις βάσεις για τη δημιουργία της παρούσας κατάστασης κερδίζοντας χρόνο. Μερικά στελέχη της, όπως ο κος Λιάκος ο οποίος επιθυμεί να υποδεχθεί η χώρα μας ένα τουλάχιστον εκατομμύριο ακόμα μετανάστες, ή συνειδητά προβοκάρουν ή, το πιθανότερο, δεν έχουν καταλάβει τίποτα. Η τωρινή, για να δείξει αποφασιστικότητα. επιχείρησε να εφαρμόσει συνταγές «Νόμου και Τάξης». Το αποτέλεσμα ήταν κωμικοτραγικά αποκαρδιωτικό: το μόνο που κατάφερε ήταν να εξευτελίσει τους «πυλώνες» της σχετικής πολιτικής της, τις υπερτιμημένες μονάδες των ΜΑΤ.
Και έτσι φτάσαμε στο σήμερα. Όπου στις ήδη δύσκολες παραμέτρους του ζητήματος προστέθηκε και η χρήση του προσφυγικού ως επιθετικού εργαλείου από την τουρκική κυβέρνηση. Να σημειώσουμε ότι οι σχετικές κινήσεις της τουρκικής πλευράς δεν δημιούργησαν το πρόβλημα. Απλούστατα εκμεταλλεύθηκαν το αδιέξοδο το οποίο είχε ήδη δημιουργηθεί για να προωθήσουν δικές τους επιθετικές, εκβιαστικές, ή έστω επικοινωνιακές ανάγκες και πολιτικές.
Η όλη κατάσταση, όπως έχει διαμορφωθεί αφήνει δύο μόνο επιλογές στην ελληνική πλευρά. Η πρώτη είναι να γίνει η Ελλάδα χώρα-φυλακή και οι Έλληνες λαός δεσμοφυλάκων. Σχεδιάζονται πολλά για «κλειστές δομές», για ξερονήσια, για στρατόπεδα συγκέντρωσης…. Με τι κόστος (όχι μόνο οικονομικό – ηθικό και πολιτικό επίσης), για πόσο καιρό, με ποιες συνθήκες, κανείς δεν ασχολείται με τις κρίσιμες παραμέτρους του ζητήματος. Η δεύτερη είναι να ανέβει κατακόρυφα η ένταση της αποτροπής στα θαλάσσια κυρίως περάσματα. Αυτό όμως σημαίνει βυθίσεις σκαφών, πνιγμένους, θύματα, μη διάσωση, χρήση πυρών και τα τοιαύτα… Εδώ το ηθικό – ίσως και το νομικό – βάρος φαίνεται ασήκωτο.
Υπάρχει κανείς που πιστεύει ότι θα βρουν «κατανόηση» τυχόν ακρότητες της χώρας μας στον διεθνή χώρο; Το σφράγισμα των συνόρων απέναντι στην αποφασιστικότητα -υποκινούμενων ή μη – δυστυχισμένων εμπεριέχει πολλή βία, στα όρια των εγκλημάτων πολέμου. Μπορεί να σηκώσει το βάρος αυτό η χώρα μας, έστω οι κυβερνήσεις της;
Και κάτι ακόμα. Για να γίνεις πειστικός δεσμοφύλακας ή δήμιος αμάχων, πρέπει πρώτα να γίνεις φασίστας. Ρίξτε μια ματιά στα όσα συμβαίνουν στις ακτές των νησιών, δείτε τους ένοπλους αγρότες που με τα τρακτέρ στον Έβρο έχουν βγει για «σαφάρι» εναντίον γυναικοπαίδων, και θα καταλάβετε τι εννοώ. Και οι μεν πρακτικές των φασιστών εξυπηρετούν πολλούς. Τους δε φασίστες αυτούς καθ’ εαυτούς, και τα κράτη που τους υποθάλπτουν, τελικά, δεν τους συμπαθεί κανένας. Και το στίγμα αυτό απλώνεται, μαυρίζει όλη την κοινωνία.
Αλήθεια ποιος θα σπεύσει να συνδράμει μια στιγματισμένη χώρα, είτε ως χώρα στρατοπέδων μαρτυρίου, είτε ως χώρα εγκλημάτων κατά αμάχων; Ποιος θα την πιστέψει όταν θα ζητήσει συμπαράσταση απέναντι στους επιθετικούς σχεδιασμούς της Τουρκίας; Για να μην πω ότι η ίδια η Τουρκία θα βρει ένα ηθικό επιπλέον πάτημα για να μειώσει τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας: να παρέμβει λόγου χάρη για «ανθρωπιστικούς λόγους» (είναι πολύ της μόδας) σε κάποιο από τα νησιά κολαστήρια πιστών μουσουλμάνων. Είναι πολύ διδακτικές, σε αυτό το πεδίο, οι επικοινωνιακές τεχνικές των Τούρκων στις σημερινές, σχετικά ήπιες, συνθήκες.
Η μόνη διέξοδος από το πολυεπίπεδο αυτό αδιέξοδο είναι η ριζική, η ουσιαστική αλλαγή πολιτικής. Αλλά για να γίνει αυτό η προϋπόθεση είναι να αισθανθούν οι ελληνικές κυβερνήσεις ότι κυβερνούν ελεύθερο λαό και ανεξάρτητο κράτος. Κοιτώντας προς την μεριά των κκ Τσίπρα και Μητσοτάκη (και όχι μόνο) ο καθείς αντιλαμβάνεται ότι ζητώντας τα παραπάνω έχουμε ήδη διαβεί το κατώφλι της επιστημονικής φαντασίας. Δυστυχώς μάλλον θα το πιούμε το πικρό ποτήρι ως τον μαύρο του πάτο….
*Ο Γιώργος Μαργαρίτης είναι καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
https://www.imerodromos.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για πες