Κουτσά-κουτσά μόλις φύγει ο κουτσοφλέβαρος, έρχεται ο Μάρτης, που μας αφήνει όμως τις αναμνήσεις του. Πώς να ξεχάσουμε τα τσουχτερά κρύα του, τις βροχές που φέρνει στο τόπο μας και τις τόσες πλημμύρες και τις μεγάλες καταστροφές σ’ ολόκληρο το κόσμο.
του Χρήστου Μηλίτση
Έφυγε και έδωσε τη σειρά του στον Μάρτη. Έτσι ο Μάρτης που τον ακολουθεί και μας φέρνει την άνοιξη έρχεται νωρίτερα. Πολλές φορές αγριεύει και το κρύο γίνεται τσουχτερότερο και επειδή βρισκόμαστε στο τέλος του χειμώνα, και έχουν τελειώσει τα καυσόξυλα, οι άνθρωποι για να ζεσταθούν και αναγκάζονται να βγάζουν τα παλούκια από τους φράχτες για να ζεσταθούν.
Για την απότομη και συχνή αλλαγή του καιρού, μια λαϊκή παράδοση λέει. Ότι ο Μάρτης είχε δυο γυναίκες, μια πολύ άσχημη, αλλά πλούσια και μια πολύ όμορφη φτωχή. Εκείνος κοιμόνταν στη μέση και όταν γύριζε από την άσχημη, κατσούφιαζε και τότε σκοτείνιαζε και άρχιζε η κακοκαιρία, πράγμα που συνέβαινε τις περισσότερες μέρες του χρόνου, γιατί είχε ανάγκη τα χρήματά της για να τρέφει την όμορφη φτωχιά γυναίκα του. Μάλιστα όταν γυρνούσε προς αυτή χαιρόταν και γελούσε και μαζί του γελούσε και χαίρονταν όλη η φύση με τις καλές μέρες που έκανε και που ήταν λιγοστές.
Ο Μάρτης λέει μια λαϊκή παράδοση, όταν οι 12 μήνες αποφάσισαν να γεμίσουν ένα βαρέλι με κρασί για να πίνουν όταν τους αρέσει, είπε στους άλλους μήνες. «Πρώτος θα ρίξω εγώ το δικό μου μούστο, που είμαι ο γεροντότερος και μετά θα ρίξετε εσείς τον δικό σας». Όλοι το δέχτηκαν και έτσι έγινε. Όταν με τον καιρό έγινε το κρασί τους είπε. «Εγώ που έριξα πρώτος το μούστο είναι δίκαιο να πιω πρώτος κρασί». Το βρήκαν σωστό οι άλλοι μήνες και του το επέτρεψαν. Άνοιξε τότε μια τρύπα στο κάτω μέρος του βαρελιού και ήπιε όλο το κρασί.
Όταν ήρθε η σειρά του Απρίλη βρίσκει άδειο το βαρέλι, θύμωσε και το είπε στους άλλους μήνες που περίμεναν να πιουν κρασί με τη σειρά τους. Αποφάσισαν λοιπόν να τον τιμωρήσουν και ανέθεσαν την τιμωρία στο Γενάρη που τον ρήμαξε στο ξύλο και του πήρε μάλιστα και τα πρωτεία. Γι’ αυτό λένε πως ενώ άλλοτε το νέο έτος άρχιζε από το Μάρτη, από τότε αρχίζει από το Γενάρη.
Έτσι λέγεται ακόμη όταν ο Μάρτης θυμάται αυτό που έκανε στους άλλους μήνες γελάει και ο καιρός τότε είναι καλός, όταν όμως θυμάται το ξύλο που έφαγε σκουντουφλιάζει, μελαγχολεί και κλαίει και ο καιρός χαλάει βρέχει και χιονίζει και γι` αυτό λένε «ο Μάρτης χάδια κάνει, πότε κλαίει πότε γελάει». Γεγονός είναι ότι ο Μάρτης σύμφωνα με το αρχαίο Ρωμαϊκό ημερολόγιο ήταν πρώτος μήνας.
Όταν όμως έγινε από το Νουμά η διαρρύθμιση του ημερολογίου, ο Μάρτης που ως τότε ήταν ενδέκατος μήνας, μετατοπίστηκε σε τρίτο μήνα. Τη πρωτιά την έδωσε στο Ιανουάριο προς τιμή του θεού Ιανού, πανάρχαιο θεό των Ρωμαίων, που λατρευόταν ακόμα και μέχρι τον 4ον αιώνα μ.Χ στη Ρώμη. Εξακολουθούσε να είναι πρώτος μήνας και στη Βυζαντινή εποχή και η Πρωτοχρονιά συνέπιπτε με την Πρωτομαρτιά.
Η ονομασία του προέρχεται από το Λατινικό MARS, που ήταν το όνομα του θεού του πολέμου Άρη. Ο λαός τον έχει κολλήσει ένα σωρό παρατσούκλια. Αυτό οφείλεται κατά κύριο λόγο, στις άστατες καιρικές μεταβολές που παρουσιάζει ακόμα και στο διάστημα της ίδιας μέρας. Τον λέει γδάρτn, γιατί κάνει πάρα πολύ κρύο, που περονιάζει ως το κόκαλο, παλoυκοκάφτη, γιατί οι άνθρωποι έχουν κάψει τα ξύλα το χειμώνα και αναγκάζονται να βγάλουν τα παλούκια από τις φράκτες, να τα κάψουν για να ζεσταθούν τις πολύ κρύες μέρες του.
Πεvτάγνωμo, γιατί αλλάζει καιρό 2 και 3 φορές τη μέρα. Το πρωί μπορεί να κάνει παγωνιά και το μεσημέρι να καίει φοβερά ο Ήλιος. «Ο Mάρτης ο πεvτάγvωμoς πέvτε φορές εχιόνισε και πάλι το μετάνιωσε, που δεν εξαvαχιόvισε», λέει μια λαϊκή παροιμία. Μια άλλη λαϊκή παροιμία λέει.. «Οπ’ έχει κόρη ακριβή το Μάρτη ήλιος μην τη δει». Φυσικά για να μην μαυρίσει. Γι’ αυτό ακριβώς το λόγο οι μανάδες, στρίβουν ασπροκόκκινες κλωστές και τις περνούν βραχιόλια στα χέρια των παιδιών τους.
Τον λένε όμως και Ανοιξιάτη, γιατί από το Μάρτη αρχίζουν να καταφτάνουν τα μηνύματα της Άνοιξης. «Από Μαρτιού καλοκαιριά και. απ’ Αύγουστο Χειμώνα». Πάντως το τελευταίο δεκαήμερο του Μάρτη, αρχίζει να μυρίζει άνοιξη.
Οι πρόγονοί μας πίστευαν ότι λόγω του γάμου του Διός με τη θυγατέρα του Κρόνου, που ήταν και αδελφή του, έγινε την Άνοιξη, γι’ αυτό τότε ανθίζει και αναγεννάτε η φύση. Έρχονται τα χελιδόνια και οι πελαργοί, που μας φέρνουν την καλύτερη εποχή του χρόνου, την ευλογημένη και πολυπόθητη Άνοιξη.
Οι φωλιές στα ψηλά καμπαναριά των εκκλησιών γεμίζουν απ` τους παλιούς ενοίκους, τους πελαργούς και τα χελιδονάκια βρίσκουν τις παλιές φωλιές τους κάτω από τις στέγες των σπιτιών.Συγκεντρώνονται στα καλώδια της Δ.Ε.Η και στα τηλεφωνικά σύρματα και γεμίζουν την ατμόσφαιρα με τα χαρωπά και ελπιδοφόρα κελαηδήματά τους.
Στα παλιά τα χρόνια ερχόντουσαν πάρα πολλά. Όσο περνάει ο καιρός όλο και έρχονται λιγότερα. Που να βρούνε όπως τότε άφθονη τροφή; Οι ψεκασμοί και τα δηλητήρια δεν έχουν αφήσει έντομα και δεν βρίσκουν αρκετή τροφή να επιβιώσουν. Αυτά μας φέρνουν την Άνοιξη και χαρίζουν με τον ερχομό τους στους ανθρώπους χαρά και αγαλλίαση. Από τότε αρχίζει να μυρίζει καλοκαίρι. Οι μέρες μεγαλώνουν και οι νύχτες αρχίζουν να σμικραίνονται. Την 21η του Μάρτη αρχίζει η εαρινή ισημερία, οπότε μέρα και νύχτα έχουν από 12 ώρες η κάθε μία. Ανοίγουν τα δέντρα και πρώτη η αμυγδαλιά. Οι παπαρούνες και μερικά αγριολούλουδα προβάλουν δειλά-δειλά.
Η Περσεφόνη κατά τη μυθολογία των προγόνων μας αφήνει τα σκιερά παλάτια του θεού του Άδη Πλούτωνα και ανεβαίνει στη γη να βρει τη μάνα της τη Δήμητρα, θεά της Γεωργίας και εκείνη από τη χαρά της ξαναδίνει το ζωντάνεμα στη φύση. Αρχίζει να βλαστάνει η χλόη, κοκινοβολούν οι παπαρούνες. Τα δέντρα φυλλοστολίζονται. Ανθίζουν οι Θάμνοι, μοσχοβολούν οι αγραμπελιές και το θυμάρι. Κάνουν την εμφάνιση τους οι ανεμώνες και η γη μεταβάλλεται σε σωστό παράδεισο.
O Μαρτιάτικος ήλιος καίει και μαυρίζει, γι’ αυτό οι μανάδες στρίβουν ασπροκόκκινες κλωστές και τις περνούν βραχιόλια στα χέρια των παιδιών τους. Έτσι πιστεύουν δεν θα τα μαυρίσει ο Μαρτιάτικος ήλιος. Οι γεωργοί, θέλουν το Mάρτη βροχοφόρο. «Αν βρέξ` ο Mάρτης δυο νερά, κι’ ο Aπρiλης άλλο ένα, χαρά σε κείνo το ζευγά, πο ‘χει πολλά σπαρμένα».
Το Μάρτη πάντοτε έρχονται και οι Αποκριές. (Δεν λείπ’ ο Μάρτ’ς απ’ τη Σαρακοστή) και μετά την Κυριακή των Απόκρεω έρχεται η Καθαρά Δευτέρα. Τη μέρα αυτή σύμφωνα με το έθιμο γίνεται ολοκληρωτικός συναγερμός. Δεν παραμένει κανείς άνθρωπος στο σπίτι. Όλοι βγαίνουν ομαδικά στην εξοχή. Τρώνε, πίνουν και γλεντάνε.
του Χρήστου Μηλίτση
Έφυγε και έδωσε τη σειρά του στον Μάρτη. Έτσι ο Μάρτης που τον ακολουθεί και μας φέρνει την άνοιξη έρχεται νωρίτερα. Πολλές φορές αγριεύει και το κρύο γίνεται τσουχτερότερο και επειδή βρισκόμαστε στο τέλος του χειμώνα, και έχουν τελειώσει τα καυσόξυλα, οι άνθρωποι για να ζεσταθούν και αναγκάζονται να βγάζουν τα παλούκια από τους φράχτες για να ζεσταθούν.
Για την απότομη και συχνή αλλαγή του καιρού, μια λαϊκή παράδοση λέει. Ότι ο Μάρτης είχε δυο γυναίκες, μια πολύ άσχημη, αλλά πλούσια και μια πολύ όμορφη φτωχή. Εκείνος κοιμόνταν στη μέση και όταν γύριζε από την άσχημη, κατσούφιαζε και τότε σκοτείνιαζε και άρχιζε η κακοκαιρία, πράγμα που συνέβαινε τις περισσότερες μέρες του χρόνου, γιατί είχε ανάγκη τα χρήματά της για να τρέφει την όμορφη φτωχιά γυναίκα του. Μάλιστα όταν γυρνούσε προς αυτή χαιρόταν και γελούσε και μαζί του γελούσε και χαίρονταν όλη η φύση με τις καλές μέρες που έκανε και που ήταν λιγοστές.
Ο Μάρτης λέει μια λαϊκή παράδοση, όταν οι 12 μήνες αποφάσισαν να γεμίσουν ένα βαρέλι με κρασί για να πίνουν όταν τους αρέσει, είπε στους άλλους μήνες. «Πρώτος θα ρίξω εγώ το δικό μου μούστο, που είμαι ο γεροντότερος και μετά θα ρίξετε εσείς τον δικό σας». Όλοι το δέχτηκαν και έτσι έγινε. Όταν με τον καιρό έγινε το κρασί τους είπε. «Εγώ που έριξα πρώτος το μούστο είναι δίκαιο να πιω πρώτος κρασί». Το βρήκαν σωστό οι άλλοι μήνες και του το επέτρεψαν. Άνοιξε τότε μια τρύπα στο κάτω μέρος του βαρελιού και ήπιε όλο το κρασί.
Όταν ήρθε η σειρά του Απρίλη βρίσκει άδειο το βαρέλι, θύμωσε και το είπε στους άλλους μήνες που περίμεναν να πιουν κρασί με τη σειρά τους. Αποφάσισαν λοιπόν να τον τιμωρήσουν και ανέθεσαν την τιμωρία στο Γενάρη που τον ρήμαξε στο ξύλο και του πήρε μάλιστα και τα πρωτεία. Γι’ αυτό λένε πως ενώ άλλοτε το νέο έτος άρχιζε από το Μάρτη, από τότε αρχίζει από το Γενάρη.
Έτσι λέγεται ακόμη όταν ο Μάρτης θυμάται αυτό που έκανε στους άλλους μήνες γελάει και ο καιρός τότε είναι καλός, όταν όμως θυμάται το ξύλο που έφαγε σκουντουφλιάζει, μελαγχολεί και κλαίει και ο καιρός χαλάει βρέχει και χιονίζει και γι` αυτό λένε «ο Μάρτης χάδια κάνει, πότε κλαίει πότε γελάει». Γεγονός είναι ότι ο Μάρτης σύμφωνα με το αρχαίο Ρωμαϊκό ημερολόγιο ήταν πρώτος μήνας.
Όταν όμως έγινε από το Νουμά η διαρρύθμιση του ημερολογίου, ο Μάρτης που ως τότε ήταν ενδέκατος μήνας, μετατοπίστηκε σε τρίτο μήνα. Τη πρωτιά την έδωσε στο Ιανουάριο προς τιμή του θεού Ιανού, πανάρχαιο θεό των Ρωμαίων, που λατρευόταν ακόμα και μέχρι τον 4ον αιώνα μ.Χ στη Ρώμη. Εξακολουθούσε να είναι πρώτος μήνας και στη Βυζαντινή εποχή και η Πρωτοχρονιά συνέπιπτε με την Πρωτομαρτιά.
Η ονομασία του προέρχεται από το Λατινικό MARS, που ήταν το όνομα του θεού του πολέμου Άρη. Ο λαός τον έχει κολλήσει ένα σωρό παρατσούκλια. Αυτό οφείλεται κατά κύριο λόγο, στις άστατες καιρικές μεταβολές που παρουσιάζει ακόμα και στο διάστημα της ίδιας μέρας. Τον λέει γδάρτn, γιατί κάνει πάρα πολύ κρύο, που περονιάζει ως το κόκαλο, παλoυκοκάφτη, γιατί οι άνθρωποι έχουν κάψει τα ξύλα το χειμώνα και αναγκάζονται να βγάλουν τα παλούκια από τις φράκτες, να τα κάψουν για να ζεσταθούν τις πολύ κρύες μέρες του.
Πεvτάγνωμo, γιατί αλλάζει καιρό 2 και 3 φορές τη μέρα. Το πρωί μπορεί να κάνει παγωνιά και το μεσημέρι να καίει φοβερά ο Ήλιος. «Ο Mάρτης ο πεvτάγvωμoς πέvτε φορές εχιόνισε και πάλι το μετάνιωσε, που δεν εξαvαχιόvισε», λέει μια λαϊκή παροιμία. Μια άλλη λαϊκή παροιμία λέει.. «Οπ’ έχει κόρη ακριβή το Μάρτη ήλιος μην τη δει». Φυσικά για να μην μαυρίσει. Γι’ αυτό ακριβώς το λόγο οι μανάδες, στρίβουν ασπροκόκκινες κλωστές και τις περνούν βραχιόλια στα χέρια των παιδιών τους.
Τον λένε όμως και Ανοιξιάτη, γιατί από το Μάρτη αρχίζουν να καταφτάνουν τα μηνύματα της Άνοιξης. «Από Μαρτιού καλοκαιριά και. απ’ Αύγουστο Χειμώνα». Πάντως το τελευταίο δεκαήμερο του Μάρτη, αρχίζει να μυρίζει άνοιξη.
Οι πρόγονοί μας πίστευαν ότι λόγω του γάμου του Διός με τη θυγατέρα του Κρόνου, που ήταν και αδελφή του, έγινε την Άνοιξη, γι’ αυτό τότε ανθίζει και αναγεννάτε η φύση. Έρχονται τα χελιδόνια και οι πελαργοί, που μας φέρνουν την καλύτερη εποχή του χρόνου, την ευλογημένη και πολυπόθητη Άνοιξη.
Οι φωλιές στα ψηλά καμπαναριά των εκκλησιών γεμίζουν απ` τους παλιούς ενοίκους, τους πελαργούς και τα χελιδονάκια βρίσκουν τις παλιές φωλιές τους κάτω από τις στέγες των σπιτιών.Συγκεντρώνονται στα καλώδια της Δ.Ε.Η και στα τηλεφωνικά σύρματα και γεμίζουν την ατμόσφαιρα με τα χαρωπά και ελπιδοφόρα κελαηδήματά τους.
Στα παλιά τα χρόνια ερχόντουσαν πάρα πολλά. Όσο περνάει ο καιρός όλο και έρχονται λιγότερα. Που να βρούνε όπως τότε άφθονη τροφή; Οι ψεκασμοί και τα δηλητήρια δεν έχουν αφήσει έντομα και δεν βρίσκουν αρκετή τροφή να επιβιώσουν. Αυτά μας φέρνουν την Άνοιξη και χαρίζουν με τον ερχομό τους στους ανθρώπους χαρά και αγαλλίαση. Από τότε αρχίζει να μυρίζει καλοκαίρι. Οι μέρες μεγαλώνουν και οι νύχτες αρχίζουν να σμικραίνονται. Την 21η του Μάρτη αρχίζει η εαρινή ισημερία, οπότε μέρα και νύχτα έχουν από 12 ώρες η κάθε μία. Ανοίγουν τα δέντρα και πρώτη η αμυγδαλιά. Οι παπαρούνες και μερικά αγριολούλουδα προβάλουν δειλά-δειλά.
Η Περσεφόνη κατά τη μυθολογία των προγόνων μας αφήνει τα σκιερά παλάτια του θεού του Άδη Πλούτωνα και ανεβαίνει στη γη να βρει τη μάνα της τη Δήμητρα, θεά της Γεωργίας και εκείνη από τη χαρά της ξαναδίνει το ζωντάνεμα στη φύση. Αρχίζει να βλαστάνει η χλόη, κοκινοβολούν οι παπαρούνες. Τα δέντρα φυλλοστολίζονται. Ανθίζουν οι Θάμνοι, μοσχοβολούν οι αγραμπελιές και το θυμάρι. Κάνουν την εμφάνιση τους οι ανεμώνες και η γη μεταβάλλεται σε σωστό παράδεισο.
O Μαρτιάτικος ήλιος καίει και μαυρίζει, γι’ αυτό οι μανάδες στρίβουν ασπροκόκκινες κλωστές και τις περνούν βραχιόλια στα χέρια των παιδιών τους. Έτσι πιστεύουν δεν θα τα μαυρίσει ο Μαρτιάτικος ήλιος. Οι γεωργοί, θέλουν το Mάρτη βροχοφόρο. «Αν βρέξ` ο Mάρτης δυο νερά, κι’ ο Aπρiλης άλλο ένα, χαρά σε κείνo το ζευγά, πο ‘χει πολλά σπαρμένα».
Το Μάρτη πάντοτε έρχονται και οι Αποκριές. (Δεν λείπ’ ο Μάρτ’ς απ’ τη Σαρακοστή) και μετά την Κυριακή των Απόκρεω έρχεται η Καθαρά Δευτέρα. Τη μέρα αυτή σύμφωνα με το έθιμο γίνεται ολοκληρωτικός συναγερμός. Δεν παραμένει κανείς άνθρωπος στο σπίτι. Όλοι βγαίνουν ομαδικά στην εξοχή. Τρώνε, πίνουν και γλεντάνε.
Ο ουρανός γεμίζει από χαρταετούς που πετάνε ψηλά, σε διάφορους χρωματισμούς και σχήματα. Παντού διασκεδάσεις, χαρές και πανηγύρια. Μασκαρέματα, αστεϊσμοί και γλεντοκόπια. Δεν λείπουν απ’ το γιορτάσι και οι μεγάλοι άνθρωποι της τρίτης ηλικίας, οι γέροντες κι οι γριές. Γι’ αυτό πολύ σωστά οι Κρητικοί λένε, χαρακτηριστικά: Τις μεγάλες Αποκριές κουζουλώνται κι οι γριές.
από https://www.taxydromos.gr/
από https://www.taxydromos.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για πες