Δευτέρα 30 Μαρτίου 2020

Ἐν Ἀγρινίῳ τῇ... 30 Μαρτίου 2020: ΚΑΛΟ ΤΑΞΙΔΙ ΚΥΡ-ΒΑΣΙΛΗ


Κείμενο: Λευτέρης Τηλιγάδας
Πέθανε χθες και κηδεύτηκε σήμερα 30 Μαρτίου 2020 στο νεκροταφείο Αγρινίου σε ηλικία 92 ετών, ο γνωστός έμπορος της πόλης του Αγρινίου, Βασίλης Ρήγας.

Στο 5ο τεύχος του «αρχείον Αγρινίου», και στη στήλη «Οι άνθρωποι της πόλης», δημοσιεύσαμε μια συνέντευξη του κυρ-Βασίλη (όπως τον αποκαλούσα), που μας παραχώρησε ένα μεσημέρι στο Δημοτικό Καφενείο της πόλης του Αγρινίου, που συνήθιζε να πίνει τον καφέ του.

Ας είναι αυτή μας η ανάρτηση, με κάποια αποσπάσματα από εκείνη τη συνέντευξη, ο τελευταίος χαιρετισμός μας στη σορό του, αφού οι συνθήκες του περιορισμού της κυκλοφορίας δεν μας επιτρέπουν την φυσική μας παρουσία στην εξόδιο τελετή της κηδείας του.

«Γεννήθηκα στην Κοκκινόβρυση της ορεινής Τριχωνίδας, το 1928», μας είπε.

Η Κοκκινόβρυση είναι ένα ορεινό χωριό του νομού της Αιτωλοακαρνανίας χτισμένο σε υψόμετρο 600 μέτρων στις πλαγιές του Παναιτωλικού. Είναι ένα από τα ορεινά χωριά του νομού και μέχρι το 1928, χρονολογία γέννησης του Βασίλη Ρήγα, το λέγανε «Κουσίνα». Σήμερα αποτελεί τοπική κοινότητα του Δήμου Θέρμου.

«Σχολείο πήγα μέχρι την τετάρτη δημοτικού, γιατί μετά «πιάστηκε» ο πόλεμος και, δυστυχώς, δεν μπόρεσα να συνεχίσω με τα γράμματα. Τον πατέρα μου τον λέγανε, Γιάννη. Γεννήθηκε το 1880 και πέθανε το 1978 και τη μάνα μου, Ευφροσύνη, το γένος Κόγκα, που γεννήθηκε το 1900 και πέθανε το 1984. 

Η οικογένειά μας, ήταν δεκαμελής. Αποτελούνταν, από τους δυο γονείς και τα επτά αδέρφια μου. Τα τέσσερα από αυτά ήμαστε αγόρια και τα άλλα τέσσερα κορίτσια. Τα αγόρια ήταν, ο Αλέξης, ο Γιώργος, εγώ και ο Σπύρος και τα κορίτσια, η Γκόλφω, η Ιωάννα, η Βασιλική και η Ειρήνη. Βασική πηγή βιοπορισμού μας εκείνα τα προπολεμικά χρόνια ήταν η καλλιέργεια των χωραφιών της οικογένειας, αποκλειστικά.

Από το χωριό έφυγα το 1947 μαζί με το μεγαλύτερό μου αδερφό, το Γιώργο, και κατεβήκαμε στη Μυρτιά. Εκεί ανοίξαμε ένα μαγαζάκι, αλλά το βασικό μας επάγγελμα ήταν «με τον μπόγο». Βγαίναμε στα χωριά, Μαντάνισσα, Νερομάνα, Αγία Σοφία, σ’ αυτά τα τρία με τέσσερα χωριά γύρω από την έδρα μας, φορτωμένοι οι ίδιοι στην αρχή τα τόπια με τα υφάσματα και αργότερα, που η δουλειά έκανε τη μικρή προκοπή της, με το γαϊδουράκι και το μπλοκάκι της πίστωσης για ταμείο, προσπαθώντας να καλύψουμε τις άκρως απαραίτητες ανάγκες των κατοίκων της περιοχής μας σε ρουχισμό και είδη προικός. 

Ήταν για όλους μας πολύ δύσκολα εκείνα τα χρόνια. Και για την πελατεία μας και για μας. Η φτώχεια και η ανέχεια, βλέπεις, δεν άφηνε περιθώρια για πολλά – πολλά. Και το επάγγελμα του γυρολόγου απαιτούσε να έχεις τα μάτια σου πάντα ανοιχτά.

Ο Βασίλης Ρήγας με το γαδουράκι του στις στράτες της ορεινής Τριχωνίδας

Φαντάρος πήγα στη Μακρόνησο το 1951, ως ανεπιθύμητος, γιατί ο πατέρας μου είχε ανακατευτεί με τους αντάρτες και τον ΕΛΑΣ. Τους πρώτους μήνες της θητείας, κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσης, μας πιέσανε πολύ, μας ταλαιπωρήσανε, αλλά σιγά – σιγά αλλάξανε τα πράγματα. Εκείνοι όμως που υποφέρανε τα πάνδεινα ήταν οι κρατούμενοι. Αυτοί υποφέρανε πολύ και αρκετοί άφησαν τα κόκκαλά τους σ’ αυτό το κολαστήριο. Τα τάγματα της Μακρονήσου ήταν τρία. Εγώ υπηρέτησα στο δεύτερο και απολύθηκα το 1953».

Σταματάει για λίγο και το βλέμμα του υγραίνεται.

«Εγώ, τον Άρη Βελουχιώτη, τον έχω φωτογραφία. Το πρώτο αντάρτικο «έβγαλε» στο βουνό τη μεγάλη πλειοψηφία του κόσμου. Όλος ο κόσμος ήθελε την απελευθέρωσή του. Ο ΕΛΑΣ, ο Άρης Βελουχιώτης, το ΕΑΜ και οι άλλες οργανώσεις έκαναν πολύ μεγάλο πατριωτικό έργο. Βέβαια σκοτώθηκε πολύς κόσμος. Αλλά δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς.

Κι ύστερα ήρθε ο διχασμός... Είχα και έχω την αντίληψη, ότι το δεύτερο αντάρτικο δεν έπρεπε να γίνει· έκανε ζημιά στην Ελλάδα και τα αποτελέσματά του τα πληρώνουμε ακόμα. Η οικογένειά μου, όπως και άλλες οικογένειες σ' αυτόν τον τόπο, το έχουν πληρώσει ακριβά αυτό το αντάρτικο. Ο πατέρας μου καταδικάστηκε τρις ισόβια και πήγε φυλακή· πρώτα στο Μεσολόγγι, μετά στου Αβέρωφ κι από κει στην Κέρκυρα.

Εκείνη την εποχή υπήρχε έντονος διχασμός στην ελληνική κοινωνία. Σε ένα μικρό ποσοστό ακόμα υπάρχει. Μικρός μεν, αλλά υπάρχει. Γιατί κι εγώ μέσα μου…»

Το βλέμμα του σκληραίνει προσπαθώντας να συγκρατήσει, ίσως, λόγια σκληρά που έρχονται από τα βάθη της συνείδησής του…

«Το 1945 ήρθαν οι ταγματασφαλίτες από την Κόνισκα στο χωριό και μαζέψανε τον κόσμο στο σχολείο. Μας «κόψανε» πολύ ξύλο. Δυστυχώς οι ταγματασφαλίτες κάνανε μεγάλη ζημιά. Γιατί αυτοί δημιουργήσανε τον εμφύλιο. «Πλακώσανε» τον κόσμο στο ξύλο και δεν ήξερε ο έρμος τι να κάνει. Δεν του άφησαν καθόλου περιθώρια. Για να γλυτώσει αναγκάστηκε και «βγήκε», ξανά, στο βουνό.

Πώς να ξεχάσεις; Πώς να ξεχάσεις τους «120» στην Αγία Τριάδα, τους «55» στα Καλύβια. Τους «120»... Όλους μαζί και τον καθένα ξεχωριστά, που τον είδες ξαπλωμένο στο δρόμο ή μέσα στους λόγγους των βουνών. Σκοτώσανε δυστυχώς πολύ κόσμο· έτσι… ψυχρά.

Μπορούσαμε να τα αποφύγουμε, άραγε, όλα αυτά; Δυστυχώς, δεν μπορούσαμε, λέω μέσα μου. Αυτό το «δυστυχώς» όμως, είναι φορές, που φουσκώνει στη καρδιά και το μυαλό μου και δεν μπορώ να το σηκώσω... Και ξαναπιάνω τα πράγματα από την αρχή... Και τα ξανασκέφτομαι, και δεν μπορώ να βγάλω άκρη. Εγώ που τα έζησα όλα αυτά, ακόμα και σήμερα, δεν μπορώ να βγάλω άκρη. Σε ένα μόνο καταλήγω: Η Ελλάδα θα ήταν καλύτερα, αν ο εμφύλιος είχε αποφευχθεί.

Δεν είμαι κομμουνιστής.Είμαι δημοκράτης, είμαι σοσιαλιστής και πιστεύω στον άνθρωπο. Στενοχωριέμαι όταν βλέπω παιδιά στο δρόμο να μου ζητάνε ένα πενηνταράκι. Αλλά τι να κάνουμε αυτή είναι η μοίρα του ανθρώπου... Και χρειάζεται αγώνας πολύς για να αλλάξουν τα πράγματα».

Από ομιλία του στο μνημείο των «120»

Γυρίζει το βλέμμα του προς το παράθυρο, γυρεύοντας περισσότερο φως ίσως, για να μπορέσει να ξεφύγει ο νους του από κείνα τα σκοτεινά και ματωμένα χρόνια. Γυρίζει και με κοιτάζει...

«Εδώ όμως πρέπει να αναφερθώ και σε ένα χρέος, λέει. Αφορά στο μνημείο των «120», το οποίο όχι μόνο πρέπει να ανακαινισθεί ή και να ξαναγίνει από την αρχή, πρέπει άμεσα να «φορέσει» την ιστορία του. Να γραφτούν δηλαδή, εκεί, τα ονόματα, όσων θυσίασαν τη ζωή τους για μια λεύτερη και καλύτερη Ελλάδα, καθώς και μια σύντομη περιγραφή του χρονικού αυτής της θυσίας. 

Είναι απαράδεκτο κάποιος να φτάνει σ' αυτή τη ματωμένη γειτονιά της πόλης και να μην μαθαίνει τίποτα για την πρόσφατη ιστορία της αντίστασης στην περιοχή. Επίσης αυτό που είναι μεγάλο λάθος, κατά την εκτίμησή μου είναι η πραγματοποίηση των δυο διαφορετικών μνημόσυνων. Σίγουρα το ΚΚΕ έχει δίκιο, αφού η συμπεριφορά του Σώκου το 2004 ήταν πολιτικό του ατόπημα, αλλά κι αυτοί το τραβήξανε πάρα πολύ, τότε.

Στο Αγρίνιο κατεβήκαμε το Σεπτέμβριο του 1955. Ανοίξαμε το πρώτο μαγαζάκι, τριάντα τετραγωνικά, στην οδό Σταΐκου 4, και βάλαμε μέσα υφάσματα. Σιγά - σιγά ανοίξαμε απέναντι ένα άλλο μεγαλύτερο. Εκατόν είκοσι τετραγωνικά τότε…

Από το ΄60 και μετά άρχισε ο κόσμος να παίρνει τα πάνω του. Βέβαια η Ελλάδα είχε καινούργια «πληγή» να γιατρέψει κι αυτή δεν ήταν άλλη απ’ τον ξεριζωμό. Λίγες ήταν οι οικογένειες που δεν είχαν ξενιτεμένους στην Αυστραλία, στην Αμερική, στη Γερμανία και αλλού... «Όπου γης», που λένε. Όσοι μείναμε όμως και το παλέψαμε, πήγαμε καλά.

Το 1965 παντρεύτηκα τη Μαρία Κουτσούμπα με καταγωγή από τους Μελισσουργούς της Άρτας. Με τη Μαρία κάναμε δύο παιδιά, την Έφη και την Κωνσταντίνα. Τα παιδιά αυτά τα παντρέψαμε. Κάναμε καλούς γαμπρούς: τον Παναγιώτη και τον Νίκο. Ο Νίκος έχει ένα αγόρι, το οποίο είναι στην τρίτη γυμνασίου και ο Πάνος, ένα αγόρι και ένα κορίτσι. Ο ένας εγγονός μου τέλειωσε την αρχιτεκτονική και η εγγονή μου είναι στο τρίτο έτος διδασκαλικό.

Μπροστά στη ραπτομηχανη του εμπορικού του

Το Αγρίνιο τη δεκαετία του ΄50 ήταν μια δύσκολη πόλη. Είχε φτώχεια, είχε και λίγο κόσμο, δεν ήταν παραπάνω από 15.000 κατοίκους, αλλά ήταν έτσι τα χρόνια, που μόνο μια κατεύθυνση υπήρχε: «μπροστά». Καμία άλλη. 

Ο πυρήνας της αγοράς εκείνα τα χρόνια ήταν η πλατεία Στράτου και οι γύρω από αυτή δρόμοι: η Παπαστράτου, μέχρι το ξενοδοχείο «Τουρίστ», η Κύπρου, η Σταΐκου, η Μπαϊμπά, η στοά Παπαγιάννη φυσικά και η Τσαλδάρη. Υπήρχαν μαγαζιά όλων των ειδών με υφάσματα και ρούχα. Τα εμπορεύματα τα κρεμούσαμε για να τα δείξουμε έξω από τα μαγαζιά, όπως στα παζάρια. Αναπτύχθηκε όμως καλή αγορά, γιατί ο κόσμος άρχισε και ανέβαινε οικονομικά και κοινωνικά. […]

Υπήρχε μεγάλη φτώχεια εκείνη την εποχή και το εμπόριο γινόταν με διαφορετικούς όρους από τους σημερινούς. Σήμερα την αξία σε ένα εμπόρευμα τη δίνει το «περιτύλιγμα», ο “αέρας”. Τότε όλα άρχιζαν και τελείωναν στην ανάγκη της χρήσης και την ποιότητα της κατασκευής».

Τον ρώτησα για τις σχέσεις του με τους άλλους εμπόρους της πόλης και τον ανταγωνισμό, που από τη φύση του χαρακτηρίζει το συγκεκριμένο επάγγελμα.

«Επειδή ξεκινήσαμε από χαμηλά, δεν μας ζήλεψε κανένας, για να μας ανταγωνιστεί. Έπειτα, και εγώ και ο αδερφός μου, δεν είχαμε τέτοια στοιχεία μέσα μας. Το αντίθετο μάλιστα. Εμείς βοηθηθήκαμε και βοηθήσαμε συναδέλφους. Κι όταν «ανεβήκαμε» και πήγαμε καλύτερα, δεν είπα ποτέ κακό για κανένα συνάδελφο στο εμπόριο.

Ούτε για μένα είπε κανείς. Ακόμα και σήμερα, όταν πηγαίνω στα μαγαζιά για να ψωνίσω, τη νοιώθω την εκτίμηση των συναδέλφων μου. Κι αυτό είναι πολύ μεγάλος πλούτος για μένα. Είναι μεγάλο πράγμα ο έμπορος, να μην έχει μέσα του κακία, «ασωτία» και κακή νοοτροπία. Να μην θέλει δηλαδή, να βλέπει τον συνάδελφό του να προοδεύει. Είναι πολύ κακό πράγμα αυτό.

Αλλά και η συνεργασία μου με τα αδέρφια μου ήταν πολύ καλή. Μοιάζει να είναι αυτονόητο, αλλά δεν είναι πάντα έτσι. Η συνεργασία μας και με τον Γιώργο και με τον Σπύρο ήταν εξαιρετική. Αυτό το δέσιμο που υπήρξε μεταξύ μας ήταν ένας από τους βασικούς παράγοντες της επιτυχίας μας.

Τώρα, που και εγώ κι ο Γιώργος έχουμε αποχωρήσει έχει μείνει ο Σπύρος, ο οποίος έχει κρατήσει την επιχείρηση που ανοίξαμε το 1980. Ήταν ένα από τα πρώτα πολυκαταστήματα εκείνη την εποχή το μαγαζί στην αρχή της Κύπρου.Τέσσερις όροφοι στο κέντρο της αγοράς, 1.200 τετραγωνικά.

Μετά τη συνταξιοδότησή μου εγώ αποχώρησα. Πήρα το μερίδιό μου κι άνοιξαν οι κόρες μου δύο μαγαζιά: η πρώτη στην οδό Μπαϊμπά ρούχα και η δεύτερη στην οδό Τσικνιά είδη δώρων και μικροέπιπλα.

Ο κυρ-Βασίλης όμως, δεν ήταν απλά και μόνο ένας έμπορος αυτής της πόλης· ήταν ένας δημότης, ένας πολίτης, με αξιόλογη συμμετοχή και παρουσία στο δημόσιο κοινωνικό, συνδικαλιστικό και πολιτικό χώρο.

Υπήρξε μέλος του Εμπορικού Συλλόγου (διατέλεσε μάλιστα και αντιπρόεδρος του Δ.Σ.), μέλος του Δ.Σ. του συλλόγου «Φίλοι του Πανεπιστημίου Αγρινίου» και μέχρι σήμερα (χθες) ήταν πρόεδρος της «Πανελλήνιας Οργάνωσης Αγωνιστών Εθνικής Αντίστασης» (ΠΟΑΕΑ).

Σε αυτή τη δημόσια διαδρομή του υπήρξε, τις περισσότερες φορές, συνετά μετριοπαθής, αν και δεν λείπουν οι στιγμές που υπερασπίστηκε με δυναμισμό και αποφασιστικότητα τις απόψεις και τις θέσεις του.

«Όταν ήρθα στην πόλη, Δήμαρχος ήταν ο Αντρέας Παναγόπουλος, μετά ο Σαγιώργης και μετά ο Παπαϊωάννου, ο οποίος έκανε πολύ μεγάλο έργο στην πόλη. Ο Παπαϊωάννου ξεκίνησε με τις αποχετεύσεις. 

Το κλείσιμο των ρεμάτων ήταν ό,τι καλύτερο έγινε για την πόλη. Δεν μπορούσε εκείνη την εποχή να γίνει τίποτα το καλύτερο. Εάν δεν σκεπάζονταν τα ρέματα, το Αγρίνιο θα είχε πολύ μεγάλο πρόβλημα. Αν εξαιρέσει κανείς τη φετινή χρονιά[1], που δεν ξέρω, τι έφταιξε και έγινε αυτό που έγινε, ποτέ δεν πλημμύρισε η πόλη, ποτέ δεν μπήκε νερό σε υπόγειο.

Όλοι οι δήμαρχοι που περάσανε από το Αγρίνιο κάνανε έργο, γιατί το Αγρίνιο ήταν μια ανερχόμενη πόλη και έπρεπε να δουλέψουν. Αυτό σημαίνει ότι έπρεπε να δημιουργήσουν δρόμους, αποχετεύσεις και πολλά άλλα. Και δουλέψανε όλοι.

Ο Στέλιος ο Τσιτσιμέλης ήταν ο πρώτος ο οποίος ξεκίνησε. Δούλεψε πάρα πολύ, ο Στέλιος, όχι μόνο στον πολιτισμό -σε αυτόν τον τομέα η προσφορά του είναι τεράστια- αλλά και στις υποδομές που δεν φαίνονται. Έγινε η ΔΕΥΑ, ολοκληρώθηκε η κάλυψη των ρεμάτων, διασώθηκαν σημαντικοί δημόσιοι χώροι της πόλης, γέμισαν οι δρόμοι και οι πλατείες με δένδρα. Τα δέντρα, τα οποία είναι φυτεμένα στους δρόμους, αν και πολλοί από μας δεν τα σεβαστήκαμε, είναι όλα έργο του Στέλιου.

Με το Γιάννη Βαϊνά ήμαστε συνεργάτες. Ήταν ένας άνθρωπος ήρεμος, ήσυχος και ανθρωπιστής. Ο Γιάννης αγαπάει πολύ τον άνθρωπο. Εγώ τον στήριξα, όχι μόνο γιατί ανήκω στον ίδιο πολιτικό χώρο μαζί του, αλλά και γιατί τον θεωρώ έναν καλό και νουνεχή πατριώτη. Ο Γιάννης είναι πολύ καλό παιδί.

Κι ο Σώκος δούλεψε πολύ για το Αγρίνιο. Ο Θύμιος έκανε μεγάλο έργο, γιατί «έπεσε» πάνω στα μεγάλα Ευρωπαϊκά προγράμματα και κατάφερε να πάρει και να αξιοποιήσει πολλά απ’ αυτά. Αυτά τα προγράμματα ήταν μεγάλο ευεργέτημα της ΕΟΚ για την Ελλάδα. Ο Θύμιος άλλαξε την όψη της πόλης. Θυμάμαι τότε που μονοδρόμησε την Μπαϊμπά, ξεσηκωθήκαμε όλοι οι έμποροι της πόλης εναντίον του, γιατί αυτή την αναμόρ-φωση δεν τη θέλαμε. Τελικά ο σχεδιασμός εκείνου του έργου αποδείχθηκε σωστός και η υλοποίησή του μεγάλωσε το δημόσιο χώρο της πόλης σημαντικά, δίνοντάς του καινούργια δυναμική.

Και ο Μοσχολιός δούλεψε. Όλοι δουλέψανε. […].

Κλείνοντας αυτή τη συνέντευξη ρωτάω τον κ. Ρήγα, για την «εποχή των μνημονίων», την «κρίση», τις αιτίες της και τι πιστεύει, ότι μπορεί να αναστρέψει το κλίμα. Ξέρω ότι με την απάντησή του θα διαφωνήσουν αρκετοί, όμως στόχος εδώ είναι η καταγραφή της δικής του απάντησης και όχι η διαφωνία των άλλων (ούτε καν της δικής μου). Γι' αυτά υπάρχουν άλλοι «χώροι» και άλλοι «τόποι».

«Από τη μέρα που ο Ανδρέας Παπανδρέου πήρε την ηγεσία, το 1981», μου είπε, «το Αγρίνιο είδε πολύ καλές μέρες, μέχρι το 2004 που ήρθε ο Καραμανλής. Ο Καραμανλής έκανε ζημιά. Δεν είχε «διαχειριστικό» καλό. Χρέωσε την Ελλάδα και διαχειριστικώς πήραμε τον κατήφορο. Αυτά πληρώνουμε και δεν ξέρω, εγώ τουλάχιστον δεν ξέρω, πόσος καιρός θα χρειαστεί, για να μπορέσει η Ελλάδα και η περιοχή μας να ζήσει καλύτερα. Η εικοσιπενταετία του Παπανδρέου και μετά, με το Σημίτη, δεν νομίζω ότι θα ξανάρθει. Ήταν ο χρυσός αιώνας.

Εκείνο που έχω στο μυαλό μου είναι ότι η πόλη του Αγρινίου είναι μια πόλη που παρά την κρίση εξακολουθεί να έχει μεγάλες δυνατότητες και προοπτικές, όμως οι υποδομές της α-ναπτυξιακής της λειτουργίας παραμένουν ανύπαρκτες. 

Πρέπει λοιπόν να δοθεί ιδιαίτερη μέριμνα στη δημιουργία αυτών των προϋποθέσεων, γιατί ο κόσμος φεύγει. Και φεύγει δυστυχώς, το «καινούργιο αίμα». Όλοι αυτοί οι άνθρωποι, που δούλεψε η Ελλάδα για να μορφωθούνε, φεύγουν, για να χαρούνε τη γνώση και την προκοπή τους άλλοι. Κάνουμε, δυστυχώς, εξαγωγή επιστημονικού κεφαλαίου, το οποίο η κοινωνία μας το χρειάζεται για την ανασυγκρότησή της».

Καλό ταξίδι, κυρ-Βασίλη!
-------------------------------------------------------------------
Η συνέντευξη δόθηκε τον Απρίλη του 2018. Λίγους μήνες πριν το Αγρίνιο «πνίγηκε» από τις βροχές, όπως μπορείτε να δείτε ΕΔΩ

από το «αρχείον Αγρινίου»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Για πες