Οι αρχαιολόγοι και οι υπόλοιποι κλάδοι εργαζόμενων στο Υπουργείο Πολιτισμού με συνεντεύξεις τύπου και στρογγυλά τραπέζια ενημερώνουν την κοινή γνώμη και οργανώνουν τον αγώνα τους ενάντια στην
επιχειρούμενη μετατροπή των μεγάλων μουσείων σε ΝΠΔΔ, ένα σχέδιο που ανοίγει το δρόμο στην άμεση ή έμμεση εμπλοκή ιδιωτικών συμφερόντων στη λειτουργία τους.
Γράφει η Δήμητρα Μυρίλλα
Οι λέξεις δεν είναι αθώες. Βαρύγδουπες εκφράσεις όπως «αυτοχρηματοδότηση», «αυτοδιοικούμενοι φορείς», «μοντέλα βιώσιμης ανάπτυξης» που χαϊδεύουν τα αυτιά των ακροατών ενώ ταυτόχρονα δημιουργούν σύγχυση για το τι ακριβώς υπονοούν, υφαίνουν τον καμβά της επίθεσης που ήδη συντελείται στον Πολιτισμό.
Η επί σειρά ετών προσπάθεια, η οποία δεν ολοκληρωνόταν λόγω της αντίστασης των αρχαιολόγων και γενικότερα του προοδευτικού επιστημονικού κόσμου, να αλλάξει η νομική μορφή των μεγάλων δημόσιων μουσείων ώστε να υποδέχεται τη δράση του ιδιωτικού τομέα στο έργο τους, τίθεται εκ νέου ως πρωτεύον πολιτικός στόχος. Και πώς θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά; Η δέσμευση των κυβερνήσεων διαχρονικά απέναντι την Ε.Ε. η οποία έχει χαράξει τις βασικές γραμμές, είναι να δημιουργήσουν εκείνο το ευνοϊκό περιβάλλον που θα επιτρέπει το πολιτιστικό απόθεμα να εκπέσει στην κατηγορία του εμπορικού προϊόντος, απαλλαγμένο από ιστορικές, επιστημονικές, αξιακές παραδόσεις.
Θυμίζουμε ότι, από το 2005 επιχειρήθηκε – χωρίς επιτυχία – μέσω του Οργανισμού η μετατροπή 10 μουσείων σε ΝΠΔΔ με πλήρη διοικητική, δημοσιονομική και λειτουργική αυτοτέλεια. Το 2008 με τον νόμο 3711 συστήνεται το Νέο Μουσείο Ακρόπολης ως ΝΠΔΔ και το οποίο έκτοτε αποτελεί τη ναυαρχίδα και το μουσείο – πιλότος για την διαδικασία μετατροπής των μουσείων.
Τι λείπει, λοιπόν, από τα δημόσια Μουσεία της χώρας; Λείπουν τα χρήματα, λείπει το προσωπικό, λείπουν όλες εκείνες οι υλικές προϋποθέσεις που επιτρέπουν τη απρόσκοπτη λειτουργία και εξυπηρέτηση του επιστημονικού, ερευνητικού και παιδευτικού τους ρόλου; Για τους προπαγανδιστές των «μοντέλων βιώσιμης ανάπτυξης» εκείνο που λείπει είναι το διορισμένο από τις πολιτικές ηγεσίες Διοικητικό Συμβούλιο και ο άξιος (ή μήπως άριστος;) «μάνατζερ».
Και κάπου εκεί εισβάλλει ο νεοφιλελεύθερος φραστικός συρμός της «ανταποδοτικότητας», του «κόστους – οφέλους», της «αποτελεσματικότητας – αποδοτικότητας» έτσι ώστε να μη γίνεται πια διακριτό αν μιλάμε για μουσεία ή για πολυκαταστήματα. Αλλά και μόνο ο διαχρονικός παραλληλισμός της πολιτιστικής κληρονομιάς με «βαριά βιομηχανία» είναι βαριά και βαθιά ύποπτος.
Όχι μόνο γιατί σε καμία διάσταση δεν μπορούν να συγκριθούν τα δύο μεγέθη μεταξύ τους, όχι μόνο γιατί δεν υπάρχει καμία σχέση ανάμεσα σε ένα αξιακό, πολιτιστικό, ιστορικό σύνολο δημόσιου και κοινωνικού χαρακτήρα που δεν παράγει ιδιωτικό κέρδος, αλλά παιδευτική και πνευματική υπεραξία και μία οικονομική παραγωγική δομή που παράγει ιδιωτικό κέρδος. Αλλά και γιατί η αναγόρευση της Πολιτιστικής Κληρονομιάς σε «βαριά βιομηχανία» υποκρύπτει την εδώ και δεκαετίες, κατ’ εντολήν και της Ε.Ε., ουσιαστική αποβιομηχάνιση της χώρας. Διότι, εδώ που τα λέμε, αν ήθελαν βαριά βιομηχανία θα είχαν (βλ. ΛΑΡΚΟ, Χαλυβουργία, ΕΒΟ κλπ).
Τι μένει, επομένως, να αναχθεί σε αυτή την κατηγορία όχι μόνο ως φύλλο συκής, αλλά και ως πεδίο κερδοφορίας; Ο μνημειακός πλούτος. Και πώς θα πιστοποιηθεί η χώρα ως τόπος παροχής υπηρεσιών; Μέσω του λεγόμενου «συγκριτικού της πλεονεκτήματος» – άλλη μία απόδειξη της σύγχυσης του εμπορίου με τον πολιτισμό – δηλαδή της Πολιτιστικής Κληρονομιάς, η οποία από ιστορικό, πνευματικό, παιδευτικό απόθεμα διολισθαίνει στη χυδαιότητα της «παρεχόμενης υπηρεσίας».
Η σχεδιαζόμενη μετατροπή των μεγάλων δημόσιων μουσείων της χώρας, δηλαδή εκείνων που έχουν και τη μεγαλύτερη επισκεψιμότητα, σε Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου (ΝΠΔΔ) θα επιφέρει ουσιαστική αλλαγή στον ίδιο τον πυρήνα του σκοπού της δράσης τους. Θα κατακερματίσει την ενιαία και αδιάσπαστη ενότητά τους με την Αρχαιολογική Υπηρεσία. Ενότητα σημαίνει ότι η ανασκαφική δραστηριότητα, η επιστημονική και ερευνητική παραγωγή, η καταγραφή, τεκμηρίωση, η προστασία και η φύλαξη, το εκθεσιακό πρόγραμμα και οι δράσεις με αναφορά στην κοινωνία συνιστούν ένα σύνολο το οποίο συνδιαμορφώνει τον ενιαίο ρόλο που καλείται να παίξει η Αρχαιολογική Υπηρεσία απέναντι στην κοινωνία. Τίποτα δεν λειτουργεί ανεξάρτητα από το άλλο, το ένα χρειάζεται το άλλο και δεν μπορεί να υπάρξει κάτι από μόνο του.
Όλα αυτά δεν είναι μια «ιδιαιτερότητα» ή ελληνική «παραξενιά» που πρέπει να αρθεί. Αποτελούν συστατικά και ιδρυτικά στοιχεία της ύπαρξης των μουσείων των οποίων τροφοδότης είναι οι συλλογές της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, η ανασκαφική δραστηριότητα των Εφορειών Αρχαιοτήτων. Δεν προέκυψαν από αποικιοκρατικές αρπαγές, ιμπεριαλιστικές λεηλασίες και τυμβωρυχίες και γι΄αυτό από την ίδρυσή τους μέχρι και τον τελευταίο Αρχαιολογικό Νόμο (3028/2002) ως μουσείο νοείται η υπηρεσία ή οργανισμός μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα.
Βέβαια, τα μεγάλα μουσεία, τα οποία αφορά η μετατροπή της νομικής του υπόστασης ,στο πλαίσιο του Οργανισμού λειτουργίας του ΥΠΠΟ είναι ανεξάρτητες Ειδικές Περιφερειακές Υπηρεσίες και δεν τροφοδοτούνται πλέον παρά σπάνια και κατ’ εξαίρεση από τις ανασκαφές των Εφορειών. Αυτό, όμως, δεν αναιρεί κατά κανένα τρόπο την οργανική τους σχέση με το σύνολο της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας και των στόχων που θέτει ως προς την προστασία, τη διαχείριση, την προβολή των υλικών καταλοίπων του παρελθόντος.
Η επίκληση, ωστόσο, της «αυτοχρηματοδότησης» τα μετατρέπει αυτόματα σε υβριδικούς επιχειρηματικούς οργανισμούς, οι οποίοι με αγοραία κριτήρια θα αναζητούν κατά κύριο λόγο την οικονομική τους βιωσιμότητα. Προφανώς σε αυτή την αναζήτηση η άμεση ή έμμεση εμπλοκή του ιδιωτικού τομέα όχι μόνο ευνοείται, αλλά προσκαλείται και προκαλείται.
Έτσι, θα φαίνεται απολύτως «λογικό» η φύλαξη να ανατεθεί σε ιδιωτικό πάροχο, η καθαριότητα το ίδιο, οι χώροι των μουσείων να «ενοικιάζονται» για εκδηλώσεις και events, τα εκθέματα να μην είναι φορείς μόρφωσης, αλλά «κράχτες» που οδηγούν προς τις παράλληλες εμπορικές δραστηριότητες (καφετέριες, εστιατόρια, πωλητήρια κλπ).
Eίναι εξόχως χαρακτηριστικό το δελτίο Τύπου του Νέου Μουσείου Ακρόπολης το 2011, το οποίο ενημέρωνε ότι το εστιατόριό του θα είναι ανοιχτό μέχρι και τα μεσάνυχτα με «(…) φρέσκο λαβράκι σε κρούστα αλατιού με λαχανικά στον ατμό, κόκορα με σπιτικές χυλοπίτες και πάστα με γαρίδες, σάλτσα ψητής ντομάτας, ούζο και κάπαρη (…)»!
Δεν είναι αμελητέας σημασίας ότι η προτεινόμενη αποκοπή των Μουσείων από την Αρχαιολογική Υπηρεσία θα προκαλέσει με βεβαιότητα προβλήματα στη λειτουργία και χρηματοδότηση Αρχαιολογικών Χώρων και Μουσείων στην περιφέρεια, καθώς τα έσοδα από το σύνολο των μουσείων και των επισκέψιμων αρχαιολογικών χώρων καταλήγουν στο Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων και κατανέμονται ανά την επικράτεια, με βάση την αρχή της αλληλεγγύης.
Η «αυτοτέλεια» των Μουσείων θα οδηγήσει περιφερειακά Μουσεία στην ασφυξία και στο λειτουργικό αδιέξοδο αφού γι’ αυτά θα κλείσει η στρόφιγγα της χρηματοδότησης. Εδώ ακριβώς βρίσκεται ένας ακόμα ηθελημένος παραλογισμός των επιχειρημάτων που επιστρατεύονται: εάν, λοιπόν, η νομική μορφή των ΝΠΔΔ ευνοεί την πιο ευέλικτη λειτουργία (κάτι που ούτως ή άλλως δεν ισχύει – ευνοεί μόνο την πιο ευέλικτη πελατειακή εμπλοκή και την είσοδο ιδιωτών στη λειτουργία τους) τότε αυτή η υποτιθέμενη «ευελιξία» γιατί δεν επιλέγεται για όλα τα μουσεία της χώρας;
Είναι προφανές ότι τα μικρά περιφερειακά μουσεία με τα περιορισμένα έσοδα όχι μόνο δεν είναι «επιλέξιμα» για τον ιδιωτικό τομέα, αλλά είναι και ασύμφορα. Τι άλλο απομένει γι’ αυτά, εκτός από τον αργό θάνατο; Και τι άλλο απομένει τελικά για το δημόσιο χαρακτήρα των ιστορικών καταλοίπων αυτής της χώρας, αν όχι η τιμολόγησή τους;
Διαβάστε (εδώ: sea.org.gr) το αναλυτικό υπόμνημα του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων για το ρόλο και το σκοπό των δημόσιων αρχαιολογικών μουσείων και τις αλλαγές που θα επιφέρει η αλλαγή της νομικής τους μορφής.
από ημεροδρόμος
επιχειρούμενη μετατροπή των μεγάλων μουσείων σε ΝΠΔΔ, ένα σχέδιο που ανοίγει το δρόμο στην άμεση ή έμμεση εμπλοκή ιδιωτικών συμφερόντων στη λειτουργία τους.
Γράφει η Δήμητρα Μυρίλλα
Οι λέξεις δεν είναι αθώες. Βαρύγδουπες εκφράσεις όπως «αυτοχρηματοδότηση», «αυτοδιοικούμενοι φορείς», «μοντέλα βιώσιμης ανάπτυξης» που χαϊδεύουν τα αυτιά των ακροατών ενώ ταυτόχρονα δημιουργούν σύγχυση για το τι ακριβώς υπονοούν, υφαίνουν τον καμβά της επίθεσης που ήδη συντελείται στον Πολιτισμό.
Η επί σειρά ετών προσπάθεια, η οποία δεν ολοκληρωνόταν λόγω της αντίστασης των αρχαιολόγων και γενικότερα του προοδευτικού επιστημονικού κόσμου, να αλλάξει η νομική μορφή των μεγάλων δημόσιων μουσείων ώστε να υποδέχεται τη δράση του ιδιωτικού τομέα στο έργο τους, τίθεται εκ νέου ως πρωτεύον πολιτικός στόχος. Και πώς θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά; Η δέσμευση των κυβερνήσεων διαχρονικά απέναντι την Ε.Ε. η οποία έχει χαράξει τις βασικές γραμμές, είναι να δημιουργήσουν εκείνο το ευνοϊκό περιβάλλον που θα επιτρέπει το πολιτιστικό απόθεμα να εκπέσει στην κατηγορία του εμπορικού προϊόντος, απαλλαγμένο από ιστορικές, επιστημονικές, αξιακές παραδόσεις.
Θυμίζουμε ότι, από το 2005 επιχειρήθηκε – χωρίς επιτυχία – μέσω του Οργανισμού η μετατροπή 10 μουσείων σε ΝΠΔΔ με πλήρη διοικητική, δημοσιονομική και λειτουργική αυτοτέλεια. Το 2008 με τον νόμο 3711 συστήνεται το Νέο Μουσείο Ακρόπολης ως ΝΠΔΔ και το οποίο έκτοτε αποτελεί τη ναυαρχίδα και το μουσείο – πιλότος για την διαδικασία μετατροπής των μουσείων.
Τι λείπει, λοιπόν, από τα δημόσια Μουσεία της χώρας; Λείπουν τα χρήματα, λείπει το προσωπικό, λείπουν όλες εκείνες οι υλικές προϋποθέσεις που επιτρέπουν τη απρόσκοπτη λειτουργία και εξυπηρέτηση του επιστημονικού, ερευνητικού και παιδευτικού τους ρόλου; Για τους προπαγανδιστές των «μοντέλων βιώσιμης ανάπτυξης» εκείνο που λείπει είναι το διορισμένο από τις πολιτικές ηγεσίες Διοικητικό Συμβούλιο και ο άξιος (ή μήπως άριστος;) «μάνατζερ».
Και κάπου εκεί εισβάλλει ο νεοφιλελεύθερος φραστικός συρμός της «ανταποδοτικότητας», του «κόστους – οφέλους», της «αποτελεσματικότητας – αποδοτικότητας» έτσι ώστε να μη γίνεται πια διακριτό αν μιλάμε για μουσεία ή για πολυκαταστήματα. Αλλά και μόνο ο διαχρονικός παραλληλισμός της πολιτιστικής κληρονομιάς με «βαριά βιομηχανία» είναι βαριά και βαθιά ύποπτος.
Όχι μόνο γιατί σε καμία διάσταση δεν μπορούν να συγκριθούν τα δύο μεγέθη μεταξύ τους, όχι μόνο γιατί δεν υπάρχει καμία σχέση ανάμεσα σε ένα αξιακό, πολιτιστικό, ιστορικό σύνολο δημόσιου και κοινωνικού χαρακτήρα που δεν παράγει ιδιωτικό κέρδος, αλλά παιδευτική και πνευματική υπεραξία και μία οικονομική παραγωγική δομή που παράγει ιδιωτικό κέρδος. Αλλά και γιατί η αναγόρευση της Πολιτιστικής Κληρονομιάς σε «βαριά βιομηχανία» υποκρύπτει την εδώ και δεκαετίες, κατ’ εντολήν και της Ε.Ε., ουσιαστική αποβιομηχάνιση της χώρας. Διότι, εδώ που τα λέμε, αν ήθελαν βαριά βιομηχανία θα είχαν (βλ. ΛΑΡΚΟ, Χαλυβουργία, ΕΒΟ κλπ).
Τι μένει, επομένως, να αναχθεί σε αυτή την κατηγορία όχι μόνο ως φύλλο συκής, αλλά και ως πεδίο κερδοφορίας; Ο μνημειακός πλούτος. Και πώς θα πιστοποιηθεί η χώρα ως τόπος παροχής υπηρεσιών; Μέσω του λεγόμενου «συγκριτικού της πλεονεκτήματος» – άλλη μία απόδειξη της σύγχυσης του εμπορίου με τον πολιτισμό – δηλαδή της Πολιτιστικής Κληρονομιάς, η οποία από ιστορικό, πνευματικό, παιδευτικό απόθεμα διολισθαίνει στη χυδαιότητα της «παρεχόμενης υπηρεσίας».
Η σχεδιαζόμενη μετατροπή των μεγάλων δημόσιων μουσείων της χώρας, δηλαδή εκείνων που έχουν και τη μεγαλύτερη επισκεψιμότητα, σε Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου (ΝΠΔΔ) θα επιφέρει ουσιαστική αλλαγή στον ίδιο τον πυρήνα του σκοπού της δράσης τους. Θα κατακερματίσει την ενιαία και αδιάσπαστη ενότητά τους με την Αρχαιολογική Υπηρεσία. Ενότητα σημαίνει ότι η ανασκαφική δραστηριότητα, η επιστημονική και ερευνητική παραγωγή, η καταγραφή, τεκμηρίωση, η προστασία και η φύλαξη, το εκθεσιακό πρόγραμμα και οι δράσεις με αναφορά στην κοινωνία συνιστούν ένα σύνολο το οποίο συνδιαμορφώνει τον ενιαίο ρόλο που καλείται να παίξει η Αρχαιολογική Υπηρεσία απέναντι στην κοινωνία. Τίποτα δεν λειτουργεί ανεξάρτητα από το άλλο, το ένα χρειάζεται το άλλο και δεν μπορεί να υπάρξει κάτι από μόνο του.
Όλα αυτά δεν είναι μια «ιδιαιτερότητα» ή ελληνική «παραξενιά» που πρέπει να αρθεί. Αποτελούν συστατικά και ιδρυτικά στοιχεία της ύπαρξης των μουσείων των οποίων τροφοδότης είναι οι συλλογές της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, η ανασκαφική δραστηριότητα των Εφορειών Αρχαιοτήτων. Δεν προέκυψαν από αποικιοκρατικές αρπαγές, ιμπεριαλιστικές λεηλασίες και τυμβωρυχίες και γι΄αυτό από την ίδρυσή τους μέχρι και τον τελευταίο Αρχαιολογικό Νόμο (3028/2002) ως μουσείο νοείται η υπηρεσία ή οργανισμός μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα.
Βέβαια, τα μεγάλα μουσεία, τα οποία αφορά η μετατροπή της νομικής του υπόστασης ,στο πλαίσιο του Οργανισμού λειτουργίας του ΥΠΠΟ είναι ανεξάρτητες Ειδικές Περιφερειακές Υπηρεσίες και δεν τροφοδοτούνται πλέον παρά σπάνια και κατ’ εξαίρεση από τις ανασκαφές των Εφορειών. Αυτό, όμως, δεν αναιρεί κατά κανένα τρόπο την οργανική τους σχέση με το σύνολο της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας και των στόχων που θέτει ως προς την προστασία, τη διαχείριση, την προβολή των υλικών καταλοίπων του παρελθόντος.
Η επίκληση, ωστόσο, της «αυτοχρηματοδότησης» τα μετατρέπει αυτόματα σε υβριδικούς επιχειρηματικούς οργανισμούς, οι οποίοι με αγοραία κριτήρια θα αναζητούν κατά κύριο λόγο την οικονομική τους βιωσιμότητα. Προφανώς σε αυτή την αναζήτηση η άμεση ή έμμεση εμπλοκή του ιδιωτικού τομέα όχι μόνο ευνοείται, αλλά προσκαλείται και προκαλείται.
Έτσι, θα φαίνεται απολύτως «λογικό» η φύλαξη να ανατεθεί σε ιδιωτικό πάροχο, η καθαριότητα το ίδιο, οι χώροι των μουσείων να «ενοικιάζονται» για εκδηλώσεις και events, τα εκθέματα να μην είναι φορείς μόρφωσης, αλλά «κράχτες» που οδηγούν προς τις παράλληλες εμπορικές δραστηριότητες (καφετέριες, εστιατόρια, πωλητήρια κλπ).
Eίναι εξόχως χαρακτηριστικό το δελτίο Τύπου του Νέου Μουσείου Ακρόπολης το 2011, το οποίο ενημέρωνε ότι το εστιατόριό του θα είναι ανοιχτό μέχρι και τα μεσάνυχτα με «(…) φρέσκο λαβράκι σε κρούστα αλατιού με λαχανικά στον ατμό, κόκορα με σπιτικές χυλοπίτες και πάστα με γαρίδες, σάλτσα ψητής ντομάτας, ούζο και κάπαρη (…)»!
Δεν είναι αμελητέας σημασίας ότι η προτεινόμενη αποκοπή των Μουσείων από την Αρχαιολογική Υπηρεσία θα προκαλέσει με βεβαιότητα προβλήματα στη λειτουργία και χρηματοδότηση Αρχαιολογικών Χώρων και Μουσείων στην περιφέρεια, καθώς τα έσοδα από το σύνολο των μουσείων και των επισκέψιμων αρχαιολογικών χώρων καταλήγουν στο Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων και κατανέμονται ανά την επικράτεια, με βάση την αρχή της αλληλεγγύης.
Η «αυτοτέλεια» των Μουσείων θα οδηγήσει περιφερειακά Μουσεία στην ασφυξία και στο λειτουργικό αδιέξοδο αφού γι’ αυτά θα κλείσει η στρόφιγγα της χρηματοδότησης. Εδώ ακριβώς βρίσκεται ένας ακόμα ηθελημένος παραλογισμός των επιχειρημάτων που επιστρατεύονται: εάν, λοιπόν, η νομική μορφή των ΝΠΔΔ ευνοεί την πιο ευέλικτη λειτουργία (κάτι που ούτως ή άλλως δεν ισχύει – ευνοεί μόνο την πιο ευέλικτη πελατειακή εμπλοκή και την είσοδο ιδιωτών στη λειτουργία τους) τότε αυτή η υποτιθέμενη «ευελιξία» γιατί δεν επιλέγεται για όλα τα μουσεία της χώρας;
Είναι προφανές ότι τα μικρά περιφερειακά μουσεία με τα περιορισμένα έσοδα όχι μόνο δεν είναι «επιλέξιμα» για τον ιδιωτικό τομέα, αλλά είναι και ασύμφορα. Τι άλλο απομένει γι’ αυτά, εκτός από τον αργό θάνατο; Και τι άλλο απομένει τελικά για το δημόσιο χαρακτήρα των ιστορικών καταλοίπων αυτής της χώρας, αν όχι η τιμολόγησή τους;
Διαβάστε (εδώ: sea.org.gr) το αναλυτικό υπόμνημα του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων για το ρόλο και το σκοπό των δημόσιων αρχαιολογικών μουσείων και τις αλλαγές που θα επιφέρει η αλλαγή της νομικής τους μορφής.
από ημεροδρόμος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για πες