Αυξήσεις σε συντάξεις προβλέπει το νέο ασφαλιστικό,που όμως θα τις καταπιεί η προσωπική διαφορά.Ποιες θα είναι οι νέες εισφορές.Δείτε αναλυτικά όλο το προσχέδιο.
Σημαντικές αυξήσεις αναμένεται να λάβουν όσοι έχουν πάνω από 30 χρόνια ασφάλιση και μισθό πάνω από τα 1.500 ευρώ. Παράλληλα παύει να ισχύει η σύνδεση των εισφορών με το εισόδημα και αντικαθίσταται με ασφαλιστικές κλάσεις με κατώτερο όριο τα 210 ευρώ τον μήνα.
Παράλληλα θα δίνεται κάθε Δεκέμβριο η αποκαλούμενη «13η σύνταξη», η οποία θα προέρχεται από το κονδύλι του 0,5% του ΑΕΠ, ενώ το ύψος του εφάπαξ ποσού και τα κριτήρια χορήγησης θα ορίζονται με υπουργική απόφαση.
Σύμφωνα με τα όσο προβλέπονται στο νομοσχέδιο, στο βαθμό που γνωρίζουμε το σύνολο των ρυθμίσεων, θα έρθουν αυξήσεις από 12 ευρώ έως και 250 ευρώ και θα αφορά όσους έχουν πάνω από 30 έτη ασφάλισης. Αυτό προκύπτει από τα τελικά ποσοστά αναπλήρωσης που περιλαμβάνονται στο νομοσχέδιο του υπουργείου Εργασίας. Να σημειωθεί ότι το εν λόγω νομοσχέδιο είναι το προσωπικό στοίχημα του Γιάννη Βρούτση. Στόχος του υπουργείου Εργασίας είναι να έχει ψηφιστεί το νομοσχέδιο μέχρι τις 15 Φεβρουαρίου.
Βασικός στόχος του νομοσχεδίου είναι να δοθούν κίνητρα για παραμονή στην εργασία για τουλάχιστον 35 χρόνια. Εφόσον αυτό συμβεί τότε το ποσοστό αναπλήρωσης από 33,81% για 35 χρόνια εργασίας θα πάει στο 37,31% που θα είναι αυξημένο κατά 3,5 ποσοστιαίες μονάδες.
Συνολικά, στα 40 έτη ασφάλισης, το σωρευτικό ποσοστό αναπλήρωσης ορίζεται στα 50,01%, έναντι 42,80% με το προηγούμενο σύστημα του νόμου Κατρούγκαλου, ήτοι αυξημένο κατά 7,21 ποσοστιαίες μονάδες.
Η 10ετία που ξεκλειδώνει τα ποσοστά αναπλήρωσης είναι αυτά μεταξύ των 30 και 40 ετών ασφάλισης, ενώ μετά τα 40 χρόνια η αύξηση του ποσοστού είναι 0,05% ετησίως. Συγκεκριμένα με συντάξιμο μισθό 700 ευρώ και 33 χρόνια ασφάλισης, η αύξηση θα φτάσει τα 12 ευρώ τον μήνα, ενώ αγγίζει τα 252 ευρώ στην 40ετία, πάνω από την οποία φέρνουν μεγαλύτερες αυξήσεις.
Έτσι, τα νέα ποσοστά αναπλήρωσης δίνουν ένα ισχυρό κίνητρο παραμονής στην ασφάλιση κυρίως σε μισθωτούς και κατά δεύτερο λόγο σε ελεύθερους επαγγελματίες, για το μεγαλύτερο δυνατό χρονικό διάστημα. Παράλληλα ωθούν τους ασφαλισμένους να ασφαλίζονται για το σύνολο του εργασιακού τους βίου, με στόχο να ξεπεράσουν τα 30 έτη ασφάλισης.
Αναλυτικά το προσχέδιο προβλέπει:
1.Τα νέα ποσοστά αναπλήρωσης για τις κύριες συντάξεις
Αναδρομικά από 1.10.2019 θα αναπροσαρμοστούν οι κύριες συντάξεις σύμφωνα με τα νέα ποσοστά αναπλήρωσης και από αυτήν την ημερομηνία θα καταβληθούν οι τυχόν προκύπτουσες αυξήσεις. Με βάση τους νέους συντελεστές θα επανυπολογιστούν από την αρχή και οι παλαιές συντάξεις.
Το αποτέλεσμα για τους παλαιούς συνταξιούχους θα είναι κυρίως λογιστικός συμψηφισμός καθώς η όποια αύξηση δικαιωθούν θα συμψηφιστεί με την προσωπική διαφορά που διατηρούν. Πολλοί θα δουν την προσωπική τους διαφορά να μειώνεται σε σχέση με το σημερινό σύστημα.
Σύμφωνα μάλιστα με το προσχέδιο του νόμου οι όποιες αυξήσεις προκύψουν για τους παλαιούς συνταξιούχους (πριν τις 13 Μαΐου του 2016) κι εφόσον αυτές δεν καλύπτονται από την προσωπική διαφορά που διατηρούν θα αποδοθούν σε 5 ετήσιες δόσεις μέχρι και το 2024.
Το αποτέλεσμα για τους παλαιούς συνταξιούχους θα είναι κυρίως λογιστικός συμψηφισμός καθώς η όποια αύξηση δικαιωθούν θα συμψηφιστεί με την προσωπική διαφορά που διατηρούν. Πολλοί θα δουν την προσωπική τους διαφορά να μειώνεται σε σχέση με το σημερινό σύστημα.
Σύμφωνα μάλιστα με το προσχέδιο του νόμου οι όποιες αυξήσεις προκύψουν για τους παλαιούς συνταξιούχους (πριν τις 13 Μαΐου του 2016) κι εφόσον αυτές δεν καλύπτονται από την προσωπική διαφορά που διατηρούν θα αποδοθούν σε 5 ετήσιες δόσεις μέχρι και το 2024.
Όπως αναφέρεται αν το σημερινό καταβαλλόμενο ποσό των συντάξεων είναι μικρότερο από αυτό που προκύπτει από τον νέο υπολογισμό τους βάσει των νέων ποσοστών αναπλήρωσης, τότε το ποσόν των συντάξεων «προσαυξάνεται κατά το ένα πέμπτο της πρόσθετης διαφοράς που προκύπτει, για την περίοδο από 1η Οκτωβρίου 2019 έως 31η Δεκεμβρίου 2020 και ισόποσα κατ έτος έως την 31η Δεκεμβρίου 2024».
Οι νέοι συντελεστές αυξάνονται ανάλογα με τα χρόνια ασφάλισης. Στα 30 έτη ασφάλισης το ποσοστό αναπλήρωσης παραμένει 26,37% όπως ισχύει και σήμερα. Το πρώτο σκαλοπάτι διαμορφώνεται στα 30 χρόνια και μία ημέρα καθώς ο συντελεστής από 1,42% διαμορφώνεται στο 1,98%. Το δεύτερο στα 33 έτη καθώς το ποσοστό αναπλήρωσης από 30,63% με το νόμο Κατρούγκαλου θα φτάσει τα 32,31%, ενώ στα 35 έτη θα διαμορφωθεί 37,31% από 33,81% σήμερα. Στα 36 έτη ασφάλισης το ποσοστό αναπλήρωσης σήμερα είναι 35,40%, ενώ με το σχέδιο νόμου θα φτάσει 39,81% .
Τέλος στα 40 έτη το ποσοστό αναπλήρωσης αγγίζει το 50,1% από 42.80% σήμερα. Οι πλέον κερδισμένοι του νέου συστήματος συγκριτικά με τον νόμο Κατρούγκαλου είναι όσοι αποχωρούν με 40ετία ασφάλισης και πληρωμένων εισφορών. Στα 40 χρόνια κορυφώνονται τα «κέρδη» συγκριτικά με τα τους σημερινούς συντελεστές. Μετά τα 40 έτη , το ποσοστό θα προσαυξάνεται κατά 0.5% κάθε έτος.
Ως συντάξιμες αποδοχές για τον υπολογισμό του ανταποδοτικού μέρους σύνταξης κύριας ασφάλισης εξ ιδίου δικαιώματος, ανικανότητας ή κατά μεταβίβαση λαμβάνεται υπόψη ο μέσος όρος μηνιαίων αποδοχών του ασφαλισμένου καθ’ όλη τη διάρκεια του ασφαλιστικού του βίου. Ο μέσος αυτός όρος υπολογίζεται ως το πηλίκο της διαίρεσης του συνόλου των μηνιαίων αποδοχών δια του συνολικού χρόνου ασφάλισής του.
Ως σύνολο μηνιαίων αποδοχών που έλαβε ο ασφαλισμένος νοείται το άθροισμα των μηνιαίων αποδοχών που υπόκεινται σε εισφορές, καθ’ όλη τη διάρκεια του ασφαλιστικού του βίου.
Για το χρόνο ασφάλισης που αναγνωρίζεται πλασματικά, κατόπιν καταβολής του προβλεπόμενου ποσού εξαγοράς, ως συντάξιμες αποδοχές ορίζεται το ποσό που θα αποτελούσε τον ασφαλιστέο μηνιαίο μισθό-εισόδημα αν εκλαμβανόταν ως μηνιαία εισφορά το ποσό που καταβλήθηκε για την εξαγορά κάθε μήνα ασφάλισης.
2. Αυξήσεις στις επικουρικές συντάξεις
Οι επικουρικές συντάξεις που αφορούν αιτήσεις που είχαν υποβληθεί έως 31 Δεκεμβρίου 2014, συνεχίζουν να καταβάλλονται από 1η Οκτωβρίου 2019 στο ύψος του ποσού που είχαν διαμορφωθεί σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις στις 31-12-2014.
3. Έξι ασφαλιστικές κατηγορίες για τους ελεύθερους επαγγελματίες
Οι εισφορές κύριας ασφάλισης των ελευθέρων επαγγελματιών, οι ασφαλιστικές κατηγορίες διαμορφώνονται ως εξής:
– 1η κατηγορία : 155 ευρώ
– 2η κατηγορία : 186 ευρώ
– 3η κατηγορία : 236 ευρώ
– 4η κατηγορία :297 ευρώ
– 5η κατηγορία : 369 ευρώ
– 6η κατηγορία : 500 ευρώ
Οι εισφορές υγείας ανέρχονται στα 55 ευρώ για την 1η κατηγορία και στα 66 ευρώ για τη 2η έως 6η κατηγορία.
Εντός δυο μηνών από την ψήφιση του νόμου, δηλαδή περίπου μέχρι τα μέσα Απριλίου, πρέπει οι μη μισθωτοί ασφαλισμένοι – ελεύθεροι επαγγελματίες, αυτοαπασχολούμενοι και αγρότες – να επιλέξουν την ασφαλιστική κατηγορία στην οποία επιθυμούν να υπαχθούν για το 2020.
Όσοι δεν επιλέξουν με αίτησή τους την ένταξή τους σε κάποια κατηγορία θα ενταχθούν υποχρεωτικά στην πρώτη και κατώτατη. Από 1-1-2020 θεσπίζεται ειδική ασφαλιστική κατηγορία για την καταβολή των ασφαλιστικών εισφορών, της οποίας το ποσόν της μηνιαίας εισφοράς αντιστοιχεί σε 93 ευρώ.
Στην ειδική κατηγορία κατατάσσονται οι νέοι ελεύθεροι επαγγελματίες και αυτοτελώς απασχολούμενοι για 5 έτη από την έναρξη ασκήσεως του επαγγέλματος κατόπιν αιτήσεώς τους.
Από 1-1-2023 τα προαναφερθέντα ποσά των ασφαλιστικών κατηγοριών προσαυξάνονται κατ’ έτος με διαπιστωτική πράξη του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, με βάση συντελεστή που προκύπτει από το άθροισμα του ετήσιου ποσοστού μεταβολής του ΑΕΠ συν το ποσοστό μεταβολής του μέσου ετήσιου γενικού δείκτη τιμών καταναλωτή του προηγούμενου έτους διαιρούμενου δια του 2.
4. Τέλος η διπλή εισφορά για τους μισθωτούς με μπλοκάκι
Οι ασφαλισμένοι του Ε.Φ.Κ.Α. οι οποίοι ασκούν παράλληλα δύο ή περισσότερες επαγγελματικές δραστηριότητες, μισθωτού ή αυτοτελώς απασχολούμενου ή ελεύθερου επαγγελματία επάγγελμα ή επάγγελμα υπαγόμενο στην ασφάλιση του πρώην ΟΓΑ καταβάλλουν για κάθε ασκούμενη επαγγελματική δραστηριότητα τις προβλεπόμενες νέες ασφαλιστικές εισφορές.
Στις περιπτώσεις που πραγματοποιούνται παράλληλα περισσότερες της μίας μισθωτές απασχολήσεις, καταβάλλονται για κάθε μισθωτή απασχόληση, οι εισφορές που προβλέπονται κατά περίπτωση και έως του ανωτάτου ορίου ασφαλιστέων αποδοχών.
Ως προς την εργοδοτική εισφορά το ανώτατο όριο ασφαλιστέων αποδοχών εφαρμόζεται χωριστά για κάθε εργοδότη. Στις περιπτώσεις μισθωτής απασχόλησης ή απασχολούμενων με έμμισθη εντολή που παράλληλα αυτοαπασχολούνται ή ασκούν ελεύθερο επάγγελμα ή επάγγελμα υπαγόμενο στην ασφάλιση του πρώην ΟΓΑ καταβάλλεται υποχρεωτικά η νέα προβλεπόμενη ασφαλιστική εισφορά.
Η εν λόγω εισφορά δεν είναι δυνατόν να υπολείπεται του ποσού της εισφοράς της δεύτερης ασφαλιστικής κατηγορίας συμπεριλαμβανομένης της εισφοράς για την ασφάλιση ασθενείας. Εάν υπολείπεται του ποσού της δεύτερης ασφαλιστικής κατηγορίας καταβάλλεται η διαφορά από τον ασφαλισμένο. Ειδικά για τους νέους αυτοτελώς απασχολούμενους ή ελεύθερους επαγγελματίες η ανωτέρω εισφορά δεν δύναται να υπολείπεται της πρώτης ασφαλιστικής κατηγορίας, συμπεριλαμβανομένης της για την ασφάλιση ασθενείας, για 5 έτη από την έναρξη ασκήσεως του επαγγέλματος κατόπιν υποβολής σχετικής αιτήσεως.
Για όσους μισθωτούς και αυτοτελώς απασχολούμενους ή ελεύθερους επαγγελματίες ή απασχολούμενους σε επάγγελμα υπαγόμενο στην ασφάλιση του πρώην ΟΓΑ επιλέγουν προαιρετικά την καταβολή υψηλότερης εισφοράς της δεύτερης ασφαλιστικής κατηγορίας, αυτοτελώς απασχολούμενου ή ελεύθερου επαγγελματία ή απασχολούμενου σε επάγγελμα υπαγόμενο στην ασφάλιση του πρώην ΟΓΑ, ή της πρώτης ασφαλιστικής κατηγορίας για τους νέους επαγγελματίες, καταβάλλονται οι προβλεπόμενες εισφορές συμπεριλαμβανομένης και της εισφοράς για την ασφάλιση ασθενείας. Μισθωτοί που παράλληλα αμείβονται με δελτία παροχής υπηρεσιών από το φυσικό ή νομικό πρόσωπο στο οποίο παρέχουν μισθωτή εργασία ή σε συνδεδεμένα με αυτά πρόσωπα εφαρμόζονται αναλογικά ως προς το ύψος, τον τρόπο υπολογισμού και τον υπόχρεο καταβολής της εισφοράς. Οι παραπάνω ασφαλισμένοι για υγειονομική περίθαλψη υπάγονται υποχρεωτικά στην ασφάλιση του φορέα, κλάδου ή τομέα που εντάχθηκαν στον Ε.Φ.Κ.Α. με την ιδιότητα του μισθωτού.
Ασφαλισμένοι ανεξαρτήτως του χρόνου υπαγωγής στην ασφάλιση, για τους οποίους προέκυπτε βάσει γενικών, ειδικών ή καταστατικών διατάξεων, όπως αυτές ίσχυαν έως την έναρξη του παρόντος για κάθε φορέα, τομέα, κλάδου ή λογαριασμό που εντάχθηκε στον Ε.Φ.Κ.Α., υποχρεωτική ασφάλιση σε δύο ή περισσότερους φορείς, τομείς, κλάδους και λογαριασμούς για την αυτή απασχόληση, καταβάλλουν τις προβλεπόμενες ασφαλιστικές εισφορές.
Οι παλαιοί ασφαλισμένοι κατά την έννοια των διατάξεων του ν.2084/1992, μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, εξακολουθούν να έχουν προαιρετικά το δικαίωμα καταβολής δεύτερης εισφοράς στον Ε.Φ.Κ.Α., κατόπιν υποβολής σχετικής αίτησης. Στην περίπτωση αυτή καταβάλλουν το συνολικό ποσοστό εισφοράς ασφαλισμένου και εργοδότη, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα. Τα ανωτέρω εφαρμόζονται αντίστοιχα για την υγειονομική περίθαλψη, την επικουρική ασφάλιση και την εφάπαξ παροχή. Στους ασφαλισμένους που αμείβονται με δελτίο παροχής υπηρεσιών και για τους οποίους προκύπτει ότι το εισόδημά τους προέρχεται από την απασχόλησή τους σε έως δύο φυσικά ή νομικά πρόσωπα, εφαρμόζονται αναλογικά, ως προς το ύψος, τον τρόπο υπολογισμού και τον υπόχρεο καταβολής της εισφοράς, οι διατάξεις που αφορούν τους μισθωτούς.
5. Ποιοι κλάδοι μπορούν να υπαχθούν προαιρετικά στο Επικουρικό και το Εφάπαξ
Από 1.1.2021 στην ασφάλιση του Κλάδου Επικουρικής Ασφάλισης του Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π. μπορούν να υπαχθούν προαιρετικά, μετά από αίτησή τους, οι αυτοαπασχολούμενοι υγειονομικοί, τα πρόσωπα που ασκούν επάγγελμα υπαγόμενο στην ασφάλιση του πρώην Ο.Γ.Α. καθώς και τα πρόσωπα που βάσει ειδικής ή γενικής διάταξης νόμου εξαιρούνται της υποχρεωτικής υπαγωγής στον Κλάδο Επικουρικής Ασφάλισης του Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π. Η προαιρετική υπαγωγή στην ασφάλιση από την έναρξή της διέπεται από τους κανόνες της υποχρεωτικής ασφάλισης.
Στην ασφάλιση του Κλάδου Εφάπαξ Παροχών του Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π. υπάγονται, μετά από αίτησή τους, προαιρετικά:
– Oι μισθωτοί, οι αυτοτελώς απασχολούμενοι, οι ελεύθεροι επαγγελματίες και τα πρόσωπα που ασκούν επάγγελμα υπαγόμενο στην ασφάλιση του πρώην ΟΓΑ, που από 1-1-2021 αναλαμβάνουν ασφαλιστέα εργασία – απασχόληση ή αποκτούν ασφαλιστέα ιδιότητα, για την οποία ασφαλίζονται υποχρεωτικά σε φορέα κύριας ασφάλισης και δεν υπάγονται για την εργασία – απασχόλησή τους αυτή ή την ιδιότητά τους, στην ασφάλιση του Κλάδου Εφάπαξ ή άλλου φορέα υποχρεωτικής ασφάλισης για εφάπαξ παροχή ή των εξομοιούμενων βάσει της ισχύουσας νομοθεσίας με αυτούς, ανεξαρτήτως νομικής μορφής, καθώς και τα πρόσωπα που βάσει ειδικής ή γενικής διάταξης νόμου εξαιρούνται της υποχρεωτικής υπαγωγής στον Κλάδο Εφάπαξ Παροχών του Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π.. Η προαιρετική υπαγωγή στην ασφάλιση από την έναρξή της διέπεται από τους κανόνες της υποχρεωτικής ασφάλισης.
– Οι προσλαμβανόμενοι στην Ελληνική Αστυνομία και στο Πυροσβεστικό Σώμα, οι οποίοι είναι υποχρεωτικά ασφαλισμένοι στον Τομέα Πρόνοιας Αστυνομικών (ΤΠΑΣ), στον Τομέα Πρόνοιας Υπαλλήλων Αστυνομίας Πόλεων (ΤΠΥΑΠ) και στον Τομέα Πρόνοιας Υπαλλήλων Πυροσβεστικού Σώματος (ΤΠΥΠΣ) του ΤΕΑΠΑΣΑ, εφαρμοζομένων των διατάξεων που διέπουν τον πρώην Τομέα Πρόνοιας Δημοσίων Υπαλλήλων (ΤΠΔΥ).”.
6.Μείωση εισφορών εργοδότη-εργαζομένου
Από 1ης Ιουνίου 2020 στις περιπτώσεις πλήρους απασχόλησης οι ασφαλιστικές εισφορές των μισθωτών μειώνονται κατά 0,90 μονάδες ως ακολούθως:
– Κατά 0,75 ποσοστιαίες μονάδες των ασφαλίστρων υπέρ κλάδου ανεργίας. Η μείωση επιμερίζεται κατά 0,48 πμ στο ασφάλιστρο του εργοδότη και κατά 0,27 πμ στο ασφάλιστρο του εργαζομένου. Το συνολικό ασφάλιστρο υπέρ ανεργίας διαμορφώνεται σε 4,25 ποσοστιαίες μονάδες και κατανέμεται 2,69 ποσοστιαίες μονάδες στον εργοδότη και 1,56 μονάδες στον εργαζόμενο.
– Κατά 0,15 ποσοστιαίες μονάδες των ασφαλίστρων υπέρ του Ενιαίου Λογαριασμού για την εφαρμογή Κοινωνικών Πολιτικών (ΕΛΕΚΠ) .Συμπληρωματική χρηματοδότηση ασφαλιστικού συστήματος
7. Μόνιμος μηχανισμός
Για τον μόνιμο μηχανισμό αναφέρεται πως από 1/1/2020 στον ετήσιο κοινωνικό προϋπολογισμό εγγράφεται δαπάνη ύψους 0,5% του ΑΕΠ, από την οποία καλύπτεται κατά πρώτον η δαπάνη που δημιουργείται ετησίως σε εφαρμογή των με αριθ. 1890/2019 και 1891/2019 αποφάσεων της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας και κατά δεύτερον η δαπάνη εφάπαξ παροχής, η οποία καταβάλλεται το Δεκέμβριο εκάστου έτους σε δικαιούχους σύνταξης λόγω γήρατος, αναπηρίας και θανάτου, σε δικαιούχους προσυνταξιοδοτικής παροχής, επιδομάτων σύνταξης με αιτία την αναπηρία και ανασφάλιστους υπερήλικες των άρθρων 1 έως 3 του ν. 1296/1982 (Α’ 128), της περίπτωσης 5 της υποπαραγράφου ΙΑ.6 της παραγράφου ΙΑ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 (Α’ 222) και του άρθρου 93 του ν. 4387/2016 (Α’ 85).
Η δαπάνη της εφάπαξ παροχής χρηματοδοτείται από τον κρατικό προϋπολογισμό. Για το έτος 2020 η δαπάνη της παραγράφου 1 καλύπτεται από τις ήδη εγγεγραμμένες πιστώσεις του κοινωνικού προϋπολογισμού. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων και Οικονομικών λαμβάνοντας υπόψη τις αναλογιστικές προβολές, τα στοιχεία εκτέλεσης του κοινωνικού προϋπολογισμού και τους ετήσιους δημοσιονομικούς στόχους, καθορίζεται ετησίως το ποσόν που διατίθεται για την εφάπαξ παροχή, προσδιορίζονται τα κριτήρια απονομής, ο φορέας και η διαδικασία καταβολής, το ύψος της εφάπαξ παροχής ανά κατηγορία δικαιούχων και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος.
Η εφάπαξ παροχή είναι ακατάσχετη στα χέρια του Δημοσίου ή τρίτων κατά παρέκκλιση κάθε άλλης γενικής ή ειδικής διάταξης, δεν δεσμεύεται και δεν συμψηφίζεται με βεβαιωμένα χρέη προς τη φορολογική διοίκηση και το Δημόσιο εν γένει, τους Ο.Τ.Α. α’ και β’ βαθμού και τα νομικά πρόσωπα αυτών, τα ασφαλιστικά ταμεία και τα πιστωτικά ιδρύματα και υπόκειται στις κατά νόμο προβλεπόμενες κρατήσεις. Το επίμαχο άθρο αντικαθιστά το άρθρο 120 του N.4611/2019 που θεσμοθέτησε την λεγόμενη «13η σύνταξη».
Το προσχέδιο αναφέρει πως από 1/1/2020 στον ετήσιο κοινωνικό προϋπολογισμό εγγράφεται δαπάνη ύψους 0,5% του ΑΕΠ, από την οποία καλύπτεται κατά πρώτον η δαπάνη που δημιουργείται ετησίως σε εφαρμογή των αποφάσεων της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας (σ.σ. για το νόμο Κατρούγκαλου) και κατά δεύτερον η δαπάνη εφάπαξ παροχής, η οποία καταβάλλεται τον Δεκέμβριο εκάστου έτους σε δικαιούχους σύνταξης λόγω γήρατος, αναπηρίας και θανάτου, σε δικαιούχους προσυνταξιοδοτικής παροχής, επιδομάτων σύνταξης με αιτία την αναπηρία και ανασφάλιστους υπερήλικες των άρθρων 1 έως 3 του ν. 1296/1982 (Α’ 128), της περίπτωσης 5 της υποπαραγράφου ΙΑ.6 της παραγράφου ΙΑ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 (Α’ 222) και του άρθρου 93 του ν. 4387/2016 (Α’ 85).
Η δαπάνη της εφάπαξ παροχής χρηματοδοτείται από τον κρατικό προϋπολογισμό. Για το έτος 2020 η παραπάνω δαπάνη καλύπτεται από τις ήδη εγγεγραμμένες πιστώσεις του κοινωνικού προϋπολογισμού. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων και Οικονομικών λαμβάνοντας υπόψη τις αναλογιστικές προβολές, τα στοιχεία εκτέλεσης του κοινωνικού προϋπολογισμού και τους ετήσιους δημοσιονομικούς στόχους, καθορίζεται ετησίως το ποσόν που διατίθεται για την εφάπαξ παροχή, προσδιορίζονται τα κριτήρια απονομής, ο φορέας και η διαδικασία καταβολής, το ύψος της εφάπαξ παροχής ανά κατηγορία δικαιούχων και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος. Μείωση εισφορών εργοδότη-εργαζομένου. Από 1ης Ιουνίου 2020 στις περιπτώσεις πλήρους απασχόλησης οι ασφαλιστικές εισφορές των μισθωτών μειώνονται κατά 0,90 μονάδες ως ακολούθως: – Κατά 0,75 ποσοστιαίες μονάδες των ασφαλίστρων υπέρ κλάδου ανεργίας. Η μείωση επιμερίζεται κατά 0,48 πμ στο ασφάλιστρο του εργοδότη και κατά 0,27 πμ στο ασφάλιστρο του εργαζομένου. Το συνολικό ασφάλιστρο υπέρ ανεργίας διαμορφώνεται σε 4,25 ποσοστιαίες μονάδες και κατανέμεται 2,69 ποσοστιαίες μονάδες στον εργοδότη και 1,56 μονάδες στον εργαζόμενο. – Κατά 0,15 ποσοστιαίες μονάδες των ασφαλίστρων υπέρ του Ενιαίου Λογαριασμού για την εφαρμογή Κοινωνικών Πολιτικών (ΕΛΕΚΠ) .
Η δαπάνη της εφάπαξ παροχής χρηματοδοτείται από τον κρατικό προϋπολογισμό. Για το έτος 2020 η δαπάνη της παραγράφου 1 καλύπτεται από τις ήδη εγγεγραμμένες πιστώσεις του κοινωνικού προϋπολογισμού. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων και Οικονομικών λαμβάνοντας υπόψη τις αναλογιστικές προβολές, τα στοιχεία εκτέλεσης του κοινωνικού προϋπολογισμού και τους ετήσιους δημοσιονομικούς στόχους, καθορίζεται ετησίως το ποσόν που διατίθεται για την εφάπαξ παροχή, προσδιορίζονται τα κριτήρια απονομής, ο φορέας και η διαδικασία καταβολής, το ύψος της εφάπαξ παροχής ανά κατηγορία δικαιούχων και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος.
Η εφάπαξ παροχή είναι ακατάσχετη στα χέρια του Δημοσίου ή τρίτων κατά παρέκκλιση κάθε άλλης γενικής ή ειδικής διάταξης, δεν δεσμεύεται και δεν συμψηφίζεται με βεβαιωμένα χρέη προς τη φορολογική διοίκηση και το Δημόσιο εν γένει, τους Ο.Τ.Α. α’ και β’ βαθμού και τα νομικά πρόσωπα αυτών, τα ασφαλιστικά ταμεία και τα πιστωτικά ιδρύματα και υπόκειται στις κατά νόμο προβλεπόμενες κρατήσεις. Το επίμαχο άθρο αντικαθιστά το άρθρο 120 του N.4611/2019 που θεσμοθέτησε την λεγόμενη «13η σύνταξη».
Το προσχέδιο αναφέρει πως από 1/1/2020 στον ετήσιο κοινωνικό προϋπολογισμό εγγράφεται δαπάνη ύψους 0,5% του ΑΕΠ, από την οποία καλύπτεται κατά πρώτον η δαπάνη που δημιουργείται ετησίως σε εφαρμογή των αποφάσεων της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας (σ.σ. για το νόμο Κατρούγκαλου) και κατά δεύτερον η δαπάνη εφάπαξ παροχής, η οποία καταβάλλεται τον Δεκέμβριο εκάστου έτους σε δικαιούχους σύνταξης λόγω γήρατος, αναπηρίας και θανάτου, σε δικαιούχους προσυνταξιοδοτικής παροχής, επιδομάτων σύνταξης με αιτία την αναπηρία και ανασφάλιστους υπερήλικες των άρθρων 1 έως 3 του ν. 1296/1982 (Α’ 128), της περίπτωσης 5 της υποπαραγράφου ΙΑ.6 της παραγράφου ΙΑ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 (Α’ 222) και του άρθρου 93 του ν. 4387/2016 (Α’ 85).
Η δαπάνη της εφάπαξ παροχής χρηματοδοτείται από τον κρατικό προϋπολογισμό. Για το έτος 2020 η παραπάνω δαπάνη καλύπτεται από τις ήδη εγγεγραμμένες πιστώσεις του κοινωνικού προϋπολογισμού. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων και Οικονομικών λαμβάνοντας υπόψη τις αναλογιστικές προβολές, τα στοιχεία εκτέλεσης του κοινωνικού προϋπολογισμού και τους ετήσιους δημοσιονομικούς στόχους, καθορίζεται ετησίως το ποσόν που διατίθεται για την εφάπαξ παροχή, προσδιορίζονται τα κριτήρια απονομής, ο φορέας και η διαδικασία καταβολής, το ύψος της εφάπαξ παροχής ανά κατηγορία δικαιούχων και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος. Μείωση εισφορών εργοδότη-εργαζομένου. Από 1ης Ιουνίου 2020 στις περιπτώσεις πλήρους απασχόλησης οι ασφαλιστικές εισφορές των μισθωτών μειώνονται κατά 0,90 μονάδες ως ακολούθως: – Κατά 0,75 ποσοστιαίες μονάδες των ασφαλίστρων υπέρ κλάδου ανεργίας. Η μείωση επιμερίζεται κατά 0,48 πμ στο ασφάλιστρο του εργοδότη και κατά 0,27 πμ στο ασφάλιστρο του εργαζομένου. Το συνολικό ασφάλιστρο υπέρ ανεργίας διαμορφώνεται σε 4,25 ποσοστιαίες μονάδες και κατανέμεται 2,69 ποσοστιαίες μονάδες στον εργοδότη και 1,56 μονάδες στον εργαζόμενο. – Κατά 0,15 ποσοστιαίες μονάδες των ασφαλίστρων υπέρ του Ενιαίου Λογαριασμού για την εφαρμογή Κοινωνικών Πολιτικών (ΕΛΕΚΠ) .
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για πες