Ναι, ρε. Κότα είσαι… Παράλογη, έως και προκλητική, η θρασεία επιμονή. Όμως, αυτοί που ξέρουν, λένε, πόσο… «χρήσιμη» και πόσο… αναγκαία είναι (στο σύστημα εννοείται) η καλλιεργούμενη απαξία και το μηδέν. Και
οι διαμορφωτές τους… περιζήτητοι. Εργαλεία ΟΟΣΑ όλα αυτά. Δοκιμασμένα.Κότα είσαι, ρε;
Για μια θέση στο κοτέτσι της Μαρούλας
Γράφει ο Δημήτρης Φεργάδης*
Με τέτοια υπεροψίαν, τέτοιαν μέθην και αλαζονείαν μήτε ο Δαρείος ο Υστάσπου, ο μέγας Πέρσης Βασιλιάς, θ’ απευθυνότανε στους υπηκόους του.
Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου. Άγνωσται (καθόλου… βέβαιον) αι βουλαί και οι προθέσεις του.
«Ουκέτι Φοίβος έχει καλύβην… Απέσβετο και λάλον ύδωρ». Επιμύθιον, πρωθύστερον.
Κότα είσαι, ρε; Πιάσε τ’ αυγό και κούρεφτο… κότα.
Και ο δίκωχος, μετά τη νυχτερινή του στύση, με ασφάλεια σε Δημόσιο Φορέα, να επιμένει στα αυστηρά του παραγγέλματα οσφυοκαμψίας. Οι αξίες του ραμμένες «διπλοσταυρωτά» στο φαιό του δίκωχο.
Έτσι ή κάπως έτσι και οι Όρνιθες κατέληξαν… κότες (σαν τα «λάχανα» και τις «μάπες» στα ζαρζαβατικά, το …«πρόβατο» στα πρόβατα…) δακτυλοδεικτούμενα. Πρότυπα, λέει, υποταγής, φοβίας και βλακείας. Απ’ τους «αυτοκρατορικούς» -ποιους; -πιγκουίνους… Ποιες; Οι «Όρνιθες» των ουρανών και των αιθέρων! Οι «Όρνιθες» της Νεφελοκοκυγίας!
Ακολουθεί η …«περιγραφή» μιας συνηθισμένης ημέρας με τις …κότες της Μαρούλας.
Τρίκαλα …χωρίον Αγναντερό (μεριά Καρδίτσας).
Τώρα, γιατί Αγναντερό… δεν έμαθα. Πάντως ούτε …αγναντεύει ούτε …αγναντεύεται. Κέντρο …τηγανιού είναι.
Ο λόγος, για την συμπεθέρα μου τη Μαρούλα, τώρα. Που έχει ένα κοπάδι από κότες. Απολύτως ελεύθερης βοσκής. Σ’ ένα τεράστιο χώρο. Με ίσκιους, με νερό… με απάγγειο. Άλλες στρουμπουλές και άλλες όχι. Όλες, όμως, εν δυνάμει… μπουκιά και συχώριο – ψητές.
Μέρες πολλές, τώρα, μετά την «εγκατάσταση» μου, παρακολουθώ την καθημερινότητά τους. Το ξύπνημα (χάραμα), το μεσημέριασμα, το σούρουπό τους. Και δεν είναι που ‘ναι μόνες τους… ένα κοπάδι κότες, με τα κοκόρια που τους αναλογούν. (Η Μαρούλα που ξέρει, λέει, πως η σωστή… «δοσολογία», αν ο κόκορας είναι βαρβάτος, είναι ένας κόκορας ανά είκοσι, περίπου, κότες).
Είναι που όταν η Μαρούλα – το τρεχιό της να δείτε μόνο – ρίχνει τα αποφάγια (στα χωριά, άντε, ακόμα κάτι μένει – η ανακύκλωση στην πράξη) ή από τον μπαξέ τα σάπια ζαρζαβατικά, τι δεν μαζεύεται σε χρόνο μηδέν! Κότες, άσπρες, μαύρες, κοκόρια, περιστέρια, δεκοχτούρες, πάπιες, χήνες, γαλοπούλες, φραγκόκοτες, σπουργίτια, σπίνοι, φλώρια, σκαρθάκια κι όποιο άλλο πτηνό περνάει τυχαία ή ξεκουράζεται στην τεράστια φτελιά. Στην άκρη – άκρη καρακάξες και κουρούνες περιμένουν πονηρά. Αλλοίμονο… Και ο Δημήτρης, ο εγγονός μου, να τις πετροβολά θυμωμένος.
(Ενίοτε –συχνά- καταφθάνουν και όρνεα… δια τα ορνίθια… και όχι, μόνο της Μαρούλας).
Χαίρεσαι να βλέπεις τέτοιες συνάξεις. Κι εκεί που περιμένεις κατά το ανθρώπινο… δίκαιο και συνήθειο και μικροσυρράξεις και ορνιθοσφαγές… οποία απογοήτευση. Γηγενείς και επισκέπτες (κατά πως σημειώνεται στα δελτία, μετανάστες, λαθρομετανάστες, αλλοδαποί, ξένοι, έγχρωμοι και δεν ξέρω πως αλλιώς) βρίσκουν τρόπους και βολεύονται από τροφή και από νερό χωρίς προβλήματα κι αποκλεισμούς. Γης υπάρχει. Σύνορα – τοίχοι, όχι. Και η «Γειτονιά των Ορνίθων» όλους τους αγκαλιάζει. (Καθημερινές πράξεις και παραλείψεις των «αντιπροσωπευτικών ειδών» το επτά χιλιάδες τόσο, εποχής μετά Δεινοσαύρων).
Τώρα, πως γίνεται και άλλα ζωντανά –ζωντανά… ναι, ναι ζωντανά νοήμονα, μάλιστα, όπως τα λένε – να μην μπορούν να μοιράσουν δυο γαϊδάρων άχυρα είναι ένα θέμα. Που χρήζει… ψυχοδιανοητικο–οικονομικής έρευνας και μελέτης.
«Πιάσε την αστραπή στον δρόμο σου άνθρωπε• δώσε της διάρκεια• μπορείς…» (Οδ. Ελύτης. Μαρία Νεφέλη). Και σώσον, έτσι, τον λαό σου.
Εδώ, πάντως, οι κότες της Μαρούλας και των άλλων, καθώς βλέπω, στο Αγναντερό, ευημερούν. Γεννούν, αυξάνονται, κακαρίζουν ευτυχισμένες και αφήνουν που και που τον καυχησιάρη κόκορα να τις βατεύει. Καμιά μελαγχολία στον καμπίσιο ορίζοντα.
Απογεματιάζει… Οι κότες της Μαρούλας, ταπεινά ταπεινές και νηφάλιες πάνε για κούρνιασμα. Στο κοτέτσι… μεζονέτα, στη φτελιά. Μαζί τους και τ’ άλλα τα πτηνά… Τα άσπρα, τα γκρίζα, τα καφετιά, τα μαύρα, τα πετρωτά, τα μικρά, τα μεγάλα, τα όμορφα, τα άσχημα, τα καλλικέλαδα, τα βραχνοπούλια… Όλα θα βρουν εδώ μία θέση…
Όμως, το έκτακτο, τελευταίο ανακοινωθέν, αναγκαστικών προσαράξεων είναι εδώ… Καλοκαίρι – καρύδι – το χαλάζι… Χειμώνας – καρύδι – το χαλάζι. Οι business δεν έχουν εποχές. Ορατότητης μηδέν… Τις μηχανές κράτει. Όρτσα, τώρα. Στο φτερό του καρχαρία…
Οι κότες της Μαρούλας ειρηνεύουν… Στο απάγγειο. Στη φτελιά…
Πάει, λοιπόν και τ’ όμορφο το σήμερα… «Από Δευτέρα πάλι…».
Τώρα, σε απευθείας σύνδεση με Κω, με Μυτιλήνη. Με Αγαθονήσι, με Κάλυμνο. Με Χίο και Σάμο. Με Παξούς και Λαμπεντούζα.
Σημειώσατε ακριβήν αριθμόν. Εκατόν πεντήκοντα οκτώ… Πτώματα… Ναι, ναι πτώματα… Εξεβράσθησαν. Εξ ων βρέφη επτά μόνον… Ναι, μόνον. Όλα, πλέον, βαίνουν καλώς… Ευπειθώς…
Όμως, μην κύπτεις αυχένα… Και μη λησμόνοι… Οι ποιητές είναι εδώ. Προς τούτοις και πριν ο λύχνος σβήσει αναγιγνώσκετε μετά μανίας (άπαντες οι μετά το επτά χιλιάδες τόσο εποχής από Δεινοσαύρων) ποιητάς. Ωφελούν την θαμπή, ιλαρή φωτεινότητα του λύχνου αλλά μαζί και τον Άλφα του Κενταύρου. Και τον Σείριο με τα παιδιά… Όχι, ασφαλώς… αυτά που επνίγησαν. Αυτά παν’ καλιά τους. Κι άκλαφτα…
«Όσο υπάρχουν Αχαιοί θα υπάρχει μια ωραία Ελένη
και ας είναι αλλού το χέρι αλλού ο λαιμός.
Κάθε καιρός και ο Τρωικός του πόλεμος».
(Οδ. Ελύτης – Μαρία Νεφέλη)
Ετσι, που να… περισσεύουνε οι θρήνοι. Και οι θρηνούσες, ο, που Γής, Εκάβες, Ανδρομάχες και Μάνες Κουράγιο να θρηνούν θρήνον Πασχάλιον. Δια πάντα πάσχοντα Θεόν. Αμνόν.
Μη λησμόνοι, λοιπόν, ποτέ, ποιο είναι το μέγα πρόβλημα… Εμφανές. Το ξέρουν και οι κότες της Μαρούλας.
Αλληλούια, λοιπόν, αλληλούια…
*Ο Δημήτρης Φεργάδης είναι συνταξιούχος, ιστορικό στέλεχος της Βιομηχανίας της ΔΙΣΚΟΓΡΑΦΙΑΣ σε ΚΟΛΟΥΜΠΙΑ και MINOS – EMI. Συγγραφέας του βιβλίου «Με αφορμή την ΚΟΛΟΥΜΠΙΑ.Η Βιομηχανία της δισκογραφίας στην Ελλάδα κατά τον 20ο αιώνα». Εκδόσεις ΚΨΜ
από ημεροδρόμος
οι διαμορφωτές τους… περιζήτητοι. Εργαλεία ΟΟΣΑ όλα αυτά. Δοκιμασμένα.Κότα είσαι, ρε;
Για μια θέση στο κοτέτσι της Μαρούλας
Γράφει ο Δημήτρης Φεργάδης*
Με τέτοια υπεροψίαν, τέτοιαν μέθην και αλαζονείαν μήτε ο Δαρείος ο Υστάσπου, ο μέγας Πέρσης Βασιλιάς, θ’ απευθυνότανε στους υπηκόους του.
Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου. Άγνωσται (καθόλου… βέβαιον) αι βουλαί και οι προθέσεις του.
«Ουκέτι Φοίβος έχει καλύβην… Απέσβετο και λάλον ύδωρ». Επιμύθιον, πρωθύστερον.
Κότα είσαι, ρε; Πιάσε τ’ αυγό και κούρεφτο… κότα.
Και ο δίκωχος, μετά τη νυχτερινή του στύση, με ασφάλεια σε Δημόσιο Φορέα, να επιμένει στα αυστηρά του παραγγέλματα οσφυοκαμψίας. Οι αξίες του ραμμένες «διπλοσταυρωτά» στο φαιό του δίκωχο.
Έτσι ή κάπως έτσι και οι Όρνιθες κατέληξαν… κότες (σαν τα «λάχανα» και τις «μάπες» στα ζαρζαβατικά, το …«πρόβατο» στα πρόβατα…) δακτυλοδεικτούμενα. Πρότυπα, λέει, υποταγής, φοβίας και βλακείας. Απ’ τους «αυτοκρατορικούς» -ποιους; -πιγκουίνους… Ποιες; Οι «Όρνιθες» των ουρανών και των αιθέρων! Οι «Όρνιθες» της Νεφελοκοκυγίας!
Ακολουθεί η …«περιγραφή» μιας συνηθισμένης ημέρας με τις …κότες της Μαρούλας.
Τρίκαλα …χωρίον Αγναντερό (μεριά Καρδίτσας).
Τώρα, γιατί Αγναντερό… δεν έμαθα. Πάντως ούτε …αγναντεύει ούτε …αγναντεύεται. Κέντρο …τηγανιού είναι.
Ο λόγος, για την συμπεθέρα μου τη Μαρούλα, τώρα. Που έχει ένα κοπάδι από κότες. Απολύτως ελεύθερης βοσκής. Σ’ ένα τεράστιο χώρο. Με ίσκιους, με νερό… με απάγγειο. Άλλες στρουμπουλές και άλλες όχι. Όλες, όμως, εν δυνάμει… μπουκιά και συχώριο – ψητές.
Μέρες πολλές, τώρα, μετά την «εγκατάσταση» μου, παρακολουθώ την καθημερινότητά τους. Το ξύπνημα (χάραμα), το μεσημέριασμα, το σούρουπό τους. Και δεν είναι που ‘ναι μόνες τους… ένα κοπάδι κότες, με τα κοκόρια που τους αναλογούν. (Η Μαρούλα που ξέρει, λέει, πως η σωστή… «δοσολογία», αν ο κόκορας είναι βαρβάτος, είναι ένας κόκορας ανά είκοσι, περίπου, κότες).
Είναι που όταν η Μαρούλα – το τρεχιό της να δείτε μόνο – ρίχνει τα αποφάγια (στα χωριά, άντε, ακόμα κάτι μένει – η ανακύκλωση στην πράξη) ή από τον μπαξέ τα σάπια ζαρζαβατικά, τι δεν μαζεύεται σε χρόνο μηδέν! Κότες, άσπρες, μαύρες, κοκόρια, περιστέρια, δεκοχτούρες, πάπιες, χήνες, γαλοπούλες, φραγκόκοτες, σπουργίτια, σπίνοι, φλώρια, σκαρθάκια κι όποιο άλλο πτηνό περνάει τυχαία ή ξεκουράζεται στην τεράστια φτελιά. Στην άκρη – άκρη καρακάξες και κουρούνες περιμένουν πονηρά. Αλλοίμονο… Και ο Δημήτρης, ο εγγονός μου, να τις πετροβολά θυμωμένος.
(Ενίοτε –συχνά- καταφθάνουν και όρνεα… δια τα ορνίθια… και όχι, μόνο της Μαρούλας).
Χαίρεσαι να βλέπεις τέτοιες συνάξεις. Κι εκεί που περιμένεις κατά το ανθρώπινο… δίκαιο και συνήθειο και μικροσυρράξεις και ορνιθοσφαγές… οποία απογοήτευση. Γηγενείς και επισκέπτες (κατά πως σημειώνεται στα δελτία, μετανάστες, λαθρομετανάστες, αλλοδαποί, ξένοι, έγχρωμοι και δεν ξέρω πως αλλιώς) βρίσκουν τρόπους και βολεύονται από τροφή και από νερό χωρίς προβλήματα κι αποκλεισμούς. Γης υπάρχει. Σύνορα – τοίχοι, όχι. Και η «Γειτονιά των Ορνίθων» όλους τους αγκαλιάζει. (Καθημερινές πράξεις και παραλείψεις των «αντιπροσωπευτικών ειδών» το επτά χιλιάδες τόσο, εποχής μετά Δεινοσαύρων).
Τώρα, πως γίνεται και άλλα ζωντανά –ζωντανά… ναι, ναι ζωντανά νοήμονα, μάλιστα, όπως τα λένε – να μην μπορούν να μοιράσουν δυο γαϊδάρων άχυρα είναι ένα θέμα. Που χρήζει… ψυχοδιανοητικο–οικονομικής έρευνας και μελέτης.
«Πιάσε την αστραπή στον δρόμο σου άνθρωπε• δώσε της διάρκεια• μπορείς…» (Οδ. Ελύτης. Μαρία Νεφέλη). Και σώσον, έτσι, τον λαό σου.
Εδώ, πάντως, οι κότες της Μαρούλας και των άλλων, καθώς βλέπω, στο Αγναντερό, ευημερούν. Γεννούν, αυξάνονται, κακαρίζουν ευτυχισμένες και αφήνουν που και που τον καυχησιάρη κόκορα να τις βατεύει. Καμιά μελαγχολία στον καμπίσιο ορίζοντα.
Απογεματιάζει… Οι κότες της Μαρούλας, ταπεινά ταπεινές και νηφάλιες πάνε για κούρνιασμα. Στο κοτέτσι… μεζονέτα, στη φτελιά. Μαζί τους και τ’ άλλα τα πτηνά… Τα άσπρα, τα γκρίζα, τα καφετιά, τα μαύρα, τα πετρωτά, τα μικρά, τα μεγάλα, τα όμορφα, τα άσχημα, τα καλλικέλαδα, τα βραχνοπούλια… Όλα θα βρουν εδώ μία θέση…
Όμως, το έκτακτο, τελευταίο ανακοινωθέν, αναγκαστικών προσαράξεων είναι εδώ… Καλοκαίρι – καρύδι – το χαλάζι… Χειμώνας – καρύδι – το χαλάζι. Οι business δεν έχουν εποχές. Ορατότητης μηδέν… Τις μηχανές κράτει. Όρτσα, τώρα. Στο φτερό του καρχαρία…
Οι κότες της Μαρούλας ειρηνεύουν… Στο απάγγειο. Στη φτελιά…
Πάει, λοιπόν και τ’ όμορφο το σήμερα… «Από Δευτέρα πάλι…».
Τώρα, σε απευθείας σύνδεση με Κω, με Μυτιλήνη. Με Αγαθονήσι, με Κάλυμνο. Με Χίο και Σάμο. Με Παξούς και Λαμπεντούζα.
Σημειώσατε ακριβήν αριθμόν. Εκατόν πεντήκοντα οκτώ… Πτώματα… Ναι, ναι πτώματα… Εξεβράσθησαν. Εξ ων βρέφη επτά μόνον… Ναι, μόνον. Όλα, πλέον, βαίνουν καλώς… Ευπειθώς…
Όμως, μην κύπτεις αυχένα… Και μη λησμόνοι… Οι ποιητές είναι εδώ. Προς τούτοις και πριν ο λύχνος σβήσει αναγιγνώσκετε μετά μανίας (άπαντες οι μετά το επτά χιλιάδες τόσο εποχής από Δεινοσαύρων) ποιητάς. Ωφελούν την θαμπή, ιλαρή φωτεινότητα του λύχνου αλλά μαζί και τον Άλφα του Κενταύρου. Και τον Σείριο με τα παιδιά… Όχι, ασφαλώς… αυτά που επνίγησαν. Αυτά παν’ καλιά τους. Κι άκλαφτα…
«Όσο υπάρχουν Αχαιοί θα υπάρχει μια ωραία Ελένη
και ας είναι αλλού το χέρι αλλού ο λαιμός.
Κάθε καιρός και ο Τρωικός του πόλεμος».
(Οδ. Ελύτης – Μαρία Νεφέλη)
Ετσι, που να… περισσεύουνε οι θρήνοι. Και οι θρηνούσες, ο, που Γής, Εκάβες, Ανδρομάχες και Μάνες Κουράγιο να θρηνούν θρήνον Πασχάλιον. Δια πάντα πάσχοντα Θεόν. Αμνόν.
Μη λησμόνοι, λοιπόν, ποτέ, ποιο είναι το μέγα πρόβλημα… Εμφανές. Το ξέρουν και οι κότες της Μαρούλας.
Αλληλούια, λοιπόν, αλληλούια…
*Ο Δημήτρης Φεργάδης είναι συνταξιούχος, ιστορικό στέλεχος της Βιομηχανίας της ΔΙΣΚΟΓΡΑΦΙΑΣ σε ΚΟΛΟΥΜΠΙΑ και MINOS – EMI. Συγγραφέας του βιβλίου «Με αφορμή την ΚΟΛΟΥΜΠΙΑ.Η Βιομηχανία της δισκογραφίας στην Ελλάδα κατά τον 20ο αιώνα». Εκδόσεις ΚΨΜ
από ημεροδρόμος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για πες