Δυσμενείς είναι οι προβλέψεις του ΔΝΤ για την ελληνική οικονομία και ουσιαστικά αμφισβητεί τόσο τις εκτιμήσεις της ελληνικής κυβέρνησης, όσο και των ευρωπαίων για την επόμενη ημέρα.Παράλληλα συνεχίζει να
επιμένει εμμονικά στην μείωση του αφορολόγητου, στην περικοπή της 13ης σύνταξης και των προσωπικών διαφορών για τους παλαιούς συνταξιούχους και κατάργηση της προστασίας της πρώτης κατοικίας.
Άμεση ήταν η αντίδραση της ελληνικής κυβέρνησης, η οποία και απάντησε μέσω του εκπροσώπου της στο Ταμείο. Οι προβλέψεις του αυτές ίσως εξηγούν τη δυσαρέσκεια της ελληνικής κυβέρνησης όπως αποτυπώνεται στην επιστολή του Έλληνα αντιπροσώπου στο Ταμείο Μιχάλη Ψαλιδόπουλου.
Όπως σημειώνεται στην απάντηση η έκθεση του ΔΝΤ εστιάζει υπέρμετρα στις κληρονομιές του παρελθόντος και τις προκλήσεις, υποεκτιμώντας τις πρόσφατες θετικές εξελίξεις…
Το μόνο ίσως θετικό της έκθεσης είναι πως το ΔΝΤ συντάσσεται με την πλευρά της ελληνικής κυβέρνησης, να ζητήσει χαμηλότερα πλεονάσματα για το μέλλον, κάτι που ωστόσο αποτελεί πάγια θέση του Ταμείου. Ωστόσο υπήρξε διχογνωμία μεταξύ των στελεχών του Ταμείου. Ορισμένοι υποστήριξαν ότι οι στόχοι για τα πρωτογενή πλεονάσματα πρέπει να μειωθούν για να ανασάνει η ελληνική οικονομία, άλλοι τόνισαν την ανάγκη τήρησης των συμφωνηθέντων που μεταφράζονται σε πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ έως και το 2022 και 2,2% του ΑΕΠ στη συνέχεια έως και το 2060.
Πρωτογενή πλεονάσματα
Πριν από λίγες εβδομάδες το ΔΝΤ εκτιμούσε ότι το 2019 το πρωτογενές πλεόνασμα δεν θα ξεπεράσει το 3,3% του ΑΕΠ. Η εικόνα αυτή άλλαξε και τώρα βλέπει ότι τελικά θα διαμορφωθεί στο 3,7% του ΑΕΠ. Βελτιωμένες είναι και οι εκτιμήσεις για το 2020 αν και κάτω από τον στόχο του 3,5%.
Σύμφωνα με την έκθεση το πρωτογενές πλεόνασμα θα είναι βελτιωμένο κατά 1 δισ. ευρώ περίπου και θα διαμορφωθεί στο 3,1% του ΑΕΠ από 2,6% που ήταν η προηγούμενη εκτίμηση. Ειδικά για το 2020 το Ταμείο υποστηρίζει ότι κάποια από τα αντίμετρα των ελαφρύνσεων είναι ανεπαρκή ή αβέβαιης αποτελεσματικότητας.
Αναφορικά με το χρέος το ΔΝΤ επιμένει ότι η βιωσιμότητα του χρέους μακροπρόθεσμα δεν είναι διασφαλισμένη, υπό ρεαλιστικές μακροοικονομικές παραδοχές. Πάντως το Ταμείο συνεχίζει να ζητάει από την κυβέρνηση τη μείωση του αφορολόγητου ορίου και των συντάξεων προκειμένου να διευρυνθεί η φορολογική βάση.
Η Ελλάδα έχει κάνει βήματα για τη δημιουργία μιας ανταγωνιστικότερης και πιο δυναμικής οικονομίας αναγνωρίζει η απολογιστική έκθεση του ΔΝΤ, σημειώνοντας, όμως, ότι η χώρα πρέπει να παραμείνει προσηλωμένη στον δρόμο των μεταρρυθμίσεων με στόχο τη διατήρηση της γενικότερης δημοσιονομικής ισορροπίας αλλά και την εξυγίανση του τραπεζικού τομέα.
Οι εκτιμήσεις του ΔΝΤ για την ανάπτυξη
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ΔΝΤ, η ανάπτυξη θα βρίσκεται στο 1,8% για το 2019, ενώ θα ανέβει στο 2,3% το 2020. Η έκθεση αποδίδει αυτή την επιτάχυνση στη χαλάρωση της δημοσιονομικής πολιτικής και τις υψηλότερες ιδιωτικές επενδύσεις, οι οποίες θα διευκολυνθούν από την εισροή ξένων κεφαλαίων. Παρόλα όμως αυτά, αναγνωρίζει ότι οι δυσμενείς δημογραφικές εξελίξεις και η χαμηλή παραγωγικότητα σε συνδυασμό με ορισμένες «κληρονομιές» της κρίσης θα συνεχίσουν να αποτελούν πάγιες προκλήσεις που θα επηρεάζουν τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές της ανάπτυξης.
Όπως αναφέρεται, «η νέα κυβέρνηση ορθώς δίνει προτεραιότητα στην ανάπτυξη, αλλά αντιμετωπίζει μια δύσκολη μάχη. Οι προοπτικές ανάπτυξης επηρεάζονται από κληρονομιές του παρελθόντος (υψηλό δημόσιο χρέος, μη εξυπηρετούμενα δάνεια, υπερχρεωμένους δανειολήπτες), χαμηλή παραγωγικότητα, έλλειψη επενδύσεων, ασθενής κουλτούρα πληρωμών και δυσμενή δημογραφικά στοιχεία». Αναφορικά με τους βραχυπρόθεσμους κινδύνους, το ΔΝΤ επισημαίνει τον αυξανόμενο εμπορικό προστατευτισμό, την ασθενέστερη παγκόσμια ανάπτυξη, τα εμπόδια που τίθενται στις οικονομικές μεταρρυθμίσεις και στην περαιτέρω επιδείνωση των ισολογισμών των τραπεζών.
Σχετικά με την πορεία βιωσιμότητας του χρέους, το ΔΝΤ υπολογίζει ότι το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ θα μειωθεί μέσα στην επόμενη δεκαετία. Μάλιστα σημειώνει ότι υπάρχει περιθώριο βελτίωσης των μεσοπρόθεσμων προοπτικών αν οι κυβερνητικές μεταρρυθμίσεις αποδώσουν ταχύτερα καρπούς και οι αγορές αντιδράσουν θετικά σε αυτή την εξέλιξη. Ωστόσο, το Ταμείο εκτιμά ότι η μακροπρόθεσμή βιωσιμότητα του χρέους δεν διασφαλίζεται βάσει «ρεαλιστικών μακροοικονομικών δημοσιονομικών παραδοχών», καθώς το ΔΝΤ πιστεύει ότι υπάρχει υπερεκτίμηση της πραγματικής συναλλαγματικής ισοτιμίας.
«Η νέα κυβέρνηση θα πρέπει να χρησιμοποιήσει την πολιτική της εντολή και να βελτιώσει το επενδυτικό κλίμα, μέσω του καθαρισμού των ισολογισμών των τραπεζών, τη βελτίωση της φορολογικής πολιτικής, την απλούστευση της χορήγησης αδειών για τις επιχειρήσεις, την ενίσχυση του ανταγωνισμού και την εμβάθυνση των μεταρρυθμίσεων της αγοράς εργασίας.
Ένα βασικό ερώτημα είναι κατά πόσον οι αρχές μπορούν να ξεπεράσουν τα μακροχρόνια κατεστημένα συμφέροντα που παραδοσιακά εμπόδιζαν τις μεταρρυθμίσεις», επισημαίνεται χαρακτηριστικά.
Εξυγίανση Τραπεζών
Χαρακτηρίζοντας «ύψιστη προτεραιότητα» την εξυγίανση του τραπεζικού τομέα, το ΔΝΤ σημειώνει ότι «οι αδύναμες τράπεζες εμποδίζουν τις προοπτικές ανάπτυξης και δημιουργούν σημαντικούς κινδύνους για τη δημοσιονομική και χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Οι στόχοι της κυβέρνησης για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων είναι προς τη σωστή κατεύθυνση και το πρόγραμμα “Ηρακλής” θα μπορούσε να προσφέρει σημαντική υποστήριξη. Ωστόσο, χρειάζεται μια πιο ολοκληρωμένη, φιλόδοξη και καλά συντονισμένη στρατηγική για την πλήρη αποκατάσταση της υγείας των τραπεζών».
Μείγμα της Δημοσιονομικής Πολιτικής
Το ΔΝΤ αναφέρει ότι θα πρέπει να υπάρχει ένα ισορροπημένο μείγμα δημοσιονομικής πολιτικής, το οποίο θα ενισχύει την ανάπτυξη και θα διατηρεί συγχρόνως ένα κοινωνικό πρόσημο. Όπως σημειώνεται, «τα σχέδια για τη μείωση των άμεσων φορολογικών συντελεστών και την ενίσχυση της φορολογικής συμμόρφωσης είναι ευπρόσδεκτα, αλλά μπορούν να επιτευχθούν περισσότερα με τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης».
Σε αυτό το πλαίσιο, το ΔΝΤ επαναλαμβάνει τις πάγιες θέσεις του για τις συντάξεις και τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης αλλά και για τη μείωση των δημοσιονομικών στόχων, ώστε να απελευθερωθεί χώρος για επενδύσεις και κοινωνικές δαπάνες. Όπως αναφέρεται στην έκθεση, «για το έτος 2020 και από εκεί και εμπρός, το προσωπικό συνιστά στην κυβέρνηση και τους Ευρωπαίους εταίρους να συμφωνήσουν γύρω από μια ουσιαστικά χαμηλότερη πορεία του πρωτογενούς ισοζυγίου, δεδομένου ότι υπάρχει μεγάλη οικονομική χαλάρωση και κρίσιμες κοινωνικές δαπάνες (π.χ. στον τομέα της υγείας) και επενδυτικές ανάγκες».
Αναφορικά με τις εξελίξεις στην αγορά εργασίας, το Ταμείο καλωσορίζει τις πρόσφατες προτάσεις της κυβέρνησης, τονίζοντας, όμως, ότι πρέπει να γίνουν και άλλα βήματα για τη στήριξη της υψηλότερης απασχόλησης, της ανάπτυξης και της ανταγωνιστικότητας. Υπό αυτό το πρίσμα, δίνεται έμφαση στη μείωση του μη μισθολογικού κόστους και στη υιοθέτηση πολιτικών που θα δυναμώσουν την απασχόληση.
Ξέπλυμα “μαύρου χρήματος”
Σχετικά με το ξέπλυμα μαύρου χρήματος στην Ελλάδα, η έκθεση αναγνωρίζει ότι η χώρα μας έχει σημειώσει πρόοδο σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα. Παρόλα όμως αυτά σημειώνει ότι ορισμένες αδυναμίες παραμένουν και συνεπώς υπάρχει περιθώριο περαιτέρω βελτίωσης.
Σκληρή απάντηση της Ελλάδας στο ΔΝΤ
Η ελληνική πλευρά μέσω του εκπροσώπου στο ΔΝΤ Μιχάλη Ψαλιδόπουλου και της επιστολής του δίνει μία σκληρή απάντηση αναφέροντας ότι η έκθεση του Ταμείου δίνει έμφαση υπερβολικά πολύ στο παρελθόν και σε προκλήσεις και υποτιμά τις θετικές πρόσφατες εξελίξεις οι οποίες βελτιώνουν σημαντικά τις προοπτικές – τόσο τις βραχυπρόθεσμες όσο και τις μεσοπρόθεσμες – της ελληνικής οικονομίας.
Όπως επισημαίνεται είναι σαφές ότι οι ελληνικές αρχές υποεκτιμούν ότι οι οικονομικές προοπτικές της χώρας μας είναι πολύ πιο ευνοϊκές από ό,τι περιγράφονται στην έκθεση του ΔΝΤ.
Καλείται μάλιστα το Ταμείο στις επόμενες εκθέσεις του να προχωρεί σε πολύ πιο ισόρροπη αποτίμηση και να δίδεται μεγαλύτερη έμφαση στο μέλλον.
Μάλιστα σημειώνει ότι αρκετές περιγραφές είναι ανακριβείς και δεν συνιστούν μια ισορροπημένη εκτίμηση των οικονομικών εξελίξεων στην Ελλάδα κατά την εποχή του προγράμματος.
Η ελληνική πλευρά επισημαίνει ότι η κυβέρνηση “έχει την ιδιοκτησία της μεταρρυθμιστικής της ατζέντας και έχει εκλεγεί με εντολή να την εφαρμόσει και ως εκ τούτου υπάρχει ισχυρή κοινωνική συναίνεση“.
Η κυβέρνηση επίσης υποστηρίζει ότι η αξιολόγηση της βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους από το ΔΝΤ “είναι εξαιρετικά απαισιόδοξη, διότι δεν λαμβάνει υπόψη την εντονότατη μείωση των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων και των επιτοκίων δανεισμού που παρατηρήθηκαν τους τελευταίους δεκαοκτώ μήνες και ειδικότερα τους τελευταίους τρεις μήνες“. Το ΔΝΤ εκτιμά ότι από το 2,8% θα υποχωρήσει μόνο στο 2,4% το κόστος δανεισμού του ελληνικού δημοσίου σε μακροχρόνια βάση…
Και καταλήγει σημειώνοντας ότι “παρά τα πλεονεκτήματά της, η έκθεση δίνει υπερβολικά μεγάλο βάρος στο παρελθόν και στις προκλήσεις και υποτιμά τις πρόσφατες θετικές εξελίξεις που βελτιώνουν σημαντικά τις βραχυπρόθεσμες και μεσοπρόθεσμες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Συνολικά, αναφέρεται ότι “σύμφωνα με την εκτίμηση των ελληνικών αρχών, που επιβεβαιώνεται από τις εξελίξεις στην αγορά, οι ελληνικές οικονομικές προοπτικές είναι πολύ πιο ευνοϊκές από αυτές που παρουσιάζονται στην Έκθεση“.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για πες