Πραγματοποιήθηκε το Σάββατο 2 Νοεμβρίου 2019, στις 7:00 το απόγευμα, στο βιβλιοπωλείο της Αλεξάνδρας Μοσχονά «η Λέσχη του βιβλίου», η παρουσίαση του ιστορικού μυθιστορήματος του Βασίλη Τσιράκη: «Οι αλώβητοι».
Το παραπάνω ιστορικό μυθιστόρημα αποτελεί το τρίτο μέρος μιας τριλογίας με επίκεντρο τη νεότερη ιστορία της Θεσσαλονίκης. Τα δύο προηγούμενα είναι το «Σελανίκ» και «Τα χρόνια ανάμεσα». Όπως και τα δύο προηγούμενα («Σελανίκ» και «Τα χρόνια ανάμεσα» είναι ένα πολυφωνικό μυθιστόρημα που γεννιέται στις συμπληγάδες του εμφύλιου, ταξιδεύει στην πολιτική προσφυγιά της Τασκένδης, περνά μέσα από τα πέτρινα χρόνια του '50, συνεχίζει στην ελπιδοφόρα δεκαετία του '60, βρίσκεται στο φλεγόμενο Παρίσι τον Μάη του '68, για να επιστρέφει στη χούντα των συνταγματαρχών και να ψάξει το τέλος του στη βραδιά της εκκένωσης του Πολυτεχνείου.
Ο χειρουργός Πασχάλης, γιος κατατρεγμένου εργάτη από τον Βόλο, η Μυρτώ, ατίθαση κόρη μικρασιάτη υφασματέμπορου και ο πεισματάρης αδελφός της Πέτρος, ο Βίκτωρας και η Βιργινία, παιδιά βιομήχανου από την Οδησσό, ο "τουρκόσπορος" Μήτρος και η εύμορφη Καλλιόπη, προσφυγόπουλα που καταλύουν με τους ανταρτόπληκτους στο Καραβάν Σαράι, ο φτωχς βιοπαλαιστής Στάθης που έχασε τον πατέρα του στην εκστρατεία της Ουκρανίας, η ευαίσθητη Διαμαντένια, αλλά και ο νεαρός ζωγράφος Κλοντ-Πιερ μπλέκονται στα δίχτυα της ιστορίας για να μεταμορφωθούν από τα γεγονότα της εποχής, όπως ακριβώς και η Θεσσαλονίκη μεταμορφώνεται χρόνο με τον χρόνο από τη νέα μόδα της αντιπαροχής, αλλά και την εμμονή των κρατούντων να θάψουν οριστικά το παρελθόν της.
Κάποιοι, σε πείσμα των "φονιάδων καιρών", πασχίζουν να βγουν αλώβητοι κρατώντας ζωντανή τη μνήμη, θα τα καταφέρουν;
Για το μυθιστόρημα μίλησαν ο Γιώργος Τζωρτζόπουλος και ο εκπαιδευτικός και συγγραφέας Αντώνης Αντωνάκος.
«Κάποιοι από μας», είπε μεταξύ άλλων, ο Γιώργος Τζωρτζόπουλος, «είχαν τη μεγάλη ατυχία να γνωρίσουν και να δουν από πρώτο χέρι επώνυμους της επίμαχης περιόδου να αποκαθηλώνονται και την τεράστια τύχη επίσης πολλούς ανώνυμους που επέζησαν, να κλαίνε και να ρωτάν: γιατί;
Το ταρακούνημα που προκαλεί το βιβλίο και ο συγγραφέας είναι ότι βρίσκεσαι -την ώρα που πιστεύεις ότι τα έχεις τακτοποιήσει όλα μέσα σου – στην ανάγκη να σκίσεις ξανά τα σωθικά σου, προσπαθώντας να απαντήσεις στο ερώτημα: αν κάποιοι από τους ανώνυμους που εξυμνώ ήταν επώνυμοι, τι στάση θα κρατούσαν και τι χαρακτήρα θα έδειχναν;
Ποιος τελικά, από τους ήρωες του βιβλίου, με βάση πάντα ότι «τα στερνά τιμούν τα πρώτα», τάισε καλύτερα απ’ όλους τις ρίζες του αστικού κράτους, ο Μήτρος, ο Στάθης ή ο καπετάνιος; Αλήθεια, μήπως υπάρχει και πιο επικίνδυνος εχθρός από τον δηλωμένο απέναντί σου; Ίσως να είναι κάποιος, ίσως και κάποιοι, που υστερόβουλα βρέθηκαν κάποια στιγμή δίπλα σου;»
«Θα μπορούσε κάποιος με αφορμή το βιβλίο αυτό», παρατήρησε ο Αντώνης Αντωνάκος, «να μιλήσει για την αυτολογοκρισία της αριστεράς. Για τον κατακερματισμό της. Η αυτολογοκρισία υπήρξε από τους κύριους παράγοντες στην εξέλιξη του πολιτισμού, μια πηγή δυστυχίας όπως θα έλεγε και ο Φρόυντ.
Η αυτολογοκρισία υπό οποιανδήποτε μορφή συνεχιζόμενη και μή βρίσκουσα διεξόδους αποτελεί την βασική οδό προς την αυτοκτονία. Ζούμε στις μέρες μας την αυτοκτονία της αριστεράς. Τη λάμψη όλων των εγωισμών που αντικατέστησαν τις συλλογικές αποφάσεις και τις αληθινά δημοκρατικές διαδικασίες.
Η αριστερά γέμισε αστέρες και σοφούς ως συμπλήρωμα διατροφής του εγχώριου λάιφ στάιλ. Άνθρωποι που υπήρξαν το άλλοθι και το αντίβαρο της κυρίαρχης ιδεολογίας ως πολλά υποσχόμενοι ανατροπείς. Όμως ποτέ δεν μπορείς να ανατρέψεις αυτό στο οποίο έχεις ενσωματωθεί.
Μέσα στους αλώβητους ζούμε αυτό το κρεσέντο αντιφάσεων που σιγά- σιγά ορθώνονται για να φτιάξουν τη σκηνή πάνω στην οποία διαδραματίζονται τα γεγονότα. Ο Βασίλης στήνει ανθρώπινους ανθρώπους με σάρκα και οστά και όχι χάρτινους λογοτεχνικούς ήρωες. Ο καμβάς είναι μια ολόκληρη πόλη, η Θεσσαλονίκη. Το βιβλίο μπορεί να διαβαστεί και ως ιστορικός οδηγός της πόλης αφού διατρέχει δρόμους, κτήρια, λεπτομέρειες μικρές και ασήμαντες ίσως, αλλά απαραίτητες για να νιώσουμε το μικροκλίμα κάθε εποχής».
Την εκδήλωση συντόνισε ο επικεφαλής του ΑΝΥΠΟΤΑΚΤΟΥ ΑΓΡΙΝΙΟΥ, Στέλιος Μερμίγκης, ενώ μέλη του θεατρικού σχήματος «Παραβάτες της σκηνής», διάβασαν αποσπάσματα από το μυθιστόρημα.
Οι φωτογραφίες είναι του Γιάννη Νείλα.
Το παραπάνω ιστορικό μυθιστόρημα αποτελεί το τρίτο μέρος μιας τριλογίας με επίκεντρο τη νεότερη ιστορία της Θεσσαλονίκης. Τα δύο προηγούμενα είναι το «Σελανίκ» και «Τα χρόνια ανάμεσα». Όπως και τα δύο προηγούμενα («Σελανίκ» και «Τα χρόνια ανάμεσα» είναι ένα πολυφωνικό μυθιστόρημα που γεννιέται στις συμπληγάδες του εμφύλιου, ταξιδεύει στην πολιτική προσφυγιά της Τασκένδης, περνά μέσα από τα πέτρινα χρόνια του '50, συνεχίζει στην ελπιδοφόρα δεκαετία του '60, βρίσκεται στο φλεγόμενο Παρίσι τον Μάη του '68, για να επιστρέφει στη χούντα των συνταγματαρχών και να ψάξει το τέλος του στη βραδιά της εκκένωσης του Πολυτεχνείου.
Ο χειρουργός Πασχάλης, γιος κατατρεγμένου εργάτη από τον Βόλο, η Μυρτώ, ατίθαση κόρη μικρασιάτη υφασματέμπορου και ο πεισματάρης αδελφός της Πέτρος, ο Βίκτωρας και η Βιργινία, παιδιά βιομήχανου από την Οδησσό, ο "τουρκόσπορος" Μήτρος και η εύμορφη Καλλιόπη, προσφυγόπουλα που καταλύουν με τους ανταρτόπληκτους στο Καραβάν Σαράι, ο φτωχς βιοπαλαιστής Στάθης που έχασε τον πατέρα του στην εκστρατεία της Ουκρανίας, η ευαίσθητη Διαμαντένια, αλλά και ο νεαρός ζωγράφος Κλοντ-Πιερ μπλέκονται στα δίχτυα της ιστορίας για να μεταμορφωθούν από τα γεγονότα της εποχής, όπως ακριβώς και η Θεσσαλονίκη μεταμορφώνεται χρόνο με τον χρόνο από τη νέα μόδα της αντιπαροχής, αλλά και την εμμονή των κρατούντων να θάψουν οριστικά το παρελθόν της.
Κάποιοι, σε πείσμα των "φονιάδων καιρών", πασχίζουν να βγουν αλώβητοι κρατώντας ζωντανή τη μνήμη, θα τα καταφέρουν;
Για το μυθιστόρημα μίλησαν ο Γιώργος Τζωρτζόπουλος και ο εκπαιδευτικός και συγγραφέας Αντώνης Αντωνάκος.
«Κάποιοι από μας», είπε μεταξύ άλλων, ο Γιώργος Τζωρτζόπουλος, «είχαν τη μεγάλη ατυχία να γνωρίσουν και να δουν από πρώτο χέρι επώνυμους της επίμαχης περιόδου να αποκαθηλώνονται και την τεράστια τύχη επίσης πολλούς ανώνυμους που επέζησαν, να κλαίνε και να ρωτάν: γιατί;
Το ταρακούνημα που προκαλεί το βιβλίο και ο συγγραφέας είναι ότι βρίσκεσαι -την ώρα που πιστεύεις ότι τα έχεις τακτοποιήσει όλα μέσα σου – στην ανάγκη να σκίσεις ξανά τα σωθικά σου, προσπαθώντας να απαντήσεις στο ερώτημα: αν κάποιοι από τους ανώνυμους που εξυμνώ ήταν επώνυμοι, τι στάση θα κρατούσαν και τι χαρακτήρα θα έδειχναν;
Ποιος τελικά, από τους ήρωες του βιβλίου, με βάση πάντα ότι «τα στερνά τιμούν τα πρώτα», τάισε καλύτερα απ’ όλους τις ρίζες του αστικού κράτους, ο Μήτρος, ο Στάθης ή ο καπετάνιος; Αλήθεια, μήπως υπάρχει και πιο επικίνδυνος εχθρός από τον δηλωμένο απέναντί σου; Ίσως να είναι κάποιος, ίσως και κάποιοι, που υστερόβουλα βρέθηκαν κάποια στιγμή δίπλα σου;»
«Θα μπορούσε κάποιος με αφορμή το βιβλίο αυτό», παρατήρησε ο Αντώνης Αντωνάκος, «να μιλήσει για την αυτολογοκρισία της αριστεράς. Για τον κατακερματισμό της. Η αυτολογοκρισία υπήρξε από τους κύριους παράγοντες στην εξέλιξη του πολιτισμού, μια πηγή δυστυχίας όπως θα έλεγε και ο Φρόυντ.
Η αυτολογοκρισία υπό οποιανδήποτε μορφή συνεχιζόμενη και μή βρίσκουσα διεξόδους αποτελεί την βασική οδό προς την αυτοκτονία. Ζούμε στις μέρες μας την αυτοκτονία της αριστεράς. Τη λάμψη όλων των εγωισμών που αντικατέστησαν τις συλλογικές αποφάσεις και τις αληθινά δημοκρατικές διαδικασίες.
Η αριστερά γέμισε αστέρες και σοφούς ως συμπλήρωμα διατροφής του εγχώριου λάιφ στάιλ. Άνθρωποι που υπήρξαν το άλλοθι και το αντίβαρο της κυρίαρχης ιδεολογίας ως πολλά υποσχόμενοι ανατροπείς. Όμως ποτέ δεν μπορείς να ανατρέψεις αυτό στο οποίο έχεις ενσωματωθεί.
Μέσα στους αλώβητους ζούμε αυτό το κρεσέντο αντιφάσεων που σιγά- σιγά ορθώνονται για να φτιάξουν τη σκηνή πάνω στην οποία διαδραματίζονται τα γεγονότα. Ο Βασίλης στήνει ανθρώπινους ανθρώπους με σάρκα και οστά και όχι χάρτινους λογοτεχνικούς ήρωες. Ο καμβάς είναι μια ολόκληρη πόλη, η Θεσσαλονίκη. Το βιβλίο μπορεί να διαβαστεί και ως ιστορικός οδηγός της πόλης αφού διατρέχει δρόμους, κτήρια, λεπτομέρειες μικρές και ασήμαντες ίσως, αλλά απαραίτητες για να νιώσουμε το μικροκλίμα κάθε εποχής».
Την εκδήλωση συντόνισε ο επικεφαλής του ΑΝΥΠΟΤΑΚΤΟΥ ΑΓΡΙΝΙΟΥ, Στέλιος Μερμίγκης, ενώ μέλη του θεατρικού σχήματος «Παραβάτες της σκηνής», διάβασαν αποσπάσματα από το μυθιστόρημα.
Οι φωτογραφίες είναι του Γιάννη Νείλα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για πες