του Δημήτρη Μηλάκα
Μετά την επίσκεψη του Προέδρου της Κίνας στην Αθήνα ενδεχομένως να αναπτερώθηκε το ηθικό των καλλιεργητών ακτινιδίων και να επιβεβαιώθηκε η αυτοπεποίθηση των παραγωγών κρόκου Κοζάνης, στους οποίους άνοιξε η απέραντη κινεζική αγορά.
Κατά τα λοιπά είναι μάλλον περισσότεροι αυτοί που ανησυχούν και προβληματίζονται από τον... μόνιμο ελλιμενισμό του κινεζικού δράκου στα θερμά νερά της Μεσογείου, μια ανάσα του δηλαδή «μακριά» από τις ευρωπαϊκές (και κατά βάση γερμανικές) αγορές...
Όσο και να το έχουν παλέψει επικοινωνιακά οι τελευταίες ελληνικές κυβερνήσεις, κανείς και τίποτε δεν μπορεί να κρύψει ότι οι ταχέως αναπτυσσόμενες ελληνοκινεζικές σχέσεις είναι ανισοβαρείς. Ποιος χάνει δεν είναι δύσκολο να το διαπιστώσει κάποιος ούτε χρειάζεται ιδιαίτερες γνώσεις. Αυτός που χάνει σε ένα τέτοιο συναπάντημα είναι κατά κανόνα ο ασθενέστερος.
Στην προκειμένη περίπτωση είναι σαφές ότι το ελληνικό κεφάλαιο, εδώ και δυο δεκαετίες (ακολουθώντας την παγκόσμια τάση), άφησε στην Αθήνα τις ταμπέλες του – αν τις άφησε κι αυτές – και τοποθετήθηκε στη «δουλοπαροικιακή» αγορά εργασίας στην Κίνα, εξασφαλίζοντας υπερκέρδη και αδιαφορώντας για την εγχώρια παραγωγική ερήμωση.
Ποιος μπορεί να αντισταθεί άλλωστε στους πειρασμούς των υπερκερδών και της φοροαποφυγής που εξασφαλίζουν οι ορθάνοιχτες πόρτες των αγορών; Σε τέτοιου είδους πειρασμούς έχουν υποκύψει όλοι όσοι είχαν παραγωγική δραστηριότητα στην Ελλάδα και μπορούσαν να τη μεταφέρουν αναζητώντας τζάμπα εργατικά χεριά και φιλοεπενδυτικούς νόμους σαν αυτούς που πρόσφερε και εξακολουθεί προσφέρει και η Κίνα, μεταξύ άλλων.
Τα ασυναγώνιστα στη φθήνια κινεζικά χέρια άλλωστε παράγουν το σύνολο σχεδόν των ηλεκτρονικών γκάτζετ που χρησιμοποιούνται παγκοσμίως. Αυτά τα κινεζικά χέρια χτίζουν, πέρα απ’ όλα τα άλλα, και τα καράβια των Ελλήνων εφοπλιστών, οι οποίοι κατά τα λοιπά, έχοντας εξασφαλίσει το αφορολόγητο στη χώρα όπου έχουν τη ταμπέλα τους (την Ελλάδα δηλαδή), φιγουράρουν ως οι πρώτοι των πρώτων στην παγκόσμια ναυτιλία.
Είναι πολλά τα λεφτά
Η απορρόφηση τρομακτικού μεγέθους και έντασης διεθνούς κεφαλαίου τις δύο - τρεις τελευταίες δεκαετίες έχει τοποθετήσει πια την κεντρικά σχεδιασμένη οικονομία της Κίνας στην κορυφή της παγκόσμιας πυραμίδας και έχει μετατρέψει το κινεζικό κράτος σε υπερδύναμη που διεκδικεί την παγκόσμια πρωτοκαθεδρία.
Η Κίνα ήδη υλοποιεί τον σχεδιασμό της για τη δημιουργία ενός νέου εμπορικού δικτύου μεταξύ Ασίας, Αφρικής και Ευρώπης. Το κινεζικό κράτος, σ’ αυτό το πλαίσιο, χρηματοδοτεί την κατασκευή λιμανιών, σιδηροδρομικών γραμμών, δρόμων και βιομηχανικών πάρκων. Η υπόσχεση που δίνει στις χώρες είναι πάντα η ίδια: επενδύσεις και οικονομική ανάπτυξη.
Αυτή η κινεζική υπόσχεση δεν ήταν δυνατόν να αγνοηθεί από τις ελληνικές κυβερνήσεις (Ν.Δ. / ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ) που διαχειρίζονταν την πτώχευση της χώρας. Έτσι, λοιπόν, ο κινεζικός δράκος εμφανίστηκε στα νερά του Πειραιά και το πρώτο λιμάνι της χώρας έγινε λιμάνι της COSCO και η νότια πύλη εισόδου των Κινέζων στην Ευρώπη, η οποία – ας μην το λησμονούμε – παραμένει οικονομικά γερμανικό και στρατιωτικά αμερικανικό «μαγαζί».
Το (κινεζικό) χρήμα ωστόσο και μέχρι ενός ορίου είναι τόσο πολύ ώστε μπορεί να κάμψει αντιρρήσεις και αντιδράσεις. Άλλωστε και οι Κινέζοι, στην περίπτωση της Ελλάδας, αναλαμβάνουν το ρίσκο να ρίξουν κάποια από τα πολλά τους χρήματα στην Ελλάδα, που σε γεωπολιτικό επίπεδο χαρακτηρίζεται αμερικανικό οικόπεδο, γεγονός το οποίο επιβεβαιώνεται και από τη μισή ντουζίνα αμερικανικές βάσεις που διατρέχουν τη χώρα από την Κρήτη στον Νότο μέχρι την Αλεξανδρούπολη στον Βορρά.
Υπομονή κι επιμονή
Παρά τα κινεζικά μεγέθη, το ιστορικό βάθος που διαθέτει αυτή η χώρα μαζί με την υπομονή και την επιμονή που χαρακτηρίζουν τη συλλογική ταυτότητα του έθνους τους επιτρέπουν στο Πεκίνο τη φιλοδοξία της επέκτασης ακόμη και σε ξένα οικόπεδα. Το προγεφύρωμα που δημιούργησαν με την αγορά του λιμανιού του Πειραιά είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα του τρόπου με τον οποίοι σκέφτεται, σχεδιάζει και δρα ο Κινεζικός δράκος.
Στην πεινασμένη για επενδύσεις Ελλάδα τα χρήματα που θα πέσουν για την επέκταση του λιμανιού του Πειραιά μπορεί να προβληθούν από την κυβέρνηση ως επιτυχία, ωστόσο, αυτά τα κινεζικά κεφάλαια τοποθετούνται στο πλαίσιο της υλοποίησης του γενικότερου και ευρύτερου κινεζικού σχεδίου για τη δημιουργία του νέου Δρόμου του Μεταξιού, ο οποίος θα συνδέει την κινεζική παραγωγή με τις ευρωπαϊκές αγορές.
Το ίδιο κινεζικό πλάνο εξυπηρετεί και το άνοιγμα υποκαταστημάτων στην Αθήνα δύο παγκόσμιων κινεζικών τραπεζικών κολοσσών. Η Κίνα, λειτουργώντας με τους «κανόνες» των αγορών σε ό,τι αφορά τις τοποθετήσεις κεφαλαίων παγκοσμίως, μπορεί να είναι ενοχλητική για τους μεγάλους ανταγωνιστές της, όπως είναι οι ΗΠΑ ή η Γερμανία, ωστόσο κανείς δεν μπορεί να την κατηγορήσει ότι δεν παίζει με τους κανόνες που η παγκοσμιοποίηση έχει θεοποιήσει.
Πάντως σ’ αυτό το τρομακτικό παιχνίδι ισχύος υπάρχουν και κάποια όρια. Στην περίπτωση της Ελλάδας θα πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι αυτά τα όρια τα έθεσε δημοσίως ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Μάικ Πομπέο σε ομιλία του όταν προ μηνός ήρθε στην Αθήνα για να επικυρώσει τη συμφωνία για τις αμερικανικές βάσεις στη χώρα. Χωρίς περιστροφές, λοιπόν, ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών είχε πει ότι απαγορεύεται οποιαδήποτε σκέψη της ελληνικής κυβέρνησης να συνεργαστεί με την Κίνα και τις κινεζικές εταιρείες για τα νέα ευρυζωνικά δίκτυα.
Αυτήν την απαγόρευση φαίνεται ότι έλαβε σοβαρά υπόψη η κυβέρνησή μας: στις ελληνοκινεζικές συμφωνίες που υπογράφτηκαν κατά την επίσκεψη του Προέδρου της Κίνας στην Αθήνα δεν γίνεται καν νύξη για συνεργασία σε αυτόν τον τομέα. Ο κινεζικός δράκος άλλωστε γνωρίζει ότι κινείται σε «ξένο» οικόπεδο και χαρακτηρίζεται από την «κομψότητα» των κινήσεών του και την υπομονή που του προσφέρει η επίγνωση της μακράς Ιστορίας του.
http://www.topontiki.gr/
Μετά την επίσκεψη του Προέδρου της Κίνας στην Αθήνα ενδεχομένως να αναπτερώθηκε το ηθικό των καλλιεργητών ακτινιδίων και να επιβεβαιώθηκε η αυτοπεποίθηση των παραγωγών κρόκου Κοζάνης, στους οποίους άνοιξε η απέραντη κινεζική αγορά.
Κατά τα λοιπά είναι μάλλον περισσότεροι αυτοί που ανησυχούν και προβληματίζονται από τον... μόνιμο ελλιμενισμό του κινεζικού δράκου στα θερμά νερά της Μεσογείου, μια ανάσα του δηλαδή «μακριά» από τις ευρωπαϊκές (και κατά βάση γερμανικές) αγορές...
Όσο και να το έχουν παλέψει επικοινωνιακά οι τελευταίες ελληνικές κυβερνήσεις, κανείς και τίποτε δεν μπορεί να κρύψει ότι οι ταχέως αναπτυσσόμενες ελληνοκινεζικές σχέσεις είναι ανισοβαρείς. Ποιος χάνει δεν είναι δύσκολο να το διαπιστώσει κάποιος ούτε χρειάζεται ιδιαίτερες γνώσεις. Αυτός που χάνει σε ένα τέτοιο συναπάντημα είναι κατά κανόνα ο ασθενέστερος.
Στην προκειμένη περίπτωση είναι σαφές ότι το ελληνικό κεφάλαιο, εδώ και δυο δεκαετίες (ακολουθώντας την παγκόσμια τάση), άφησε στην Αθήνα τις ταμπέλες του – αν τις άφησε κι αυτές – και τοποθετήθηκε στη «δουλοπαροικιακή» αγορά εργασίας στην Κίνα, εξασφαλίζοντας υπερκέρδη και αδιαφορώντας για την εγχώρια παραγωγική ερήμωση.
Ποιος μπορεί να αντισταθεί άλλωστε στους πειρασμούς των υπερκερδών και της φοροαποφυγής που εξασφαλίζουν οι ορθάνοιχτες πόρτες των αγορών; Σε τέτοιου είδους πειρασμούς έχουν υποκύψει όλοι όσοι είχαν παραγωγική δραστηριότητα στην Ελλάδα και μπορούσαν να τη μεταφέρουν αναζητώντας τζάμπα εργατικά χεριά και φιλοεπενδυτικούς νόμους σαν αυτούς που πρόσφερε και εξακολουθεί προσφέρει και η Κίνα, μεταξύ άλλων.
Τα ασυναγώνιστα στη φθήνια κινεζικά χέρια άλλωστε παράγουν το σύνολο σχεδόν των ηλεκτρονικών γκάτζετ που χρησιμοποιούνται παγκοσμίως. Αυτά τα κινεζικά χέρια χτίζουν, πέρα απ’ όλα τα άλλα, και τα καράβια των Ελλήνων εφοπλιστών, οι οποίοι κατά τα λοιπά, έχοντας εξασφαλίσει το αφορολόγητο στη χώρα όπου έχουν τη ταμπέλα τους (την Ελλάδα δηλαδή), φιγουράρουν ως οι πρώτοι των πρώτων στην παγκόσμια ναυτιλία.
Είναι πολλά τα λεφτά
Η απορρόφηση τρομακτικού μεγέθους και έντασης διεθνούς κεφαλαίου τις δύο - τρεις τελευταίες δεκαετίες έχει τοποθετήσει πια την κεντρικά σχεδιασμένη οικονομία της Κίνας στην κορυφή της παγκόσμιας πυραμίδας και έχει μετατρέψει το κινεζικό κράτος σε υπερδύναμη που διεκδικεί την παγκόσμια πρωτοκαθεδρία.
Η Κίνα ήδη υλοποιεί τον σχεδιασμό της για τη δημιουργία ενός νέου εμπορικού δικτύου μεταξύ Ασίας, Αφρικής και Ευρώπης. Το κινεζικό κράτος, σ’ αυτό το πλαίσιο, χρηματοδοτεί την κατασκευή λιμανιών, σιδηροδρομικών γραμμών, δρόμων και βιομηχανικών πάρκων. Η υπόσχεση που δίνει στις χώρες είναι πάντα η ίδια: επενδύσεις και οικονομική ανάπτυξη.
Αυτή η κινεζική υπόσχεση δεν ήταν δυνατόν να αγνοηθεί από τις ελληνικές κυβερνήσεις (Ν.Δ. / ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ) που διαχειρίζονταν την πτώχευση της χώρας. Έτσι, λοιπόν, ο κινεζικός δράκος εμφανίστηκε στα νερά του Πειραιά και το πρώτο λιμάνι της χώρας έγινε λιμάνι της COSCO και η νότια πύλη εισόδου των Κινέζων στην Ευρώπη, η οποία – ας μην το λησμονούμε – παραμένει οικονομικά γερμανικό και στρατιωτικά αμερικανικό «μαγαζί».
Το (κινεζικό) χρήμα ωστόσο και μέχρι ενός ορίου είναι τόσο πολύ ώστε μπορεί να κάμψει αντιρρήσεις και αντιδράσεις. Άλλωστε και οι Κινέζοι, στην περίπτωση της Ελλάδας, αναλαμβάνουν το ρίσκο να ρίξουν κάποια από τα πολλά τους χρήματα στην Ελλάδα, που σε γεωπολιτικό επίπεδο χαρακτηρίζεται αμερικανικό οικόπεδο, γεγονός το οποίο επιβεβαιώνεται και από τη μισή ντουζίνα αμερικανικές βάσεις που διατρέχουν τη χώρα από την Κρήτη στον Νότο μέχρι την Αλεξανδρούπολη στον Βορρά.
Υπομονή κι επιμονή
Παρά τα κινεζικά μεγέθη, το ιστορικό βάθος που διαθέτει αυτή η χώρα μαζί με την υπομονή και την επιμονή που χαρακτηρίζουν τη συλλογική ταυτότητα του έθνους τους επιτρέπουν στο Πεκίνο τη φιλοδοξία της επέκτασης ακόμη και σε ξένα οικόπεδα. Το προγεφύρωμα που δημιούργησαν με την αγορά του λιμανιού του Πειραιά είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα του τρόπου με τον οποίοι σκέφτεται, σχεδιάζει και δρα ο Κινεζικός δράκος.
Στην πεινασμένη για επενδύσεις Ελλάδα τα χρήματα που θα πέσουν για την επέκταση του λιμανιού του Πειραιά μπορεί να προβληθούν από την κυβέρνηση ως επιτυχία, ωστόσο, αυτά τα κινεζικά κεφάλαια τοποθετούνται στο πλαίσιο της υλοποίησης του γενικότερου και ευρύτερου κινεζικού σχεδίου για τη δημιουργία του νέου Δρόμου του Μεταξιού, ο οποίος θα συνδέει την κινεζική παραγωγή με τις ευρωπαϊκές αγορές.
Το ίδιο κινεζικό πλάνο εξυπηρετεί και το άνοιγμα υποκαταστημάτων στην Αθήνα δύο παγκόσμιων κινεζικών τραπεζικών κολοσσών. Η Κίνα, λειτουργώντας με τους «κανόνες» των αγορών σε ό,τι αφορά τις τοποθετήσεις κεφαλαίων παγκοσμίως, μπορεί να είναι ενοχλητική για τους μεγάλους ανταγωνιστές της, όπως είναι οι ΗΠΑ ή η Γερμανία, ωστόσο κανείς δεν μπορεί να την κατηγορήσει ότι δεν παίζει με τους κανόνες που η παγκοσμιοποίηση έχει θεοποιήσει.
Πάντως σ’ αυτό το τρομακτικό παιχνίδι ισχύος υπάρχουν και κάποια όρια. Στην περίπτωση της Ελλάδας θα πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι αυτά τα όρια τα έθεσε δημοσίως ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Μάικ Πομπέο σε ομιλία του όταν προ μηνός ήρθε στην Αθήνα για να επικυρώσει τη συμφωνία για τις αμερικανικές βάσεις στη χώρα. Χωρίς περιστροφές, λοιπόν, ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών είχε πει ότι απαγορεύεται οποιαδήποτε σκέψη της ελληνικής κυβέρνησης να συνεργαστεί με την Κίνα και τις κινεζικές εταιρείες για τα νέα ευρυζωνικά δίκτυα.
Αυτήν την απαγόρευση φαίνεται ότι έλαβε σοβαρά υπόψη η κυβέρνησή μας: στις ελληνοκινεζικές συμφωνίες που υπογράφτηκαν κατά την επίσκεψη του Προέδρου της Κίνας στην Αθήνα δεν γίνεται καν νύξη για συνεργασία σε αυτόν τον τομέα. Ο κινεζικός δράκος άλλωστε γνωρίζει ότι κινείται σε «ξένο» οικόπεδο και χαρακτηρίζεται από την «κομψότητα» των κινήσεών του και την υπομονή που του προσφέρει η επίγνωση της μακράς Ιστορίας του.
http://www.topontiki.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για πες