• 600 εκατ. ευρώ ετησίως οι απώλειες των εργατοϋπαλλήλων!
• 450 εκατ. ευρώ ετησίως οι απώλειες για τα Ταμεία (ΕΦΚΑ,ΕΤΕΑΕΠ, ΕΟΠΥΥ) και τον ΟΑΕΔ!
Ιδού οι μισθοκτόνες διατάξεις του υπό διαβούλευση πολυνομοσχεδίου!
Ι. Βαρύ τίμημα καλούνται να πληρώσουν οι εργατοϋπάλληλοι του ιδιωτικού τομέα στον βωμό τής …πολυπόθητης ανάπτυξης σύμφωνα με το «Αναπτυξιακό Πολυνομοσχέδιο» που τέθηκε σε διαβούλευση μέχρι τις 17-9-2019.
Έτσι επιβεβαιώνεται, για άλλη μια φορά, ότι η όποια ανάπτυξη ή ανάκαμψη στις χρεοκοπημένες οικονομίες (και γενικώς στις οικονομίες τής καπιταλιστικής κρίσης), δεν μπορεί παρά να στηρίζεται στην άγρια εκμετάλλευση της Μισθωτής Εργασίας, στο μισθολογικό dubbing, στην «ΕλΝτοραντοποίηση» της αγοράς εργασίας και στη γενικευμένη ακύρωση των κοινωνικών κατακτήσεων της Εργατικής Τάξης.
Παρά τις αντίθετες κυβερνητικές διαβεβαιώσεις και την παραπληροφόρηση που προωθούν -είτε από άγνοια, είτε από σκοπιμότητα- αρκετοί εκπρόσωποι των ΜΜΕ, αλλά δυστυχώς και ειδικευμένοι επιστήμονες, ορισμένες διατάξεις τού υπό διαβούλευση πολυνομοσχεδίου αν εφαρμοστούν σε όλη τους την έκταση ή/και συνδυαστικά, θα προκαλέσουν ισχυρό μισθολογικό σοκ με μεγάλες απώλειες τόσο για τους μισθωτούς τού ιδιωτικού τομέα όσο και για τα Ασφαλιστικά Ταμεία (ΕΦΚΑ, ΕΤΕΑΕΠ), αλλά και για τον ΕΟΠΥΥ και τον ΟΑΕΔ.
ΙΙ. Έτσι, σύμφωνα με μετριοπαθείς πρώτες εκτιμήσεις της Ομάδας Νομοθετικής Επεξεργασίας της ΕΝΥΠΕΚΚ, οι ετήσιες απώλειες από τις προωθούμενες διατάξεις, αν εφαρμοστούν στο σύνολό τους, επιμερίζονται ως εξής:
• 600 εκατ. ευρώ οι ετήσιες απώλειες για τους εργατοϋπαλλήλους του ιδιωτικού τομέα,
• 250 εκατ. ευρώ οι ετήσιες απώλειες για τον ΕΦΚΑ,
• 100 εκατ. ευρώ οι ετήσιες απώλειες για το ΕΤΕΑΕΠ,
• 100 εκατ. ευρώ οι ετήσιες απώλειες για τον ΕΟΠΥΥ και
• 50 εκατ. ευρώ οι ετήσιες απώλειες για τον ΟΑΕΔ.
ΙΙΙ. Ειδικότερα, οι διατάξεις του υπό διαβούλευση «Αναπτυξιακού Πολυνομοσχεδίου» που θα προξενήσουν τις μεγάλες αυτές απώλειες τόσο για τους μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα όσο και για τα Ασφαλιστικά Ταμεία αλλά και για τον ΕΟΠΥΥ και για τον ΟΑΕΔ, υπέρ των οποίων καταβάλλονται οι κάθε είδους εισφορές, είναι οι εξής:
1ον) Η διάταξη της παρ. 8 του άρθρου 49, με την οποία θεσπίζεται γενική ρήτρα εξαίρεσης («ρήτρα opt–out») της πλειονότητας των ελληνικών επιχειρήσεων και για διάφορους λόγους από την εφαρμογή των εθνικών, τοπικών και κλαδικών συλλογικών συμβάσεων.
Η διάταξη αυτή στοχεύει στην ολοκληρωτική απαξίωση της κλαδικής ΣΣΕ, του σημαντικότερου είδους συλλογικής σύμβασης εργασίας για το επίπεδο των μισθών των διαφόρων κλάδων.
Συγκεκριμένα η διάταξη αυτή αναφέρει:
«8.Οι εθνικές και τοπικές ομοιοεπαγγελματικές και κλαδικές συλλογικές συμβάσεις είναι δυνατόν να θεσπίζουν ειδικούς όρους ή να εξαιρούν από την εφαρμογή συγκεκριμένων όρων τους εργαζομένους που απασχολούνται σε ειδικής κατηγορίας επιχειρήσεις όπως επιχειρήσεις κοινωνικής οικονομίας, νομικά πρόσωπα μη κερδοσκοπικού σκοπού και επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν σοβαρά οικονομικά προβλήματα, όπως κατ’εξοχήν επιχειρήσεις σε καθεστώς προπτωχευτικής ή παραπτωχευτικής ή πτωχευτικής διαδικασίας ή συνδιαλλαγής ή εξωδικαστικού συμβιβασμού ή εξυγίανσης. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, μετά από γνώμη του Ανωτάτου Συμβουλίου Εργασίας, εξειδικεύονται τα κριτήρια για τις επιχειρήσεις που εξαιρούνται και καθορίζονται οι κατηγορίες όρων των συλλογικών συμβάσεων που εξαιρούνται για τις επιχειρήσεις αυτές και κάθε άλλη λεπτομέρεια για την εφαρμογή της παρούσης διάταξης.».
Η δυνατότητα του υπουργού Εργασίας να «εξειδικεύει κριτήρια και να καθορίζει όρους συλλογικών συμβάσεων που εξαιρούνται», αποτελεί απόλυτη αυθαιρεσία και παρανομία!
2ον) Η διάταξη των παρ. 2 και 3 του άρθρου 51, με την οποία θεσπίζεται η ρήτρα εξαίρεσης από την αρχή της ευνοϊκότερης ρύθμισης που έχει θεσπιστεί με τον ν. 1876/1990.
Με τη διάταξη αυτή πλήττεται καταλυτικά η αρχή της ευνοϊκότερης ρύθμισης επί συρροής κλαδικών συμβάσεων με επιχειρησιακές συμβάσεις.
Η συγκεκριμένη διάταξη χαρακτηριστικά αναφέρει:
«2. Κλαδική ή επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση εργασίας υπερισχύει σε περίπτωση συρροής με ομοιοεπαγγελματική συλλογική σύμβαση εργασίας.
Κατ’εξαίρεση στις περιπτώσεις επιχειρήσεων, που αντιμετωπίζουν σοβαρά οικονομικά προβλήματα και βρίσκονται σε καθεστώς προπτωχευτικής ή παραπτωχευτικής ή πτωχευτικής διαδικασίας ή συνδιαλλαγής ή εξωδικαστικού συμβιβασμού ή οικονομικής εξυγίανσης, η επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση εργασίας υπερισχύει της κλαδικής, εφόσον στην κλαδική δεν προβλέπονται εξαιρέσεις από την εφαρμογή όρων της σύμφωνα με την παράγραφο 8 του άρθρου 3 του Ν.1876/1990. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, μετά από γνώμη της Ολομέλειας του Ανωτάτου Συμβουλίου Εργασίας, εξειδικεύονται οι περιπτώσεις των επιχειρήσεων που εξαιρούνται και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή της παρούσης διάταξης.
3. Η εθνική κλαδική ή ομοιοεπαγγελματική συλλογική σύμβαση δεν υπερισχύει αντίστοιχης τοπικής.».
Και με την ανωτέρω διάταξη, όλως αυθαιρέτως και παρανόμως, παρέχεται η δυνατότητα στον υπουργό Εργασίας να «εξειδικεύει περιπτώσεις των επιχειρήσεων που εξαιρούνται»!
3ον) Η διάταξη των παρ. 2 και 3 του άρθρου 52, με την οποία θεσπίζεται η ρήτρα εξαίρεσης από την αρχή της επέκτασης της κλαδικής συλλογικής σύμβασης εργασίας ή της προσχώρησης αυτής.
Συγκεκριμένα η ρύθμιση αυτή αναφέρει:
«2. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων είναι δυνατόν να κυρωθεί το Πόρισμα του Ανωτάτου Συμβουλίου Εργασίας και να κηρυχθεί γενικώς υποχρεωτική, για όλους τους εργαζόμενους, συλλογική σύμβαση εργασίας ή διαιτητική απόφαση με τους εξής όρους:
2.1. Για την επέκταση συλλογικής σύμβασης εργασίας ή διαιτητικής απόφασης απαιτείται: α) αίτηση που υποβάλλεται από οποιοδήποτε από τους δεσμευόμενους από αυτή προς τον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, β) τεκμηρίωση των επιπτώσεων της επέκτασης στην ανταγωνιστικότητα και την απασχόληση και κοινοποίηση αυτής στο Ανώτατο Συμβούλιο Εργασίας.
2.2. Το Ανώτατο Συμβούλιο Εργασίας γνωμοδοτεί αιτιολογημένα προς τον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων λαμβάνοντας υπόψη: α) την αίτηση για επέκταση, β) την τεκμηριωμένη βεβαίωση της αρμόδιας υπηρεσίας του Υπουργείου ότι, η συλλογική ρύθμιση δεσμεύει ήδη εργοδότες, που απασχολούν ποσοστό μεγαλύτερο του 50% των εργαζομένων του κλάδου ή του επαγγέλματος και γ) το πόρισμα διαβούλευσης των δεσμευομένων μερών, ενώπιον του Ανωτάτου Συμβουλίου Εργασίας, για την αναγκαιότητα της επέκτασης και τις επιπτώσεις της στην ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων, τη λειτουργία του ανταγωνισμού και την απασχόληση.
2.3 Επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν σοβαρά οικονομικά προβλήματα και βρίσκονται σε καθεστώς προπτωχευτικής ή παραπτωευτικής ή πτωχευτικής διαδικασίας ή συνδιαλλαγής ή εξωδικαστικού συμβιβασμού ή οικονομικής εξυγίανσης, ανεξαρτήτως εάν στην επεκτεινόμενη συλλογική ρύθμιση προβλέπονται εξαιρέσεις από την εφαρμογή όρων για εργαζόμενους σε επιχειρήσεις, σύμφωνα με την παράγραφο 8 του άρθρου 3 του Ν.1876/1990, μπορούν να εξαιρούνται από το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 παρούσης διάταξης, μετά από αιτιολογημένη γνώμη του Ανωτάτου Συμβουλίου Εργασίας, ως προς όρους ή ως προς το σύνολο της συλλογικής σύμβασης εργασίας ή διαιτητικής απόφασης, που κηρύσσεται υποχρεωτική.
3. Η επέκταση ισχύει από την ημερομηνία δημοσίευσης της απόφασης του υπουργού στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και η ισχύς της λήγει τρεις (3) μήνες μετά την πάροδο ισχύος της συλλογικής ρύθμισης.».
4ον) Οι διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 53, που θεσπίζει τη ρήτρα κατάργησης (ουσιαστικά) της μονομερούς προσφυγής στη Διαιτησία, παρά τις αντίθετες κρίσεις των Ανωτάτων Δικαστηρίων επί του θέματος (ΟλΣτΕ 2307/2014 ΟλΑΠ 25/2014).
Σύμφωνα με τη ρύθμιση αυτή, η μονομερής προσφυγή στη Διαιτησία από κανόνας του Συλλογικού Εργατικού Δικαίου, όλως απαραδέκτως και αντισυνταγματικώς, μετατρέπεται σε «έσχατο και επικουρικό μέσο» τής ασθενέστερης πάντα εργατικής πλευράς.
Η διάταξη αυτή επί λέξει αναφέρει:
«2. Είναι δυνατή η προσφυγή στη διαιτησία μονομερώς από οποιοδήποτε μέρος, ως έσχατο και επικουρικό μέσο επίλυσης συλλογικών διαφορών εργασίας, μόνον στις εξής περιπτώσεις:
α) εάν η συλλογική διαφορά αφορά επιχειρήσεις δημόσιου χαρακτήρα ή κοινής ωφέλειας, η λειτουργία των οποίων έχει ζωτική σημασία για την εξυπηρέτηση βασικών αναγκών του κοινωνικού συνόλου κατά την έννοια της παρ. 2 του άρθρου 19 του ν. 1264/1982 όπως συμπληρώθηκε με τις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 3 του Ν. 1915/1990,
β) εάν η συλλογική διαφορά αφορά στη σύναψη συλλογικής σύμβασης εργασίας και αποτύχουν οριστικά οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των μερών και η επίλυση της επιβάλλεται από υπαρκτό λόγο γενικότερου κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος συνδεόμενο με τη λειτουργία της ελληνικής οικονομίας. Οριστική αποτυχία των διαπραγματεύσεων θεωρείται ότι υπάρχει, εφόσον σωρευτικώς (i) … και (ii) …
Η αίτηση μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία πρέπει να περιέχει και πλήρη αιτιολογία σχετικά με τη συνδρομή των προϋποθέσεων που την δικαιολογούν, η δε διαιτητική απόφαση που εκδίδεται επί αυτής είναι άκυρη εάν δεν περιέχει και πλήρη αιτιολογία σχετικά με τη συνδρομή των προϋποθέσεων που δικαιολογούν τη μονομερή προσφυγή στη διαιτησία.».
IV. Έτσι, ο κ. Ι.Βρούτσης αποδεικνύεται ο …συνεπέστερος υπουργός των μνημονιακών εργασιοκτόνων και συνταξιοκτόνων διατάξεων!
Αφού το 2012 με τον νόμο του 4093/2012 (ΦΕΚ Α 222 /12-11-2012)
-περιέκοψε δραστικά τις συντάξεις,
-κατήργησε τη 13η και 14η σύνταξη για τους συνταξιούχους,
-κατήργησε τον 13ο και 14ο μισθό για τους δημοσίους υπαλλήλους,
-πάγωσε τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας,
-θέσπισε τον κατώτατο των 586 ευρώ (μικτά) και το όνειδος του «υποκατώτατο» μισθό των 510 ευρώ (μικτά),
-κατήργησε τις τριετίες και όλες τις προσαυξήσεις για προϋπηρεσία μετά τις 14-2-2012 (σελ. 5611-5612 ΦΕΚ),
-περιόρισε τον χρόνο προειδοποίησης απόλυσης και
-μείωσε την αποζημίωση απόλυσης στο μισό,
έρχεται τώρα, εν έτει 2019, «πιστός» στο έργο του, να παρέμβει δραστικά στον ν. 1876/1990, νόμο-πυλώνα του Εργατικού Δικαίου, και να επεκτείνει σε όλο τον ιδιωτικό τομέα τη «ρήτρα βουλγαροποίησης» μισθών και εισφορών που είχε θεσπιστεί με τον ανωτέρω νόμο Βρούτση 4093/2012 σε υλοποίηση δομικής αρχής του β’ Μνημονίου (ν. 4046/2012)!
Το νέο «εργασιακό πακέτο Βρούτση» στα πλαίσια του υπό διαβούλευση «Αναπτυξιακού Πολυνομοσχεδίου», που αποτελεί συνέχεια των μνημονιακών διατάξεων του σκληρού και κοινωνιοκτόνου β’ Μνημονίου και του εφαρμοστικού του ν. 4093/2012, αποδεικνύει περίτρανα ότι η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας βασίζει την όποια ανάπτυξη/ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας ΚΥΡΙΩΣ στην άγρια εκμετάλλευση της Μισθωτής Εργασίας και στη γενικευμένη ακύρωση των από δεκαετιών κατακτήσεων της Εργατικής Τάξης.
V. Η ΕΝΥΠΕΚΚ καλεί την κυβέρνηση να αποσύρει ΑΜΕΣΑ τις βάρβαρες και εργατοκτόνες διατάξεις του υπό διαβούλευση «Αναπτυξιακού Πολυνομοσχεδίου»!
Η ΕΝΥΠΕΚΚ καλεί τον υπουργό Εργασίας και την κυβέρνηση να ΜΗΝ εφαρμόσουν το νέον γύρο τής πιο άγριας και σκληρής λεηλασίας και αφαίμαξης του εισοδήματος των εργατοϋπαλλήλων του πολύπαθου ιδιωτικού τομέα, που αποτελεί πυλώνα της ελληνικής οικονομίας και παραγωγής.
• 450 εκατ. ευρώ ετησίως οι απώλειες για τα Ταμεία (ΕΦΚΑ,ΕΤΕΑΕΠ, ΕΟΠΥΥ) και τον ΟΑΕΔ!
Ιδού οι μισθοκτόνες διατάξεις του υπό διαβούλευση πολυνομοσχεδίου!
Ι. Βαρύ τίμημα καλούνται να πληρώσουν οι εργατοϋπάλληλοι του ιδιωτικού τομέα στον βωμό τής …πολυπόθητης ανάπτυξης σύμφωνα με το «Αναπτυξιακό Πολυνομοσχέδιο» που τέθηκε σε διαβούλευση μέχρι τις 17-9-2019.
Έτσι επιβεβαιώνεται, για άλλη μια φορά, ότι η όποια ανάπτυξη ή ανάκαμψη στις χρεοκοπημένες οικονομίες (και γενικώς στις οικονομίες τής καπιταλιστικής κρίσης), δεν μπορεί παρά να στηρίζεται στην άγρια εκμετάλλευση της Μισθωτής Εργασίας, στο μισθολογικό dubbing, στην «ΕλΝτοραντοποίηση» της αγοράς εργασίας και στη γενικευμένη ακύρωση των κοινωνικών κατακτήσεων της Εργατικής Τάξης.
Παρά τις αντίθετες κυβερνητικές διαβεβαιώσεις και την παραπληροφόρηση που προωθούν -είτε από άγνοια, είτε από σκοπιμότητα- αρκετοί εκπρόσωποι των ΜΜΕ, αλλά δυστυχώς και ειδικευμένοι επιστήμονες, ορισμένες διατάξεις τού υπό διαβούλευση πολυνομοσχεδίου αν εφαρμοστούν σε όλη τους την έκταση ή/και συνδυαστικά, θα προκαλέσουν ισχυρό μισθολογικό σοκ με μεγάλες απώλειες τόσο για τους μισθωτούς τού ιδιωτικού τομέα όσο και για τα Ασφαλιστικά Ταμεία (ΕΦΚΑ, ΕΤΕΑΕΠ), αλλά και για τον ΕΟΠΥΥ και τον ΟΑΕΔ.
ΙΙ. Έτσι, σύμφωνα με μετριοπαθείς πρώτες εκτιμήσεις της Ομάδας Νομοθετικής Επεξεργασίας της ΕΝΥΠΕΚΚ, οι ετήσιες απώλειες από τις προωθούμενες διατάξεις, αν εφαρμοστούν στο σύνολό τους, επιμερίζονται ως εξής:
• 600 εκατ. ευρώ οι ετήσιες απώλειες για τους εργατοϋπαλλήλους του ιδιωτικού τομέα,
• 250 εκατ. ευρώ οι ετήσιες απώλειες για τον ΕΦΚΑ,
• 100 εκατ. ευρώ οι ετήσιες απώλειες για το ΕΤΕΑΕΠ,
• 100 εκατ. ευρώ οι ετήσιες απώλειες για τον ΕΟΠΥΥ και
• 50 εκατ. ευρώ οι ετήσιες απώλειες για τον ΟΑΕΔ.
ΙΙΙ. Ειδικότερα, οι διατάξεις του υπό διαβούλευση «Αναπτυξιακού Πολυνομοσχεδίου» που θα προξενήσουν τις μεγάλες αυτές απώλειες τόσο για τους μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα όσο και για τα Ασφαλιστικά Ταμεία αλλά και για τον ΕΟΠΥΥ και για τον ΟΑΕΔ, υπέρ των οποίων καταβάλλονται οι κάθε είδους εισφορές, είναι οι εξής:
1ον) Η διάταξη της παρ. 8 του άρθρου 49, με την οποία θεσπίζεται γενική ρήτρα εξαίρεσης («ρήτρα opt–out») της πλειονότητας των ελληνικών επιχειρήσεων και για διάφορους λόγους από την εφαρμογή των εθνικών, τοπικών και κλαδικών συλλογικών συμβάσεων.
Η διάταξη αυτή στοχεύει στην ολοκληρωτική απαξίωση της κλαδικής ΣΣΕ, του σημαντικότερου είδους συλλογικής σύμβασης εργασίας για το επίπεδο των μισθών των διαφόρων κλάδων.
Συγκεκριμένα η διάταξη αυτή αναφέρει:
«8.Οι εθνικές και τοπικές ομοιοεπαγγελματικές και κλαδικές συλλογικές συμβάσεις είναι δυνατόν να θεσπίζουν ειδικούς όρους ή να εξαιρούν από την εφαρμογή συγκεκριμένων όρων τους εργαζομένους που απασχολούνται σε ειδικής κατηγορίας επιχειρήσεις όπως επιχειρήσεις κοινωνικής οικονομίας, νομικά πρόσωπα μη κερδοσκοπικού σκοπού και επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν σοβαρά οικονομικά προβλήματα, όπως κατ’εξοχήν επιχειρήσεις σε καθεστώς προπτωχευτικής ή παραπτωχευτικής ή πτωχευτικής διαδικασίας ή συνδιαλλαγής ή εξωδικαστικού συμβιβασμού ή εξυγίανσης. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, μετά από γνώμη του Ανωτάτου Συμβουλίου Εργασίας, εξειδικεύονται τα κριτήρια για τις επιχειρήσεις που εξαιρούνται και καθορίζονται οι κατηγορίες όρων των συλλογικών συμβάσεων που εξαιρούνται για τις επιχειρήσεις αυτές και κάθε άλλη λεπτομέρεια για την εφαρμογή της παρούσης διάταξης.».
Η δυνατότητα του υπουργού Εργασίας να «εξειδικεύει κριτήρια και να καθορίζει όρους συλλογικών συμβάσεων που εξαιρούνται», αποτελεί απόλυτη αυθαιρεσία και παρανομία!
2ον) Η διάταξη των παρ. 2 και 3 του άρθρου 51, με την οποία θεσπίζεται η ρήτρα εξαίρεσης από την αρχή της ευνοϊκότερης ρύθμισης που έχει θεσπιστεί με τον ν. 1876/1990.
Με τη διάταξη αυτή πλήττεται καταλυτικά η αρχή της ευνοϊκότερης ρύθμισης επί συρροής κλαδικών συμβάσεων με επιχειρησιακές συμβάσεις.
Η συγκεκριμένη διάταξη χαρακτηριστικά αναφέρει:
«2. Κλαδική ή επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση εργασίας υπερισχύει σε περίπτωση συρροής με ομοιοεπαγγελματική συλλογική σύμβαση εργασίας.
Κατ’εξαίρεση στις περιπτώσεις επιχειρήσεων, που αντιμετωπίζουν σοβαρά οικονομικά προβλήματα και βρίσκονται σε καθεστώς προπτωχευτικής ή παραπτωχευτικής ή πτωχευτικής διαδικασίας ή συνδιαλλαγής ή εξωδικαστικού συμβιβασμού ή οικονομικής εξυγίανσης, η επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση εργασίας υπερισχύει της κλαδικής, εφόσον στην κλαδική δεν προβλέπονται εξαιρέσεις από την εφαρμογή όρων της σύμφωνα με την παράγραφο 8 του άρθρου 3 του Ν.1876/1990. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, μετά από γνώμη της Ολομέλειας του Ανωτάτου Συμβουλίου Εργασίας, εξειδικεύονται οι περιπτώσεις των επιχειρήσεων που εξαιρούνται και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή της παρούσης διάταξης.
3. Η εθνική κλαδική ή ομοιοεπαγγελματική συλλογική σύμβαση δεν υπερισχύει αντίστοιχης τοπικής.».
Και με την ανωτέρω διάταξη, όλως αυθαιρέτως και παρανόμως, παρέχεται η δυνατότητα στον υπουργό Εργασίας να «εξειδικεύει περιπτώσεις των επιχειρήσεων που εξαιρούνται»!
3ον) Η διάταξη των παρ. 2 και 3 του άρθρου 52, με την οποία θεσπίζεται η ρήτρα εξαίρεσης από την αρχή της επέκτασης της κλαδικής συλλογικής σύμβασης εργασίας ή της προσχώρησης αυτής.
Συγκεκριμένα η ρύθμιση αυτή αναφέρει:
«2. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων είναι δυνατόν να κυρωθεί το Πόρισμα του Ανωτάτου Συμβουλίου Εργασίας και να κηρυχθεί γενικώς υποχρεωτική, για όλους τους εργαζόμενους, συλλογική σύμβαση εργασίας ή διαιτητική απόφαση με τους εξής όρους:
2.1. Για την επέκταση συλλογικής σύμβασης εργασίας ή διαιτητικής απόφασης απαιτείται: α) αίτηση που υποβάλλεται από οποιοδήποτε από τους δεσμευόμενους από αυτή προς τον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, β) τεκμηρίωση των επιπτώσεων της επέκτασης στην ανταγωνιστικότητα και την απασχόληση και κοινοποίηση αυτής στο Ανώτατο Συμβούλιο Εργασίας.
2.2. Το Ανώτατο Συμβούλιο Εργασίας γνωμοδοτεί αιτιολογημένα προς τον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων λαμβάνοντας υπόψη: α) την αίτηση για επέκταση, β) την τεκμηριωμένη βεβαίωση της αρμόδιας υπηρεσίας του Υπουργείου ότι, η συλλογική ρύθμιση δεσμεύει ήδη εργοδότες, που απασχολούν ποσοστό μεγαλύτερο του 50% των εργαζομένων του κλάδου ή του επαγγέλματος και γ) το πόρισμα διαβούλευσης των δεσμευομένων μερών, ενώπιον του Ανωτάτου Συμβουλίου Εργασίας, για την αναγκαιότητα της επέκτασης και τις επιπτώσεις της στην ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων, τη λειτουργία του ανταγωνισμού και την απασχόληση.
2.3 Επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν σοβαρά οικονομικά προβλήματα και βρίσκονται σε καθεστώς προπτωχευτικής ή παραπτωευτικής ή πτωχευτικής διαδικασίας ή συνδιαλλαγής ή εξωδικαστικού συμβιβασμού ή οικονομικής εξυγίανσης, ανεξαρτήτως εάν στην επεκτεινόμενη συλλογική ρύθμιση προβλέπονται εξαιρέσεις από την εφαρμογή όρων για εργαζόμενους σε επιχειρήσεις, σύμφωνα με την παράγραφο 8 του άρθρου 3 του Ν.1876/1990, μπορούν να εξαιρούνται από το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 παρούσης διάταξης, μετά από αιτιολογημένη γνώμη του Ανωτάτου Συμβουλίου Εργασίας, ως προς όρους ή ως προς το σύνολο της συλλογικής σύμβασης εργασίας ή διαιτητικής απόφασης, που κηρύσσεται υποχρεωτική.
3. Η επέκταση ισχύει από την ημερομηνία δημοσίευσης της απόφασης του υπουργού στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και η ισχύς της λήγει τρεις (3) μήνες μετά την πάροδο ισχύος της συλλογικής ρύθμισης.».
4ον) Οι διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 53, που θεσπίζει τη ρήτρα κατάργησης (ουσιαστικά) της μονομερούς προσφυγής στη Διαιτησία, παρά τις αντίθετες κρίσεις των Ανωτάτων Δικαστηρίων επί του θέματος (ΟλΣτΕ 2307/2014 ΟλΑΠ 25/2014).
Σύμφωνα με τη ρύθμιση αυτή, η μονομερής προσφυγή στη Διαιτησία από κανόνας του Συλλογικού Εργατικού Δικαίου, όλως απαραδέκτως και αντισυνταγματικώς, μετατρέπεται σε «έσχατο και επικουρικό μέσο» τής ασθενέστερης πάντα εργατικής πλευράς.
Η διάταξη αυτή επί λέξει αναφέρει:
«2. Είναι δυνατή η προσφυγή στη διαιτησία μονομερώς από οποιοδήποτε μέρος, ως έσχατο και επικουρικό μέσο επίλυσης συλλογικών διαφορών εργασίας, μόνον στις εξής περιπτώσεις:
α) εάν η συλλογική διαφορά αφορά επιχειρήσεις δημόσιου χαρακτήρα ή κοινής ωφέλειας, η λειτουργία των οποίων έχει ζωτική σημασία για την εξυπηρέτηση βασικών αναγκών του κοινωνικού συνόλου κατά την έννοια της παρ. 2 του άρθρου 19 του ν. 1264/1982 όπως συμπληρώθηκε με τις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 3 του Ν. 1915/1990,
β) εάν η συλλογική διαφορά αφορά στη σύναψη συλλογικής σύμβασης εργασίας και αποτύχουν οριστικά οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των μερών και η επίλυση της επιβάλλεται από υπαρκτό λόγο γενικότερου κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος συνδεόμενο με τη λειτουργία της ελληνικής οικονομίας. Οριστική αποτυχία των διαπραγματεύσεων θεωρείται ότι υπάρχει, εφόσον σωρευτικώς (i) … και (ii) …
Η αίτηση μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία πρέπει να περιέχει και πλήρη αιτιολογία σχετικά με τη συνδρομή των προϋποθέσεων που την δικαιολογούν, η δε διαιτητική απόφαση που εκδίδεται επί αυτής είναι άκυρη εάν δεν περιέχει και πλήρη αιτιολογία σχετικά με τη συνδρομή των προϋποθέσεων που δικαιολογούν τη μονομερή προσφυγή στη διαιτησία.».
IV. Έτσι, ο κ. Ι.Βρούτσης αποδεικνύεται ο …συνεπέστερος υπουργός των μνημονιακών εργασιοκτόνων και συνταξιοκτόνων διατάξεων!
Αφού το 2012 με τον νόμο του 4093/2012 (ΦΕΚ Α 222 /12-11-2012)
-περιέκοψε δραστικά τις συντάξεις,
-κατήργησε τη 13η και 14η σύνταξη για τους συνταξιούχους,
-κατήργησε τον 13ο και 14ο μισθό για τους δημοσίους υπαλλήλους,
-πάγωσε τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας,
-θέσπισε τον κατώτατο των 586 ευρώ (μικτά) και το όνειδος του «υποκατώτατο» μισθό των 510 ευρώ (μικτά),
-κατήργησε τις τριετίες και όλες τις προσαυξήσεις για προϋπηρεσία μετά τις 14-2-2012 (σελ. 5611-5612 ΦΕΚ),
-περιόρισε τον χρόνο προειδοποίησης απόλυσης και
-μείωσε την αποζημίωση απόλυσης στο μισό,
έρχεται τώρα, εν έτει 2019, «πιστός» στο έργο του, να παρέμβει δραστικά στον ν. 1876/1990, νόμο-πυλώνα του Εργατικού Δικαίου, και να επεκτείνει σε όλο τον ιδιωτικό τομέα τη «ρήτρα βουλγαροποίησης» μισθών και εισφορών που είχε θεσπιστεί με τον ανωτέρω νόμο Βρούτση 4093/2012 σε υλοποίηση δομικής αρχής του β’ Μνημονίου (ν. 4046/2012)!
Το νέο «εργασιακό πακέτο Βρούτση» στα πλαίσια του υπό διαβούλευση «Αναπτυξιακού Πολυνομοσχεδίου», που αποτελεί συνέχεια των μνημονιακών διατάξεων του σκληρού και κοινωνιοκτόνου β’ Μνημονίου και του εφαρμοστικού του ν. 4093/2012, αποδεικνύει περίτρανα ότι η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας βασίζει την όποια ανάπτυξη/ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας ΚΥΡΙΩΣ στην άγρια εκμετάλλευση της Μισθωτής Εργασίας και στη γενικευμένη ακύρωση των από δεκαετιών κατακτήσεων της Εργατικής Τάξης.
V. Η ΕΝΥΠΕΚΚ καλεί την κυβέρνηση να αποσύρει ΑΜΕΣΑ τις βάρβαρες και εργατοκτόνες διατάξεις του υπό διαβούλευση «Αναπτυξιακού Πολυνομοσχεδίου»!
Η ΕΝΥΠΕΚΚ καλεί τον υπουργό Εργασίας και την κυβέρνηση να ΜΗΝ εφαρμόσουν το νέον γύρο τής πιο άγριας και σκληρής λεηλασίας και αφαίμαξης του εισοδήματος των εργατοϋπαλλήλων του πολύπαθου ιδιωτικού τομέα, που αποτελεί πυλώνα της ελληνικής οικονομίας και παραγωγής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για πες