Περισσότερη δουλειά, μικρότερη σύνταξη για περισσότερα χρόνια. Αυτό είναι το ασφαλιστικό μοντέλο που αναμένεται να επικρατήσει για τους πολίτες όχι μόνο της Ελλάδας, αλλά σχεδόν όλων των χωρών-μελών του ΟΟΣΑ, εξαιτίας της αύξησης του προσδόκιμου ζωής.
Ειδικά στη χώρα μας, οι νέοι που γεννήθηκαν στα μέσα της δεκαετίας του 1990 θα εργαστούν κατά κανόνα για περισσότερα χρόνια, θα συνταξιοδοτηθούν σε μεγαλύτερη ηλικία από τους γονείς τους, ήτοι στα 62, και θα λάβουν τελικά σημαντικά μικρότερη σύνταξη, που θα αντιστοιχεί στο 53,9% του συντάξιμου μισθού τους. Μάλιστα, τη σημαντικά χαμηλή αυτή σύνταξη θα τη λαμβάνουν για περισσότερα χρόνια και συγκεκριμένα για σχεδόν το 40% της ενήλικης ζωής τους.
Η νέα μελέτη του ΟΟΣΑ καταγράφει τις αλλαγές στα συνταξιοδοτικά συστήματα που συντελέστηκαν τα τελευταία χρόνια, επισημαίνει πως αυτές επιβλήθηκαν είτε λόγω των διαφορετικών συστημάτων και παραμέτρων που ίσχυαν τα προηγούμενα χρόνια είτε, κυρίως, λόγω της ταχείας γήρανσης του πληθυσμού και καταλήγει στο παραπάνω δυσοίωνο συμπέρασμα.
Στην πράξη, η αύξηση της μακροζωίας σε συνδυασμό με τις δημοσιονομικές και χρηματοοικονομικές εξελίξεις των τελευταίων ετών οδηγούν σε μια δύσκολη εξίσωση, όπου η λύση μεταξύ συστημικών παρεμβάσεων (αναδιανεμητικό ή κεφαλαιοποιητικό σύστημα) καθώς και παραμετρικών αλλαγών (αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης, μείωση του ποσοστού αναπλήρωσης κ.λπ.) δεν είναι πάντα εύκολη.
Σύμφωνα με τη μελέτη του ΟΟΣΑ, με στόχο την επίτευξη μιας σχετικής ισορροπίας, η Ελλάδα, μεταξύ άλλων χωρών, προχώρησε σε λύσεις όπως η αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης και η μείωση των ποσοστών αναπλήρωσης, διατηρώντας το σύστημα καθορισμένων παροχών.
Με τον τρόπο αυτό πέτυχε την αύξηση της ηλικίας αποχώρησης από την εργασία, από 60 που ίσχυε για τους σημερινούς συνταξιούχους, στα 62, τόσο για όσους συνταξιοδοτηθούν σήμερα όσο και για όσους γεννήθηκαν εντός της δεκαετίας του 1990.
Μείωσε επίσης το ποσοστό αναπλήρωσης των συντάξεων, από 70,6% που ίσχυε για όσους είναι ήδη συνταξιούχοι, στο 53,9% για όσους συνταξιοδοτηθούν στο μέλλον.
Ακόμη και γι’ αυτούς που θα λάβουν σύνταξη το επόμενο διάστημα, το ποσοστό αναπλήρωσης έχει περιοριστεί στο 62,8% του συντάξιμου μισθού. Ο οργανισμός επισημαίνει στην έκθεσή του ότι η χώρα μας συγκαταλέγεται σε αυτές με τις μεγαλύτερες μειώσεις ποσοστών αναπλήρωσης, ακόμα και πάνω από 15 ποσοστιαίες μονάδες.
Τη χαμηλότερη αυτή σύνταξη οι Ελληνες θα τη λαμβάνουν για περισσότερα χρόνια, καθώς αυξήθηκε η περίοδος της ζωής τους που θα ζουν ως συνταξιούχοι, στο 39,4% της συνολικής ενήλικης ζωής, από 36,1% που αντιστοιχεί στη γενιά του 1956 και 35,6% που αντιστοιχεί στη γενιά των ήδη συνταξιούχων (γεννηθέντες το 1940).
Στις χώρες του ΟΟΣΑ η μέση ηλικία συνταξιοδότησης διαμορφώνεται στα 64,2 έτη, ενώ για τη γενιά του 1996 ήδη έχει ανέλθει στα 65,8 έτη. Παρά ταύτα, ο οργανισμός εκτιμά πως η ηλικία συνταξιοδότησης θα πρέπει να ανέβει κατά μέσον όρο στα 67,2 έτη. Οσο για το ποσοστό αναπλήρωσης, θα συνεχίσει να μειώνεται έως και κατά 10%.
ΡΟΥΛΑ ΣΑΛΟΥΡΟΥ
https://www.kathimerini.gr/
Ειδικά στη χώρα μας, οι νέοι που γεννήθηκαν στα μέσα της δεκαετίας του 1990 θα εργαστούν κατά κανόνα για περισσότερα χρόνια, θα συνταξιοδοτηθούν σε μεγαλύτερη ηλικία από τους γονείς τους, ήτοι στα 62, και θα λάβουν τελικά σημαντικά μικρότερη σύνταξη, που θα αντιστοιχεί στο 53,9% του συντάξιμου μισθού τους. Μάλιστα, τη σημαντικά χαμηλή αυτή σύνταξη θα τη λαμβάνουν για περισσότερα χρόνια και συγκεκριμένα για σχεδόν το 40% της ενήλικης ζωής τους.
Η νέα μελέτη του ΟΟΣΑ καταγράφει τις αλλαγές στα συνταξιοδοτικά συστήματα που συντελέστηκαν τα τελευταία χρόνια, επισημαίνει πως αυτές επιβλήθηκαν είτε λόγω των διαφορετικών συστημάτων και παραμέτρων που ίσχυαν τα προηγούμενα χρόνια είτε, κυρίως, λόγω της ταχείας γήρανσης του πληθυσμού και καταλήγει στο παραπάνω δυσοίωνο συμπέρασμα.
Στην πράξη, η αύξηση της μακροζωίας σε συνδυασμό με τις δημοσιονομικές και χρηματοοικονομικές εξελίξεις των τελευταίων ετών οδηγούν σε μια δύσκολη εξίσωση, όπου η λύση μεταξύ συστημικών παρεμβάσεων (αναδιανεμητικό ή κεφαλαιοποιητικό σύστημα) καθώς και παραμετρικών αλλαγών (αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης, μείωση του ποσοστού αναπλήρωσης κ.λπ.) δεν είναι πάντα εύκολη.
Σύμφωνα με τη μελέτη του ΟΟΣΑ, με στόχο την επίτευξη μιας σχετικής ισορροπίας, η Ελλάδα, μεταξύ άλλων χωρών, προχώρησε σε λύσεις όπως η αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης και η μείωση των ποσοστών αναπλήρωσης, διατηρώντας το σύστημα καθορισμένων παροχών.
Με τον τρόπο αυτό πέτυχε την αύξηση της ηλικίας αποχώρησης από την εργασία, από 60 που ίσχυε για τους σημερινούς συνταξιούχους, στα 62, τόσο για όσους συνταξιοδοτηθούν σήμερα όσο και για όσους γεννήθηκαν εντός της δεκαετίας του 1990.
Μείωσε επίσης το ποσοστό αναπλήρωσης των συντάξεων, από 70,6% που ίσχυε για όσους είναι ήδη συνταξιούχοι, στο 53,9% για όσους συνταξιοδοτηθούν στο μέλλον.
Ακόμη και γι’ αυτούς που θα λάβουν σύνταξη το επόμενο διάστημα, το ποσοστό αναπλήρωσης έχει περιοριστεί στο 62,8% του συντάξιμου μισθού. Ο οργανισμός επισημαίνει στην έκθεσή του ότι η χώρα μας συγκαταλέγεται σε αυτές με τις μεγαλύτερες μειώσεις ποσοστών αναπλήρωσης, ακόμα και πάνω από 15 ποσοστιαίες μονάδες.
Τη χαμηλότερη αυτή σύνταξη οι Ελληνες θα τη λαμβάνουν για περισσότερα χρόνια, καθώς αυξήθηκε η περίοδος της ζωής τους που θα ζουν ως συνταξιούχοι, στο 39,4% της συνολικής ενήλικης ζωής, από 36,1% που αντιστοιχεί στη γενιά του 1956 και 35,6% που αντιστοιχεί στη γενιά των ήδη συνταξιούχων (γεννηθέντες το 1940).
Στις χώρες του ΟΟΣΑ η μέση ηλικία συνταξιοδότησης διαμορφώνεται στα 64,2 έτη, ενώ για τη γενιά του 1996 ήδη έχει ανέλθει στα 65,8 έτη. Παρά ταύτα, ο οργανισμός εκτιμά πως η ηλικία συνταξιοδότησης θα πρέπει να ανέβει κατά μέσον όρο στα 67,2 έτη. Οσο για το ποσοστό αναπλήρωσης, θα συνεχίσει να μειώνεται έως και κατά 10%.
ΡΟΥΛΑ ΣΑΛΟΥΡΟΥ
https://www.kathimerini.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για πες