Ένοχος για ανθρωποκτονία από αμέλεια, αλλά ατιμώρητος, κρίθηκε, ο 54χρονος πατέρας που κατηγορούνταν για το θάνατο του ηλικίας 5,5 μηνών παιδιού του, τον Ιανουάριο του 2017 στη Σητεία.
Το βρέφος είχε τραυματιστεί από χτύπημα που δέχθηκε μετά από ρίψη του κινητού τηλεφώνου από τον 54χρονο σε στιγμή εκνευρισμού, προς κατεύθυνση που δεν υπολόγιζε ότι θα απειλήσει το παιδί του, όπως υποστήριξε ενώπιων του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Ηρακλείου.
Η δίκη ολοκληρώθηκε και ο 54χρονος κρίθηκε ατιμώρητος κατά πλειοψηφία, ενώ μειοψήφησαν 3 δικαστές ανάμεσά τους και η πρόεδρος.
Στη δίκη να σημειωθεί ότι δεν παρέστη πολιτική αγωγή, ενώ στο άκουσμα της είδησης οι γονείς του βρέφους, ξέσπασαν σε λυγμούς.
Το χρονικό της τραγωδίας στην Κρήτη: Από το «Ρε Νίκο, πάλι έχεις πιει;» στη δολοφονία ενός βρέφους
Ενα μωρό. Δίπλα του, ένα μπουκάλι ρούμι, μπροστά του ένα ποτήρι γεμάτο πάγο. Η ματιά του άδεια, χαμηλωμένη, γλαρωμένη, ζαλισμένη, στουπί στο μεθύσι. Το μυαλό του ανίκανο να συλλάβει την παράνοια ενήλικων εγκεφάλων, τα χείλη του πολύ μικρά για να υποδείξουν τον ένοχο. Κάποιος το βλέπει και γελά.
Στο ανεγκέφαλο σύμπαν του η εικόνα του δύστυχου αυτού πλάσματος φαντάζει σαν χωρατό, σαν καλαμπούρι, σαν τις πλακίτσες που κάνει και ο ίδιος με τα φιλαράκια του στις καθημερινές του οινοποσίες μετά τη δουλειά. Το κοιτάζει, το ξανακοιτάζει και ύστερα το ποστάρει στην προσωπική του σελίδα στο Facebook μαζί με την ατάκα «Μιλάμε για πολύ πιόμα».
Λίγο καιρό αργότερα, ο ίδιος άνδρας επιστρέφει μεθυσμένος στην οικογενειακή του κλίνη. Οχι για να «στανιάρει», όπως λένε οι φίλοι του, ούτε για να «ξενερώσει», όπως επαναλαμβάνει συχνά ο ίδιος. Επιστρέφει για να εκτονωθεί. Για να πονέσει. Για να εκδικηθεί.
Για να ξεβράσει πάνω σε οικεία κορμιά τη μέθη της δύναμής του, την παραζάλη της ζήλιας του, τη μικροσκοπική του αντρίλα, η άνδρωση της οποίας εξαρτάται πάντα από μερικές κούπες ρακή. Βάζει το κλειδί στην πόρτα, βαδίζει τρικλίζοντας, μπερδεύει λέξεις και συλλαβές και είναι, σαν από πάντα, έτοιμος για το μεγάλο κακό...
Από το «Ρε Νίκο, πάλι έχεις πιει;» στη δολοφονία ενός βρέφους
Τα βήματά του τον οδηγούν αρχικά στο δωμάτιο ενός παιδιού. Οχι δικού του, αλλά της συμβίας του από τον πρώτο της γάμο, «αρραβωνιαστικιάς» για την κλειστή κοινωνία της Σητείας που αρέσκεται σε τυπικότητες μιας light version στάσης ζωής στοιβάζοντας μέσα σε μπαούλα σκληρές αλήθειες, που κόβουν σαν μαχαίρα.
Ο πιτσιρικάς με τα ακουστικά στα αυτιά, ο 13χρονος Γιώργος, τον μυρίζεται με την πρώτη ματιά και χωρίς να τον καλησπερίσει τον ρωτάει θλιμμένα: «Ρε Νίκο, πάλι έχεις πιει;». Εκείνος δεν του απαντά. Του πετά μονάχα μια θυμωμένη ματιά και ύστερα κλείνει πίσω του δυνατά την πόρτα. Ο Γιώργος αδιαφορεί.
Ενας έφηβος είναι ανίκανος να τα βάλει με έναν μεθυσμένο μεσήλικα και πολύ μόνο, απελπιστικά ανοχύρωτος, μπροστά σε θεάματα παραφροσύνης. Ο Γιώργος φορά πάλι τα ακουστικά του, δυναμώνει την ένταση της μουσικής και χάνεται στον κόσμο που αισθάνεται ασφαλής. Ο Γιώργος είναι παρών-απών σε ένα έγκλημα που πρόκειται να διαπραχθεί στο διπλανό δωμάτιο με θύμα τον μόλις πεντέμισι μηνών ετεροθαλή αδελφό του.
Το «Ρε Νίκο, πάλι έχεις πιει;», ακούγεται για μία ακόμη φορά. Οχι από τα χείλη του 13χρονου αγοριού, αλλά από το στόμα της αρραβωνιαστικιάς του, της Μαρίας, η οποία κρατά στην αγκαλιά της το παιδί τους. Ξάφνου, ο ερειπωμένος από το ποτό Νίκος μετατρέπεται σε θεριό.
«Οχι», λέει, «δεν έχω πιει. Κι αν έχω πιει ένα ποτηράκι παραπάνω είναι δικαίωμά μου να το κάνω». Το φωνάζει δυνατά. Το υπερασπίζεται με μένος όπως ακριβώς κάθε μεθυσμένος που περνάει παραπαίοντας από τον πλανήτη της λογικής στη σφαίρα της παράνοιας. Τώρα δεν είναι απλά θυμωμένος. Είναι εξαγριωμένος. Μανιασμένος. Ενα θεριό ανήμερο με οινόπνευμα στο αίμα, φρένιασμα στο μυαλό, χολή στην ψυχή και βία στα χέρια. Βρίζει, σπάει, απειλεί, πετάει αντικείμενα, χτυπάει με μανιασμένες γροθιές και κλωτσιές πράγματα και ανθρώπους. Τους δικούς του ανθρώπους. Τη Μαρία και τον γιο τους. Εκείνη δεν αφήνει από τα χέρια της το μωρό. Το βάζει μπροστά της σαν ασπίδα ικανή να ανακόψει τη μανία του παρανοϊκού εχθρού. Λάθος της. Ολέθριο και ασυγχώρητο.
Τα ουρλιαχτά της και το σπαρακτικό κλάμα του μωρού ξεπερνούν σε ένταση ακόμη και τα ντεσιμπέλ της μουσικής που ο 13χρονος Γιώργος κρύβει στα αυτιά του για να μην τους ακούει. Το παιδί σοκάρεται. Τρέχει δίπλα στη μάνα του και παγωμένο την αντικρίζει να εκλιπαρεί για βοήθεια. «Το μωρό, το μωρό!». Το μωρό δεν κλαίει πια. Η σιωπή του έχει παγώσει τα πάντα. Ακόμη και το μένος του 52χρονου Νίκου. Το παιδί τρέχει στο τηλέφωνο. Η ώρα πλησιάζει 12 το βράδυ. Στην άλλη άκρη της γραμμής βρίσκεται τώρα ο πατέρας του, ο Μανώλης: «Μπαμπά, έλα να με πάρεις! Ελα να με σώσεις! Ελα και θα σου εξηγήσω. Μπαμπά, μη μ’ αφήνεις μόνο!».
Τα δάκρυα των γιατρών και το μοιραίο φινάλε
Οι δύο «γονείς», ο Νίκος και η Μαρία, αρπάζουν το βρέφος και κατευθύνονται στο νοσοκομείο της Σητείας. Οι γιατροί αδυνατούν να πιστέψουν στα μάτια τους. «Το μωρό μοιάζει να έχει πέσει από τον 8ο όροφο πολυκατοικίας», λένε. Η δήλωση του διοικητή του νοσοκομείου Σητείας Μανόλη Μιχελάκη ανακόπτει κάθε ελπίδα σωτηρίας, κάθε πιθανό θαύμα: «Το βρέφος ήταν σε πολύ κακή κατάσταση, χωρίς καμία αντίδραση σε ερεθίσματα. Εγινε άμεση χειρουργική και παιδιατρική εκτίμηση από τους εφημερεύοντες γιατρούς του νοσοκομείου μας, διασωληνώθηκε, σταθεροποιήθηκε η κατάστασή του και διακομίστηκε με ασθενοφόρο του ΕΚΑΒ, συνοδεία παιδιάτρου και αναισθησιολόγου στη ΜΕΘ Παίδων του ΠΑΓΝΗ (Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Ηρακλείου).
Οι γιατροί του ΠΑΓΝΗ παραλαμβάνουν το αγγελούδι στη μία τα ξημερώματα της Πέμπτης. Κάνουν ό,τι είναι ανθρωπίνως δυνατό για να το κρατήσουν στη ζωή. Δεν τα καταφέρνουν. Το μωρό αφήνει την τελευταία του πνοή στις 6.35 το πρωί της Πέμπτης μαζί με το μακάβριο ιατρικό ανακοινωθέν των βαρύτατων κρανιοεγκεφαλικών κακώσεων. Πίσω του αφήνει και έναν κόσμο, τον δικό του οικογενειακό κόσμο, ο οποίος στάθηκε ανίκανος, ατάλαντος, άχρηστος και άξεστος απέναντι στην αγάπη...
Ο πότης Νίκος και η δήλωση-καρφί της πρώτης συζύγου του
Οι ώρες που ακολουθούν σοκάρουν το Πανελλήνιο. Οχι μόνο για το απάνθρωπο τέλος του βρέφους αλλά και για τη στήριξη που παρέχουν στο πρόσωπο του δράστη τα αδέλφια της συντρόφου του: «Δεν φταίει ο Νίκος. Ο άνθρωπος έχει καρδιά. Δεν κάνει να πίνει κι αυτός πήγε και ήπιε αλκοόλ και όταν γύρισε σπίτι, του είπε η αδελφή μου: “Για ποιον λόγο πήγες και ήπιες πάλι;” Τότε αυτός νευρίασε και άρχισε να τη βρίζει. Τσακώθηκαν, της πέταξε το κινητό από τα νεύρα του και όπως κρατούσε το μωρό στην αγκαλιά της, το κινητό έπεσε πάνω στο μωρό. Ούτε η μητέρα φταίει ούτε ο πατέρας. Εγινε από αμέλεια», δήλωσε ο αδελφός της Μαρίας, Κώστας Μ., για να συνεχιστεί λίγο αργότερα η πορεία του παραλόγου από την αδελφή τους Αλεξάνδρα: «Ο Νίκος και η Μαρία είχαν μια παραμυθένια ζωή που κάθε ζευγάρι θα επιθυμούσε. Μέσα στο σπίτι δεν υπήρχε καν διαφωνία. Ετυχε τώρα ο άνθρωπος να πιει, αλήθεια είναι ότι δεν πίνει ποτέ του, δεν είναι τέτοιος άνθρωπος, είναι οικογενειάρχης, είναι εργατικός. Δουλεύει για το παιδί του, για τη γυναίκα του. Ωσπου κάτι έγινε χθες, ήπιε, δεν ξέρω γιατί, και όλα ξεκίνησαν από το τίποτα. Δεν υπήρχε λόγος να τσακωθούν, δεν υπήρχε κάτι. Ετυχε το μωρό να είναι σε λάθος θέση τη λάθος στιγμή».
Ενας παραμυθένιος γάμος, ένα μωρό σε λάθος θέση τη λάθος στιγμή και ένας άνδρας που δεν έπινε ποτέ... Πόσα ψέματα μπορούν να χωρέσουν σε μια μόνο πρόταση; Πόση διαστρέβλωση της αλήθειας; Πόση μικροψυχία; Πόσος κυνισμός; Μια απλή βόλτα στα καφενεία της Σητείας και της Σκοπής (ένα μικρό χωριό λίγα χιλιόμετρα έξω από τη Σητεία) είναι αρκετή για να ρίξει από το πρόσωπο του δράστη τη μάσκα του αγγελικού οικογενειάρχη και να φέρει στο φως το πραγματικό του πρόσωπο: «Μεγάλος πότης! Κάθε μέρα έπινε σε διάφορα στέκια της περιοχής. Είναι ντροπή να λέει η οικογένεια της Μαρίας αυτά τα πράγματα. Δεν σέβονται ούτε τον εαυτό τους αλλά ούτε και τη μνήμη αυτού του μωρού που “έφυγε” με τόσο βάναυσο και άδικο τρόπο», λέει ιδιοκτήτης καφενείου και συνεχίζει: «Μια ζωή καβγάδες δημιουργούσε από τότε που έμενε στη Σκοπή με την πρώτη του γυναίκα, τη Δέσπω. Ποτό, καβγάδες, χωρισμοί, επανασυνδέσεις, δράματα. Ευτυχώς η Δέσπω, μια εξαιρετική κοπέλα, γλίτωσε από τούτον, αλλά την πλήρωσε το άμοιρο το παιδάκι. Οταν γνώρισε τη Μαρία ήταν ακόμη παντρεμένος με τη Δέσπω και θυμάμαι πως όταν τη συνάντησα μια μέρα στον δρόμο γύρισε και μου είπε: “Δεν πειράζει που χωρίσαμε για μια άλλη γυναίκα. Κάποια μέρα θα έρθει η στιγμή που κι εκείνη θα τον καταλάβει καλά”». Η Δέσπω σήμερα δεν μιλάει. Την πονάνε όσα έχει περάσει. Δεν θέλει καμία ανάμνηση, καμία θύμηση, καμία κουβέντα για το πρόσωπο του Νίκου και τα μόνα της λόγια περιορίζονται σε μία μόνο φράση που λέει λίγα αλλά σημαίνει πολλά: «Εγώ είχα μυαλό και τραβήχτηκα από αυτό τον γάμο».
Για έναν αμετανόητο πότη κάνει λόγο ακόμη ένας άνθρωπος που έβλεπε καθημερινά τον Νίκο, καθώς το μαγαζί που διαθέτει βρίσκεται πολύ κοντά στο δημαρχείο της Σητείας όπου ο δράστης εργαζόταν ως κηπουρός: «Δεν ντρέπονται να λένε τέτοια πράγματα οι συγγενείς της Μαρίας; Δεν έχουν λίγη τσίπα; Λίγο φιλότιμο; Κάθε μέρα σχεδόν, μετά τη δουλειά, ο Νίκος πήγαινε για ποτό με κάποιους φίλους του από τον δήμο σε διάφορα μαγαζιά της περιοχής. Μαζευόντουσαν μάλιστα και σ’ ένα κτίριο του δήμου όπου τα έπιναν. Αυτό που έκανε, να ρίξει βρόντο στο κοπέλι, προσβάλλει την Κρήτη και πρέπει να τιμωρηθεί πολύ σκληρά από τη Δικαιοσύνη. Το ποτό είναι το πάθος του, η δεύτερη φύση του».
Πέρα από τα λεγόμενα των κατοίκων της Σητείας και της Σκοπής, το πάθος του Νίκου για το ποτό επιβεβαιώνεται και από τις συνεχείς αναρτήσεις του στην προσωπική του σελίδα στο Facebook. Εκεί όπου η εμμονή του για το αλκοόλ ξεθυμαίνει με μαντινάδες αφιερωμένες στη ρακή, σεξιστικά σχόλια του τύπου «Κορίτσια, να βάφεστε, δεν έχουμε λεφτά να πιούμε», αλλά και αυτοσχέδια καρνέ με την επιγραφή «Ο.Κ.Ε.» (Ομιλος Κρασοπατέρων Ελλάδος). Ανάμεσα στα παραπάνω, ένα βίντεο με πυροβολισμούς, ένα καλωσόρισμα του γιου του στον κόσμο και η σημείωση ότι τόπος καταγωγής του είναι η... Αρχαία Σπάρτη. Το μόνο ωστόσο που κράτησε από την ηρωική αυτή γη των προγόνων του ήταν η μεταμόρφωσή του σε «εκτελεστή» ενός σύγχρονου παραποιημένου Καιάδα. Στον Καιάδα αυτό δεν πέταξε ωστόσο μόνο το ίδιο του το παιδί, αλλά και τη Μαρία. Τη γυναίκα που γνώρισε πριν από τέσσερα περίπου χρόνια όταν εκείνη εργαζόταν ως καθαρίστρια στον Δήμο Σητείας. Μια γυναίκα που μόλις είχε σκαρφαλώσει από τον γκρεμό της ζωής της, για να ξαναπέσει σε αυτόν μόλις πριν από λίγες ημέρες ακόμη πιο βαθιά...
Η σκληρή ζωή της ευαίσθητης Μαρίας
Οταν η Μαρία στα 26 της χρόνια γνώρισε τον 48χρονο τότε Νίκο, πίστεψε ότι η τύχη της χαμογέλασε για πρώτη φορά. Δεν ήταν τυχερή, ούτε και τόσο δυνατή για να αναστρέψει την πορεία ζωής που κάποιοι άλλοι χάραξαν για εκείνη από τότε που ήταν ακόμη παιδί: «Τι να σου πω παιδάκι μου, μια ζωή δράμα», λέει συγγενής της και συνεχίζει: «Οι δικοί της χώρισαν όταν ήταν πολύ μικρή κι έτσι τα τέσσερα παιδιά, η Μαρία, η Αλεξάνδρα, ο Κωστής και ο Χαράλαμπος, μεγάλωσαν στην κυριολεξία μόνα τους. Η μητέρα τους είχε αρκετά ψυχολογικά προβλήματα και ο πατέρας τους δεν διέθετε τη δύναμη να τα πάρει κοντά του και να τα μεγαλώσει. Τα παιδιά έμπλεξαν με κακές παρέες και είχαν πολλά προβλήματα, τόσο μέσα τους όσο και με τον νόμο. Η μόνη που ξέφυγε, κι αυτό λόγω ενός καλού γάμου, ήταν η Αλεξάνδρα. Η ζωή τους ήταν απελπισία, κακομοιριά. Είχα μάθει ότι για ένα διάστημα ζητιάνευαν για να ζήσουν. Λυπάμαι που δεν μπόρεσα να κάνω κάτι, αλλά περισσότερο λυπάμαι για τον θάνατο αυτού του αθώου μωρού. Ελπίζω τα όσα έγιναν να μην επηρεάσουν το παιδί που έχει από τον πρώτο της γάμο, τον Γιωργάκη. Δεν έχει περάσει και λίγα αυτό το παιδί. Σήμερα ο Γιώργος την έχει ανάγκη όσο ποτέ άλλοτε κι αυτό η Μαρία πρέπει να το καταλάβει καλά».
Η Μαρία παντρεύτηκε μικρή, στα 16 της μόλις χρόνια, έναν συγχωριανό της, τον Μανόλη και μαζί του απέκτησε τον πρώτο της γιο. Νεαρή, άπειρη και κυρίως πονεμένη από τους δικούς της γονείς, δεν είχε ούτε τις γνώσεις αλλά ούτε και τη δύναμη να αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στον νέο της ρόλο. Εξαρτημένη για μεγάλο διάστημα από πράγματα και καταστάσεις που υπόσχονται παροδική ευτυχία, έκανε λάθος επιλογές χάνοντας πολλά και απανωτά στοιχήματα στο παιχνίδι μιας καλύτερης ζωής. Η ανέχεια, κάποια θέματα του συζύγου της με τον νόμο, η μοναξιά και τα ματαιωμένα όνειρά της είχαν ως κατάληξη ένα διαζύγιο που της κόστισε πολύ. Ηταν πριν από περίπου έξι χρόνια όταν εγκατέλειψε με τον 7χρονο τότε γιο της τη Σκοπή και μετακόμισε στη Σητεία για μια καλύτερη ζωή. Εκεί, στο δημαρχείο όπου εργαζόταν περιστασιακά, γνώρισε τον, κατά 22 χρόνια μεγαλύτερό της, Νίκο. Γοητευμένη από την εξωτερική του εμφάνιση και τη φαινομενική του ωριμότητα, τον ερωτεύτηκε βαθιά. Το ίδιο κι εκείνος, ο οποίος εγκατέλειψε οριστικά την πρώτη του σύζυγο για να ζήσει μαζί της: «Στην αρχή όλα ήταν καλά. Το γεγονός μάλιστα της εγκυμοσύνης της, μια περίοδος την οποία έβγαλε στο κρεβάτι προκειμένου να μπορέσει να κρατήσει το παιδί, την έκανε να πετάει στους επτά ουρανούς. Κατά τα άλλα η Μαρία ήταν με τα πόδια καρφωμένα στη γη», λέει μια φίλη της και συνεχίζει: «Ο Νίκος τη ζήλευε παθολογικά. Δεν την άφηνε να βγαίνει από το σπίτι. Είχε χάσει τις φίλες της, το χαμόγελό της. Δεν το έλεγε ανοιχτά, αλλά όσοι τη γνωρίζαμε καλά το καταλαβαίναμε. Πιστεύω ότι ακόμη δεν έχει συνειδητοποιήσει το κακό που της έχει συμβεί. Δεν ξέρω τι άλλο να πω. Σε τέτοιες καταστάσεις δεν υπάρχουν λόγια. Το μόνο που εύχομαι είναι αυτός ο άνθρωπος, που σκότωσε αυτό το πλασματάκι, να σαπίσει στη φυλακή».
Σε λίγες ώρες από τώρα ο 52χρονος (πα)τέρας, στον οποίο ο εισαγγελέας άσκησε ποινική δίωξη για ενδοοικογενειακή βία και θανατηφόρο σωματική βλάβη, θα απολογηθεί ενώπιον του ανακριτή. Το τι θα πει δεν έχει πια τόσο σημασία και όπως όλα δείχνουν ο δρόμος της φυλακής είναι ο επόμενος σταθμός του. Εκεί είναι βέβαιο ότι θα παλέψει σκληρά με τη συνείδησή του επαναλαμβάνοντας μια φράση από τα τσιτάτα post που ανέβαζε κατά καιρούς στα social media: «Και τώρα οι δυο μας, εαυτέ μου. Πιες μαζί μου ένα ποτό και κάτσε να τα πούμε»...
https://www.protothema.gr/
Το βρέφος είχε τραυματιστεί από χτύπημα που δέχθηκε μετά από ρίψη του κινητού τηλεφώνου από τον 54χρονο σε στιγμή εκνευρισμού, προς κατεύθυνση που δεν υπολόγιζε ότι θα απειλήσει το παιδί του, όπως υποστήριξε ενώπιων του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Ηρακλείου.
Η δίκη ολοκληρώθηκε και ο 54χρονος κρίθηκε ατιμώρητος κατά πλειοψηφία, ενώ μειοψήφησαν 3 δικαστές ανάμεσά τους και η πρόεδρος.
Στη δίκη να σημειωθεί ότι δεν παρέστη πολιτική αγωγή, ενώ στο άκουσμα της είδησης οι γονείς του βρέφους, ξέσπασαν σε λυγμούς.
Το χρονικό της τραγωδίας στην Κρήτη: Από το «Ρε Νίκο, πάλι έχεις πιει;» στη δολοφονία ενός βρέφους
Ενα μωρό. Δίπλα του, ένα μπουκάλι ρούμι, μπροστά του ένα ποτήρι γεμάτο πάγο. Η ματιά του άδεια, χαμηλωμένη, γλαρωμένη, ζαλισμένη, στουπί στο μεθύσι. Το μυαλό του ανίκανο να συλλάβει την παράνοια ενήλικων εγκεφάλων, τα χείλη του πολύ μικρά για να υποδείξουν τον ένοχο. Κάποιος το βλέπει και γελά.
Στο ανεγκέφαλο σύμπαν του η εικόνα του δύστυχου αυτού πλάσματος φαντάζει σαν χωρατό, σαν καλαμπούρι, σαν τις πλακίτσες που κάνει και ο ίδιος με τα φιλαράκια του στις καθημερινές του οινοποσίες μετά τη δουλειά. Το κοιτάζει, το ξανακοιτάζει και ύστερα το ποστάρει στην προσωπική του σελίδα στο Facebook μαζί με την ατάκα «Μιλάμε για πολύ πιόμα».
Λίγο καιρό αργότερα, ο ίδιος άνδρας επιστρέφει μεθυσμένος στην οικογενειακή του κλίνη. Οχι για να «στανιάρει», όπως λένε οι φίλοι του, ούτε για να «ξενερώσει», όπως επαναλαμβάνει συχνά ο ίδιος. Επιστρέφει για να εκτονωθεί. Για να πονέσει. Για να εκδικηθεί.
Για να ξεβράσει πάνω σε οικεία κορμιά τη μέθη της δύναμής του, την παραζάλη της ζήλιας του, τη μικροσκοπική του αντρίλα, η άνδρωση της οποίας εξαρτάται πάντα από μερικές κούπες ρακή. Βάζει το κλειδί στην πόρτα, βαδίζει τρικλίζοντας, μπερδεύει λέξεις και συλλαβές και είναι, σαν από πάντα, έτοιμος για το μεγάλο κακό...
Από το «Ρε Νίκο, πάλι έχεις πιει;» στη δολοφονία ενός βρέφους
Τα βήματά του τον οδηγούν αρχικά στο δωμάτιο ενός παιδιού. Οχι δικού του, αλλά της συμβίας του από τον πρώτο της γάμο, «αρραβωνιαστικιάς» για την κλειστή κοινωνία της Σητείας που αρέσκεται σε τυπικότητες μιας light version στάσης ζωής στοιβάζοντας μέσα σε μπαούλα σκληρές αλήθειες, που κόβουν σαν μαχαίρα.
Ο πιτσιρικάς με τα ακουστικά στα αυτιά, ο 13χρονος Γιώργος, τον μυρίζεται με την πρώτη ματιά και χωρίς να τον καλησπερίσει τον ρωτάει θλιμμένα: «Ρε Νίκο, πάλι έχεις πιει;». Εκείνος δεν του απαντά. Του πετά μονάχα μια θυμωμένη ματιά και ύστερα κλείνει πίσω του δυνατά την πόρτα. Ο Γιώργος αδιαφορεί.
Ενας έφηβος είναι ανίκανος να τα βάλει με έναν μεθυσμένο μεσήλικα και πολύ μόνο, απελπιστικά ανοχύρωτος, μπροστά σε θεάματα παραφροσύνης. Ο Γιώργος φορά πάλι τα ακουστικά του, δυναμώνει την ένταση της μουσικής και χάνεται στον κόσμο που αισθάνεται ασφαλής. Ο Γιώργος είναι παρών-απών σε ένα έγκλημα που πρόκειται να διαπραχθεί στο διπλανό δωμάτιο με θύμα τον μόλις πεντέμισι μηνών ετεροθαλή αδελφό του.
Το «Ρε Νίκο, πάλι έχεις πιει;», ακούγεται για μία ακόμη φορά. Οχι από τα χείλη του 13χρονου αγοριού, αλλά από το στόμα της αρραβωνιαστικιάς του, της Μαρίας, η οποία κρατά στην αγκαλιά της το παιδί τους. Ξάφνου, ο ερειπωμένος από το ποτό Νίκος μετατρέπεται σε θεριό.
«Οχι», λέει, «δεν έχω πιει. Κι αν έχω πιει ένα ποτηράκι παραπάνω είναι δικαίωμά μου να το κάνω». Το φωνάζει δυνατά. Το υπερασπίζεται με μένος όπως ακριβώς κάθε μεθυσμένος που περνάει παραπαίοντας από τον πλανήτη της λογικής στη σφαίρα της παράνοιας. Τώρα δεν είναι απλά θυμωμένος. Είναι εξαγριωμένος. Μανιασμένος. Ενα θεριό ανήμερο με οινόπνευμα στο αίμα, φρένιασμα στο μυαλό, χολή στην ψυχή και βία στα χέρια. Βρίζει, σπάει, απειλεί, πετάει αντικείμενα, χτυπάει με μανιασμένες γροθιές και κλωτσιές πράγματα και ανθρώπους. Τους δικούς του ανθρώπους. Τη Μαρία και τον γιο τους. Εκείνη δεν αφήνει από τα χέρια της το μωρό. Το βάζει μπροστά της σαν ασπίδα ικανή να ανακόψει τη μανία του παρανοϊκού εχθρού. Λάθος της. Ολέθριο και ασυγχώρητο.
Τα ουρλιαχτά της και το σπαρακτικό κλάμα του μωρού ξεπερνούν σε ένταση ακόμη και τα ντεσιμπέλ της μουσικής που ο 13χρονος Γιώργος κρύβει στα αυτιά του για να μην τους ακούει. Το παιδί σοκάρεται. Τρέχει δίπλα στη μάνα του και παγωμένο την αντικρίζει να εκλιπαρεί για βοήθεια. «Το μωρό, το μωρό!». Το μωρό δεν κλαίει πια. Η σιωπή του έχει παγώσει τα πάντα. Ακόμη και το μένος του 52χρονου Νίκου. Το παιδί τρέχει στο τηλέφωνο. Η ώρα πλησιάζει 12 το βράδυ. Στην άλλη άκρη της γραμμής βρίσκεται τώρα ο πατέρας του, ο Μανώλης: «Μπαμπά, έλα να με πάρεις! Ελα να με σώσεις! Ελα και θα σου εξηγήσω. Μπαμπά, μη μ’ αφήνεις μόνο!».
Τα δάκρυα των γιατρών και το μοιραίο φινάλε
Οι δύο «γονείς», ο Νίκος και η Μαρία, αρπάζουν το βρέφος και κατευθύνονται στο νοσοκομείο της Σητείας. Οι γιατροί αδυνατούν να πιστέψουν στα μάτια τους. «Το μωρό μοιάζει να έχει πέσει από τον 8ο όροφο πολυκατοικίας», λένε. Η δήλωση του διοικητή του νοσοκομείου Σητείας Μανόλη Μιχελάκη ανακόπτει κάθε ελπίδα σωτηρίας, κάθε πιθανό θαύμα: «Το βρέφος ήταν σε πολύ κακή κατάσταση, χωρίς καμία αντίδραση σε ερεθίσματα. Εγινε άμεση χειρουργική και παιδιατρική εκτίμηση από τους εφημερεύοντες γιατρούς του νοσοκομείου μας, διασωληνώθηκε, σταθεροποιήθηκε η κατάστασή του και διακομίστηκε με ασθενοφόρο του ΕΚΑΒ, συνοδεία παιδιάτρου και αναισθησιολόγου στη ΜΕΘ Παίδων του ΠΑΓΝΗ (Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Ηρακλείου).
Οι γιατροί του ΠΑΓΝΗ παραλαμβάνουν το αγγελούδι στη μία τα ξημερώματα της Πέμπτης. Κάνουν ό,τι είναι ανθρωπίνως δυνατό για να το κρατήσουν στη ζωή. Δεν τα καταφέρνουν. Το μωρό αφήνει την τελευταία του πνοή στις 6.35 το πρωί της Πέμπτης μαζί με το μακάβριο ιατρικό ανακοινωθέν των βαρύτατων κρανιοεγκεφαλικών κακώσεων. Πίσω του αφήνει και έναν κόσμο, τον δικό του οικογενειακό κόσμο, ο οποίος στάθηκε ανίκανος, ατάλαντος, άχρηστος και άξεστος απέναντι στην αγάπη...
Ο πότης Νίκος και η δήλωση-καρφί της πρώτης συζύγου του
Οι ώρες που ακολουθούν σοκάρουν το Πανελλήνιο. Οχι μόνο για το απάνθρωπο τέλος του βρέφους αλλά και για τη στήριξη που παρέχουν στο πρόσωπο του δράστη τα αδέλφια της συντρόφου του: «Δεν φταίει ο Νίκος. Ο άνθρωπος έχει καρδιά. Δεν κάνει να πίνει κι αυτός πήγε και ήπιε αλκοόλ και όταν γύρισε σπίτι, του είπε η αδελφή μου: “Για ποιον λόγο πήγες και ήπιες πάλι;” Τότε αυτός νευρίασε και άρχισε να τη βρίζει. Τσακώθηκαν, της πέταξε το κινητό από τα νεύρα του και όπως κρατούσε το μωρό στην αγκαλιά της, το κινητό έπεσε πάνω στο μωρό. Ούτε η μητέρα φταίει ούτε ο πατέρας. Εγινε από αμέλεια», δήλωσε ο αδελφός της Μαρίας, Κώστας Μ., για να συνεχιστεί λίγο αργότερα η πορεία του παραλόγου από την αδελφή τους Αλεξάνδρα: «Ο Νίκος και η Μαρία είχαν μια παραμυθένια ζωή που κάθε ζευγάρι θα επιθυμούσε. Μέσα στο σπίτι δεν υπήρχε καν διαφωνία. Ετυχε τώρα ο άνθρωπος να πιει, αλήθεια είναι ότι δεν πίνει ποτέ του, δεν είναι τέτοιος άνθρωπος, είναι οικογενειάρχης, είναι εργατικός. Δουλεύει για το παιδί του, για τη γυναίκα του. Ωσπου κάτι έγινε χθες, ήπιε, δεν ξέρω γιατί, και όλα ξεκίνησαν από το τίποτα. Δεν υπήρχε λόγος να τσακωθούν, δεν υπήρχε κάτι. Ετυχε το μωρό να είναι σε λάθος θέση τη λάθος στιγμή».
Ενας παραμυθένιος γάμος, ένα μωρό σε λάθος θέση τη λάθος στιγμή και ένας άνδρας που δεν έπινε ποτέ... Πόσα ψέματα μπορούν να χωρέσουν σε μια μόνο πρόταση; Πόση διαστρέβλωση της αλήθειας; Πόση μικροψυχία; Πόσος κυνισμός; Μια απλή βόλτα στα καφενεία της Σητείας και της Σκοπής (ένα μικρό χωριό λίγα χιλιόμετρα έξω από τη Σητεία) είναι αρκετή για να ρίξει από το πρόσωπο του δράστη τη μάσκα του αγγελικού οικογενειάρχη και να φέρει στο φως το πραγματικό του πρόσωπο: «Μεγάλος πότης! Κάθε μέρα έπινε σε διάφορα στέκια της περιοχής. Είναι ντροπή να λέει η οικογένεια της Μαρίας αυτά τα πράγματα. Δεν σέβονται ούτε τον εαυτό τους αλλά ούτε και τη μνήμη αυτού του μωρού που “έφυγε” με τόσο βάναυσο και άδικο τρόπο», λέει ιδιοκτήτης καφενείου και συνεχίζει: «Μια ζωή καβγάδες δημιουργούσε από τότε που έμενε στη Σκοπή με την πρώτη του γυναίκα, τη Δέσπω. Ποτό, καβγάδες, χωρισμοί, επανασυνδέσεις, δράματα. Ευτυχώς η Δέσπω, μια εξαιρετική κοπέλα, γλίτωσε από τούτον, αλλά την πλήρωσε το άμοιρο το παιδάκι. Οταν γνώρισε τη Μαρία ήταν ακόμη παντρεμένος με τη Δέσπω και θυμάμαι πως όταν τη συνάντησα μια μέρα στον δρόμο γύρισε και μου είπε: “Δεν πειράζει που χωρίσαμε για μια άλλη γυναίκα. Κάποια μέρα θα έρθει η στιγμή που κι εκείνη θα τον καταλάβει καλά”». Η Δέσπω σήμερα δεν μιλάει. Την πονάνε όσα έχει περάσει. Δεν θέλει καμία ανάμνηση, καμία θύμηση, καμία κουβέντα για το πρόσωπο του Νίκου και τα μόνα της λόγια περιορίζονται σε μία μόνο φράση που λέει λίγα αλλά σημαίνει πολλά: «Εγώ είχα μυαλό και τραβήχτηκα από αυτό τον γάμο».
Για έναν αμετανόητο πότη κάνει λόγο ακόμη ένας άνθρωπος που έβλεπε καθημερινά τον Νίκο, καθώς το μαγαζί που διαθέτει βρίσκεται πολύ κοντά στο δημαρχείο της Σητείας όπου ο δράστης εργαζόταν ως κηπουρός: «Δεν ντρέπονται να λένε τέτοια πράγματα οι συγγενείς της Μαρίας; Δεν έχουν λίγη τσίπα; Λίγο φιλότιμο; Κάθε μέρα σχεδόν, μετά τη δουλειά, ο Νίκος πήγαινε για ποτό με κάποιους φίλους του από τον δήμο σε διάφορα μαγαζιά της περιοχής. Μαζευόντουσαν μάλιστα και σ’ ένα κτίριο του δήμου όπου τα έπιναν. Αυτό που έκανε, να ρίξει βρόντο στο κοπέλι, προσβάλλει την Κρήτη και πρέπει να τιμωρηθεί πολύ σκληρά από τη Δικαιοσύνη. Το ποτό είναι το πάθος του, η δεύτερη φύση του».
Πέρα από τα λεγόμενα των κατοίκων της Σητείας και της Σκοπής, το πάθος του Νίκου για το ποτό επιβεβαιώνεται και από τις συνεχείς αναρτήσεις του στην προσωπική του σελίδα στο Facebook. Εκεί όπου η εμμονή του για το αλκοόλ ξεθυμαίνει με μαντινάδες αφιερωμένες στη ρακή, σεξιστικά σχόλια του τύπου «Κορίτσια, να βάφεστε, δεν έχουμε λεφτά να πιούμε», αλλά και αυτοσχέδια καρνέ με την επιγραφή «Ο.Κ.Ε.» (Ομιλος Κρασοπατέρων Ελλάδος). Ανάμεσα στα παραπάνω, ένα βίντεο με πυροβολισμούς, ένα καλωσόρισμα του γιου του στον κόσμο και η σημείωση ότι τόπος καταγωγής του είναι η... Αρχαία Σπάρτη. Το μόνο ωστόσο που κράτησε από την ηρωική αυτή γη των προγόνων του ήταν η μεταμόρφωσή του σε «εκτελεστή» ενός σύγχρονου παραποιημένου Καιάδα. Στον Καιάδα αυτό δεν πέταξε ωστόσο μόνο το ίδιο του το παιδί, αλλά και τη Μαρία. Τη γυναίκα που γνώρισε πριν από τέσσερα περίπου χρόνια όταν εκείνη εργαζόταν ως καθαρίστρια στον Δήμο Σητείας. Μια γυναίκα που μόλις είχε σκαρφαλώσει από τον γκρεμό της ζωής της, για να ξαναπέσει σε αυτόν μόλις πριν από λίγες ημέρες ακόμη πιο βαθιά...
Η σκληρή ζωή της ευαίσθητης Μαρίας
Οταν η Μαρία στα 26 της χρόνια γνώρισε τον 48χρονο τότε Νίκο, πίστεψε ότι η τύχη της χαμογέλασε για πρώτη φορά. Δεν ήταν τυχερή, ούτε και τόσο δυνατή για να αναστρέψει την πορεία ζωής που κάποιοι άλλοι χάραξαν για εκείνη από τότε που ήταν ακόμη παιδί: «Τι να σου πω παιδάκι μου, μια ζωή δράμα», λέει συγγενής της και συνεχίζει: «Οι δικοί της χώρισαν όταν ήταν πολύ μικρή κι έτσι τα τέσσερα παιδιά, η Μαρία, η Αλεξάνδρα, ο Κωστής και ο Χαράλαμπος, μεγάλωσαν στην κυριολεξία μόνα τους. Η μητέρα τους είχε αρκετά ψυχολογικά προβλήματα και ο πατέρας τους δεν διέθετε τη δύναμη να τα πάρει κοντά του και να τα μεγαλώσει. Τα παιδιά έμπλεξαν με κακές παρέες και είχαν πολλά προβλήματα, τόσο μέσα τους όσο και με τον νόμο. Η μόνη που ξέφυγε, κι αυτό λόγω ενός καλού γάμου, ήταν η Αλεξάνδρα. Η ζωή τους ήταν απελπισία, κακομοιριά. Είχα μάθει ότι για ένα διάστημα ζητιάνευαν για να ζήσουν. Λυπάμαι που δεν μπόρεσα να κάνω κάτι, αλλά περισσότερο λυπάμαι για τον θάνατο αυτού του αθώου μωρού. Ελπίζω τα όσα έγιναν να μην επηρεάσουν το παιδί που έχει από τον πρώτο της γάμο, τον Γιωργάκη. Δεν έχει περάσει και λίγα αυτό το παιδί. Σήμερα ο Γιώργος την έχει ανάγκη όσο ποτέ άλλοτε κι αυτό η Μαρία πρέπει να το καταλάβει καλά».
Η Μαρία παντρεύτηκε μικρή, στα 16 της μόλις χρόνια, έναν συγχωριανό της, τον Μανόλη και μαζί του απέκτησε τον πρώτο της γιο. Νεαρή, άπειρη και κυρίως πονεμένη από τους δικούς της γονείς, δεν είχε ούτε τις γνώσεις αλλά ούτε και τη δύναμη να αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στον νέο της ρόλο. Εξαρτημένη για μεγάλο διάστημα από πράγματα και καταστάσεις που υπόσχονται παροδική ευτυχία, έκανε λάθος επιλογές χάνοντας πολλά και απανωτά στοιχήματα στο παιχνίδι μιας καλύτερης ζωής. Η ανέχεια, κάποια θέματα του συζύγου της με τον νόμο, η μοναξιά και τα ματαιωμένα όνειρά της είχαν ως κατάληξη ένα διαζύγιο που της κόστισε πολύ. Ηταν πριν από περίπου έξι χρόνια όταν εγκατέλειψε με τον 7χρονο τότε γιο της τη Σκοπή και μετακόμισε στη Σητεία για μια καλύτερη ζωή. Εκεί, στο δημαρχείο όπου εργαζόταν περιστασιακά, γνώρισε τον, κατά 22 χρόνια μεγαλύτερό της, Νίκο. Γοητευμένη από την εξωτερική του εμφάνιση και τη φαινομενική του ωριμότητα, τον ερωτεύτηκε βαθιά. Το ίδιο κι εκείνος, ο οποίος εγκατέλειψε οριστικά την πρώτη του σύζυγο για να ζήσει μαζί της: «Στην αρχή όλα ήταν καλά. Το γεγονός μάλιστα της εγκυμοσύνης της, μια περίοδος την οποία έβγαλε στο κρεβάτι προκειμένου να μπορέσει να κρατήσει το παιδί, την έκανε να πετάει στους επτά ουρανούς. Κατά τα άλλα η Μαρία ήταν με τα πόδια καρφωμένα στη γη», λέει μια φίλη της και συνεχίζει: «Ο Νίκος τη ζήλευε παθολογικά. Δεν την άφηνε να βγαίνει από το σπίτι. Είχε χάσει τις φίλες της, το χαμόγελό της. Δεν το έλεγε ανοιχτά, αλλά όσοι τη γνωρίζαμε καλά το καταλαβαίναμε. Πιστεύω ότι ακόμη δεν έχει συνειδητοποιήσει το κακό που της έχει συμβεί. Δεν ξέρω τι άλλο να πω. Σε τέτοιες καταστάσεις δεν υπάρχουν λόγια. Το μόνο που εύχομαι είναι αυτός ο άνθρωπος, που σκότωσε αυτό το πλασματάκι, να σαπίσει στη φυλακή».
Σε λίγες ώρες από τώρα ο 52χρονος (πα)τέρας, στον οποίο ο εισαγγελέας άσκησε ποινική δίωξη για ενδοοικογενειακή βία και θανατηφόρο σωματική βλάβη, θα απολογηθεί ενώπιον του ανακριτή. Το τι θα πει δεν έχει πια τόσο σημασία και όπως όλα δείχνουν ο δρόμος της φυλακής είναι ο επόμενος σταθμός του. Εκεί είναι βέβαιο ότι θα παλέψει σκληρά με τη συνείδησή του επαναλαμβάνοντας μια φράση από τα τσιτάτα post που ανέβαζε κατά καιρούς στα social media: «Και τώρα οι δυο μας, εαυτέ μου. Πιες μαζί μου ένα ποτό και κάτσε να τα πούμε»...
https://www.protothema.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για πες