Η γριά Κωνστάντω καθισμένη στην άκρη της πλακόστρωτης αυλής, τυλιγμένη με τα σκουτιά της, απολαμβάνει τις ακτίνες του ανοιξιάτικου ήλιου, στο μικρό ευρυτανικό χωριό.
Από την θέση που βρίσκεται βλέπει αρκετά μακριά κι έτσι διακρίνει τους γείτονές της να τραβούν το μονοπάτι για την εβδομαδιαία συνάντηση με τον ταχυδρόμο του χωριού.
Ημέρα Πέμπτη, ημέρα που ομορφαίνει ο κόσμος της μόνο και μόνο με την σκέψη και την ελπίδα ότι θα λάβει γράμμα από τα βλαστάρια της που βρίσκονται χρόνια στην ξενιτιά. Αυτή την χαρά, την ελπίδα, την προσμονή, μόνο ο Κυρ-Κώστας, ο ταχυδρόμος του χωριού, μπορεί να της την δώσει.
Για την ίδια μα και για τους συγχωριανούς της, ο ταχυδρόμος, μετά τον παπά, τον πρόεδρο και το δάσκαλο, ήταν το πρόσωπο που όλοι σέβονταν και που περίμεναν για να ακούσουν κάθε Πέμπτη εκείνη τη χαρακτηριστική ιδιόμορφη ταχυδρομική ''σάλπιγγα'' με τον βραχνό ήχο να τους καλεί στο καθιερωμένο σημείο συνάντησης.
Στο τέρμα του δρόμου λοιπόν, στο ''μονοπάτι του ταχυδρόμου'' όπως καθιερώθηκε να λέγεται, εκεί στον ίσκιο ενός χιλιοχρονίτικου δένδρου κάθεται ο Κυρ-Κώστας, περιμένοντας τους συγχωριανούς του. Καπνίζοντας αργά το βαρύ σέρτικο τσιγάρο του, το ''Έθνος κόκκινο'', ξέρει ακριβώς το χρόνο που θα εμφανιστεί ο πρώτος συγχωριανός του αναψοκοκκινισμένος από το περπάτημα και την προσμονή να λάβει το πολυπόθητο γράμμα.
Το μικρό αυτό χωριό της Ευρυτανίας όπως και όλα τα υπόλοιπα έχουν ρημάξει χρόνια τώρα με το φευγιό όλων σχεδόν των νέων σε χώρες μακρινές όπως ο Καναδάς, η Αυστραλία η Αμερική και λίγο πιο κοντά η Γερμανία.
Η μετανάστευση να ήταν άραγε ''ευλογία'' όπως έλεγε τότε ένας... ''μεγάλος'' πολιτικός της εποχής;Εμ όχι, κατάρα και πόνος ήταν για τις μανάδες και τους πατεράδες που αποχαιρετούσαν τα παιδιά τους χωρίς να ξέρουν αν θα τα ξαναδούν.
Την ιερή εκείνη ώρα που ο Κυρ-Κώστας άνοιγε την βαριά δερμάτινη τσάντα, δεν άκουγες τον παραμικρό ήχο από τους συγκεντρωμένους. Μόνο τα ονόματα που έγραφαν πάνω τα γράμματα άκουγες και τα ροζιασμένα χέρια που απλώνονταν για να το πιάσουν έβλεπες εκείνη την στιγμή.
Ο καθένας που έπαιρνε το γράμμα από τον δικό του άνθρωπο, το κρατούσε σφιχτά στα χέρια του, με την επόμενη κίνηση... να το φέρνει κοντά στα χείλη του και να το φιλάει. Έτσι είχαν την μάταιη αίσθηση ότι φιλούσαν τον δικό τους άνθρωπο.
Όσοι λάβαιναν το γράμμα που περίμεναν, έπαιρναν μαζί τους και τα γράμματα για αυτούς που ήταν ανήμποροι να μετακινηθούν, όπως η γριά Κωνστάντω, με κάποια καθυστέρηση βέβαια που είχε να κάνει με το γεγονός πως οι περισσότεροι από την λαχτάρα τους να μάθουν νέα από τα παιδιά τους τα άνοιγαν πριν φτάσουν στο σπίτι, όσοι ήξεραν γράμματα βέβαια και μπορούσαν να διαβάσουν.Έβλεπες λοιπόν στην σειρά όλοι οι χωριανοί να κάθονται στο μονοπάτι και να διαβάζουν!
Ο Κυρ-Κώστας ο ταχυδρόμος πριν πάρει το δρόμο για το επόμενο χωριό καθόταν με αυτούς που για άλλη μια φορά δεν είχαν πάρει γράμμα προσπαθώντας μέσα από μια καλή κουβέντα, μέσα από μια ιστορία που τους έλεγε να τους κάνει να γελάσουν λίγο να διώξουν την πίκρα που τους κατέκλυζε.
Ήταν μάστορας σε αυτό, άλλωστε κάθε Κυριακή με το σχόλασμα της εκκλησίας κι αφού πρώτα είχε κάνει το καθήκον του ως ψάλτης, κατόπιν, εκεί στο καφενείο του χωριού, βοηθούντος βέβαια και του τσίπουρου αφηγούταν απίστευτα περιστατικά που έφτιαχναν το κέφι στην ομήγυρη και έτσι ξεχώριζε μ' έναν ευχάριστο τρόπο και η κυριακάτικη αργία.
Εκείνη τη μέρα η ανήμπορη γριά Κωνστάντω πήρε από τον γείτονά της τον κυρ Γιώργη το γράμμα που περίμενε από τα παιδιά της. Με τι λαχτάρα το πήρε στα χέρια της και πόσο σφιχτά το έσφιξε στον κόρφο της! Ο κυρ Γιώργης έκατσε κατάχαμα δίπλα της και άρχισε να της διαβάζει.
Σταματούσε και την κοίταζε ....πόσο έλαμπε το πρόσωπό της, πόση γλύκα εξέπεμπαν τα μάτια της στο άκουσμα ότι τα παιδιά της είναι όλα καλά ότι την αγαπάνε και ότι ο μεγαλύτερος γιος της σκέφτεται να έρθει το καλοκαίρι, όλα μα όλα ότι της διάβαζε την έκαναν να ξανανιώνει, ευχαριστώντας το Θεό για την ξεχωριστή μέρα. Δύναμη, κουράγιο και ανάταση ψυχής ήταν αυτά τα γράμματα που κατά καιρούς έπαιρνε από τα ξενιτεμένα παιδιά της αυτή η γυναίκα, αλλά και όλοι οι κάτοικοι του χωριού...
Όλα τα παραπάνω ήταν ο λόγος που αναφέρθηκα σε τούτο το μονοπάτι της μνήμης που χωμένο μέσα στα δένδρα, σαν μια φυσική αψίδα, υπάρχει ακόμη σε αυτό το χωριό που αναφέρεται η ιστορία μας. Είναι ακόμη εκεί αν και εγκαταλελειμμένο και με έντονα τα σημάδια του χρόνου, για να μας θυμίζει πόσο σημαντικό και κοινωνικά χρήσιμο ήταν το επάγγελμα του ταχυδρόμου τότε που δεν υπήρχαν ίντερνετ, e -mail, τηλεόραση, ραδιόφωνο. Είναι εκεί πολύτιμο θυμητάρι και για εμάς τους μεγαλύτερους που είχαμε την τύχη να γνωρίσουμε τον Κυρ-Κώστα και να θυμόμαστε ιστορίες που μας έλεγε, πάντα στο καφενείο.
Το "μονοπάτι του ταχυδρόμου" συνιστά μια ξεχωριστή εμπειρία για εκείνον που θα αξιωθεί να κάνει αυτή την απόπειρα γνωριμίας. Θα τον πλανέψει το τοπίο, η διαδρομή, θα νοιώσει εκείνη την δύσκολη εποχή μέσα του, θα αφουγκραστεί τους ήχους του χωριού. Θα ακούσει τον νερόμυλο να αλέθει στο ρέμα, τα αηδόνια να κελαηδούν, τους ήχους από τις γκλίτσες των χωρικών πάνω στις πέτρες πηγαίνοντας για την συνάντηση με τον ταχυδρόμο. Αν είναι τυχερός, που ξέρεις, μπορεί ν' ακούσει και τη ''σάλπιγγα'' του Κυρ-Κώστα να αντιλαλεί στα πέρατα του κόσμου.
ΥΓ.: "Το μονοπάτι του ταχυδρόμου" βρίσκεται στο Καλεσμένο Ευρυτανίας! Η φωτογραφία του αφιερώματος επελέγη από το διαδίκτυο.
Ηταν ένα νοσταλγικό αφιέρωμα από τον συμπατριώτη μας Σεραφείμ Τσιουγκρή για το blog "Ευρυτάνας ιχνηλάτης"
από ΕΥΡΥΤΑΝΑΣ ΙΧΝΗΛΑΤΗΣ
Από την θέση που βρίσκεται βλέπει αρκετά μακριά κι έτσι διακρίνει τους γείτονές της να τραβούν το μονοπάτι για την εβδομαδιαία συνάντηση με τον ταχυδρόμο του χωριού.
Ημέρα Πέμπτη, ημέρα που ομορφαίνει ο κόσμος της μόνο και μόνο με την σκέψη και την ελπίδα ότι θα λάβει γράμμα από τα βλαστάρια της που βρίσκονται χρόνια στην ξενιτιά. Αυτή την χαρά, την ελπίδα, την προσμονή, μόνο ο Κυρ-Κώστας, ο ταχυδρόμος του χωριού, μπορεί να της την δώσει.
Για την ίδια μα και για τους συγχωριανούς της, ο ταχυδρόμος, μετά τον παπά, τον πρόεδρο και το δάσκαλο, ήταν το πρόσωπο που όλοι σέβονταν και που περίμεναν για να ακούσουν κάθε Πέμπτη εκείνη τη χαρακτηριστική ιδιόμορφη ταχυδρομική ''σάλπιγγα'' με τον βραχνό ήχο να τους καλεί στο καθιερωμένο σημείο συνάντησης.
Στο τέρμα του δρόμου λοιπόν, στο ''μονοπάτι του ταχυδρόμου'' όπως καθιερώθηκε να λέγεται, εκεί στον ίσκιο ενός χιλιοχρονίτικου δένδρου κάθεται ο Κυρ-Κώστας, περιμένοντας τους συγχωριανούς του. Καπνίζοντας αργά το βαρύ σέρτικο τσιγάρο του, το ''Έθνος κόκκινο'', ξέρει ακριβώς το χρόνο που θα εμφανιστεί ο πρώτος συγχωριανός του αναψοκοκκινισμένος από το περπάτημα και την προσμονή να λάβει το πολυπόθητο γράμμα.
Το μικρό αυτό χωριό της Ευρυτανίας όπως και όλα τα υπόλοιπα έχουν ρημάξει χρόνια τώρα με το φευγιό όλων σχεδόν των νέων σε χώρες μακρινές όπως ο Καναδάς, η Αυστραλία η Αμερική και λίγο πιο κοντά η Γερμανία.
Η μετανάστευση να ήταν άραγε ''ευλογία'' όπως έλεγε τότε ένας... ''μεγάλος'' πολιτικός της εποχής;Εμ όχι, κατάρα και πόνος ήταν για τις μανάδες και τους πατεράδες που αποχαιρετούσαν τα παιδιά τους χωρίς να ξέρουν αν θα τα ξαναδούν.
Την ιερή εκείνη ώρα που ο Κυρ-Κώστας άνοιγε την βαριά δερμάτινη τσάντα, δεν άκουγες τον παραμικρό ήχο από τους συγκεντρωμένους. Μόνο τα ονόματα που έγραφαν πάνω τα γράμματα άκουγες και τα ροζιασμένα χέρια που απλώνονταν για να το πιάσουν έβλεπες εκείνη την στιγμή.
Ο καθένας που έπαιρνε το γράμμα από τον δικό του άνθρωπο, το κρατούσε σφιχτά στα χέρια του, με την επόμενη κίνηση... να το φέρνει κοντά στα χείλη του και να το φιλάει. Έτσι είχαν την μάταιη αίσθηση ότι φιλούσαν τον δικό τους άνθρωπο.
Όσοι λάβαιναν το γράμμα που περίμεναν, έπαιρναν μαζί τους και τα γράμματα για αυτούς που ήταν ανήμποροι να μετακινηθούν, όπως η γριά Κωνστάντω, με κάποια καθυστέρηση βέβαια που είχε να κάνει με το γεγονός πως οι περισσότεροι από την λαχτάρα τους να μάθουν νέα από τα παιδιά τους τα άνοιγαν πριν φτάσουν στο σπίτι, όσοι ήξεραν γράμματα βέβαια και μπορούσαν να διαβάσουν.Έβλεπες λοιπόν στην σειρά όλοι οι χωριανοί να κάθονται στο μονοπάτι και να διαβάζουν!
Ο Κυρ-Κώστας ο ταχυδρόμος πριν πάρει το δρόμο για το επόμενο χωριό καθόταν με αυτούς που για άλλη μια φορά δεν είχαν πάρει γράμμα προσπαθώντας μέσα από μια καλή κουβέντα, μέσα από μια ιστορία που τους έλεγε να τους κάνει να γελάσουν λίγο να διώξουν την πίκρα που τους κατέκλυζε.
Ήταν μάστορας σε αυτό, άλλωστε κάθε Κυριακή με το σχόλασμα της εκκλησίας κι αφού πρώτα είχε κάνει το καθήκον του ως ψάλτης, κατόπιν, εκεί στο καφενείο του χωριού, βοηθούντος βέβαια και του τσίπουρου αφηγούταν απίστευτα περιστατικά που έφτιαχναν το κέφι στην ομήγυρη και έτσι ξεχώριζε μ' έναν ευχάριστο τρόπο και η κυριακάτικη αργία.
Εκείνη τη μέρα η ανήμπορη γριά Κωνστάντω πήρε από τον γείτονά της τον κυρ Γιώργη το γράμμα που περίμενε από τα παιδιά της. Με τι λαχτάρα το πήρε στα χέρια της και πόσο σφιχτά το έσφιξε στον κόρφο της! Ο κυρ Γιώργης έκατσε κατάχαμα δίπλα της και άρχισε να της διαβάζει.
Σταματούσε και την κοίταζε ....πόσο έλαμπε το πρόσωπό της, πόση γλύκα εξέπεμπαν τα μάτια της στο άκουσμα ότι τα παιδιά της είναι όλα καλά ότι την αγαπάνε και ότι ο μεγαλύτερος γιος της σκέφτεται να έρθει το καλοκαίρι, όλα μα όλα ότι της διάβαζε την έκαναν να ξανανιώνει, ευχαριστώντας το Θεό για την ξεχωριστή μέρα. Δύναμη, κουράγιο και ανάταση ψυχής ήταν αυτά τα γράμματα που κατά καιρούς έπαιρνε από τα ξενιτεμένα παιδιά της αυτή η γυναίκα, αλλά και όλοι οι κάτοικοι του χωριού...
Όλα τα παραπάνω ήταν ο λόγος που αναφέρθηκα σε τούτο το μονοπάτι της μνήμης που χωμένο μέσα στα δένδρα, σαν μια φυσική αψίδα, υπάρχει ακόμη σε αυτό το χωριό που αναφέρεται η ιστορία μας. Είναι ακόμη εκεί αν και εγκαταλελειμμένο και με έντονα τα σημάδια του χρόνου, για να μας θυμίζει πόσο σημαντικό και κοινωνικά χρήσιμο ήταν το επάγγελμα του ταχυδρόμου τότε που δεν υπήρχαν ίντερνετ, e -mail, τηλεόραση, ραδιόφωνο. Είναι εκεί πολύτιμο θυμητάρι και για εμάς τους μεγαλύτερους που είχαμε την τύχη να γνωρίσουμε τον Κυρ-Κώστα και να θυμόμαστε ιστορίες που μας έλεγε, πάντα στο καφενείο.
Το "μονοπάτι του ταχυδρόμου" συνιστά μια ξεχωριστή εμπειρία για εκείνον που θα αξιωθεί να κάνει αυτή την απόπειρα γνωριμίας. Θα τον πλανέψει το τοπίο, η διαδρομή, θα νοιώσει εκείνη την δύσκολη εποχή μέσα του, θα αφουγκραστεί τους ήχους του χωριού. Θα ακούσει τον νερόμυλο να αλέθει στο ρέμα, τα αηδόνια να κελαηδούν, τους ήχους από τις γκλίτσες των χωρικών πάνω στις πέτρες πηγαίνοντας για την συνάντηση με τον ταχυδρόμο. Αν είναι τυχερός, που ξέρεις, μπορεί ν' ακούσει και τη ''σάλπιγγα'' του Κυρ-Κώστα να αντιλαλεί στα πέρατα του κόσμου.
ΥΓ.: "Το μονοπάτι του ταχυδρόμου" βρίσκεται στο Καλεσμένο Ευρυτανίας! Η φωτογραφία του αφιερώματος επελέγη από το διαδίκτυο.
Ηταν ένα νοσταλγικό αφιέρωμα από τον συμπατριώτη μας Σεραφείμ Τσιουγκρή για το blog "Ευρυτάνας ιχνηλάτης"
από ΕΥΡΥΤΑΝΑΣ ΙΧΝΗΛΑΤΗΣ
Αχ βρε ιχνυλατη στο τελος εσυ θα μας τρελανεις
ΑπάντησηΔιαγραφήμ αυτα που γραφεις κι ετσι οπως τα γραφεις
Να εισαι παντα καλα σου ευχομαι Οσο για την τρελα
αν ειναι ναρθει απο κατι τετοιο ας ερθει