Κυριακή 31 Μαρτίου 2019

Ευρυτανία: Οι διεργασίες για την ενσωμάτωση στο Ελληνικό κράτος


Μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ιστορική μελέτη που παραχώρησε στο blog "Ευρυτάνας ιχνηλάτης" ο κ. Κυριάκος Χήνας* διατελέσας καθηγητής Ιστορίας στο Ευρωπαϊκό Σχολείο Καρλσρούης στη Γερμανία.

Η ιστορική εμπειρία από την τραχιά σχέση της Ελλάδος με τις ξένες ηγέτιδες δυνάμεις παραπέμπει στη διαλεκτική εγελιανή αλήθεια: όσο εξαρτάς τις ανάγκες σου από τη βούλησή τους, τόσο υποδουλώνεσαι στις αποφάσεις τους---και όσο πιο πολύ υποδουλώνεσαι, τόσο πιο πολύ έχεις την ανάγκη τους.

Αυτή τη δυστυχώς ταπεινωτική πραγματικότητα βίωσε και η Ελλάδα κατά τις κρίσιμες διαβουλεύσεις για τον προσδιορισμό των πρώτων συνόρων του νεοσύστατου ελληνικού κράτους μετά την Επανάσταση.

Ειδικά για την Ευρυτανία, η γεωγραφική θέση της, ακριβώς επάνω στα όρια της γραμμής που θα χώριζε την Ελλάδα από την Τουρκία, τροφοδότησε ένα σημαντικό προβληματισμό στους ευρωπαίους υπεύθυνους των σχετικών αποφάσεων.

Η αφετηρία για να διαμορφωθούν τα σύνορα ήταν το Πρωτόκολλο του Λονδίνου (Μάρτιος 1829), με το οποίο συμπεριλαμβάνονταν στο νεοσύστατο ελληνικό κρατίδιο η Πελοπόννησος, οι Κυκλάδες, η Εύβοια και μικρό μέρος της Στερεάς. 

Για την περιοχή που μας αφορά, προσδιοριζόταν ως εδαφικό όριο η γραμμή η οποία από τον Βόλο διαπερνούσε την προς ανατολάς κορυφή της Όθρυος και εξακολουθούσε μέχρι της προς ανατολάς κορυφής των Αγράφων, που ενώνεται με την Πίνδο.

Αυτή η απόφαση των Μεγάλων απορρίφθηκε αρχικά από την Τουρκία, αλλά ο ρωσοτουρκικός πόλεμος που ακολούθησε οδήγησε στη Συνθήκη της Αδριανουπόλεως, στην οποία (άρθρο 10) η ηττημένη Τουρκία αποδέχεται την αναφερθείσα χάραξη.

Τα ανακλαστικά της Αγγλίας και της Γαλλίας αμέσως δικαιολογημένα κινητοποιήθηκαν, από το φόβο μήπως η Ρωσία αγκαλιαστεί από την Ελλάδα ως λυτρωτική δύναμη, οπότε αναγκάστηκαν να προτείνουν μια φιλελληνικότερη λύση, η οποία συνίστατο στο να ανακηρυχθεί η Ελλάδα ως ανεξάρτητο κράτος (αντί για αυτόνομο) αλλά με μειωμένα εδάφη σε σχέση με την πρότερη συμφωνία.

Η Ευρυτανία πλέον, στην κόψη του ξυραφιού, θα παρέμενε στην τουρκική επικράτεια (Πρωτόκολλο του Λονδίνου, Φεβρουάριος 1830).

Ο ιδιόμορφος "ανταγωνισμός" Ρωσίας-Αγγλίας για να φανούν φιλικοί προς τους Έλληνες είχε μέχρι τότε κριθεί υπέρ της Ρωσίας. Τόσο τα ορλωφικά το 1770, η ευφυής προπαγάνδα για το " ξανθό γένος από τον Βορρά" που θα σώσει την Ελλάδα ή για "το Μόσκοβο που θα φέρει το σεφέρι" αλλά και η κοινή ορθόδοξη χριστιανική πίστη, όσο και το (αποτυχημένο όμως) ρωσικό σχέδιο για 3 αυτόνομες ελληνικές ηγεμονίες, είχαν μόνη αγγλική προσφορά τις πρωτοβουλίες Κάνιγκ.

Φυσικά η ροή των συσχετισμών άλλαζε συνεχώς: Πρώτο, ο Καποδίστριας εξαντλούσε την επιρροή του στην Ευρώπη για να πετύχει λυσιτελέστερες ρυθμίσεις. Δεύτερο, στις αρχές του 1831, ο Ρώσος τοπογράφος Σκαλόν ήρθε στην περιοχή, μελέτησε τα εδάφη και πρότεινε ως σταθερότερη βάση συνόρων τη γραμμή Σπερχειού-Αχελώου. Τρίτο, η άρνηση του Λεοπόλδου του Βελγίου να αναλάβει τον ελληνικό θρόνο λόγω των ολίγων εδαφών που θα είχε το νέο κράτος.

Αυτά θορύβησαν τους Μεγάλους και έτσι υπογράφηκε το Πρωτόκολλο του Σεπτεμβρίου 1831, το οποίο αποδεχόταν για γεωγραφικούς (με μια βαθύτερη ανάγνωση, για διπλωματικούς) λόγους το πόρισμα του Σκαλόν.

Το Πρωτόκολλο μορφοποιήθηκε αναλυτικότερα στη Συνθήκη της Κων-πόλεως (Καλεντέρ Κιόσκ--Ιούλιος 1832), όπου τέθηκε το δίλημμα: είτε τα σύνορα θα χαραχθούν στη γραμμή Βόλου-Άρτας, οπότε η Ελλάδα θα πλήρωνε αποζημίωση στην Τουρκία 40 εκατ. γρόσια είτε στη γραμμή Σπερχειού-Αχελώου με την ταυτόχρονη καταβολή 30 εκατ. γροσίων.

Συστάθηκε ειδική επιτροπή για να μελετήσει τα δύο δεδομένα, στην οποία συμμετείχαν από ένας Έλληνας (στρατηγός Ιωάννης Στάικος), Τούρκος, Ρώσος, Άγγλος, Γάλλος. Οι δύο βασικές συνεδριάσεις (συνολικά εννιά, των οποίων τα πρακτικά δημοσιεύθηκαν από τον Α.Ι.Σούτσο το 1858) έγιναν στα Φουρνά Ευρυτανίας στις 2 και στη Βρύση Ζαχαράκη στις 9 Νοεμβρίου 1832).

Ενώ αρχικά θεωρούνταν ως όριο η κορυφή Βελούχι, τελικά κρίθηκε ότι στη Βρύση Ζαχαράκη (4 ώρες ανατολικά από το Βελούχι) ήταν το σημείο συνάντησης Πίνδου-Όθρυος-Οίτης και εκεί διαιρούνται αληθινά τα ύδατα που καταρρέουν στις λεκάνες του Αχελώου, του Σπερχειού και της Θεσσαλίας.

Η τελική απόφαση ήταν ευνο'ι'κή για την Ελλάδα, αφού προσδιοριζόταν ως όριο η γραμμή Βόλου-Άρτας, που διασφάλιζε επιπρόσθετα την έξοδο στο λιμάνι της Σούρπης, άρα και την ελεύθερη νασιπλο'ί'α σε Αταλάντη-Τρίκερι.

Ήταν η λυτρωτική ώρα για την Ευρυτανία που έτσι ενσωματώθηκε στο ελληνικό κράτος.

Η Τουρκία αντιτάχθηκε σθεναρά σε αυτή τη χάραξη (εμμένοντας κυρίως να περάσει από το Βελούχι η συνοριακή γραμμή), αλλά οι οροθέτες επέμειναν, επειδή αυτά τα σύνορα θα παρείχαν σχετική ασφάλεια στην Ελλάδα.

Οι δυσλειτουργίες στις διαπραγματεύσεις κράτησαν ουσιαστικά μέχρι το 1835, ενώ παράλληλα οι Τούρκοι υποδαύλιζαν συνεχώς την ατμόσφαιρα για να πετύχουν αλλαγές: πρώτο προκαλώντας ή ανεχόμενοι αιματηρές επελάσεις ατάκτων στην περιοχή (όπως η αδιανόητη ολιγοήμερη κατάληψη-λεηλασία της Άρτας από τους ληστές του Ταφίλ Μπούζη) για να καταδείξουν ότι τα σύνορα δεν είναι φερέγγυα, δεύτερο με την άρνηση του Εμίν πασά των Ιωαννίνων να συνεργαστεί και τρίτο με την κωλυσιεργία της Πύλης εφευρίσκοντας διάφορες προφάσεις.

Τον Αύγουστο του 1834 ακολούθησαν ενδελεχείς τοπογραφικές μελέτες στο τμήμα Τατάρνας-Βελουχίου από Άγγλους αξιωματικούς (και στη Λαμία από Ρώσους και Γάλλους) και μετά ο τριγωνισμός και η αναγνώριση του κεντρικού τμήματος των συνόρων.

Τον Ιούνιο του 1835 οι οροθέτες μετέβησαν στον Ρε'ί'ς εφέντη στην Πόλη με την κατηγορηματική άποψη ότι δεν είναι δυνατή η παραμικρή μετατροπή και τελικά τον Δεκέμβριο του 1835 το ζήτημα οριστικά διευθετήθηκε με τη συναίνεση όλων των εμπλεκόμενων με βάση τις προαποφασισμένες ρυθμίσεις.Η Τουρκία είχε ισχνή αντίδραση, μετά τις εις βάρος της εξελίξεις στα Βαλκάνια (όπως η απόσχιση της Σερβίας) και την αρχόμενη σύνολη παρακμή της.

Δικαίωση για τους ελευθερόφρονες κατοίκους της χιλιοτραγουδισμένης περιοχής, για τους οποίους έγραφε ο Άγγλος ιστορικός Φίνλε'ι': "εκείνοι που κατοικούσαν τα Άγραφα, είχαν χαρακτήρα ελεύθερου ανθρώπου και τους ξεχώριζε το θάρρος και το πνεύμα ανεξαρτησίας σε τέτοιο βαθμό που δε συναντούσες στην υπόλοιπη Ελλάδα".

Είναι εμφανές, ακόμη και σε όσους δεν καταγόμαστε από αυτή την περιοχή, ότι οι πολίτες εκεί διαχρονικά αντιστέκονταν συνειδητά στην πείσμονα προσπάθεια των συστημικών να επιβάλουν ένα σύστημα κοινωνικών νοημάτων σύμφωνα με το οποίο πολλές επιλογές είναι δεδομένες, δεν αντιστρέφονται, οπότε δεν έχει νόημα να παλεύουμε για να ρυθμίζουμε αυτόβουλα τη ζωή μας.

Με αυτές τις διεργασίες, ασφαλώς δεν εκπληρώθηκαν οι εθνικοαπελευθερωτικοί πόθοι μεγάλων ελληνικών περιοχών οι οποίες παρέμειναν υπό τουρκική κατοχή. Αλλά ας επισημανθεί ότι, στις όποιες διαμαρτυρίες των Ελλήνων ότι το μικρό κρατίδιο που παραχωρήθηκε δεν ήταν βιώσιμο, οι Μεγάλοι απαντούσαν με κυνικές διακοινώσεις ότι η Ελλάδα οφείλει την ύπαρξή της "εις τας παντοίας και δαψιλείς βοηθείας" αυτών που την ελευθέρωσαν...

Μετά το Σεπτέμβριο του 1831 δεν υπήρχε και η προσωπικότητα του Καποδίστρια, ο οποίος νοηματοδοτούσε την πράξη του συνδυάζοντας την ευγένεια της νηφαλιότητας με την πυγμή της ασυμβίβαστης ρήξης.

Οι κυβερνήσεις της εποχής στοιχίζονταν μάλλον με τη ρήση του Πρόδικου "τοις πεπραγμένοις αισχυνόμενοι, τοις πραττομένοις βαρυνόμενοι". Η γειτονική Θεσσαλία θα περιμένει το μακρινό 1881 για να δικαιωθούν οι εθνικοαπελευθερωτικοί πόθοι της.

ΥΓ.: Ουσιώδης βοήθεια για μερικά γεγονότα του δεύτερου μέρους αυτού του πονήματος αντλήθηκε από το έργο του κ. Ηλία-Αστρινού Βενιανάκη για την οριοθέτηση των ελληνοτουρκικών συνόρων, ειδικά στην Ηπειροθεσσαλία (1832-1836).

*Άρθρο του καθηγητή ιστορίας κ. Κυριάκου Χήνα που προσέφερε στο blog "Ευρυτάνας ιχνηλάτης"

από ΕΥΡΥΤΑΝΑΣ ΙΧΝΗΛΑΤΗΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Για πες