Σάββατο σήμερα, ας πάρουμε μιαν ανάσα ή ας πλανηθεί η ματιά μας πάνω απ’ τα κεραμίδια, στο τοπίο της πίσω κοιλάδας.
Ένα νεαρό (από πλευράς έκδοσης) βιβλίο. «ΦΡΟΣΥΝΗ». Η ιστορία μιας νεαρής κοπέλας κάπου στο Αιγαίο κατά τη δεκαετία του 1960, που προσπαθεί να βρει τον δρόμο της ανάμεσα στον κληρονομημένο κόσμο και σε όσα αναζητεί η ψυχή της, της προτείνει ο «δαίμονάς» της.
Το βιβλίο έχει γράψει ο Γάλλος Jean Bloch - Michel (1912-1987), αντιστασιακός κατά τη ναζιστική κατοχή και φίλος - συναγωνιστής του Αλμπέρ Καμύ. Σε μετάφραση της κυρίας Ευγενίας Γραμματικοπούλου, από τις νεογέννητες εκδόσεις ΟΚΤΑΝΑ.
Ο Jean Bloch - Michel αφηγείται την ιστορία της Φροσύνης σχεδόν με δωρικό ρυθμό. Καθαρή ρεαλιστική σχολή χωρίς εντυπωσιασμούς και τεχνάσματα, αφήνει την ίδια την ιστορία να εστιάζει σε αυτό που θέλει να πει.
Τα ερωτήματα γύρω απ’ το είναι και τον τρόπο του υπάρχειν ξεπροβάλλουν χωρίς φιοριτούρες, αινίγματα και υπεκφυγές, απέριττα με φόντο το φως του Αιγαίου. Αναζητήστε το (ο βιβλιοπώλης σας, φαντάζομαι, δέχεται και παραγγελίες).
***
Μια φορά κι έναν καιρό ο βασιλιάς της Μακεδονίας Αντίγονος (ή ο Κάσσανδρος; – μικρή σημασία έχει) είχε κατέβει στον Νότο για να συνετίσει τους Αθηναίους (διά της φοβέρας), τους Αχαιούς (διά της σπάθης) και τους Σπαρτιάτες (διά του αφανισμού) – ιδιαιτέρως εκείνους τους μεταρρυθμιστές οίτινες χάλαγαν την πιάτσα με τις παραγραφές των χρεών, την ανακατανομή της γης κι άλλα επαναστατικά κινδυνώδη.
Σταθμεύοντας λοιπόν ο Μακεδόνας βασιλιάς στην Ήλιδα, ζήτησε να δει και να μιλήσει (περί φιλοσοφίας εννοείται) με τον Πύρρωνα, διάσημο ήδη φιλόσοφο και εισηγητή στην ελληνική σκέψη της θεωρίας ότι ο κόσμος υπάρχει επειδή ο καθένας αντιλαμβάνεται τον κόσμο ο ίδιος.
Δηλαδή ότι υπάρχουν, όσα θεωρούμε πως υπάρχουν. Υπέργηρος εκείνη την εποχή, ο Πύρρων ζούσε ερημίτης κι αναχωρήτης σε μια σπηλιά δίπλα στον ποταμό Ερύμανθο (ή μήπως τον Λάδωνα; – τι σημασία έχει;) τρώγοντας ελάχιστα απ’ τη χλωρίδα γύρω του και πίνοντας λίγο νερό – ασκητής.
Στα νιάτα του ο Πύρρων έφυγε στρατιώτης για την Ανατολή, μισθοφόρος του Μεγαλέξανδρου και μαζί μ’ αυτόν και τις φωτιές που τον έκαιγαν, έφθασε ώς τις Ινδίες.
Εκεί ο Πύρρων εκτός απ’ τα φάσγανα του Πόρου και τα εξωτικά φρούτα της χώρας δοκίμασε και τις σκέψεις των Ινδών. Γοητευμένος ο μισθοφόρος παρέδωσε την ασπίδα του στους συντρόφους του, πήρε το ρεγάλο του απ’ τον γιο του Φιλίππου, και παρέμεινε εν ειρήνη με τους νέους συντρόφους του ασχολούμενος με πράγματα σπουδαιότερα απ’ τη ρόγα και το χρυσίον.
Με αξιοθαύμαστη βραδυπορία γέρος πια ο Πύρρων επέστρεψε στην Ηλεία και άρχισε εξηγώντας τα καθέκαστα στους συνέλληνες – ενδιαφέροντα, καθ’ ότι απέκτησε ομοϊδεάτες που ίδρυσαν σχολές.
Μετά, ο Πύρρων απηύδησε απ’ τη βοή των ανθρώπων, ίσως και να μισανθρώπεψε, και πάντως πήρε τα βουνά. Με αυτόν τον υπέργηρο σοφό θέλησε να μιλήσει ο Μακεδόνας βασιλιάς – άλλωστε από τη δόξα ενός στρατιώτη του Αλέξανδρου πίστευε ότι θα προσπορισθεί και ο ίδιος.
Έφθασαν οι Ηλείοι απεσταλμένοι του βασιλιά στο άντρο του υπεραιωνόβιου γέροντος και τον παρακάλεσαν να στέρξει στην προσταγή, τον χρύσωσαν, τον απείλησαν – τίποτα, ούτε καν έδειξε να τους αντελήφθη ο φιλόσοφος.
Επέστρεψαν στην Ήλιδα άπρακτοι (και κατατρομαγμένοι για την οργή του Βασιλιά) – όστις όντως οργίσθηκε κι έστειλε στο ιερό άντρο στρατιώτες να εκτελέσουν την εντολή του.
Έφθασαν κι αυτοί στα λημέρια των νεράιδων και των ελεύθερων ζώων, αντίκρισαν τον Πύρρωνα και με κάθε σεβασμό ζήτησαν απ’ τον παλιό στρατιώτη να τους σταθεί συντροφικά και να τους ακολουθήσει στο πρόσταγμα του βασιλιά. Ο φιλόσοφος τους μίλησε μεν, αρνήθηκε δε. Οι στρατιώτες – στρατιωτικοί ήταν – επέμεναν. Και ο Πύρρων αυτοστιγμεί πέθανε.
Άρον - άρον έφυγε απ’ την Ήλιδα ο βασιλιάς, άλλωστε είχε τακτοποιήσει τις υποθέσεις του, είχε διευθετήσει τις εκκρεμότητες, είχε βάλει τα πράγματα στη θέση τους. Έφυγε με τη σκόνη της φάλαγγας να τον ακολουθεί, βιαστική κι αυτή.
Οι τρεις απεσταλμένοι στρατιωτικοί λέγεται ότι δεν επέστρεψαν ποτέ στη Μακεδονία. «Λέγεται», διότι η ιστορία ουδέν περί των τριών αγγέλων - εξαγγέλων που δεν έφεραν καλά νέα στον βασιλιά κατέγραψε. Όμως τα νέα για τον Πύρρωνα τα έμαθε όλη η Ελλάδα, ώς τις μακρινές αποικίες στην Κριμαία και ώς τους αμπελώνες της Μασσαλίας.
Αιώνες μετά, ήρεμα κυλούν τα νερά τους ο Αλφειός, ο Ερύμανθος και ο Λάδωνας, ενώ το κελάηδισμα του Πύρρωνα συνομιλεί με τους επιστήμονες της κβαντικής φυσικής.
Ωραία ιστορία,και αν δεν την πιστεύετε, ζητήστε να σας την επιβεβαιώσει ο Ζάεφ…
stathispontiki@gmail.com
ο Στάθης στο Ποντίκι
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για πες