Τρίτη 11 Δεκεμβρίου 2018

Γραφομηχανές, το αλφαβητάρι του εκσυγχρονισμού της χώρας

Στη μεγάλη αίθουσα του ΕΒΕΑ οι εξετάσεις για την πρόσληψη γραμματέων στο Ευρωκοινουβούλιο το 1980.Απαραίτητο προσόν: η στενογραφία

Γαλλικά, πιάνο, στενογραφία. Κάθε κοπέλα της καλής (μικρο)αστικής
κοινωνίας όφειλε να διαθέτει τα παραπάνω προσόντα τις δεκαετίες του ’50, ’60 και ’70, αν ήθελε να αποκατασταθεί επαγγελματικά ή... προσωπικά. 

«Σήμερα, στην εποχή του λάπτοπ και του γρήγορου Ιντερνετ, οι γραφομηχανές, οι πρόγονοι δηλαδή της σύγχρονης πληροφορικής, έχουν περιέλθει στη λήθη», λέει στην «Κ» ο 75χρονος κ. Σαράντης Κοριτσίδης, ο οποίος από το 1961 μέχρι και το 1997 δραστηριοποιείτο στην εισαγωγή και πώληση γραφομηχανών, όπως και στην εκπαίδευση των πωλητών γραφομηχανών, που «όργωναν» την Ελλάδα.

«Ο πατέρας μου, γεννηθείς το 1904 στην Ανατολική Θράκη, άρχισε από το 1923 να ασχολείται με τις μηχανές γραφείου, αρχικά ως υπάλληλος στην εταιρεία Δεναξάς-Τράκας επί της οδού Σταδίου, ενώ μετά άνοιξε δικό του κατάστημα επί της οδού Σανταρόζα, όπου εμπορευόταν γραφομηχανές, αριθμομηχανές, πολυγράφους και άλλα μηχανήματα», εξηγεί ο κ. Κοριτσίδης, που τα τελευταία επτά χρόνια συλλέγει στοιχεία και ανακαλεί μνήμες από τη γένεση και την εξέλιξη των γραφομηχανών και κατ’ επέκταση της στενογραφίας, που συμπορεύθηκε με τον εκσυγχρονισμό της ελληνικής οικονομίας.

Το «hub» της Σανταρόζα

Στην οδό Σανταρόζα και πέριξ αυτής είχαν συγκεντρωθεί όλοι οι ομότεχνοι, σχηματίζοντας ένα άτυπο «hub». Οι μεγάλες, για τα δεδομένα της εποχής, εταιρείες είχαν δικό τους σύστημα πωλήσεων με πωλητές, αμειβόμενους με βασικό μισθό και ποσοστά, που αναλάμβαναν το «χτυποπόρτι», την πώληση δηλαδή από σπίτι σε σπίτι με έναν χαρτοφύλακα ανά χείρας, γεμάτο εικονογραφημένα διαφημιστικά έντυπα. Από το 1959 άρχισαν να εντάσσονται στο επάγγελμα του πωλητή-πλασιέ γραφομηχανών, που δεν είχε ωράριο, άνθρωποι με προϋπηρεσία στις πωλήσεις και όχι μόνον.

«Μέχρι και το 1985 υπήρχε μεγάλη προσφορά εργαζομένων – Ελληνες που έρχονταν από την Πόλη μετά τα Σεπτεμβριανά του 1955, από την Αλεξάνδρεια και το Κάιρο λόγω Νάσερ ή από τη Βηρυτό εκδιωγμένοι από τον πόλεμο» διευκρινίζει ο ίδιος, «αργότερα ήταν πολλοί απολυθέντες από τη χούντα δημόσιοι υπάλληλοι, στρατιωτικοί και αστυφύλακες».

Επικεφαλής τους ήταν ένας πωλητής με χρέη εκπαιδευτή, που τους μυούσε στα μυστικά του μάρκετινγκ, μιας «επιστήμης» που τότε βρισκόταν στα σπάργανα. Ζητούμενο ήταν να καλλιεργήσουν στον άνθρωπο απέναντί τους την ανάγκη απόκτησης του νέου αυτού μηχανήματος.

«Η επίδειξη των τεχνικών δυνατοτήτων κάθε μηχανής, όταν είχαμε μεράκι, θύμιζε θεατρική παράσταση», σχολιάζει ο κ. Κοριτσίδης, «Το 1965 πήγα να παραδώσω μια επιτραπέζια γραφομηχανή Triumph Matura 50 σε μια ορεινή κοινότητα της Κορινθίας» θυμάται, όπως πιθανώς και πολλοί κάτοικοι, καθώς η τελετή παράδοσης μετατράπηκε σε... γιορτή.

«Ο πρόεδρος και ο γραμματέας μάζεψαν τις κόρες τους και όλες τις μαθήτριες των τελευταίων τάξεων του Γυμνασίου, οι οποίες παρατηρούσαν έκθαμβες το μαγικό και άγνωστο στα μάτια τους μηχάνημα αλλά και εμένα που έπαιζε στα δάκτυλα τη χρήση του». Ολοι συμφώνησαν ότι η αγορά της ήταν επένδυση στο μέλλον.

Τα επιχειρήματα που επιστράτευαν τότε για να πείσουν τους υποψήφιους πελάτες ήταν πολλά: «θα γράφετε πιο γρήγορα», «θα είναι σαν να γράφετε ταυτόχρονα με δύο χέρια», «μπορείτε να έχετε αντίγραφο», «οι δικαστές προτιμούν να διαβάζουν έγγραφα καθαρογραμμένα από μηχανές», «θα μάθετε μια μέθοδο που μπορεί να σας ανοίξει νέους επαγγελματικούς ορίζοντες» κ.ά.

Στη λογική μάλιστα αυτή οι πωλητές διέθεταν «προς δοκιμήν» δύο-τριών ημερών στους ενδιαφερομένους –λογιστές, δακτυλογράφους, συμβολαιογράφους αλλά και πολιτικούς μηχανικούς ή βιοτέχνες– μια γραφομηχανή γαλλικής ή γερμανικής κατασκευής. Παράλληλα, μια ταχυδρομούμενη εφημεριδούλα που έφτανε μέχρι τις εσχατιές της χώρας ενημέρωνε τακτικά το κοινό για τα νέα μοντέλα και τις προσφορές.

«Η παραγωγή αντιγράφων αποτελούσε μέχρι το 1997 αποφασιστικό κριτήριο για την αγορά μιας μηχανής» συμπληρώνει, «το αντίγραφο χρειαζόταν συχνά περισσότερο από το πρωτότυπο».

Η ελληνική γραφειοκρατία έζησε μέρες δόξας με την καθιέρωση των γραφομηχανών: δύο αντίγραφα ήθελε το τελωνείο, δύο το επιμελητήριο, ένα η μεσολαβούσα τράπεζα και ένα η Τράπεζα της Ελλάδος. «Στο δικαστήριο ήθελε τόσα αντίγραφα όσα και οι διάδικοι». Το καρμπόν, ως άλλη κάρτα μνήμης υπολογιστή, ήταν περιζήτητο.

Ο κ. Κοριτσίδης φιλοδοξεί να εκθέσει το συλλεκτικό υλικό που διαθέτει.

Η ενασχόληση με τον κλάδο προσέφερε στους εργαζομένους της μεταπολεμικής Ελλάδας τη δυνατότητα ταξιδιών στο εξωτερικό, καθώς τουλάχιστον μία φορά τον χρόνο έδιναν «παρών» στη μεγάλη βιομηχανική έκθεση CEBIT στο Ανόβερο της τότε Δυτικής Γερμανίας.

Αν και όχι η μοναδική στο είδος της, η έκθεση αποτελούσε σημείο αναφοράς ακόμα και για εταιρείες από τις ΗΠΑ, την Αυστραλία, την Ιαπωνία και τη Μέση Ανατολή. «Η επίσκεψη ήταν επιβεβλημένη σε κάθε επαγγελματία, εκεί είχαμε τη δυνατότητα να πάρουμε μια αντιπροσωπεία, να διαπραγματευθούμε, να παρακολουθήσουμε σεμινάρια, να προμηθευτούμε έντυπο πληροφοριακό υλικό, πολύτιμο στην προ Ιντερνετ εποχή», διηγείται ο κ. Κοριτσίδης. «Συναντούσαμε από κοντά ανθρώπους που τον υπόλοιπο χρόνο επικοινωνούσαμε τηλεφωνικά, με telex ή fax».

Bιομηχανική κατασκοπεία

Η οργάνωση εντυπωσίαζε τους Ελληνες επισκέπτες, αλλά και η φιλοξενία, καθώς λόγω του μεγάλου αριθμού επισκεπτών επιστρατεύονταν δωμάτια σε οικίες, κάτι ανάλογο του airbnb. «Εφτανα πάντοτε στο Ανόβερο με μερικά μπουκάλια κονιάκ Μεταξά, τριών ή πέντε αστέρων, τα οποία έδινα δώρο σε οικοδεσπότες ή νέους συνεργάτες».

Σύμφωνα με τον ίδιο, στους δαιδαλώδεις διαδρόμους της διοργάνωσης μεταξύ των περιπτέρων διαμορφώνονταν οι ιδανικές συνθήκες για βιομηχανική... κατασκοπεία. «Συχνά απέκρυπταν χαρακτηριστικά, γιατί οι ανταγωνιστές φωτογράφιζαν τα προϊόντα» προσθέτει, «ήταν η εποχή που στην αγορά άρχιζε να μπαίνει και η Ιαπωνία».

Ομως και οι ίδιες οι γραφομηχανές γίνονταν συχνά «συνεργοί» σε απάτες. «Υπήρξαν άδειες λειτουργίας καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος αλλά και πιστοποιητικά μετοικεσίας Ελλήνων στο εξωτερικό, όπου με διαγραφή ψηφίων και προσεκτική απόξεση, παραποιούντο», ενώ «εγώ προσωπικά ως μαθητής παραποιούσα βαθμούς στους ελέγχους των συμμαθητών μου», ομολογεί ο κ. Κοριτσίδης. Μέχρι και πρόσφατα, άλλωστε, σε γραφομηχανές συντάσσονταν προκηρύξεις και ανώνυμες απειλητικές επιστολές...

Ενας αμετανόητος λάτρης του τικ τακ

Η ειδικότητα της δακτυλογράφου, που καθιερωνόταν ως το κατεξοχήν επάγγελμα για γυναίκες, κέρδιζε έδαφος παγκοσμίως. Εξειδικευμένες σχολές, εγχειρίδια διδασκαλίας άνευ διδασκάλου αλλά και πολύμηνη πρακτική εξάσκηση συνέβαλαν στην τελειοποίηση των προσόντων. Στο Βερολίνο είχε καθιερωθεί μάθημα στενογραφίας τεσσάρων εξαμήνων στην Εμπορική Σχολή το διάστημα 1925-31.

Κινητικότητα υπήρχε και στην Ελλάδα. Ο ΣΕΓΡΑ (Σύλλογος Εμπόρων Γραφομηχανών) περιελάμβανε στις προσφορές του προς δημοσίους οργανισμούς, το διάστημα 1950-60, τη διδασκαλία. «Τους διευκρινίζαμε ότι με κέντρο το ψηφίο Η στο πληκτρολόγιο θα χτυπούν τα προς αριστερά ψηφία με τα δάκτυλα του αριστερού χεριού και αντίστροφα τα ψηφία που βρίσκονται δεξιά του Η».

Η εκμάθηση του τυφλού συστήματος απαιτούσε πειθαρχία και επιμέλεια. «Ας μην ξεχνάμε ότι η γραφομηχανή απετέλεσε μετεξέλιξη της μηχανής που είχε κατασκευάσει ο Μπράιγ για ανθρώπους με προβλήματα όρασης», σημειώνει ο κ. Κοριτσίδης, που δηλώνει «αμετανόητος εραστής» του τικ τακ της γραφομηχανής. Εξ ου και συγκεντρώνει συλλεκτικά κομμάτια.
http://www.kathimerini.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Για πες