Με τον καιρό πέρασαν πολλά χρόνια από τότε που υπερασπίστηκε για τελευταία φορά τη γιορτή.Όταν προσπαθείς να μετρήσεις τα χρόνια, τα χρόνια γίνονται αμέτρητα.
Τότε, την τελευταία χρονιά που υπερασπίσθηκε τη γιορτή που πια γιορτή δεν ήταν, λίγοι από τους τελευταίους συντρόφους είχαν συγκινηθεί, ο ασύρματος τερέτισε πολεμικός και τα νέα έφθασαν στις λίγες καρδιές που γρηγορούσαν ακόμα.
Ύστερα κι εκείνη η νύχτα πέρασε,τα γεγονότα φόρεσαν τις στολές της εργασίας τους και ο κόσμος, πρωινός μέσα στ’ αγιάζι έφθανε στις δουλειές του και χτύπαγε κάρτα το είναι του, τύπος και υπογραμμός.
Όμως για τον τελευταίο υπερασπιστή της γιορτής η νύχτα διήρκησε παράδοξη και η μέρα ξημέρωσε παράξενη. Μεσάνυχτα ο Αηγιώργης κατέβηκε απ’ τ’ άλογο και πήρε αγκαλιά το κεφάλι του δράκου, γλυκά να ξεψυχήσει. Κι από κοντά ήρθε ο Ηλίας από τον κάτω κόσμο και ζήτησε να ακούσει τα λαϊκά.
Ύστερα κι εκείνη η νύχτα πέρασε,τα γεγονότα φόρεσαν τις στολές της εργασίας τους και ο κόσμος, πρωινός μέσα στ’ αγιάζι έφθανε στις δουλειές του και χτύπαγε κάρτα το είναι του, τύπος και υπογραμμός.
Όμως για τον τελευταίο υπερασπιστή της γιορτής η νύχτα διήρκησε παράδοξη και η μέρα ξημέρωσε παράξενη. Μεσάνυχτα ο Αηγιώργης κατέβηκε απ’ τ’ άλογο και πήρε αγκαλιά το κεφάλι του δράκου, γλυκά να ξεψυχήσει. Κι από κοντά ήρθε ο Ηλίας από τον κάτω κόσμο και ζήτησε να ακούσει τα λαϊκά.
- Δεν ακούτε λαϊκά στον κάτω κόσμο, Ηλία μου.
- Ακούμε, αλλά ο ένας απ’ τον άλλον απέχουμε πολλά χιλιόμετρα, ή μίλια, ή λεύγες θαρρώ.
Ακούσαμε τα λαϊκά.
Μετά ήρθαν τα σκυλιά. «Ώρα να πηγαίνω» είπε ο Ηλίας.
Από ’κείνη την παράξενη βραδιά πέρασαν πάλι χρόνια πολλά. Αλλού έτη φωτός, εδώ χρονολογίες, άλλες σημαδιακές κι άλλες ασήμαντες. Οι σύντροφοι λιγόστεψαν ακόμα πιο πολύ, άλλοι έκαναν την ασπίδα τους χαρταετό κι ένιωσαν πάλι λίγη απ’ τη χαρά της πλανεύτρας ζωής κι άλλοι έκαμναν την ασπίδα τους δίσκο – «ό,τι έχετε ευχαρίστηση» – και πρόκοψαν: λοχαγοί και γιάπηδες, στρατοδίκες για δύο δολάρια το κεφάλι και άλλες ταραντούλες.
Η σημαία όλον αυτόν τον καιρό παρέμενε αγέρωχη. Κυμάτιζε μέσα στην ντουλάπα της σαν να ήταν υψωμένη σε άπληκτο οχυρό.
Ο τελευταίος υπερασπιστής της γιορτής ζωγράφιζε κατά καιρούς πάνω στη σημαία θάλασσες κι ύστερα την έδινε στα παιδιά να ζωγραφίσουν καραβάκια, τη Νήσο των Θησαυρών, τον Άνθρωπο Χωρίς Πατρίδα, τη γοργόνα και άλλες ιστορίες.
***
Φόρεσε τη μεγάλη σου στολή με τα ασημένια επίσημα και μη χαμπαριάζεις. Έβγα στον δρόμο με τη στολή σου να κυματίζει αγέρωχη, κανείς δεν θα τη δει, μην το φοβάσαι. Περπάτα σαν να χορεύεις μέσα σου ζεϊμπέκικο. Κι αν σου μυρίζουν λιβανιές, ο Καραϊσκάκης καταθέτει στεφάνι στο Πολυτεχνείο.
***
Και καθώς θεριεύει η σημαία και βγάζει φωτιές, τα ζούδια που εκδίδονται στην Τσιμισκή και κυβερνάνε τα λόγια και τα δεκάρικα, σπάνε μπροστά της απ’ τον τρόμο. Μεγάλος ο χρόνος τους, λίγες οι ώρες τους. Περπάτησαν και περπατούν σ’ αυτήν την πλάση με τον φόνο αγκαλιά, άλουστοι κι αχτένιστοι, άκλαυτοι πεθαίνουν μπροστά στις ζωγραφιές των παιδιών. Πεθαίνουν κάθε μέρα. Ανεόρταστοι.
Κι όμως, αυτό είναι που θλίβει το πιο πολύ τον τελευταίο υπερασπιστή της γιορτής. Και είναι αυτή η θλίψη που τον σπρώχνει να κάνει το πένθος, πόλεμο. Δεν τελείωσε ακόμα ο καιρός, έρχεται κι άλλος. Το λένε τ’ αγάλματα που πετρώνουν τις στιγμές των ανθρώπων. Το νέκταρ που σου απομένει είναι αυτά που έχεις κάνει.
Υπερήφανος ο τελευταίος υπερασπιστής της γιορτής που γιορτή δεν είναι πια, στρώνει το τραπέζι για την επόμενη γιορτή κι αφήνει τον εαυτό του σεμνά να θυμηθεί τη δόξα των συντρόφων του
όταν εβάδισαν…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για πες