του Σταύρου Χριστακόπουλου
Σε εξομάλυνση των σχέσεων μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας αποβλέπει τελικά η δήλωση προθέσεων – και όχι ακόμη οριστική συμφωνία – την
οποία ανακοίνωσαν ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας και ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Ιερώνυμος.
Παρ’ ότι η δημόσια συζήτηση επί του θέματος μιλούσε για «χωρισμό», τα 15 σημεία της κοινής δήλωσης πρωθυπουργού και αρχιεπισκόπου καταδεικνύουν απόπειρα να επιτευχθούν τα εξής:
● Τακτοποίηση των οικονομικών σχέσεων σε ό,τι αφορά τους κληρικούς, με στόχο τη δημιουργία περιθωρίου για προσλήψεις στους κοινωνικούς τομείς του κράτους.
● Χαμήλωμα των τόνων – και όχι ακριβώς άρση – της διαμάχης για το καθεστώς των διαμφισβητούμενης ιδιοκτησίας περιουσιακών στοιχείων.
● Αποτελεσματικότερη συνδιαχείριση των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων – αλλά και όσων από την αναγνωρισμένη εκκλησιαστική περιουσία θα εισφερθούν για τον ίδιο σκοπό – προς αμοιβαίο όφελος.
● Την απάλειψη εστιών πολιτικής σύγκρουσης, καθώς ο πρωθυπουργός, στην παρουσίαση της δήλωσης προθέσεων για τα οικονομικά της Εκκλησίας, φρόντισε να τονίσει «τη σημαντική, μοναδική θα έλεγα, προσφορά της στη γέννηση και διαμόρφωση της ταυτότητας του ελληνικού κράτους», αλλά και να παράσχει δημοσίως τη διαβεβαίωση πως «η διακηρυκτική αρχή της θρησκευτικής ουδετερότητας του ελληνικού κράτους αφενός διασφαλίζει τους διακριτούς ρόλους μεταξύ Πολιτείας και Εκκλησίας, αφετέρου εγγυάται τη μεταξύ τους συνεργασία στα θέματα κοινού ενδιαφέροντος».
«Ασφαλείς οι κληρικοί»
Για το θέμα του καθεστώτος των κληρικών το σχέδιο συμφωνίας αναφέρει ότι «οι κληρικοί δεν θα νοούνται στο εξής ως δημόσιοι υπάλληλοι και ως εκ τούτου διαγράφονται από την Ενιαία Αρχή Πληρωμών. Το Ελληνικό Δημόσιο δεσμεύεται ότι θα καταβάλλει ετησίως στην Εκκλησία με μορφή επιδότησης ποσό αντίστοιχο με το σημερινό κόστος μισθοδοσίας των εν ενεργεία ιερέων, το οποίο θα αναπροσαρμόζεται ανάλογα με τις μισθολογικές μεταβολές του Ελληνικού Δημοσίου».
Η επιδότηση αυτή, η οποία ανέρχεται σήμερα στα 210 εκατομμύρια ευρώ, «θα καταβάλλεται σε ειδικό ταμείο της Εκκλησίας και προορίζεται αποκλειστικά για τη μισθοδοσία των κληρικών, με αποκλειστική ευθύνη της Εκκλησίας της Ελλάδος και σχετική εποπτεία των αρμόδιων ελεγκτικών κρατικών αρχών».
Στο σχετικό νομοσχέδιο – εφόσον η δήλωση προθέσεων λάβει τη μορφή συμφωνίας – αναμένεται να διευκρινιστεί περισσότερο πώς ακριβώς θα ασκείται ο έλεγχος, ο οποίος αποτελεί σοβαρό ζήτημα δεδομένου ότι:
● Μπορεί μεν να κατοχυρώνεται ο αριθμός των οργανικών θέσεων των απασχολουμένων – ιερέων και λαϊκών –, αλλά προοδευτικά, επειδή «το σημερινό κόστος μισθοδοσίας των εν ενεργεία ιερέων θα αναπροσαρμόζεται ανάλογα με τις μισθολογικές μεταβολές του Ελληνικού Δημοσίου», το κόστος αυτό θα πέφτει, δεδομένου ότι μεγάλο ποσοστό ιερέων βρίσκεται στα πρόθυρα της συνταξιοδότησης και σταδιακά οι παλαιοί ιερείς θα αντικαθίστανται από νέους, των οποίων οι μισθοί θα είναι χαμηλότεροι.
● Άρα θα πρέπει να διασφαλίζεται ότι το κράτος καταβάλλει στο αρμόδιο ταμείο της Εκκλησίας μόνο τα απαραίτητα για τη μισθοδοσία των κληρικών ποσά.
Όσο για το ασφαλιστικό και συνταξιοδοτικό καθεστώς των ιερέων, για το οποίο πολλή κουβέντα έγινε χθες, και μάλιστα προκάλεσε ανησυχία στις τάξεις τους, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος δήλωσε ότι το καθεστώς αυτό θα παραμείνει ως έχει.
Επ’ ωφελεία όλων
Το σημαντικότερο ωστόσο θέμα που προκύπτει από τη δήλωση προθέσεων αφορά τη διαχείριση της εκκλησιαστικής περιουσίας από το προτεινόμενο Ταμείο Αξιοποίησης Εκκλησιαστικής Περιουσίας, στο οποίο θα ενταχθούν τα διαμφισβητούμενα περιουσιακά στοιχεία της Εκκλησίας της Ελλάδος και όσων μητροπόλεων το επιθυμούν, αλλά και όσα καθαρής ιδιοκτησίας στοιχεία θα εισφερθούν εθελοντικά.
Εδώ οι στόχοι είναι ξεκάθαροι:
● Η Πολιτεία επιδιώκει, διά της αξιοποίησης των στοιχείων αυτών, προοδευτικά – και ανάλογα με την οικονομική αποτελεσματικότητα της εν λόγω αξιοποίησης – να απομειώνει το κόστος της επιδότησης προς την Εκκλησία για τη μισθοδοσία των κληρικών.
● Η Εκκλησία να επιτύχει την υψηλότερη δυνατή είσπραξη εσόδων από την κοινή διαχείριση, καθώς το κράτος στη διάρκεια των μνημονίων έχει βελτιώσει την ικανότητά του στη διαχείριση περιουσιακών στοιχείων.
● Το κοινό όφελος προκύπτει και από το ότι διαμφισβητούμενα στοιχεία, χωρίς δηλαδή καθαρό ιδιοκτησιακό καθεστώς, είτε παρέμεναν οικονομικώς ανενεργά είτε παραχωρούνταν δωρεάν ή, σε κάποιες περιπτώσεις, με πενιχρά τιμήματα για χαμηλής οικονομικής απόδοσης δραστηριότητες – κατά πολλούς και με αφανή τιμήματα, τα οποία καρπώνονταν εξίσου αφανείς και μη ελεγχόμενοι παράγοντες.
Η διαχείριση των στοιχείων αυτών από έναν νόμιμο εκπρόσωπο κοινής αποδοχής – το εκκλησιαστικό... υπερταμείο – θα μπορούσε να εκτινάξει τόσο τις αξίες χρήσης τους όσο και τις τιμές πώλησής τους, αλλά και να επιφέρει πλήρη διαφάνεια στη διαχείρισή τους και, συνεπώς, μεγάλα έσοδα και στις δύο πλευρές.
Συγκλίνοντες στόχοι
Κατά τα λοιπά, προφανώς δεν γίνεται λόγος ούτε για διαχωρισμό ούτε καν για πρώτο βήμα προς την κατεύθυνση αυτή. Το ότι όντως επιχειρείται να διευθετηθούν εκκρεμότητες δεκαετιών, αλλά και το ότι ενδεχομένως θα δούμε ως πρόταση για συνταγματική αναθεώρηση – η οποία είναι αμφίβολο αν θα γίνει – κάποιες ρυθμίσεις επί πρακτικών θεμάτων, όπως ο υποχρεωτικός πολιτικός όρκος, επ’ ουδενί λόγω συνιστά χωρισμό Εκκλησίας και Πολιτείας.
Η προφανής σκοπιμότητα του πρωθυπουργού, πέρα από τη μείωση – έως και απαλλαγή σε βάθος άνω της δεκαετίας, κατά τον Δημήτρη Τζανακόπουλο – του κόστους της μισθοδοσίας των ιερέων και της αύξησης των κρατικών εσόδων, αφορά τον καθησυχασμό, αν όχι την προσέγγιση, του χριστεπώνυμου πλήθους, το οποίο είχε βομβαρδιστεί με «πληροφορίες» περί πλήρους αποχριστιανοποίησης του κράτους.
Η σκοπιμότητα του αρχιεπισκόπου εντοπίζεται στην επωφελή για την εκκλησία αξιοποίηση της περιουσίας της και στον περιορισμό της επιρροής όσων εντός του ΣΥΡΙΖΑ ήθελαν ακόμη και τα θρησκευτικά σύμβολα εκτός κράτους.
Αμφότεροι είχαν ως κίνητρο τον... σταυρό και μάλλον επιτυγχάνουν τους στόχους τους – όσο αυτό είναι δυνατόν βεβαίως...
http://www.topontiki.gr/
Σε εξομάλυνση των σχέσεων μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας αποβλέπει τελικά η δήλωση προθέσεων – και όχι ακόμη οριστική συμφωνία – την
οποία ανακοίνωσαν ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας και ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Ιερώνυμος.
Παρ’ ότι η δημόσια συζήτηση επί του θέματος μιλούσε για «χωρισμό», τα 15 σημεία της κοινής δήλωσης πρωθυπουργού και αρχιεπισκόπου καταδεικνύουν απόπειρα να επιτευχθούν τα εξής:
● Τακτοποίηση των οικονομικών σχέσεων σε ό,τι αφορά τους κληρικούς, με στόχο τη δημιουργία περιθωρίου για προσλήψεις στους κοινωνικούς τομείς του κράτους.
● Χαμήλωμα των τόνων – και όχι ακριβώς άρση – της διαμάχης για το καθεστώς των διαμφισβητούμενης ιδιοκτησίας περιουσιακών στοιχείων.
● Αποτελεσματικότερη συνδιαχείριση των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων – αλλά και όσων από την αναγνωρισμένη εκκλησιαστική περιουσία θα εισφερθούν για τον ίδιο σκοπό – προς αμοιβαίο όφελος.
● Την απάλειψη εστιών πολιτικής σύγκρουσης, καθώς ο πρωθυπουργός, στην παρουσίαση της δήλωσης προθέσεων για τα οικονομικά της Εκκλησίας, φρόντισε να τονίσει «τη σημαντική, μοναδική θα έλεγα, προσφορά της στη γέννηση και διαμόρφωση της ταυτότητας του ελληνικού κράτους», αλλά και να παράσχει δημοσίως τη διαβεβαίωση πως «η διακηρυκτική αρχή της θρησκευτικής ουδετερότητας του ελληνικού κράτους αφενός διασφαλίζει τους διακριτούς ρόλους μεταξύ Πολιτείας και Εκκλησίας, αφετέρου εγγυάται τη μεταξύ τους συνεργασία στα θέματα κοινού ενδιαφέροντος».
«Ασφαλείς οι κληρικοί»
Για το θέμα του καθεστώτος των κληρικών το σχέδιο συμφωνίας αναφέρει ότι «οι κληρικοί δεν θα νοούνται στο εξής ως δημόσιοι υπάλληλοι και ως εκ τούτου διαγράφονται από την Ενιαία Αρχή Πληρωμών. Το Ελληνικό Δημόσιο δεσμεύεται ότι θα καταβάλλει ετησίως στην Εκκλησία με μορφή επιδότησης ποσό αντίστοιχο με το σημερινό κόστος μισθοδοσίας των εν ενεργεία ιερέων, το οποίο θα αναπροσαρμόζεται ανάλογα με τις μισθολογικές μεταβολές του Ελληνικού Δημοσίου».
Η επιδότηση αυτή, η οποία ανέρχεται σήμερα στα 210 εκατομμύρια ευρώ, «θα καταβάλλεται σε ειδικό ταμείο της Εκκλησίας και προορίζεται αποκλειστικά για τη μισθοδοσία των κληρικών, με αποκλειστική ευθύνη της Εκκλησίας της Ελλάδος και σχετική εποπτεία των αρμόδιων ελεγκτικών κρατικών αρχών».
Στο σχετικό νομοσχέδιο – εφόσον η δήλωση προθέσεων λάβει τη μορφή συμφωνίας – αναμένεται να διευκρινιστεί περισσότερο πώς ακριβώς θα ασκείται ο έλεγχος, ο οποίος αποτελεί σοβαρό ζήτημα δεδομένου ότι:
● Μπορεί μεν να κατοχυρώνεται ο αριθμός των οργανικών θέσεων των απασχολουμένων – ιερέων και λαϊκών –, αλλά προοδευτικά, επειδή «το σημερινό κόστος μισθοδοσίας των εν ενεργεία ιερέων θα αναπροσαρμόζεται ανάλογα με τις μισθολογικές μεταβολές του Ελληνικού Δημοσίου», το κόστος αυτό θα πέφτει, δεδομένου ότι μεγάλο ποσοστό ιερέων βρίσκεται στα πρόθυρα της συνταξιοδότησης και σταδιακά οι παλαιοί ιερείς θα αντικαθίστανται από νέους, των οποίων οι μισθοί θα είναι χαμηλότεροι.
● Άρα θα πρέπει να διασφαλίζεται ότι το κράτος καταβάλλει στο αρμόδιο ταμείο της Εκκλησίας μόνο τα απαραίτητα για τη μισθοδοσία των κληρικών ποσά.
Όσο για το ασφαλιστικό και συνταξιοδοτικό καθεστώς των ιερέων, για το οποίο πολλή κουβέντα έγινε χθες, και μάλιστα προκάλεσε ανησυχία στις τάξεις τους, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος δήλωσε ότι το καθεστώς αυτό θα παραμείνει ως έχει.
Επ’ ωφελεία όλων
Το σημαντικότερο ωστόσο θέμα που προκύπτει από τη δήλωση προθέσεων αφορά τη διαχείριση της εκκλησιαστικής περιουσίας από το προτεινόμενο Ταμείο Αξιοποίησης Εκκλησιαστικής Περιουσίας, στο οποίο θα ενταχθούν τα διαμφισβητούμενα περιουσιακά στοιχεία της Εκκλησίας της Ελλάδος και όσων μητροπόλεων το επιθυμούν, αλλά και όσα καθαρής ιδιοκτησίας στοιχεία θα εισφερθούν εθελοντικά.
Εδώ οι στόχοι είναι ξεκάθαροι:
● Η Πολιτεία επιδιώκει, διά της αξιοποίησης των στοιχείων αυτών, προοδευτικά – και ανάλογα με την οικονομική αποτελεσματικότητα της εν λόγω αξιοποίησης – να απομειώνει το κόστος της επιδότησης προς την Εκκλησία για τη μισθοδοσία των κληρικών.
● Η Εκκλησία να επιτύχει την υψηλότερη δυνατή είσπραξη εσόδων από την κοινή διαχείριση, καθώς το κράτος στη διάρκεια των μνημονίων έχει βελτιώσει την ικανότητά του στη διαχείριση περιουσιακών στοιχείων.
● Το κοινό όφελος προκύπτει και από το ότι διαμφισβητούμενα στοιχεία, χωρίς δηλαδή καθαρό ιδιοκτησιακό καθεστώς, είτε παρέμεναν οικονομικώς ανενεργά είτε παραχωρούνταν δωρεάν ή, σε κάποιες περιπτώσεις, με πενιχρά τιμήματα για χαμηλής οικονομικής απόδοσης δραστηριότητες – κατά πολλούς και με αφανή τιμήματα, τα οποία καρπώνονταν εξίσου αφανείς και μη ελεγχόμενοι παράγοντες.
Η διαχείριση των στοιχείων αυτών από έναν νόμιμο εκπρόσωπο κοινής αποδοχής – το εκκλησιαστικό... υπερταμείο – θα μπορούσε να εκτινάξει τόσο τις αξίες χρήσης τους όσο και τις τιμές πώλησής τους, αλλά και να επιφέρει πλήρη διαφάνεια στη διαχείρισή τους και, συνεπώς, μεγάλα έσοδα και στις δύο πλευρές.
Συγκλίνοντες στόχοι
Κατά τα λοιπά, προφανώς δεν γίνεται λόγος ούτε για διαχωρισμό ούτε καν για πρώτο βήμα προς την κατεύθυνση αυτή. Το ότι όντως επιχειρείται να διευθετηθούν εκκρεμότητες δεκαετιών, αλλά και το ότι ενδεχομένως θα δούμε ως πρόταση για συνταγματική αναθεώρηση – η οποία είναι αμφίβολο αν θα γίνει – κάποιες ρυθμίσεις επί πρακτικών θεμάτων, όπως ο υποχρεωτικός πολιτικός όρκος, επ’ ουδενί λόγω συνιστά χωρισμό Εκκλησίας και Πολιτείας.
Η προφανής σκοπιμότητα του πρωθυπουργού, πέρα από τη μείωση – έως και απαλλαγή σε βάθος άνω της δεκαετίας, κατά τον Δημήτρη Τζανακόπουλο – του κόστους της μισθοδοσίας των ιερέων και της αύξησης των κρατικών εσόδων, αφορά τον καθησυχασμό, αν όχι την προσέγγιση, του χριστεπώνυμου πλήθους, το οποίο είχε βομβαρδιστεί με «πληροφορίες» περί πλήρους αποχριστιανοποίησης του κράτους.
Η σκοπιμότητα του αρχιεπισκόπου εντοπίζεται στην επωφελή για την εκκλησία αξιοποίηση της περιουσίας της και στον περιορισμό της επιρροής όσων εντός του ΣΥΡΙΖΑ ήθελαν ακόμη και τα θρησκευτικά σύμβολα εκτός κράτους.
Αμφότεροι είχαν ως κίνητρο τον... σταυρό και μάλλον επιτυγχάνουν τους στόχους τους – όσο αυτό είναι δυνατόν βεβαίως...
http://www.topontiki.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για πες