της ΑΝΤΩΝΙΑΣ ΞΥΝΟΥ
Απόφαση-νίκη δανειολήπτη εξέδωσε το Ειρηνοδικείο Αθηνών, επιβάλλοντας αποζημίωση σε τραπεζικό ίδρυμα, καθώς διέθεσε τα προσωπικά του δεδομένα σε εισπρακτική εταιρία δίχως προηγουμένως να λάβει σχετική έγκριση από τον ίδιο.
Πρόκειται για μία ακόμη δικαστική κρίση η οποία βάζει τέλος στη μέχρι πρότινος πάγια τακτική των τραπεζών, που ανέθεταν σε ιδιωτικές εταιρίες την όχληση των πελατών τους, όταν αυτοί είχαν ληξιπρόθεσμες οφειλές. Με την υπ’ αριθμ. 483/2018 απόφαση επιδικάστηκε στο δανειολήπτη το ποσό των 5.869,40 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη.
Οπως αναφέρεται, «η τράπεζα δεν απέδειξε ότι ανυπαιτίως αγνοούσε τα θεμελιωτικά του πταίσματος πραγματικά γεγονότα, όπως έπρεπε για να απαλλαγεί από την ευθύνη της». Να σημειωθεί πάντως πως το δικαστήριο δεν έκανε δεκτό το αίτημα του δανειολήπτη να του καταβληθεί χρηματική αποζημίωση ύψους 10.000 ευρώ. Κι αυτό γιατί -κατά το δικαστικό λειτουργό- το ποσό είναι υπερβολικό, «καθόσον σκοπός του νομοθέτη δεν είναι ο πλουτισμός του υποκειμένου, δηλαδή του δανειολήπτη, αλλά η συμμόρφωση των υπευθύνων επεξεργασίας, δηλαδή της τράπεζας».
Η υπόθεση αφορά σε ένα καταναλωτικό δάνειο ύψους 25.000 ευρώ που έλαβε αστυνομικός το 2010. Για μία πενταετία η αποπληρωμή της δανειακής σύμβασης γινόταν κανονικά, όμως από τις αρχές του 2015 ο δανειολήπτης άρχισε αντιμετωπίζει τις πρώτες δυσκολίες στην εξόφληση των δόσεων του δανείου, ενώ την ίδια περίοδο άρχισαν να καλούν στο κινητό του τηλέφωνο υπάλληλοι εισπρακτικής εταιρίας.
Ακολούθησαν εννέα μήνες οχλήσεων, ωστόσο το ποτήρι ξεχείλισε όταν το τηλέφωνο σήκωσε η 10χρονη κόρη του αστυνομικού. Σύμφωνα με την απόφαση, η ανήλικη έγινε αποδέκτης ερωτήσεων για την ηλικία της και το χρόνο επιστροφής των γονέων της στο σπίτι, γεγονός που εξόργισε τον πατέρα της. Ετσι, απέστειλε εξώδικο, με αποτέλεσμα να σταματήσουν οι οχλήσεις μέχρι το 2017. Τότε, ακολούθησε νέος γύρος αλλεπάλληλων κλήσεων στο κινητό του τηλέφωνο, οι οποίες -όπως καταγράφεται- τον έφεραν σε «εξαιρετικά δύσκολη θέση μπροστά σε συναδέλφους και σε οικεία του πρόσωπα».
Τα τηλεφωνήματα συνεχίστηκαν για περίπου επτά μήνες, οπότε και ο αστυνομικός μαζί με το δικηγόρο, Γιώργο Πούλη, προχώρησαν στην αγωγή κατά του τραπεζικού ιδρύματος.
Σε αυτή αναφερόταν, μεταξύ άλλων, πως από τις παράνομες πράξεις και παραλείψεις της τράπεζας ο δανειολήπτης «έχει υποστεί σημαντική ηθική βλάβη και προσβολή στην προσωπικότητά του, καθώς τα προσωπικά του δεδομένα έχουν ανακοινωθεί και διαρρεύσει σε τρίτους κατά παράβαση του Ν. 2472/1997 και επιπλέον έχει παρουσιαστεί αναξιόχρεος σε συγγενικά του πρόσωπα και στους συναδέλφους του αστυνομικούς χωρίς να ισχύει κάτι τέτοιο».
Για «παράνομες και υπαίτιες πράξεις και παραλείψεις της τράπεζας» κάνει λόγο η δικαστική κρίση, στην οποία επισημαίνεται ότι «προσέβαλαν την προσωπικότητα του ενάγοντος και προκάλεσαν σε αυτόν ηθική βλάβη λόγω της ψυχικής πίεσης και του εκνευρισμού που βίωσε ακόμη και μετά την αποστολή εξωδίκου, με το οποίο δήλωνε στην τράπεζα ότι δεν συναινεί για κανένα λόγο να διαβιβάζει η τελευταία τα προσωπικά του στοιχεία και δεδομένα, συμπεριλαμβανομένων των λογαριασμών και των οφειλών του, σε οποιονδήποτε τρίτο ιδιώτη». Μάλιστα, ο ειρηνοδίκης Αθηνών που εξέδωσε την απόφαση υποστηρίζει ότι «η τράπεζα ήταν υποχρεωμένη, πέραν των όσων αναγράφονται στη δανειακή σύμβαση, στην οποία δεν γίνεται λόγος για διαβίβαση των προσωπικών δεδομένων του ενάγοντος σε άλλες εταιρίες πέραν πιστωτικών και χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων, να τον ενημερώσει ειδικά για την εταιρία ενημέρωσης οφειλετών με την οποία συνεργάζεται».
Κατά το δικαστήριο, οι εισπρακτικές εταιρίες προέβησαν στην επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων του δανειολήπτη διά των υπαλλήλων τους, «χωρίς να έχει ενημερωθεί ο τελευταίος ούτε κατά το αρχικό στάδιο σύναψης της δανειακής σύμβασης και συλλογής των δεδομένων αυτών προς τις ανωτέρω εταιρίες για τα στοιχεία των εταιριών (επωνυμία, διεύθυνση, ταυτότητα εκπροσώπων τους, το όνομα του υπεύθυνου επεξεργασίας) και για το σκοπό επεξεργασίας των δεδομένων του από τις εταιρίες αυτές».
Επισημαίνεται δε πως «η διαβίβαση των προσωπικών στοιχείων και οικονομικών πληροφοριών που τον αφορούσαν, από την τράπεζα σε άλλες εταιρίες, έγινε χωρίς προηγούμενη ενημέρωση του ενάγοντος και οι εταιρίες επεξεργάστηκαν τα στοιχεία χρησιμοποιώντας αυτά διά των υπαλλήλων τους, οι οποίοι τον όχλησαν τηλεφωνικώς».
Ο πληρεξούσιος δικηγόρος, Γιώργος Πούλης, σε δήλωσή του στον «Ε.Τ.» αναφέρει πως «το Ειρηνοδικείο Αθηνών παρέμεινε συνεπές με τις προηγούμενες αποφάσεις του αναφορικά με την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω παράνομης διαβίβασης προσωπικών δεδομένων οφειλετών από τράπεζες σε εταιρίες ενημέρωσης οφειλετών χωρίς προγενέστερη εξατομικευμένη ενημέρωση του οφειλέτη.
Παράλληλα, για πρώτη φορά γίνεται ρητή αναφορά στην πρόσφατη με αριθ. 98/2017 σύσταση της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, που αναφέρει ότι η ενημέρωση του οφειλέτη πρέπει να είναι εξατομικευμένη με συγκεκριμένη αναφορά στο όνομα της εταιρίας ενημέρωσης οφειλετών και έγκαιρη. Δηλαδή, ο οφειλέτης να ενημερώνεται περίπου 15 ημέρες νωρίτερα, ώστε να έχει ικανό χρόνο να ασκήσει τα δικαιώματά του, τα οποία, σε κάθε περίπτωση, πρέπει επίσης να του αναφέρονται και γνωστοποιούνται».
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου 23/8/18
Απόφαση-νίκη δανειολήπτη εξέδωσε το Ειρηνοδικείο Αθηνών, επιβάλλοντας αποζημίωση σε τραπεζικό ίδρυμα, καθώς διέθεσε τα προσωπικά του δεδομένα σε εισπρακτική εταιρία δίχως προηγουμένως να λάβει σχετική έγκριση από τον ίδιο.
Πρόκειται για μία ακόμη δικαστική κρίση η οποία βάζει τέλος στη μέχρι πρότινος πάγια τακτική των τραπεζών, που ανέθεταν σε ιδιωτικές εταιρίες την όχληση των πελατών τους, όταν αυτοί είχαν ληξιπρόθεσμες οφειλές. Με την υπ’ αριθμ. 483/2018 απόφαση επιδικάστηκε στο δανειολήπτη το ποσό των 5.869,40 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη.
Οπως αναφέρεται, «η τράπεζα δεν απέδειξε ότι ανυπαιτίως αγνοούσε τα θεμελιωτικά του πταίσματος πραγματικά γεγονότα, όπως έπρεπε για να απαλλαγεί από την ευθύνη της». Να σημειωθεί πάντως πως το δικαστήριο δεν έκανε δεκτό το αίτημα του δανειολήπτη να του καταβληθεί χρηματική αποζημίωση ύψους 10.000 ευρώ. Κι αυτό γιατί -κατά το δικαστικό λειτουργό- το ποσό είναι υπερβολικό, «καθόσον σκοπός του νομοθέτη δεν είναι ο πλουτισμός του υποκειμένου, δηλαδή του δανειολήπτη, αλλά η συμμόρφωση των υπευθύνων επεξεργασίας, δηλαδή της τράπεζας».
Η υπόθεση αφορά σε ένα καταναλωτικό δάνειο ύψους 25.000 ευρώ που έλαβε αστυνομικός το 2010. Για μία πενταετία η αποπληρωμή της δανειακής σύμβασης γινόταν κανονικά, όμως από τις αρχές του 2015 ο δανειολήπτης άρχισε αντιμετωπίζει τις πρώτες δυσκολίες στην εξόφληση των δόσεων του δανείου, ενώ την ίδια περίοδο άρχισαν να καλούν στο κινητό του τηλέφωνο υπάλληλοι εισπρακτικής εταιρίας.
Ακολούθησαν εννέα μήνες οχλήσεων, ωστόσο το ποτήρι ξεχείλισε όταν το τηλέφωνο σήκωσε η 10χρονη κόρη του αστυνομικού. Σύμφωνα με την απόφαση, η ανήλικη έγινε αποδέκτης ερωτήσεων για την ηλικία της και το χρόνο επιστροφής των γονέων της στο σπίτι, γεγονός που εξόργισε τον πατέρα της. Ετσι, απέστειλε εξώδικο, με αποτέλεσμα να σταματήσουν οι οχλήσεις μέχρι το 2017. Τότε, ακολούθησε νέος γύρος αλλεπάλληλων κλήσεων στο κινητό του τηλέφωνο, οι οποίες -όπως καταγράφεται- τον έφεραν σε «εξαιρετικά δύσκολη θέση μπροστά σε συναδέλφους και σε οικεία του πρόσωπα».
Τα τηλεφωνήματα συνεχίστηκαν για περίπου επτά μήνες, οπότε και ο αστυνομικός μαζί με το δικηγόρο, Γιώργο Πούλη, προχώρησαν στην αγωγή κατά του τραπεζικού ιδρύματος.
Σε αυτή αναφερόταν, μεταξύ άλλων, πως από τις παράνομες πράξεις και παραλείψεις της τράπεζας ο δανειολήπτης «έχει υποστεί σημαντική ηθική βλάβη και προσβολή στην προσωπικότητά του, καθώς τα προσωπικά του δεδομένα έχουν ανακοινωθεί και διαρρεύσει σε τρίτους κατά παράβαση του Ν. 2472/1997 και επιπλέον έχει παρουσιαστεί αναξιόχρεος σε συγγενικά του πρόσωπα και στους συναδέλφους του αστυνομικούς χωρίς να ισχύει κάτι τέτοιο».
Για «παράνομες και υπαίτιες πράξεις και παραλείψεις της τράπεζας» κάνει λόγο η δικαστική κρίση, στην οποία επισημαίνεται ότι «προσέβαλαν την προσωπικότητα του ενάγοντος και προκάλεσαν σε αυτόν ηθική βλάβη λόγω της ψυχικής πίεσης και του εκνευρισμού που βίωσε ακόμη και μετά την αποστολή εξωδίκου, με το οποίο δήλωνε στην τράπεζα ότι δεν συναινεί για κανένα λόγο να διαβιβάζει η τελευταία τα προσωπικά του στοιχεία και δεδομένα, συμπεριλαμβανομένων των λογαριασμών και των οφειλών του, σε οποιονδήποτε τρίτο ιδιώτη». Μάλιστα, ο ειρηνοδίκης Αθηνών που εξέδωσε την απόφαση υποστηρίζει ότι «η τράπεζα ήταν υποχρεωμένη, πέραν των όσων αναγράφονται στη δανειακή σύμβαση, στην οποία δεν γίνεται λόγος για διαβίβαση των προσωπικών δεδομένων του ενάγοντος σε άλλες εταιρίες πέραν πιστωτικών και χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων, να τον ενημερώσει ειδικά για την εταιρία ενημέρωσης οφειλετών με την οποία συνεργάζεται».
Κατά το δικαστήριο, οι εισπρακτικές εταιρίες προέβησαν στην επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων του δανειολήπτη διά των υπαλλήλων τους, «χωρίς να έχει ενημερωθεί ο τελευταίος ούτε κατά το αρχικό στάδιο σύναψης της δανειακής σύμβασης και συλλογής των δεδομένων αυτών προς τις ανωτέρω εταιρίες για τα στοιχεία των εταιριών (επωνυμία, διεύθυνση, ταυτότητα εκπροσώπων τους, το όνομα του υπεύθυνου επεξεργασίας) και για το σκοπό επεξεργασίας των δεδομένων του από τις εταιρίες αυτές».
Επισημαίνεται δε πως «η διαβίβαση των προσωπικών στοιχείων και οικονομικών πληροφοριών που τον αφορούσαν, από την τράπεζα σε άλλες εταιρίες, έγινε χωρίς προηγούμενη ενημέρωση του ενάγοντος και οι εταιρίες επεξεργάστηκαν τα στοιχεία χρησιμοποιώντας αυτά διά των υπαλλήλων τους, οι οποίοι τον όχλησαν τηλεφωνικώς».
Ο πληρεξούσιος δικηγόρος, Γιώργος Πούλης, σε δήλωσή του στον «Ε.Τ.» αναφέρει πως «το Ειρηνοδικείο Αθηνών παρέμεινε συνεπές με τις προηγούμενες αποφάσεις του αναφορικά με την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω παράνομης διαβίβασης προσωπικών δεδομένων οφειλετών από τράπεζες σε εταιρίες ενημέρωσης οφειλετών χωρίς προγενέστερη εξατομικευμένη ενημέρωση του οφειλέτη.
Παράλληλα, για πρώτη φορά γίνεται ρητή αναφορά στην πρόσφατη με αριθ. 98/2017 σύσταση της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, που αναφέρει ότι η ενημέρωση του οφειλέτη πρέπει να είναι εξατομικευμένη με συγκεκριμένη αναφορά στο όνομα της εταιρίας ενημέρωσης οφειλετών και έγκαιρη. Δηλαδή, ο οφειλέτης να ενημερώνεται περίπου 15 ημέρες νωρίτερα, ώστε να έχει ικανό χρόνο να ασκήσει τα δικαιώματά του, τα οποία, σε κάθε περίπτωση, πρέπει επίσης να του αναφέρονται και γνωστοποιούνται».
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου 23/8/18
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για πες