Τρίτη 13 Φεβρουαρίου 2018

Novartis: Η προανακριτική, η παραγραφή, το μαύρο χρήμα και οι εκλογές


Η υπόθεση Novartis αρχίζει να ξεκαθαρίζει σε ότι αφορά τουλάχιστον στα προδικαστικά της ζητήματα. Η κυβερνητική πλειοψηφία, όπως αποδεικνύεται από την πρότασή της στη Βουλή, τουλάχιστον για όσους γνωρίζουν να διαβάζουν πίσω από τις γραμμές, έχει λάβει τις βασικές της αποφάσεις για τον χειρισμό του όλου ζητήματος.

Η σύσταση προανακριτικής επιτροπής θεωρείται δεδομένη καθώς εκτός από τον ΣΥΡΙΖΑ έχουν δηλώσει επισήμως ότι θα την υποστηρίξουν, προφανώς οι Ανεξάρτητοι Έλληνες, η Νέα Δημοκρατία, η Δημοκρατική Συμπαράταξη, το ΚΚΕ, το Ποτάμι και η Ένωση Κεντρώων.
Ακόμη κι αν, λόγω της μυστικής ψηφοφορίας σε κάλπη, χαθούν ορισμένες ψήφοι, οι πλειοψηφίες θα είναι εξαιρετικά μεγάλες τουλάχιστον για τα αμιγώς πολιτικά πρόσωπα. Ενδεχομένως να υπάρξουν διαφοροποιήσεις στις περιπτώσεις του κεντρικού τραπεζίτη Γιάννη Στουρνάρα και ιδίως του πρώην υπηρεσιακού πρωθυπουργού Παναγιώτη Πικραμμένου, αλλά δύσκολα δεν θα συγκεντρωθεί ο απαιτούμενος αριθμός των 151 θετικών ψήφων.
Η παραγραφή
Το μεγάλο ζητούμενο είναι πρώτον τι θα διερευνήσει η προανακριτική και δεύτερον που θα καταλήξει. Αν δηλαδή θα καταλήξει σε πρόταση παραπομπής σε ειδικό δικαστήριο για κάποιον ή για όλους.
Τα δεδομένα είναι τα εξής:
Και ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ επισημαίνει στη δική του πρόταση προς τη Βουλή ότι το αδίκημα της απιστίας σχετικά με την υπηρεσία, ακόμη κι αν έχει τελεστεί έχει παραγραφεί λόγω των προβλέψεων που έχει ο νόμος περί ευθύνης υπουργών.
Άρα, φεύγει το ένα από τα τρία αδικήματα που αναφέρονται στο διαβιβαστικό προς τη Βουλή.
Μένουν τα άλλα δύο: Η δωροληψία πολιτικών αξιωματούχων και η παθητική δωροδοκία.
Όπως αναφέρεται πάντα στην πρόταση των βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ:
«Τα εγκλήματα δωροληψίας και δωροδοκίας υπαλλήλων (βλ. άρθρα 235 και236 Ποινικού Κώδικα) αφορούν πράξεις τελούμενες από τους έχοντες ιδιότητα υπαλλήλου, για ενέργειες ή παραλείψεις τους σε σχέση με την άσκηση των καθηκόντων τους. Κατά τη ρύθμιση του άρθρου 86 παρ. 3, ωστόσο, δεν αρκεί η παραπάνω σχέση, αλλά τα εγκλήματα δωροδοκίας ή δωροληψίας θα πρέπει να έχουν τελεστεί ΚΑΤΑ την άσκηση των καθηκόντων του υπαλλήλου. Επιζητείται δηλαδή από το Σύνταγμα, ενόψει της εφαρμογής μιας εξαιρετικής – ειδικής ρύθμισης, μια αμεσότερη συνάφεια και εγγύτητα προς την άσκηση των καθηκόντων του πολιτικού. Αντίστοιχη π.χ. αμεσότητα επιζητείται για την αναγνώριση άμεσης συνέργειας κατά το άρθρο 46 παρ. 1β του Ποινικού Κώδικα.
Ο χρόνος και ο τρόπος τέλεσης των αντίστοιχων εγκλημάτων και η απαιτούμενη αμεσότητα, ωστόσο, αποτελούν πραγματικό ζήτημα, το οποίο χρειάζεται διερεύνηση και απόδειξη.
Συντρέχει λόγος επομένως ως προς τις παραπάνω πράξεις να αποφασιστεί από τη Βουλή η συγκρότηση ειδικής κοινοβουλευτικής επιτροπής για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης, ώστε να διαπιστωθεί εάν έχουν τελεστεί κατά την άσκηση καθηκόντων των συγκεκριμένων πολιτικών.
Σε καταφατική περίπτωση θα πρέπει να αναγνωριστεί και για τις αναφερόμενες πράξεις δωροδοκίας και δωροληψίας ότι η σχετική ευθύνη έχει αποσβεστεί κατ’ άρθρο 86 παρ. 3 του Συντάγματος.
Σε διαφορετική, αρνητική, περίπτωση η δικογραφία θα πρέπει να επιστραφεί στη δικαιοσύνη, η οποία είναι αρμόδια να διερευνήσει εγκλήματα πολιτικών που δεν έχουν τελεστεί κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.»
Είναι προφανές πως κανείς δεν έχει λόγο να δωροδοκεί κρατικούς αξιωματούχους που δεν έχουν αρμοδιότητα. Και, επειδή, σύμφωνα και με τις καταθέσεις των προστατευόμενων μαρτύρων -που έως τώρα έχουν γίνει γνωστές- οι μίζες δίνονταν στους καθ’ ύλην αρμόδιους, όπως για παράδειγμα «οι βαλίτσες με ροδάκια στο Μέγαρο Μαξίμου»- είναι σχεδόν αυταπόδεικτο ότι και σε αυτή την περίπτωση θα διαπιστωθεί η παραγραφή των όποιων αδικημάτων έχουν τελεστεί.
Το μαύρο χρήμα
Άρα, τι μένει από το διαβιβαστικό της Δικαιοσύνης; Τίποτε απολύτως. Για το λόγο αυτό η κυβερνητική πλειοψηφία φρόντισε να βάλει στην πρότασή της μια ακόμη κατηγορία προς διερεύνηση.
Υποστηρίζει λοιπόν, πως «από τα έγγραφα που διαβιβάσθηκαν από την αρμόδια Εισαγγελία επίσης προκύπτει ότι ερευνώνται περιπτώσεις τέλεσης εγκλήματος νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα. Πρέπει να σημειωθεί ότι σε όλες τις περιπτώσεις έχουν γίνει γνωστές περιστάσεις από τις οποίες θα μπορούσαν να συναχθούν ενδείξεις παραγωγής περιουσιακού οφέλους από τις πράξεις της δωροληψίας, παθητικής δωροδοκίας και απιστίας και στη συνέχεια νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το άρθρο 2 του Ν. 3691/2008, νομιμοποίηση εσόδων από τις εγκληματικές δραστηριότητες (ξέπλυμα χρήματος), που προβλέπονται στο άρθρο 3, αποτελούν οι ακόλουθες πράξεις: α) Η μετατροπή ή η μεταβίβαση περιουσίας εν γνώσει του γεγονότος ότι προέρχεται από εγκληματικές δραστηριότητες ή από πράξη συμμετοχής σε τέτοιες δραστηριότητες, με σκοπό την απόκρυψη ή τη συγκάλυψη της παράνομης προέλευσής της ή την παροχή συνδρομής σε οποιονδήποτε εμπλέκεται στις δραστηριότητες αυτές, προκειμένου να αποφύγει τις έννομες συνέπειες των πράξεων του.
β) Η απόκρυψη ή η συγκάλυψη της αλήθειας με οποιοδήποτε μέσο ή τρόπο, όσον αφορά στη φύση, προέλευση, διάθεση, διακίνηση ή χρήση περιουσίας ή στον τόπο όπου αυτή αποκτήθηκε ή ευρίσκεται ή την κυριότητα επί περιουσίας ή σχετικών με αυτή δικαιωμάτων, εν γνώσει του γεγονότος ότι η περιουσία αυτή προέρχεται από εγκληματικές δραστηριότητες ή από πράξη συμμετοχής σε τέτοιες δραστηριότητες.
γ) Η απόκτηση, κατοχή, διαχείριση ή χρήση περιουσίας, εν γνώσει κατά το χρόνο της κτήσης ή της διαχείρισης, του γεγονότος ότι η περιουσία προέρχεται από εγκληματικές δραστηριότητες ή από πράξη συμμετοχής σε τέτοιες δραστηριότητες.
δ) Η χρησιμοποίηση του χρηματοπιστωτικού τομέα με την τοποθέτηση σε αυτόν ή τη διακίνηση μέσω αυτού εσόδων που προέρχονται από εγκληματικές δραστηριότητες, με σκοπό να προσδοθεί νομιμοφάνεια στα εν λόγω έσοδα.
ε) Η σύσταση οργάνωσης ή ομάδας δύο τουλάχιστον ατόμων για τη διάπραξη μιας ή περισσότερων από τις πράξεις που αναφέρονται στα παραπάνω στοιχεία α” έως δ” και η συμμετοχή σε τέτοια οργάνωση ή ομάδα.
Ας σημειωθεί ότι οι πλείστοι τρόποι τέλεσης τους εγκλήματος νομιμοποίησης εσόδων, όπως είναι η κατοχή περιουσίας και η διακίνησή της στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, συνιστούν εγκλήματα διαρκή, των οποίων η τέλεση συνεχίζεται και ως εκ τούτου δεν τίθεται θέμα παραγραφής, πριν από τη λήξη της διάρκειάς τους.
Από τα παραπάνω επίσης φαίνονται να προκύπτουν ενδείξεις τέλεσης εγκλήματος νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική ενέργεια με πλείονες τρόπους (περιπτώσεις α, β, γ, δ, ε,) που περιγράφονται στα αντίστοιχα ως άνω εδάφια της διάταξης.»
Με βάση τα παραπάνω λοιπόν η κυβέρνηση ζητά να συγκροτηθεί η Ειδική Κοινοβουλευτική Επιτροπή κατά το άρθρο 86 παρ.3 του Συντάγματος (προανακριτική), ώστε να διαπιστωθεί αν οι πράξεις νομιμοποίησης παράνομων εσόδων έχουν τελεστεί κατά την άσκηση καθηκόντων των συγκεκριμένων πολιτικών.
Σε καταφατική περίπτωση θα πρέπει να αναγνωριστεί και για τις αναφερόμενες πράξεις νομιμοποίησης παράνομων εσόδων ότι η σχετική ευθύνη έχει αποσβεστεί κατ’ άρθρο 86 παρ. 3 του Συντάγματος.
Σε διαφορετική, αρνητική, περίπτωση η δικογραφία θα πρέπει να επιστραφεί στη δικαιοσύνη, η οποία είναι αρμόδια να διερευνήσει εγκλήματα πολιτικών που δεν έχουν τελεστεί κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.»
Επιμύθιον
Τελικό συμπέρασμα: Η Βουλή θα συγκροτήσει προανακριτική επιτροπή η οποία τελικά θα αναγκαστεί να παραδεχθεί την παραγραφή των αρχικών κατηγοριών. Και στη συνέχεια θα επιστρέψει τον πλήρη φάκελο στην τακτική δικαιοσύνη προκειμένου να διερευνηθεί αν για κάποιον ή περισσότερους από τους 10 αρχικά υπό διερεύνηση πολιτικούς προκύπτουν ζητήματα μαύρου χρήματος, όπως ακριβώς έγινε στην περίπτωση του πρώην υπουργού των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ Άκη Τσοχατζόπουλου.
Αυτό όμως αποτελεί ένα επόμενο κεφάλαιο της μελλοντικής πολιτικής μας ιστορίας που δεν έχει ακόμη γραφεί.
Παράλληλα, το αν και πως θα συνδυαστεί με τις επόμενες εκλογές είναι ένα ανοιχτό θέμα για όλους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Για πες