Γράφει ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ Π. ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΣ*
Λέγεται ότι στις αρχές του 1936, ο νομπελίστας Γερμανός λογοτέχνης Τόμας Μαν βίωσε το βασανιστικότερο τριήμερο της ζωής του. Zώντας εκτός Γερμανίας, αποφάσισε να
δημοσιεύσει στη γερμανόφωνη εφημερίδα Neue Zurcher Zeitung μια επιστολή με την οποία ασκούσε δριμεία κριτική κατά του ναζιστικού καθεστώτος που είχε εγκαθιδρυθεί στην πατρίδα του.
Οπως του είπαν, είχε περιθώριο τρεις μέρες να αποσύρει την επιστολή του, σε περίπτωση που το μετάνιωνε. Ηξερε καλά ότι το τίμημα για τη δημοσίευσή της θα ήταν βαρύ για τον ίδιο και το έργο του. Παρ’ όλα αυτά, δεν την απέσυρε.
Δεν ήταν καθόλου απλό για εκείνον. Πρώτα από όλα, δεν θεωρούσε τον εαυτό του έναν πολιτικοποιημένο συγγραφέα. Είχε αφιερώσει, άλλωστε, το 1918 ένα ογκωδέστατο βιβλίο για να διατυπώσει τους «στοχασμούς ενός απολιτικού», απορρίπτοντας την υπερπολιτικοποίηση του αρχόμενου 20ού αιώνα, την οποία μπορούσε να προαισθανθεί πού οδηγούσε. Θεωρούσε ότι αυτός, ένας εκ φύσεως είρων και σκεπτικιστής αστός Γερμανός, δεν μπορούσε να έχει σχέση με τον πολιτικοποιημένο γαλλικό διαφωτισμό.
Βεβαίως, σχεδόν 20 χρόνια μετά, το σκηνικό ήταν πλέον τελείως διαφορετικό στη Γερμανία. Και η σκληρή πραγματικότητα ενός ολοκληρωτικού καθεστώτος, που ήταν σαφές ότι οδηγούσε την υπνωτισμένη γερμανική κοινωνία προς την καταστροφή ενός ιδεολογικού και ρατσιστικού πολέμου εναντίον όλης της Ευρώπης, δεν επέτρεπε τη διαιώνιση αυτής της αντίληψης. Ο Τόμας Μαν (γεν. 1875) ήταν ένας άνθρωπος πλασμένος με τα υλικά του 19ου αιώνα. Κι ένα από αυτά ήταν η αγάπη του για τον ρεαλισμό και η απόρριψη της επιταγής για κάποιο άπιαστο ιδεώδες.
Ετσι, το 1940, κι ενώ ο πόλεμος έχει ήδη ξεκινήσει, ο Τόμας Μαν θα εξαπολύσει με το βιβλιαράκι του «Αυτός ο πόλεμος» (εκδ. Πόλις, επιμ. Κ. Παπαγεωργίου) μια καταμέτωπη επίθεση στη χιτλερική «απόλυτη κυριαρχία του ζωτικού χώρου», συνηγορώντας ο ίδιος, ήδη από τότε, για μια αντίληψη της δημοκρατίας ενταγμένη σε μια «ευρωπαϊκή συνομοσπονδία» που μόνο αυτή θα μπορούσε να εξασφαλίσει την ειρήνη και την ευτυχία στην Ευρώπη. Σήμερα φαντάζει μάλλον αυτονόητη αυτή η επιλογή, ωστόσο η παρέμβασή του εκείνη τη στιγμή ερχόταν σε μια φάση που η γερμανική κοινωνία ζούσε έναν υπερθνικιστικό πυρετό άνευ προηγουμένου, και όπου η ταύτιση με τους «εχθρούς» του έθνους θεωρούνταν εσχάτη προδοσία.
Είναι ορισμένες φορές παραπλανητικές οι αναλογίες της δικής μας εποχής με εκείνη του μεσοπολέμου. Υπάρχει ωστόσο μια κοινή σταθερά που αφορά τη στάση των διανοουμένων και των καλλιτεχνών. Παραλλάσσοντας αυτό που λέει ο Ιψεν στην «Αγριόπαπια» για τους δύο κεντρικούς ήρωές του, οι διανοούμενοι μπορούν να χωριστούν διαχρονικά σε εκείνους που πάσχουν από «ειλικρινίτιδα», δηλαδή σε εκείνους που επιλέγουν να λειτουργούν ως η φωνή της συνείδησης μιας κοινωνίας, λέγοντας εκείνα που είναι χρήσιμα αλλά δυσάρεστα, και γι’ αυτό, αντιδημοφιλή.
Και σε εκείνους που κάτω από τον μανδύα ενός ψευδοπροοδευτικού ιδεώδους υποστηρίζουν μόνο όσα χαϊδεύουν τα αυτιά των πολλών και κυρίως της εξουσίας. Σε κάποιους από τους τελευταίους δεν λείπουν οι καλές προθέσεις. Οπως κάθε ιδεαλιστής, όμως, που επιμένει να αγνοεί την ξεροκέφαλη πραγματικότητα, το κακό που μπορεί να προξενήσει είναι το ίδιο με τον εκόντα δολιοφθορέα.
Πιο λεπτή οφείλει ωστόσο να είναι η πολιτική στάση του καλλιτέχνη. Η εμμονή του Τόμας Μαν με το πρόβλημα του Εγώ είναι απολύτως δικαιολογημένη για έναν δημιουργό. Ο καλλιτέχνης κάθε είδους και τέχνης έχει μια μοναδική αποστολή που αν δεν την επιτελέσει αυτός, δεν υπάρχει άλλος να το κάνει: να αναδείξει το διαρκές δράμα του υποκειμένου, την τραγικότητα και τη γελοιότητά του, τον τρόπο που σπαρταράει η ψυχή απέναντι στην ομορφιά και στον έρωτα. Δεν του χρειάζονται οι «πολιτικές απόψεις», ούτε κι εμάς μάς βοηθούν σε τίποτε. Είναι για την ιδιωτικότητά του. Εκτός αν είναι «οργανικός» καλλιτέχνης στην υπηρεσία μιας ιδεολογίας. Το παρελθόν αλλά και το παρόν μάς έχει δείξει ότι τα προϊόντα αυτής της στράτευσης είναι καλλιτεχνικές αστειότητες. Ας κάνει λοιπόν αυτό που πρέπει γιατί χωρίς αυτόν η ζωή μας είναι άχαρη. Μια μουντίλα χωρίς ουράνιο τόξο. Υπάρχουν, βέβαια, και οι εποχές που όλοι, συμπεριλαμβανομένων των καλλιτεχνών, οφείλουν να πουν το μεγάλο «ναι» ή το μεγάλο «όχι». Οποιος εκεί –αποκλειστικά με την ιδιότητα του ευαισθητοποιημένου πολίτη– επιλέξει τη δημόσια έκθεση των απόψεών του, οφείλει απλώς να κάνει ό,τι και όλοι: να ξέρει τι λέει, να διαθέτει δηλαδή την απαιτούμενη παιδεία που επιτρέπει σε αυτά που λέει να είναι σοβαρά και στοιχειοθετημένα.
Οπως έγραφε και ο Τόμας Μαν: «Οχι τ’ ομολογώ, δεν είμαι ιππότης της εποχής μου, δεν είμαι “ηγήτωρ” και ούτε θέλω να είμαι. Δεν αγαπώ τον “ηγήτορα” και δεν αγαπώ και τον “δάσκαλο”, λόγου χάριν τον “δάσκαλο της δημοκρατίας”. Λιγότερο από όλους, όμως, αγαπώ και σέβομαι τα μικρά εκείνα ασήμαντα λαγωνικά που ζουν από το ότι είναι μέσα στα πράγματα κι έχουν όσφρηση. Τον συρφετό των λακέδων και παρατρεχάμενων της εποχής [...].»
* Ο κ. Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής Σύγχρονης Πολιτικής Ιστορίας, διευθυντής του ΠΜΣ «Διακυβέρνηση και Επιχειρηματικότητα», αρχισυντάκτης της «Νέας Εστίας».
http://www.kathimerini.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για πες