Η υπερφορολόγηση μείωσε πάνω από 50% τα μεσαία εισοδήματα
Μειώσεις έως και πάνω από 50% υπέστη το διαθέσιμο εισόδημα των μεσαίας τάξης εξαιτίας της υπερφορολόγησης των τελευταίων χρόνων.
Τα υπερπλεονάσματα κυρίως των τελευταίων δύο ετών ήταν αποτέλεσμα όχι της ανάπτυξης αλλά των υπερβολικών φόρων που συνεχίζουν να περιορίζουν το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών και το οποίο θα συρρικνωθεί περαιτέρω τα επόμενα χρόνια εξαιτίας της μείωσης του αφορολόγητου ορίου.
Το μεγαλύτερο χτύπημα υπέστησαν οι ελεύθεροι επαγγελματίες, οι οποίοι από το 2009 έχουν δεχθεί μία άνευ προηγουμένου επιδρομή από την εφορία και προσφάτως από τα ασφαλιστικά ταμεία, με αποτέλεσμα το εισόδημά τους να «εξαφανίζεται» σταδιακά. Οι υψηλοί φόροι, οι φόροι των ακινήτων, η διαρκώς αυξανόμενη εισφορά αλληλεγγύης είναι οι κύριοι λόγοι που ανάγκασαν το 2016 τους ελεύθερους επαγγελματίες και τους αυτοαπασχολουμένους να βρουν εναλλακτικούς τρόπους πληρωμής για να μπορέσουν να επιβιώσουν.
Μάλιστα, οι ανωτέρω επαγγελματίες δήλωσαν χαμηλότερα εισοδήματα κατά 20% το προηγούμενο έτος. Τα στοιχεία που επεξεργάστηκε η «Κ» δείχνουν το μέγεθος της υπερφορολόγησης όχι μόνο για τους ελεύθερους επαγγελματίες αλλά και τους μισθωτούς.
Οπως προκύπτει από τα στοιχεία, ένας ελεύθερος επαγγελματίας με εισοδήματα το 2009 ύψους 50.000 (ο οποίο διαθέτει διαμέρισμα και ένα αυτοκίνητο) κατέβαλε στην εφορία και το ασφαλιστικό του ταμείο το ποσό των 16.333 ευρώ. Στα χέρια του έμεναν περίπου 33.667 ευρώ.
Πέντε χρόνια αργότερα και συγκεκριμένα το 2014 το ποσό μειώθηκε στις 29.323 ευρώ, μειωμένο κατά 4.344 ευρώ. Σήμερα και εφόσον το εισόδημά του παραμένει στα ίδια επίπεδα, η εικόνα έχει αντιστραφεί. Δηλαδή αυτά που έμειναν πλέον είναι φόροι και αυτά που πλήρωνε αποτελούν πλέον το διαθέσιμo εισόδημά του. Συγκεκριμένα, οι φόροι έχουν εκτιναχθεί στις 32.151 ευρώ και το εισόδημα που απομένει έχει περιοριστεί στις 17.849 ευρώ. Φόροι και εισφορές σε σχέση με το μακρινό 2009 έχουν αυξηθεί κατά 96,8%, ενώ σε σχέση με το 2014 οι φόροι αυξήθηκαν κατά 55,5%. Και βέβαια, το ποσό που απομένει δεν έχει σε καμία περίπτωση την αγοραστική δύναμη του 2009, καθώς έχουν αυξηθεί οι έμμεσοι φόροι σχεδόν σε όλες τις κατηγορίες (ΦΠΑ και ειδικοί φόροι κατανάλωσης).
Στους χαμένους εντάσσονται και οι μισθωτοί με εισοδήματα ύψους 40.000 ευρώ και άνω. Συγκεκριμένα, ένας μισθωτός με ετήσια εισοδήματα 47.000 ευρώ, ο οποίος διαθέτει αυτοκίνητο και διαμέρισμα πλήρωνε στην εφορία το ποσό των 10.958 ευρώ. Το ποσό αυτό αυξήθηκε το 2014 στις 16.412 ευρώ για να φθάσει σήμερα στις 17.507. ευρώ. Δηλαδή, πλήρωσε υψηλότερους φόρους κατά 60% περίπου σε σύγκριση με το 2009 και 6,6% σε σύγκριση με το 2014.
Η αλήθεια είναι ότι η κυβέρνηση πριν ακόμη αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας σκόπευε να μεταφέρει τα φορολογικά βάρη στα μεσαία και υψηλά εισοδήματα, το οποίο και έπραξε, παρά τις έντονες αντιδράσεις των πιστωτών της χώρας, οι οποίοι ωστόσο κατάφεραν να μετριάσουν τις επιβαρύνσεις μέσω της μείωσης του αφορολόγητου ορίου, εντάσσοντας και τις χαμηλότερες εισοδηματικές τάξεις στον φόρο εισοδήματος. Γι’ αυτό τον λόγο, άλλωστε, εισοδήματα ύψους 15.000 ευρώ έχουν υποστεί και τις μικρότερες απώλειες σε σύγκριση με το 2009. Για να γίνει αντιληπτό, το 2009 η φορολογική επιβάρυνση ενός φορολογουμένου με εισόδημα 15.000, ο οποίος διαθέτει αυτοκίνητο και μισθώνει ένα μικρό διαμέρισμα ανήλθε στις 4.462 (μόνο το ενοίκιο ήταν 3.600 ευρώ), ενώ το 2017 η επιβάρυνση έχει φθάσει στις 4.601 ευρώ (συνυπολογίζοντας και το ενοίκιο).
Η υπερφορολόγηση έχει οδηγήσει στη μεγέθυνση της φοροδιαφυγής, εξέλιξη που δεν φαίνεται να ανακόπτεται τα επόμενα χρόνια. Και αυτό καθώς το 2018 αλλάζει επί τα χείρω ο τρόπος υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών, με αποτέλεσμα να συνεχίζουν οι ελεύθεροι επαγγελματίες να αναζητούν εναλλακτικούς τρόπους για να πληρώνονται.
Εκτός από τη μη έκδοση αποδείξεων και τιμολογίων πολλοί εγκαταλείπουν τη χώρα ή ανοίγουν εταιρείες παροχής υπηρεσιών στις γειτονικές χώρες συνεχίζοντας να δουλεύουν εδώ.
«Κούρεμα» και από την αύξηση των έμμεσων φόρων
Στα χρόνια της κρίσης δεκάδες χιλιάδες φορολογούμενοι αποδέχθηκαν μείωση των εισοδημάτων τους προκειμένου οι επιχειρήσεις στις οποίες εργάζονται να μην αναγκαστούν να βάλουν λουκέτο. Εκατοντάδες χιλιάδες είναι και οι εργαζόμενοι που πέρασαν στην ανεργία, καθώς οι επιχειρήσεις στις οποίες δούλευαν δεν κατάφεραν ούτε με τις μειώσεις των αποδοχών που έκαναν στο προσωπικό να επιβιώσουν.
Σε κάθε περίπτωση, η αγοραστική δύναμη των φορολογουμένων συρρικνώθηκε σημαντικά όχι μόνο από την τεράστια υπερφορολόγηση των εισοδημάτων αλλά και την εκτίναξη των συντελεστών ΦΠΑ και των ειδικών φόρων κατανάλωσης.
Για παράδειγμα, η περίπτωση που ένας μισθωτός λάμβανε εισόδημα το 2009 ύψους 47.000 και το οποίο περικόπηκε κατά 15%. Το 2009 ο ανωτέρω φορολογούμενος μετά την πληρωμή όλων, δηλαδή του φόρου εισοδήματος, των τελών κυκλοφορίας και των φόρων στα ακίνητα, του έμεναν για να ζήσει 36.042 ευρώ. Το 2017 το ποσό μετά τη συρρίκνωση του εισοδήματος μειώθηκε κατά 26,5% και διαμορφώθηκε στις 26.141 ευρώ. Βέβαια, τι μένει από το ποσό αυτό; Το πιθανότερο είναι ούτε ένα ευρώ. Και το κόστος ζωής ακρίβυνε σημαντικά, ενώ ταυτόχρονα σε ετήσια βάση αυξάνονταν και οι συντελεστές ΦΠΑ. Από 19% που ήταν προ κρίσης, ο κανονικός συντελεστής ΦΠΑ έχει φτάσει στο 24%.
Παράλληλα, τα περισσότερα αγαθά και υπηρεσίες που παλαιότερα φορολογούνταν με χαμηλότερο συντελεστή ΦΠΑ (13%), πλέον έχουν μεταταχθεί και φορολογούνται με τον υψηλό συντελεστή. Με βάση τα στοιχεία, η Ελλάδα έχει από τους υψηλότερους φορολογικούς συντελεστές στην Ευρώπη τόσο στην άμεση όσο και στην έμμεση φορολογία. Για παράδειγμα, ΦΠΑ 24%, έναντι 20,1% κατά μέσον όρο στην Ευρώπη, φόρο εισοδήματος νομικών προσώπων 29%, έναντι 19,5%, φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων (ανώτατος οριακός συντελεστής) 45%, έναντι 34,9%, εισφορές κοινωνικής ασφάλισης 16% για τον εργαζόμενο και 24,1% για τον εργοδότη, έναντι 12,8% και 21,7% αντιστοίχως. Η Ελλάδα έχει, επίσης, από τους υψηλότερους στην Ευρώπη φορολογικούς συντελεστές στους ειδικούς φόρους κατανάλωσης, με τα έσοδα αφενός από τον καπνό και το αλκοόλ, και, αφετέρου από τα καύσιμα, να ανέρχονται σε 1,6% και 3,0% του ΑΕΠ, έναντι 0,8% και 1,9% του ΑΕΠ στην Ευρώπη, αντιστοίχως. Το ίδιο ισχύει, τέλος, και όσον αφορά τη φορολόγηση της ακίνητης περιουσίας, που τα έσοδα ανέρχονται σε 2,7% του ΑΕΠ, έναντι 1,6% του ΑΕΠ στην Ευρώπη.
http://www.kathimerini.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για πες