Η άγνωστη επιστολή της Ηριάννας προς τον πρωθυπουργό, Αλέξη Τσίπρα, που δημοσίευσε το Documento
«Αξιότιμε κύριε Πρωθυπουργέ…
Ονομάζομαι Β.-Λ. Ηριάννα. Τον Ιανουάριο του 2013, την ώρα που πήγαινα σε ένα ιδιαίτερο μάθημα στη Αγία Παρασκευή, με σταμάτησε ένα αυτοκίνητο της Ασφάλειας, με οδήγησαν στη ΓΑΔΑ και εκεί έμαθα ότι κατηγορούμαι για συμμετοχή στην οργάνωση «Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς», όπως και για λήψη, κατοχή, μεταφορά κ.ο.κ. όπλων. Κρατήθηκα τέσσερις ημέρες σε κελί της Αντιτρομοκρατικής και την τέταρτη ημέρα αφέθηκα, μετά από κατάθεσή μου, ελεύθερη με περιοριστικούς όρους από τον ειδικό εφέτη ανακριτή…»
«Τα χρόνια που ακολούθησαν –συνεχίζει λοιπόν η 29χρονη– παρά την ψυχολογική πίεση και τους πρακτικούς περιορισμούς κατάφερα –σε πείσμα των συνθηκών– να συνεχίσω τις σπουδές μου (ήμουν μεταπτυχιακή φοιτήτρια της Φιλοσοφικής Σχολής από το 2012) και να κάνω τα πρώτα μου βήματα στον χώρο του πανεπιστημίου. Ολα αυτά τα χρόνια προσπάθησα να χειριστώ την (παράλογη στα μάτια μου) εμπλοκή μου σε καταστάσεις που απείχαν μίλια μακριά από τον κόσμο μου, τις επιλογές μου και την ιδιοσυγκρασία μου, με νηφαλιότητα και διακριτικότητα. Είχα όλη την καλή διάθεση να δείξω εμπιστοσύνη στους δικαστικούς θεσμούς, θεωρώντας πως όταν φτάσει η ώρα της δίκης μου, θα καταδειχθεί η σε βάρος μου σκευωρία και η όλη υπόθεση θα λήξει μια και καλή. Είχα, καλώς ή κακώς, την εντύπωση πως είμαι πολίτης ενός κράτους δικαίου».
«Σε ανταπόδοση της καλής μου προαίρεσης και της υπομονής μου, «εκπρόσωποι» των δικαστικών θεσμών προσέβαλαν τόσο εμένα όσο και τα οικεία μου πρόσωπα, υποτιμώντας καταφανώς τη νοημοσύνη μας. Προφανώς εκμεταλλεύτηκαν την εξουσία που λόγω θέσης διαθέτουν και σε βάρος μου αγνόησαν επιδεικτικά νόμους τους οποίους φέρονται να υπηρετούν. Δεν με αφορούν οι λόγοι για τους οποίους το Β΄ Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων έπαιξε ένα τέτοιο μιαρό παιχνίδι στην πλάτη μου. Ποσώς με ενδιαφέρει αν στα χέρια τους είχαν προειλημμένες αποφάσεις ή εάν απλώς φάνηκαν ευθυνόφοβα διεκπεραιωτικοί. Με ενδιαφέρει όμως το αποτέλεσμα: αθώα καταδικάζεται σε 13 χρόνια κάθειρξη και μάλιστα χωρίς ελαφρυντικά και χωρίς αναστολή.
Τον τελευταίο μήνα, μετά την αναπάντεχη έκβαση της δίκης μου, αποφάσισα να στραφώ στην κοινή γνώμη, (αυτούς για τους οποίους το δικαστήριο έκρινε πως είναι επικίνδυνο να βρίσκομαι κοντά τους). Απ’ όσα φτάνουν στα αυτιά μου, μια σεβαστή σε αριθμό μερίδα των συμπολιτών μας (και όχι μόνο) έχει τη διαύγεια και τα θάρρος να αναγνωρίσει την αδικία που εδώ και έναν μήνα βιώνω (σ.σ.: η επιστολή φέρει ημερομηνία 5-7-2017)».
Στη συνέχεια η Ηριάννα αναφέρεται στο γεγονός ότι μέχρι τότε δεν είχε καθαρογραφεί και υπογραφεί από την πρόεδρο του δικαστηρίου η καταδικαστική απόφαση της 1ης Ιουνίου επισημαίνοντας:
«Γνωρίζω πολύ καλά ότι χωρίς αυτήν το αίτημα για αναστολή της ποινής μου (το οποίο έχει καταθέσει ήδη από τις 2 Ιουνίου ο συνήγορος μου, κ. Θεόδωρος Μαντάς) δύσκολα θα μπορέσει να εξεταστεί στις 17 (σ.σ.: όπως είχε προσδιοριστεί) από το Πενταμελές Εφετείο Αναστολών».
«Και αναρωτιέμαι: δεν αρκούν τρεις εβδομάδες για να υπογράψει η κ. πρόεδρος μια απόφαση που η ίδια δεν χρειάστηκε περισσότερο από μιάμιση ώρα για να πάρει, στερώντας μου την ελευθερία;».
Η ίδια ξεκαθαρίζει ότι θα συνεχίσει να αγωνίζεται για να διεκδικήσει «το ελάχιστο» που της αντιστοιχεί: Για «να πάρω πίσω την ελευθερία μου».
Σε συνέχεια αυτής της επιστολής επισυνάπτεται κι ένα ακόμη κείμενο, το οποίο επίσης υπογράφει η ίδια, στο οποίο επισημαίνονται μια σειρά από γεγονότα που σημειώθηκαν κατά τη διάρκεια της εξάμηνης πρωτόδικης δίκης της και συνιστούν σοβαρές –εξόφθαλμες– ενδείξεις μιας προκατειλημμένης συμπεριφοράς, προάγγελου, όπως αποδείχτηκε, άδικης δικαστικής ετυμηγορίας.
Η Ηριάννα μιλάει:
Για «τον ζήλο που επέδειξε η εισαγγελέας της έδρας στο να αποκαλεί, με τρόπο καθ’ όλα αυθαίρετο, «επικίνδυνους εγκληματίες» παιδικούς μου φίλους οι οποίοι αποδεδειγμένα ουδεμία σχέση είχαν, έχουν ή σκοπεύουν να αποκτήσουν με οποιαδήποτε μορφή παράνομης ενέργειας.
«Παρά την, εκ μέρους μου και εκ μέρους του συνηγόρου μου, επανειλημμένη προσπάθεια για αποκατάσταση της σχετικής με τα φιλικά μου πρόσωπα αλήθειας, η κ. εισαγγελέας δεν δίστασε να συμπεριλάβει τα ονόματά τους στην πρόταση της ενοχής μου (Να σημειωθεί πως τα συγκεκριμένα πρόσωπα , των οποίων τα ονόματα για ευνόητους λόγους δεν θα ήθελα να αναφέρω είναι νέοι άνθρωποι που είτε εργάζονται στον κλάδο της εκπαίδευσης είτε υπηρετούν τη νομική επιστήμη)».
Για τη διαρκή προσπάθεια στοχοποίησης του συντρόφου της «στον οποίο η συγκεκριμένη έδρα αναφερόταν ως “ο κατηγορούμενος”, “το μέλος” , “ο καταζητούμενος»”. Πρόκειται για τον άνθρωπο με τον οποίο η 29χρονη έχει σχέση, κατηγορήθηκε ως μέλος της οργάνωσης Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς και αθωώθηκε, πριν από τρία χρόνια, από το πρωτόδικο κιόλας δικαστήριο με σύμφωνη μάλιστα εισήγηση και του εισαγγελέα της έδρας. Με αφορμή άλλωστε τη σχέση των δύο νέων οι αρχές ενέπλεξαν την Ηριάννα σ’ αυτήν την επώδυνη και μακροχρόνια δικαστική διαμάχη.
Και βέβαια, για το γεγονός ότι αγνοήθηκε η απολύτως εμπεριστατωμένη έκθεση του ειδικού πραγματογνώμονα σύμφωνα με την οποία το περιβόητο δείγμα DNA (που η αστυνομία διατεινόταν ότι βρέθηκε πάνω σε γεμιστήρα όπλου) δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να ταυτιστεί με της Ηριάννας.
Λίγο προτού ολοκληρώσει τον κατάλογο των «σοβαρών ενδείξεων» που εύλογα συνθέτουν ένα «κατηγορώ», γέρνοντας τη ζυγαριά της Θέμιδας από τη δική της πλευρά κι αφού έχει αναφερθεί εκτενώς στην επαγγελματική και ακαδημαϊκή της πορεία, το κορίτσι που στο πρόσωπο της οι δικαστές δεν είδαν ούτε ένα ελαφρυντικό, αναρωτιέται εύλογα:
«Αν δεν δικαιούμαι εγώ αναγνώριση ελαφρυντικών, έχοντας στα 29 μου χρόνια πετύχει με κόπο και προσήλωση παρά τις αντιξοότητες να κατακτήσω μια αναμφισβήτητη θέση στο ελληνικό πανεπιστήμιο και την κοινωνική ζωή της χώρας , τότε ποιος δικαιούται; Τι άλλο θα έπρεπε να έχει κάνει ένας νέος άνθρωπος για να του αναγνωριστεί το δικαίωμα στην ελευθερία και την απερίσπαστη συνέχιση της σταδιοδρομίας του;».
Ας δούμε όμως πώς «απαντά» η Ηριάννα και στο δικαστήριο που απέρριψε την πρώτη αίτηση της για αναστολή εκτέλεσης της ποινής της, με το σκεπτικό ότι ο εγκλεισμός δεν της προκαλεί … βλάβη.
Και πώς από το περιεχόμενο της νέας αίτησής της αποδεικνύεται ότι η βλάβη που πράγματι έχει προκληθεί θα είναι μη επανορθώσιμη σε περίπτωση απόρριψης του αιτήματός της για δεύτερη φορά , καθώς θα σημάνει το τέλος της καριέρας της «τα θεμέλια της οποίας –αναφέρει- έχτιζα για πάνω από μία δεκαετία».
Το απόσπασμα που ακολουθεί είναι ενδεικτικό:
«Η μη χορήγηση αναστέλλουσας δύναμης στην έφεσή μου οδήγησε στο να μη μου ανατεθεί εκ νέου από την Επιτροπή Ερευνών του ΕΚΠΑ η διδασκαλία Νέων Ελληνικών σε ενήλικες πρόσφυγες. Αναφορικά δε με την επαγγελματική μου απασχόληση ως ωρομίσθια καθηγήτρια στο Διδασκαλείο της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, με το οποίο συνεργάζομαι, δυνάμει συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, ήδη από το έτος 2015, σημειωτέα τα εξής: με την από 29-05-2017 ανακοίνωσή του το ως άνω Διδασκαλείο κάλεσε τους ενδιαφερόμενους για πρόσληψη στα ακαδημαϊκά προγράμματά του για το διδακτικό έτος 2017-2018 να υποβάλουν αίτηση με τα απαιτούμενα δικαιολογητικά έγγραφα, προκειμένου να αξιολογηθούν. Σε αυτήν ορίζεται πως “οι προσλήψεις θα περιλαμβάνουν μέχρι και τον υποψήφιο του οποίου η μοριοδότηση θα συγκεντρώνει το 45% των μορίων του πρώτου σε σειρά κατάταξης υποψηφίου».
Οπως δε προκύπτει από τον πίνακα μοριοδότησης για το προηγούμενο ακαδημαϊκό έτος, ήμουν μεταξύ των υποψήφιων διδασκόντων που συγκέντρωσαν τα απαιτούμενα μόρια γεγονός που –σε συνδυασμό με την πρόσθετη διδακτική μου εμπειρία κατά το διδακτικό έτος 2016-2017– καταδεικνύει ότι συγκαταλέγομαι στους προσληφθησόμενους και για το διδακτικό έτος 2017-2018.
Υπό το πρίσμα αυτό, η συνέχιση της έκτισης της πρωτοδίκως επιβληθείσας ποινής μου επιφέρει την απώλεια για εμένα αυτής της επαγγελματικής δυνατότητας, η οποία μάλιστα δεν θα είναι πρόσκαιρη, αλλά συνεπάγεται τη μη πρόσθετη μοριοδότησή μου τουλάχιστον για ένα ακαδημαϊκό έτος, γεγονός ικανό να οδηγήσει στη χαμηλότερη κατάταξή μου στους μελλοντικούς πίνακες υποψηφίων που συντάσσονται κάθε έτος και στην –ένεκα αυτής– οριστική παύση της συνεργασίας μου με το Διδασκαλείο της Νέας Ελληνικής Γλώσσας.
Η μη αναστολή εκτέλεσης της απόφασης του πρωτόδικου δικαστηρίου θα επιφέρει και την αδυναμία μου να διδάξω από τον Οκτώβριο του έτους 2017 στα προγράμματα εξ αποστάσεως εκπαίδευσης (e-learning). Η εύρεση στη θέση μου άλλου διδάσκοντος πρόκειται ουσιωδώς να σηματοδοτήσει τη μη συνέχιση της συνεργασίας μου με το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών στο πλαίσιο αυτών των προγραμμάτων».
*Το σκίτσο του δημοσιεύματος μας (στη φωτογραφία) είναι του γνωστού Βραζιλιάνου σκιτσογράφου Carlos Latuff για την Ηριάννα. Δείχνει την «τυφλή» δικαιοσύνη να λέει: «Ποιος νοιάζεται για αποδείξεις έτσι κι αλλιώς;»…
από ημεροδρόμος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για πες