Οι Αγιοι 106
«Οχι κραυγές και κλάματα
ιερή σιγή να φέξει
το χώρο ετούτο που έπεσαν
οι Αγιοι 106
γερόντοι και ανταρτόπουλα
παιδιά της Ρωμιοσύνης
κάθε όνομα και ένα σπαθί
κ’ ένα άστρο αδελφοσύνης
ωσότου να ‘ρθει η Λευτεριά
στάρι κι ανθό να σπείρει
και το θλιμμένο Κούρνοβο
να στήσει πανηγύρι
κ’ οι 106 αδούλωτοι για πάντα αναστημένοι
φρουροί του δίκιου να ορθώσουν
μέσα στην οικουμένη».
επιτύμβιο γραμμένο από τον ποιητή Γιάννη Ρίτσο
Στις 19 του Μάη 1943, 6 μήνες μετά την ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοπόταμου (25.11.1942) συγκροτήθηκε το Γενικό Στρατηγείο του ΕΛΑΣ, με στρατιωτικό αρχηγό το Στέφανο Σαράφη, καπετάνιο τον Αρη Βελουχιώτη και Πολιτικό Επίτροπο, αντιπρόσωπο του ΕΑΜ τον Βασίλη Σαμαρινιώτη (Ανδρέα Τζήμα). Σ’ αυτή τη συνεδρίαση ο Αγγλος Ταξίαρχος Εντι Μάγιερς καταθέτει σχέδιο για την ανατίναξη της γέφυρας του Ασωπού[1] και ζητάει από τον ΕΛΑΣ να διαθέσει δυνάμεις για να κτυπήσει τη φρουρά της γέφυρας και να διευκολύνει τους Αγγλους σαμποτέρ. Η πρόσβαση στη γέφυρα από ανατολικά και δυτικά, ήταν αδύνατη. Μόνο μέσα από τις σήραγγες και στις δυο πλευρές του φαραγγιού μπορούσε να πλησιάσει κανείς την γέφυρα και να επιτεθεί στη φρουρά της. Το Στρατηγείο εκτίμησε ότι το σχέδιο καταστροφής, με αυτό τον τρόπο, της γέφυρας, ήταν ανεφάρμοστο, το απέρριψε και αντιπρότεινε την ανατίναξη της σήραγγας κοντά στο Κούρνοβο, κοντά στο σταθμό Νεζερού – Δομοκού, συνολικού μήκους 510 μέτρων.
Τη νύχτα της 1ης προς τη 2α Ιούνη 4 ομάδες ανταρτών του ΕΛΑΣ Δομοκού αναλαμβάνουν την εκτέλεση της επιχείρησης. «Η μια ομάδα δεξιά της γραμμής προς το Κούρνοβο, καμιά 300 μέτρα από το στόμιο της Γαλαρίας, με αποστολή να χτυπήσει τυχόν περίπολο ή άλλο ιταλικό τμήμα που θα ερχόταν από το στόμιο της Γαλαρίας. Η 2η ομάδα θα πήγαινε 300 μέτρα από το στόμιο της Γαλαρίας προς Νεζερό, με την ίδια αποστολή. Σ’ αυτή την ομάδα ήμουν και εγώ. Η 3η ομάδα ήταν η εφεδρεία , για κάθε απρόβλεπτο ενδεχόμενο. Η 4η ομάδα είχε τα εκρηκτικά. Σ’ αυτήν υπεύθυνος και αρχηγός των σαμποτέρ ήταν ο καπετάν Λάμπρος (Σπύρος Μπέκιος) από το Μαυρίλο. Κατά το σούρουπο ξεκινήσαμε για την αποστολή μας. Δεν ήμασταν μακριά από τον αντικειμενικό στόχο μας και φθάσαμε το κάθε τμήμα στο καθορισμένο μέρος και φτιάξαμε πρόχειρα τις θέσεις μας. Σε λίγο, απρόοπτα, έρχεται τρένο. Πέσαμε όλοι πρηνηδόν, ακίνητοι. Τα φώτα του τρένου περνούσαν δίπλα μας και χύνονταν στη Γαλαρία. Σε λίγο ακούμε το αγκομαχητό του τρένου που ερχόταν απ’ το Λιανοκλάδι. Για μια στιγμή ελαττώνεται το αγκομαχητό και το τρένο μπήκε στη Γαλαρία. Σε δευτερόλεπτα βλέπουμε από το στόμιο της Γαλαρίας να βγαίνει μια τεράστια λάμψη. Ενας δαιμονισμένος κρότος ακούστηκε και σείστηκε ο τόπος, σαν να έγινε σεισμός»[2].
Οι αντάρτες ανατινάζουν τη γαλαρία τη στιγμή που είχε μπει σ’ αυτήν ένα τρένο που μετέφερε Ιταλούς αξιωματικούς και στρατιώτες, Ελληνες αιχμαλώτους, αρκετοί από αυτούς ήταν «κλουβίτες». Η έκρηξη ήταν μεγάλη, αλλά η καταστροφή πολλαπλασιάστηκε από την έκρηξη των πυρομαχικών που μετέφερε το τρένο.
Η σήραγγα έπαθε σημαντικές ζημιές, ο συρμός αποτεφρώθηκε και μαζί του αποτεφρώθηκαν περίπου 580 Ιταλοί στρατιωτικοί μαζί τους και ένας στρατηγός, που μεταφέρονταν από την Αθήνα στην Ιταλία μέσω Θεσσαλονίκης. Δυστυχώς μαζί με τις απώλειες των κατακτητών έχασαν τη ζωή τους και γύρω στους 54 Ελληνες πατριώτες – κρατούμενοι, «κλουβίτες» και σιδηροδρομικοί υπάλληλοι.
Η «κλούβα» ήταν ένα ξεσκέπαστο σιδηροδρομικό βαγόνι, με κάγκελα, σιδεριές και αγκαθωτό σύρμα γύρω του. Στο πάτωμα της τοποθετούσαν εκρηκτικά που μπορούσαν να πυροδοτηθούν από τη μηχανή του τρένου. Ηταν συνήθως μπροστά από τη μηχανή, μέσα της στοίβαζαν 20 – 25 ομήρους, συνήθως αντάρτες κρατούμενους. Σε περίπτωση που το τρένο έπεφτε σε νάρκη ή δεχόταν επίθεση ανταρτών, ο μηχανοδηγός πυροδοτούσε τα εκρηκτικά της κλούβας. Με αυτό τον τρόπο οι ναζί επιδίωκαν να κυκλοφορούν τα στρατιωτικά τρένα ανενόχλητα από τα σαμποτάζ και τις επιθέσεις της Αντίστασης.
Οι αντιστασιακές οργανώσεις των σιδηροδρομικών έχουν χάσει πολλά επώνυμα και ανώνυμα μέλη και στελέχη τους που έπεσαν στο καθήκον.
Η ανατίναξη της στρατιωτικής αμαξοστοιχίας στο Κούρνοβο ήταν σοβαρό πλήγμα για τις κατοχικές δυνάμεις. Η σήραγγα αυτή που βρίσκεται στη γραμμή Λιανοκλάδι – Λάρισα είχε πάθει σοβαρή ζημιά με αποτέλεσμα να κοπεί η συγκοινωνία για 8 μέρες.
Λυσσασμένη ήταν η αντίδραση των Ιταλών φασιστών. Στο στρατόπεδο ομήρων της Λάρισας στις 5 Ιούνη το απόγευμα ένας Ιταλός υπολοχαγός διάβασε με καταφανή ταραχή ένα μακρύ κατάλογο κρατουμένων, 106 μελλοθάνατοι, και διέταξε γρήγορα να ετοιμαστούν όσοι άκουσαν τα ονόματά τους και να επιβιβαστούν στα στρατιωτικά καμιόνια που περίμεναν κοντά στην είσοδο του στρατοπέδου, ήξεραν πως πάνε για εκτέλεση.
Προς το βράδυ τα καμιόνια ξεκίνησαν, μα τη νύχτα ξαναγύρισαν φορτωμένα. Ξημερώματα στις 6 Ιούνη τους ξαναφώναξαν από τον κατάλογο. Τα καμιόνια είχαν ξανάρθει. Τους φόρτωσαν και έφυγαν από το στρατόπεδο της Λάρισας, διέσχισαν τον θεσσαλικό κάμπο κι ανέβηκαν τις στροφές προς το Δομοκό, διέσχισαν την καταπράσινη πλαγιά της Οθρης και κατά το μεσημέρι είχαν φτάσει στο χώρο της εκτέλεσης. Ενας Ιταλός συνταγματάρχης διαβάζει την απόφαση της εκτέλεσης.
Ο εφεδροελασίτης Γιάννης Καραδήμας που από κάποιο παρατηρητήριο εκεί κοντά παρακολουθούσε την εκτέλεση των 106, περιγράφει:[3]
«… Η μέρα προχωρεί. Φτάνει το μεσημέρι και καθώς αγναντεύαμε κάτω προς τον κάμπο της Ξυνιάδας διακρίνουμε μεγάλη φάλαγγα, 25-30 αυτοκινήτων. Ξεπρόβαλαν στα υψώματα της Κορομηλιάς, προχώρησαν προς Νεζερό (…) Πέρασαν το χωριό Αγιο Στέφανο και κατευθύνονταν προς το Περιβόλι. Μα, στο ρέμα, εκεί στα πλατάνια σταμάτησαν. Εκαναν κάποια αναγνώριση προς τη γαλαρία, περνούν αντίθετα, τώρα στον Αγιο Στέφανο και κοντά στο νεκροταφείο του χωριού, εκεί στη μικρή κοιλαδίτσα του Χασνά, ξεφορτώνουν τα αυτοκίνητα. Κατεβαίνουν πρώτα οι Ιταλοί με τον οπλισμό τους και τρέχοντας πιάνουν θέσεις στην πλαγιά με μέτωπο προς το βουνό. Στήνουν τα πολυβόλα και οπλοπολυβόλα και ταυτόχρονα κατεβάζουν από τα αυτοκίνητα τους κρατούμενους δεμένους ανά δυο με χειροπέδες. Μετράμε πάνω από 100. Γύρω τους τα πολυβόλα έτοιμα και οι φασίστες με το χέρι στη σκανδάλη. Οι μελλοθάνατοι κινούνται αριστερά – δεξιά, περπατούν, σκύβουν, χτυπάνε πάνω στις πέτρες, κάνουν ανεξήγητες κινήσεις. Δεν μπορούμε να διακρίνουμε καλά. Μετά καταλάβαμε ότι έσπαζαν τα ρολόγια τους, ξέσχισαν τα ρούχα και τα χαρτονομίσματά τους για να μη συληθούν από τους δήμιους.
Αυτό κράτησε περίπου 10 λεπτά με ένα τέταρτο. Κι ύστερα στήσαν το χορό. (…) Μα το παράγγελμα: Πυρ! Του Ιταλού αξιωματικού έκοψε απότομα το τραγούδι και σιγά – σιγά έσβησε και τον αντίλαλο. Τα πολυβόλα των Ιταλών ξερνούν φωτιά και καυτό μολύβι. Σα στάχυα στ5η γη και το αίμα τους ποτίζει το χώμα. Σιγή θανάτου απλώνεται παντού στη πλάση. (…)
Τώρα κάτω στη κοιλάδα κείτονταν τα άψυχα κορμιά. Και η αδούλωτη Ελλάδα συντροφιά με τη Λευτεριά. Η νύχτα που έρχονταν μας κράτησε ξάγρυπνους πάνω στο ύψωμα, σαν τιμητική φρουρά των ηρώων και μαρτύρων της λευτεριάς.
Το πρωί κατεβήκαμε στον τόπο της εκτέλεσης μαζί με τους κατοίκους των γειτονικών χωριών, σκάψαμε λίγο πιο κει στα Βαρκά ένα κοινό μνήμα για τη στερνή τους κατοικία ενώ γυναίκες πνιγμένες στο κλάμα μοιρολογούσαν…»
Οι περισσότεροι από του 106 εκτελεσμένους είναι Ρουμελιώτες, Θεσσαλοί, Πελοποννήσιοι και Αθηναιοπειραιώτες. Ολοι τους κρατούνταν στο στρατόπεδο της Λάρισας. Ανάμεσά τους αρκετοί ΕΑΜίτες αγωνιστές, και πάνω από τους μισούς ήταν Ακροναυπλιώτες και Αναφιώτες, παλιοί αγωνιστές στελέχη του ΚΚΕ και συνδικαλιστές που παραδόθηκαν τις πρώτες μέρες της κατοχής από τις ελληνικές αρχές στους κατακτητές. Ακόμα ήταν πέντε διεθνιστές – τροτσκιστές, ανάμεσά στους οποίους και ο Παντελής Πουλιόπουλος[4].
Στις 25 Ιούνη 1943, πραγματοποιήθηκε μεγάλη αντιτρομοκρατική διαδήλωση στην Αθήνα. Σχεδόν 100.000 λαού διαδήλωσαν διαμαρτυρόμενοι για την εκτέλεση 106 κομμουνιστών στο Κούρνοβο. Οι διαδηλωτές απαιτούσαν το σταμάτημα των εκτελέσεων, των συλλήψεων και την κατάργηση της ομηρίας. Η διαδήλωση συνδυάστηκε και με γενική απεργία που νέκρωσε τα εργοστάσια και τους δρόμους της Αθήνας. Στις σφοδρές συγκρούσεις των διαδηλωτών με στρατεύματα κατοχής που επακολούθησαν, έπεσαν νεκροί 15 διαδηλωτές, ενώ τραυματίστηκαν 75.
Τα ονόματα των 106 εκτελεσμένων μαζί με τα περισσότερα ονόματα, που διασώθηκαν, των σκοτωμένων κρατουμένων πατριωτών μπορεί να διαβάσει κανείς εδώ, ή στον τόμο 3α του «Επεσαν για τη Ζωή», Εκδοση της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ, σελ. 77 – 81 και 83 – 86.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Η γέφυρα του Ασωπού ανατινάχτηκε, τελικά, στις 21 του Ιούνη, από μια ομάδα έξι Αγγλων σαμποτέρ, έμεινε εκτός λειτουργίας μέχρι την 27η Αυγούστου 1943. Τον Οκτώβρη του 1944, οι Γερμανοί ανατίναξαν και πάλι την γέφυρα κατά την αποχώρησή τους από την Ελλάδα.
[2] Κώστας Γκέκας, Ενας ανταρτάκος από το Παλιόκαστρο. Αρχεία ΑΣΚΙ, Μαρτυρίες VI, Βιβλιόραμα 2006.
[3] Επεσαν για τη Ζωή, Εκδοση της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ, τόμος 3α, σελ. 82.
[4] Ο Π. Πουλιόπουλος διετέλεσε Γραμματέας της ΚΕ του ΚΚΕ από το 3ο Έκτακτο Συνέδριο του Κόμματος το 1924. Το 1926 παραιτήθηκε, ενώ αρνήθηκε να κατέβει στις εκλογές του ίδιου χρόνου ως υποψήφιος βουλευτής του Κόμματος. Λίγο πριν το 3ο Τακτικό Συνέδριο το Γενάρη του 1927, επέστρεψε στο ΚΚΕ, συνέχισε τη φραξιονιστική του δράση με το «Γράμμα στα μέλη του ΚΚΕ», ενώ το Γενάρη του 1928 εξέδωσε τον «Σπάρτακο». Τελικά η ομάδα των «λικβινταριστών», όπως ονομάστηκε, υπό την ηγεσία του διαγράφτηκε από την Ευρεία Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ, τον ίδιο χρόνο. Στη συνέχεια η ομάδα συνδέθηκε με την λεγόμενη «Διεθνή Αριστερή Αντιπολίτευση» του Τρότσκι.
*Στη φωτογραφία που συνοδεύει το θέμα: το μνημείο των εκτελεσθέντων στο Κούρνοβο. Αριστερά τα ονόματα των 106 εκτελεσθέντων και δεξιά το επιτύμβιο ποίημα του Γιάνοι Ρίτσου, «Οι Αγιοι 106»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για πες