Συντάκτης: Γιάννης Μπασκάκης, Αντα Ψαρρά
Πόσο γνωστό είναι άραγε ότι ένα μέρος του πληθυσμού της Ελλάδας δεν προστατεύεται από τον νόμο;
Οτι πολλοί πολίτες δεν θεωρούνται ίσοι απέναντι στον νόμο;
Οτι ανήλικα κορίτσια 14 χρόνων υποχρεώνονται να συνάψουν γάμο ανεξάρτητα από τη βούλησή τους, ότι οι οικογενειακές και οι κληρονομικές διαφορές των πολιτών αυτών δεν ρυθμίζονται με βάση τους κανόνες Δικαίου, αλλά με θρησκευτικούς κανόνες, και δεν εκδικάζονται από δικαστή, αλλά από έναν θρησκευτικό ηγέτη;
Γνωρίζουμε άραγε ότι το ελληνικό Σύνταγμα δεν προστατεύει όλους τους πολίτες της χώρας το ίδιο και ότι ένας αναχρονιστικός και αυταρχικός νόμος που ισχύει μόνο στην Ελλάδα απ’ όλη την Ευρώπη απαγορεύει την ισότητα των δύο φύλων;
Κι όμως αυτό συμβαίνει εδώ και δεκάδες χρόνια, σχεδόν έναν αιώνα, σε μία και μόνο περιοχή της Ελλάδας, της οποίας ο πληθυσμός υποτίθεται ότι προστατεύεται από διεθνείς συμβάσεις ως αναγνωρισμένη θρησκευτική μειονότητα.
Μπορεί όμως να προστατεύεται η μειονότητα ως σύνολο, αλλά κατάφωρα καταπατούνται τα ατομικά ανθρώπινα δικαιώματα, είτε από τις αδιέξοδες πολιτικές της κεντρικής εξουσίας είτε από τους προύχοντες και τους θρησκευτικούς παράγοντες της περιοχής.
Με τον τρόπο αυτό η Θράκη ζει και αναπτύσσεται σε ένα κακοφορμισμένο κοινωνικό περιβάλλον που παράγει περισσότερη φτώχεια, περισσότερη ανισότητα και κατά συνέπεια περισσότερα προβλήματα για έναν κόσμο που εξακολουθεί να αισθάνεται απόβλητος και που σε κάποιο ποσοστό ενδεχομένως να αναζητά σε έναν άδικο νόμο την περιφρούρηση της ταυτότητάς του.
Με αφορμή λοιπόν μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα εκδήλωση, πολύ ζωντανή και πλούσια σε απόψεις και αναλυτικές περιγραφές, που διοργάνωσε τη Δευτέρα 13/3 στον Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών το Κέντρο Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου - Ιδρυμα Θ. και Δ. Τσάτσου, θα προσπαθήσουμε για άλλη μια φορά να φωτίσουμε τον «περίφημο» νόμο της Σαρίας, τον ισλαμικό νόμο δηλαδή, που ισχύει για τη μουσουλμανική μειονότητα στη Θράκη και που, όπως προκύπτει, υπερισχύει όχι μόνο των κοινών ελληνικών κανόνων Δικαίου αλλά και των διεθνών συμβάσεων για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Η αρχή
Η ελληνική Σαρία εφαρμόζεται μέχρι σήμερα με βάση τον νόμο 1920/1991, ο οποίος αντικατέστησε τον πολύ παλαιότερο νόμο του 1920 (που είχε σκοπό την προστασία των παραδόσεων της μουσουλμανικής μειονότητας) και ο οποίος αναθέτει στους μουφτήδες Ξάνθης, Κομοτηνής και Διδυμότειχου την εκδίκαση όλων των οικογενειακών και κληρονομικών διαφορών των Ελλήνων μουσουλμάνων, δημιουργώντας έτσι την πρωτοτυπία της μετατροπής ενός θρησκευτικού ηγέτη, του μουφτή, σε ιεροδίκη.
Οπως εξηγεί ο Γιάννης Κτιστάκις, επίκ. καθηγητής του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης, ο μουφτής δεν είναι νομικός, επιλέγεται από τον υπουργό Παιδείας και Θρησκευμάτων «με βάση το ήθος, τη θεολογική κατάρτιση και την εν γένει θρησκευτική δράση του» και διορίζεται για δεκαετή θητεία, ανανεώσιμη, ως δημόσιος υπάλληλος σε θέση γενικού διευθυντή.
Οι ίδιοι οι κανόνες της Σαρίας είναι άγραφοι, ενώ δεν υπάρχουν δικάσιμοι, αφού ο ιεροδίκης εκδικάζει επιτόπου το προφορικό αίτημα του διαδίκου που μπαίνει στο γραφείο του.
Οσον αφορά την απόφαση, γράφεται στα παλαιοθωμανικά και στη συνέχεια μεταφράζεται, με αποτέλεσμα η ουσία της απόφασης να χάνεται ενίοτε στη μετάφραση, όπως συνέβη στην περίπτωση μητέρας που έχασε, παρά τη θέλησή της, την επιμέλεια των παιδιών της, μέχρι να διαπιστωθεί ότι ήταν απλώς λάθος η μετάφραση της απόφασης.
Μουφτής-ιεροδίκης
Ας δούμε μερικές αναχρονιστικές εφαρμογές της Σαρίας που έχουν άμεσες επιπτώσεις στη ζωή των μουσουλμάνων γυναικών και των παιδιών τους.
Ο μουφτής-ιεροδίκης επικυρώνει την απόφαση των γονέων να παντρέψουν τα ανήλικα κορίτσια τους χωρίς να διερευνήσει την πραγματική βούληση των 14χρονων ή 15χρονων παιδιών.
Επίσης, με απόφαση μουφτή, οι σύζυγοι χωρίζουν τις συζύγους τους μονομερώς και αναιτιολόγητα, ενώ δεν επιδικάζεται ποτέ διατροφή για τη διαζευγμένη σύζυγο, πέραν του τριμήνου από το διαζύγιο. Οσον αφορά την επιμέλεια των παιδιών, τα αγόρια μέχρι την ηλικία των επτά ετών και τα κορίτσια μέχρι τα εννέα μένουν με τη μητέρα τους κι έπειτα αυτομάτως η επιμέλειά τους μεταβιβάζεται στον πατέρα.
Ας σημειωθεί ότι ούτε στην Τουρκία δεν επιτρέπεται η υποκατάσταση του κοσμικού δικαίου από Ιερούς Κανόνες - και βέβαια οι θρησκευτικοί ηγέτες της δεν είναι δικαστές.
Ομως η ελληνική Σαρία όχι μόνο εφαρμόζεται, αλλά, όπως σημειώνει ο Κώστας Γούναρης, πρώην πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Ξάνθης, όλα αυτά τα χρόνια παραμένει αμετάβλητη, σε αντίθεση φυσικά με τον Αστικό Κώδικα, που τροποποιείται συχνά από τη Βουλή προκειμένου να ανταποκρίνεται στις σύγχρονες κοινωνικές ανάγκες και συνθήκες.
Αυτό που έχει ενδιαφέρον είναι ότι τα Πρωτοδικεία της Ξάνθης και της Κομοτηνής, όπως σημειώνει ο κ. Γούναρης, τα τελευταία χρόνια επικυρώνουν μόνο τις αποφάσεις του μουφτή ως προς το διαζύγιο και αρνούνται να επικυρώσουν τις αποφάσεις του ως προς την επιμέλεια και τη διατροφή τέκνων, αναγνωρίζοντας έτσι σε έναν βαθμό την ανάγκη ρύθμισης των οικογενειακών διαφορών με δίκαιο και σύγχρονο τρόπο.
Εάν όμως η υπόθεση πάει στη συνέχεια στο Εφετείο ή τον Αρειο Πάγο, τότε ακολουθείται η στενή ερμηνεία του νόμου, κατά την οποία θεωρείται ότι το Πρωτοδικείο δεν είχε δικαιοδοσία, με αποτέλεσμα η πρωτόδικη απόφαση να ακυρώνεται.
Το κληρονομικό... άδικο
Οσον αφορά το Κληρονομικό Δίκαιο που εφαρμόζεται στο πλαίσιο της Σαρίας, διαφέρει πολύ από αυτό του Αστικού Κώδικα.
Απαγορεύεται η σύνταξη διαθήκης, ενώ τα κορίτσια δικαιούνται μόνο το μισό εξ αδιαθέτου κληρονομικό μερίδιο από τα αγόρια.
Ακόμα, τα αναγνωρισμένα εκτός γάμου παιδιά δεν έχουν κληρονομικό δικαίωμα, ενώ και η διαφορά θρησκεύματος αποτελεί κώλυμα κληρονομικής διαδοχής.
«Το ‘90 ο πατέρας μου, ο οποίος δεν ήταν ούτε μαρξιστής ούτε λενινιστής, συνέταξε μια δημόσια διαθήκη. Αισθάνομαι υποχρεωμένος, μπροστά σ’ αυτό το ανοσιούργημα που έγινε για τη μη δυνατότητα σύναψης δημόσιας διαθήκης, να υπερασπιστώ την επιλογή του πατέρα μου», αναφέρει ο Μουσταφά Μουσταφά, γιατρός και σήμερα βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος εξηγεί ότι η κατάργηση των δικαστικών αρμοδιοτήτων του μουφτή είναι πάγια θέση της Αριστεράς από τη μεταπολίτευση και εκφράζεται στο πλαίσιο των αιτημάτων για διαχωρισμό κράτους και θρησκείας, για εκσυγχρονισμό του τρόπου ζωής της μειονότητας και βέβαια για τη βελτίωση της θέσης της γυναίκας.
Κεκτημένο
Ο κ. Μουσταφά επισημαίνει ότι η εφαρμογή της Σαρίας «διαφημιζόταν από τη μειονοτική νομενκλατούρα σε συνεργασία με την πολιτεία σαν κεκτημένο της μειονότητας και σαν ένδειξη σεβασμού στη θρησκεία και την ιδιαιτερότητά της. Αυτό συνέφερε και τις δύο πλευρές. Δεν ξέφευγε από το μαντρί ο κόσμος. Εύκολα γινόταν η καθοδήγηση και η ποδηγέτηση της μειονότητας και τα θρησκευτικά συναισθήματα ήταν πάντα εύκολος τρόπος για αξιοποίηση και για πολιτικούς και για οικονομικούς λόγους και βασικά εξυπηρετούσε και την αντίληψη της πολιτείας ότι η μειονότητα είναι θρησκευτική και πρέπει να αναδειχθούν αυτά τα χαρακτηριστικά της κι όχι άλλα, όπως ας πούμε τα εθνοτικά».
Ο βουλευτής Ροδόπης τονίζει ακόμη ότι «έχει παραωριμάσει το αίτημα για την κατάργηση της Σαρίας», προσθέτοντας ότι τον πλησιάζουν άνθρωποι από τη μειονότητα που έχουν κάνει πολιτικό γάμο και οι οποίοι, φοβούμενοι μήπως μελλοντικά ο γάμος τους θεωρηθεί άκυρος από τον μουφτή, του ζητούν να τους υπερασπιστεί.
«Εθιμικό δίκαιο»
Από την άλλη, ο Ιλχάν Αχμέτ, δικηγόρος και βουλευτής της Δημοκρατικής Συμπαράταξης, εκφράζει το κομμάτι της μειονότητας που θεωρεί τη Σαρία μέρος της παράδοσής της και επιθυμεί να διατηρηθεί.
Ο ίδιος λέει ότι «αυτό που εφαρμόζεται στην πράξη δεν είναι Σαρία, έχει χροιά Ισλαμικού Δικαίου, αλλά στην ουσία είναι εθιμικό δίκαιο», θεωρώντας ότι αποτελεί πλούτο!
Τάσσεται λοιπόν κατά της κατάργησης του νόμου αυτού, ιδίως μονομερώς, επικαλούμενος το Σύνταγμα και τη Συνθήκη της Λωζάννης, η οποία όμως δεν προβλέπει ρητά τη λειτουργία ιεροδικείων.
Ο Ι. Αχμέτ προτείνει απλώς κάποιες βελτιώσεις, όπως να μπορούν οι ενδιαφερόμενοι να επιλέξουν με ποιο Δίκαιο θα εκδικαστούν οι υποθέσεις τους, μόνο όμως εάν συμφωνούν σε αυτό και οι δύο πλευρές. Διαφορετικά, να παραμένουν στο ισλαμικό.
Ο Γιώργος Καλαντζής, γενικός γραμματέας Θρησκευμάτων, πιστεύει ότι για ένα κομμάτι της μειονότητας η Σαρία αποτελεί «πηγή περηφάνιας ότι μια μουσουλμανική μειονότητα έχει πάρει ένα προνόμιο από μια μη μουσουλμανική χώρα», καθώς και ότι για το κομμάτι αυτό, το Ισλαμικό Δίκαιο περιφρουρεί την ταυτότητά τους.
Αναφέρει επίσης ότι η θρησκευτική αυτή κοινότητα «έχει έναν δικό της τρόπο να αντιλαμβάνεται τον κόσμο. Φοβάμαι ότι απλά θα προσπαθήσουμε να φορέσουμε ένα κουστούμι που κάνει σε εμάς σε κάποιον άλλον. Αν αυτό γίνει βίαια και άτσαλα, δεν θα έχει κανένα αποτέλεσμα».
Υποστηρίζει ότι το κράτος πρέπει να φτιάξει δίκαιους θεσμούς, προτείνοντας την πρόβλεψη νομικού συμβούλου δίπλα στον μουφτή ή την περαιτέρω εξειδίκευση του τελευταίου σε νομικά ζητήματα.
Μετά το τέλος των εισηγήσεων ακολούθησε πλήθος παρεμβάσεων από το κοινό.
Η Ιφιγένεια Καμτσίδου, καθηγήτρια στο ΑΠΘ, έφερε το παράδειγμα της προίκας για να εξηγήσει το πόσο ώριμη για αλλαγή μπορεί να αποδειχτεί μια ολόκληρη κοινωνία.
Οταν στη δεκαετία του ‘80 καταργήθηκε με νόμο η προίκα, όλοι είχαν τρομοκρατηθεί για τις αντιδράσεις.
Τελικά, ποτέ άλλοτε νόμος δεν έγινε ταχύτερα κτήμα του λαού όπως ο νόμος της κατάργησης του αναχρονιστικού αυτού θεσμού.
Οι κοινωνικές σχέσεις ρυθμίζονται παντού με κανόνες αναγκαστικού δικαίου και δεν μπορεί «η έννομη τάξη να εξακολουθεί να ανέχεται για μια κατηγορία πολιτών που ζουν στη χώρα η γυναίκα να μην είναι ισότιμη με τον άνδρα και να θεωρούμε ότι αυτό είναι θέμα πίστης».
Απάντηση Φίλη
Ο Νίκος Φίλης θεώρησε ότι είναι πλέον ευκαιρία, στο πλαίσιο και της επικείμενης αναθεώρησης του Συντάγματος, «να πάψουμε να διατηρούμε καταχωνιασμένο ένα θέμα με το οποίο έχουμε συμβιβαστεί, ότι η ελληνική πολιτεία δυστυχώς έχει καταδικάσει τη Θράκη σε ένα ιδιότυπο καθεστώς που ουσιαστικά την εξαιρεί από την ελληνική επικράτεια. Αυτό που επιβουλεύονται οι Τούρκοι εμείς με τον δικό μας τρόπο το δημιουργούμε. Η Θράκη πρέπει για το ελληνικό κράτος και την εκάστοτε κυβέρνηση να αποτελέσει ένα πρότυπο δημοκρατικής ανάπτυξης».
Απαντώντας στον κ. Αχμέτ, ο τέως υπουργός Παιδείας, Ερευνας και Θρησκευμάτων είπε ότι μπορεί να κρατηθούν τα ιεροδικεία αλλά προκειμένου να υπάρξει απόφαση δικαστηρίου, πρέπει να είναι υποχρεωτική η συντρέχουσα αρχή.
«Πώς θα καταργήσεις το δικαίωμα ενός Ελληνα πολίτη να παρουσιαστεί ενώπιον του φυσικού του δικαστή για να λύσει ένα πρόβλημα;» διερωτήθηκε.
«Τι έχουμε εδώ; Μια μειονότητα η οποία ορίζεται θρησκευτικά βάσει της Συνθήκης της Λωζάννης, όπου κρίσιμα δικαιώματα εκλαμβάνονται ως προνόμια. Ομως, όταν το δικαιικό σύστημα εκλαμβάνεται ως “ψυχή” της μειονότητας, υπονομεύονται στοιχειώδη δικαιώματα. Εχουμε το ίδιο σύστημα με εκείνο της αποικιοκρατίας, που είναι θέμα αυταρχισμού», επισήμανε η πρώην αν. υπουργός Παιδείας, Σία Αναγνωστοπούλου, η οποία έκανε μια ιστορική αναδρομή στην περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όπου τις υποθέσεις των ορθοδόξων εκδίκαζε η Εκκλησία - και αυτό δεν συνέβαινε βέβαια για λόγους εθιμικού δικαίου.
Μάλιστα αναφέρθηκε και σε ιστορικά παραδείγματα, κατά τα οποία τότε χριστιανοί άνδρες, θέλοντας να έχουν δεσμό με παραπάνω από δύο γυναίκες, πήγαιναν να αναγνωρίσουν τη συμβίωση σε μουσουλμανικά δικαστήρια.
Για παρόμοιους λόγους έγινε προοδευτικότερο και το ορθόδοξο δίκαιο της εποχής, συμπλήρωσε.
«Κάποιους βολεύει η μειονότητα να συνδιαλέγεται με την κεντρική πολιτική εξουσία βάσει προνομίων και στο εσωτερικό της μειονότητας να υπάρχει διαπραγμάτευση ανάμεσα στα μέλη της και τους προνομιούχους (σ.σ. για τα δικαιώματά), στους οποίους η κεντρική εξουσία έχει εκχωρήσει προνόμια. Ολο αυτό το σύστημα εμπεριέχει αυταρχισμό, δεν εμπεριέχει δικαιώματα της μειονότητας και δεν μπορεί κάτι που είναι δικαίωμα του κάθε πολίτη να εμπεριέχεται ως θρησκευτικό δικαίωμα. Δεν υπάρχει θρησκευτικό δικαίωμα τέτοιο παρά μόνο στις αυτοκρατορίες και στην αποικιοκρατία» κατέληξε η κ. Αναγνωστοπούλου, τονίζοντας την ανάγκη αλλαγών.
Στο ίδιο πνεύμα μίλησε και ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Χ. Ζεϊμπέκ, κάνοντας λόγο για μια κουτσουρεμένη Σαρία που δεν συνδέεται με την πίστη:
«Δεν μπορεί να επιτρέπεται να παντρέψουν ένα κορίτσι 14 ετών. Η μειονότητα είναι πλέον ώριμη και πρέπει να αλλάξει αυτό. Πρέπει να αλλάξουν όλα αυτά και είναι άλλος ο θρησκευτικός χαρακτήρας της μειονότητας και άλλο να συγχέεται με τον εθνικό χαρακτήρα και την καταγωγή».
Ο βουλευτής ζήτησε να διεξάγονται εκλογές για τις διαχειριστικές επιτροπές στις πόλεις, με διαφάνεια και δημοκρατία.
Διαλλακτικός Γαβρόγλου
Τελευταίος πήρε τον λόγο στην ενδιαφέρουσα συζήτηση ο Κώστας Γαβρόγλου, με μια διάθεση σαφώς πιο διαλλακτική:
«Το πολιτικό θέμα είναι τι κάνει η πολιτεία μας στη Θράκη και πρέπει να απασχολήσει όλα τα κόμματα. Δεν έχουμε δυστυχώς ένα κίνημα που θα θελήσει να επιβάλει κάποιες αλλαγές και λύσεις στο θέμα. Το τι γράφεται, το τι εμπόριο πατριωτισμού υπάρχει καθημερινά, είναι απίστευτο - κι επειδή τυχαίνει να διαβάζω και τουρκικές εφημερίδες, το φαινόμενο είναι και συμμετρικό. Το θέμα δεν μπορεί να λυθεί από τα πάνω, αλλά πρέπει προφανώς να συζητήσουμε αρχικά για μια στοιχειώδη ορθολογικοποίηση και μετά να δούμε αν υπάρχει το σχετικό αίτημα της κοινωνίας στη Θράκη για να γίνουν οι αλλαγές».
Στο μεταξύ, η κοινωνία και οι πολίτες της μειονότητας θα εξακολουθήσουν να βιώνουν τις συνέπειες του «ιερού» νόμου, που καθόλου δεν βοηθάει τις μεγάλες οικονομικές ανισότητες -αντίθετα, τις εντείνει- και που κρατάει τις γυναίκες σε έναν μεσαίωνα με ελληνικά χρώματα.
Στην Τουρκία έχει καταργηθεί από το 1926!
Ο ισλαμικός ιερός νόμος, η Σαρία, ζει και βασιλεύει στην Ελλάδα, ενώ στην Τουρκία έχει καταργηθεί από το 1926.
Ετσι, οι γυναίκες της μειονότητας συνεχίζουν να υφίστανται στη Θράκη ένα θεσμικό καθεστώς που συστηματικά παραβιάζει θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα.
Στην Ελλάδα του 21ου αιώνα, στην πολύπαθη Θράκη, ισχύει ακόμη ο ιερός ισλαμικός νόμος (Σαρία) και μάλιστα, σε μία από τις πλέον αναχρονιστικές εκδοχές του.
Η Σαρία δεν εφαρμόζεται σε κανένα άλλο σημείο της Ευρώπης, έχει καταργηθεί από το 1926 στην Τουρκία, ενώ ακόμη και τα ισλαμικά κράτη προχωρούν σε κάποιες αργές βελτιώσεις της, φροντίζοντας να την ενσωματώσουν στον Αστικό τους Κώδικα.
Γιατί αδρανεί το Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο;
Σε αντίθεση με τη θετική δυναμική που δημιουργείται σε ορισμένα προοδευτικά κομμάτια της κοινωνίας, εντελώς αδρανείς παραμένουν κάποιοι κοινωνικοί θεσμοί από τους οποίους θα περίμενε κανείς πολύ περισσότερα.
Φυσικά, δεν αναφερόμαστε στους πάγιους εκφραστές κάθε συντηρητικής πολιτικής στην περιοχή, δηλαδή στην Εκκλησία και τα παραεκκλησιαστικά-παρακρατικά ιδρύματα της παρωχημένης εθνικοφροσύνης.
Αναφερόμαστε δυστυχώς στο Πανεπιστήμιο. Το Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο της Θράκης είχε αρχίσει πριν από χρόνια να δημιουργεί μια θετική σχέση με την κοινωνία της περιοχής.
Eίχε κατορθώσει να ανοίξει τις πύλες του στο πρόβλημα της Θράκης και να παίζει σημαντικό ρόλο σε έναν δημόσιο διάλογο για την αντιμετώπιση των προβλημάτων της μειονότητας.
Ηταν η περίοδος που μια σειρά νέων πανεπιστημιακών, απαλλαγμένων από τις παρωπίδες της μετεμφυλιακής εθνικοφροσύνης, κατόρθωσαν να δουν κατάματα το πρόβλημα και επιχείρησαν για πρώτη φορά να το συνδέσουν με την ευρωπαϊκή δημοκρατική αντίληψη.
Αυτή η φωτεινή περίοδος του Δημοκρίτειου έχει δυστυχώς περάσει.
Το Πανεπιστήμιο έχει γιγαντωθεί, αλλά η σχέση του με την κοινωνία έχει ατονήσει πλήρως.
Και να σκεφτεί κανείς ότι το Πανεπιστήμιο έχει χτιστεί πάνω στις λεγόμενες «μουσουλμανικές γαίες», την περίοδο που η αντιμετώπιση της μειονότητας προέβλεπε και τον «εκχριστιανισμό» της ακίνητης ιδιοκτησίας. («Ιός», 16/7/2006)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για πες