Γράφει ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ
Έλεγχος από την Εκκλησία, σε συνεργασία με τους κατασταλτικούς μηχανισμούς του κράτους, σε όλες τις εκδηλώσεις τη ζωής, με το πρόσχημα της προστασίας του ελληνικού Έθνους και των ηθών του. - «Στίγμα και όνειδος του Κράτους ημών η βλασφημία» -Το παράδειγμα του «ευσεβούς» Μουσολίνι, τα «ασεβή» γραμμόφωνα και η αμαρτωλή Βαρβάρα -Κατά του κινηματογράφου, του θεάτρου και του «γελοίου» και «ανοήτου»… Τσάρλι Τσάπλιν
Η απαγόρευση της «Βαρβάρας» του Παναγιώτη Τούντα
Έλεγχος από την Εκκλησία, σε συνεργασία με τους κατασταλτικούς μηχανισμούς του κράτους, σε όλες τις εκδηλώσεις τη ζωής, με το πρόσχημα της προστασίας του ελληνικού Έθνους και των ηθών του. - «Στίγμα και όνειδος του Κράτους ημών η βλασφημία» -Το παράδειγμα του «ευσεβούς» Μουσολίνι, τα «ασεβή» γραμμόφωνα και η αμαρτωλή Βαρβάρα -Κατά του κινηματογράφου, του θεάτρου και του «γελοίου» και «ανοήτου»… Τσάρλι Τσάπλιν
Η Εκκλησία της Ελλάδος είχε και έχει «πολιτογραφήσει» τον εαυτό της ως την κατ’ εξοχήν ηθική δύναμη του Έθνους και του αστικού ελληνικού κράτους και οι κληρικοί της, παντός βαθμού, «διανοούμενοι ταγοί του Έθνους».
«Η Εκκλησία είναι η ηθική δύναμις του Κράτους. Η δράσις αυτής είναι δράσις υπέρ του Έθνους και του Κράτους του Ελληνικού» ανέφερε ο μητροπολίτης Καλαβρύτων Τιμόθεος σε συνεδρίαση της Ιεράς Συνόδου τον Ιούνιο του 1926 (αρχιμανδρίτη Θεόκλητου Στράγκα «Εκκλησίας Ελλάδος Ιστορία εκ πηγών αψευδών 1817-1967», τ. Β΄, σ. 1426). Και όχι μόνο αυτό.
Μεγαλωμένη στην αγκαλιά του αστικού κράτους και υποταγμένη σ’ αυτό, κάθε φορά που βρισκόταν μπροστά σε ένα φαινόμενο της κοινωνικής ζωής, το οποίο δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει, έσπευδε να ζητήσει την προστασία, αλλά και την παρέμβαση των κρατικών κατασταλτικών μηχανισμών, σε αντάλλαγμα της υποστήριξης που έδινε στο κυρίαρχο κράτος.
Ο αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, ενημερώνοντας την Ιεραρχία, τον Οκτώβριο του 1924 για τη συνάντησή του με τον πρωθυπουργό, Θεμιστοκλή Σοφούλη, σημείωνε χαρακτηριστικά: Η Εκκλησία «είναι η μόνη δύναμις, ην δυνάμεθα ν’ αντιτάξωμεν κατά του κομμουνισμού και των άλλων εχθρών της κοινωνίας» (Θεόκλητου Στράγκα, οπ.π., σ. 1316).
Ειδικότερα στην περίοδο του Μεσοπολέμου, η δυναμική εισβολή νέων ιδεών στην ελληνική κοινωνία, αντιμετωπίστηκε από την Εκκλησία, όχι μέσω ενός εναλλακτικού αυτόνομου θρησκευτικού λόγου, αλλά κυρίως μέσω των κατασταλτικών κρατικών μηχανισμών.
Η « κατάπνιξις του κακού»
Μάλιστα, το 1924 ο αρχιεπίσκοπος έφτασε στο σημείο να ζητήσει από τον υπουργό Δικαιοσύνης, Γεώργιο Καφαντάρη, και την ανασύσταση της «Αστυνομίας των ηθών, αποσκοπούσα εις την ενεργόν παρακολούθησιν του κακού και την άμεσον κατάπνιξιν αυτού οπουδήποτε και υφ’ οιανδήποτε καν τούτο εμφανίζεται μορφήν».
Η Αστυνομία των ηθών, προσέθετε, «διευθυνομένη παρά Συμβουλίου εξ ανωτάτων του Κράτους υπαλλήλων, εις ό να μετέχη δι’ αντιπροσώπου αυτής και η Εκκλησία κατά τόπους, δέον ν’αναλάβη πρωτίστως την εξυγίανσιν του θεάτρου και του κινηματογράφου» (επίσημο περιοδικό της Εκκλησίας της Ελλάδος, «Εκκλησία», τ.35, 26.1.1924)
Η Αστυνομία των ηθών, προσέθετε, «διευθυνομένη παρά Συμβουλίου εξ ανωτάτων του Κράτους υπαλλήλων, εις ό να μετέχη δι’ αντιπροσώπου αυτής και η Εκκλησία κατά τόπους, δέον ν’αναλάβη πρωτίστως την εξυγίανσιν του θεάτρου και του κινηματογράφου» (επίσημο περιοδικό της Εκκλησίας της Ελλάδος, «Εκκλησία», τ.35, 26.1.1924)
Εκστρατεία κατά του «εγκλήματος της βλασφημίας»
«Οι άντρες βρίζουν, οι γυναίκες δίνουν κατάρες» γράφει ο Ηλίας Πετρόπουλος στα προλεγόμενα του βιβλίου του «Ρεμπέτικα τραγούδια». Και στην Ελλάδα, τον πρώτο καιρό μετά την αποτυχημένη Μικρασιατική εκστρατεία, μια χώρα κατεστραμμένη οικονομικά με 1.500.000 ρακένδυτους πρόσφυγες, ένα λαό εξαγριωμένο για την καταστροφή κι ένα στρατό εξουθενωμένο ηθικά, μετά την ήττα, οι βλαστήμιες έδιναν και έπαιρναν κατά πάντων.
Το υβρεολόγιο των Ελλήνων, ενισχυμένο από το τουρκικό, ήταν πλουσιότατο. Έτσι όλοι εκείνη την εποχή ακολουθούσαν το παράδειγμα του Καραϊσκάκη με την παραμικρή αφορμή, μη αφήνοντας απέξω τίποτα, από τα θεία μέχρι τους αιτίους της καταστροφής και του εκφραστές της εξουσίας.
Το υβρεολόγιο των Ελλήνων, ενισχυμένο από το τουρκικό, ήταν πλουσιότατο. Έτσι όλοι εκείνη την εποχή ακολουθούσαν το παράδειγμα του Καραϊσκάκη με την παραμικρή αφορμή, μη αφήνοντας απέξω τίποτα, από τα θεία μέχρι τους αιτίους της καταστροφής και του εκφραστές της εξουσίας.
Η Εκκλησία της Ελλάδος, διεκδικώντας για τον εαυτό της το ρόλο του θεματοφύλακα της ψυχικής υγείας των Ελλήνων και της ηθικής του Έθνους, ανέλαβε από την πρώτη στιγμή το έργο να σταματήσει με όλα τα μέσα και κυρίως τα κατασταλτικά, αυτό το «έγκλημα» όπως το χαρακτήριζαν οι εκπρόσωποί της.
Έτσι στα τέλη Μαΐου του 1923 ο αρχιεπίσκοπος, με την εγκύκλιο του «κατά της βλασφημίας», ζητεί την λήψη αυστηρών μέτρων, ιδιαίτερα για τους στρατευμένους που «εγκληματούν».
Η ανταπόκριση της Πολιτείας είναι άμεση. Εκδίδεται αυστηρή διαταγή των υπουργών Ναυτικών και Στρατιωτικών, το Φρουραρχείο Πειραιά επέβαλε αυστηρές ποινές σε στρατιώτες, η Αστυνομία συνέλαβε εκατοντάδες «εγκληματούντες» και η Ιερά Σύνοδος «εξέφρασε την ευαρέσκειά της» προς τις αρχές: « Η Αστυνομία Πόλεων δεν περιώρισε την αποστολήν αυτής εις μόνην της εξωτερικής δημοσίας τάξεως τήρησιν, αλλ’ έχε την συναίσθησιν ότι κυρίως οφείλει να συντελέση εις την βελτίωσιν και την εξημέρωσιν των ηθών (…) Τούτου ένεκα εκ των πρώτων αυτής καθηκόντων εθεώρησεν, επισκεπτομένη τον Μακαριώτατον Μητροπολίτην να ζητήση οδηγίας και υποδείξεις περί των πρακτέων κατά την κατεύθυνσιν ταύτην, μετ’ άκρας δ’ ανακουφίσεως διεπιστώθη ου μόνον η σχεδόν παντελής εξάλειψις της έξεως της βλασφημίας εν τη κατ’ εξοχήν πόλει της παραλίου αμετροεπείας…» («Εκκλησία», 9.6.1923 και 4.8.1923).
«Το στίγμα και το όνειδος του Κράτους ημών»
Τα κατασταλτικά μέτρα συνεχίζονται αλλά οι Έλληνες και κυρίως οι στρατευμένοι και τα εργατικά στρώματα δεν σταμάτησαν να «εγκληματούν» και να βλαστημούν την άθλια ζωή που ζούσαν.
Τον Οκτώβριο του 1924 συνέρχεται η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος. Θέμα της συζήτησης το υπόμνημα της Χριστιανικής Ενώσεως Σωματείων «εν ώ ανελύετο το έργον του Κορδάτου περί των ελατηρίων της επαναστάσεως του ’21 και εξετίθετο η κατάστασις της εκπαιδεύσεως και παρεκαλείτο η Ιεραρχία, ίνα λάβη κατάλληλα μέτρα κατά των εχθρών της θρησκείας, της κοινωνίας και της γλώσσης».
Στη διάρκεια της συζήτησης, κατά την οποία αποφασίστηκε να μοιραστεί στις εκκλησίες μελέτη με τίτλο « Ο ιστορικός υλισμός εξ απόψεως φιλοσοφικής» (συγγραφέας της ήταν ο θεολόγος Π. Τρεμπέλας μέλος της παραεκκλησιαστικής οργάνωσης «Ζωή»), ο εκ των εισηγητών μητροπολίτης Καλαβρύτων Τιμόθεος απαριθμεί τα τρία στοιχεία που «παρουσιάζουσι την σημερινήν ηθικήν κατάστασιν του Έθνους και του Κράτος ημών ως λίαν έκτροπον και οικτροτάτην».
Πρώτοι υπεύθυνοι της «διασαλεύσεως της θρησκευτικής πίστεως του Έθνους» είναι οι μασόνοι , οι κομμουνιστές και η προπαγάνδα των προτεσταντικών αποστολών στην Ελλάδα (σ.σ. όπως και σήμερα με τις διάφορες ΜΚΟ έτσι και τότε η χώρα είχε κατακλυσθεί από διάφορες αποστολές κυρίως προτεσταντικών οργανώσεων που δούλευαν μέσα στους πρόσφυγες). Δεύτερη σε βαθμό επικινδυνότητας είναι η βλασφημία. Και τρίτος ο «αισθητισμός, ή ηδονισμός», ο «μετά κυνισμού εμφανιζόμενος εν τη κοινωνική ανατροφή».
Στη διάρκεια της συζήτησης, κατά την οποία αποφασίστηκε να μοιραστεί στις εκκλησίες μελέτη με τίτλο « Ο ιστορικός υλισμός εξ απόψεως φιλοσοφικής» (συγγραφέας της ήταν ο θεολόγος Π. Τρεμπέλας μέλος της παραεκκλησιαστικής οργάνωσης «Ζωή»), ο εκ των εισηγητών μητροπολίτης Καλαβρύτων Τιμόθεος απαριθμεί τα τρία στοιχεία που «παρουσιάζουσι την σημερινήν ηθικήν κατάστασιν του Έθνους και του Κράτος ημών ως λίαν έκτροπον και οικτροτάτην».
Πρώτοι υπεύθυνοι της «διασαλεύσεως της θρησκευτικής πίστεως του Έθνους» είναι οι μασόνοι , οι κομμουνιστές και η προπαγάνδα των προτεσταντικών αποστολών στην Ελλάδα (σ.σ. όπως και σήμερα με τις διάφορες ΜΚΟ έτσι και τότε η χώρα είχε κατακλυσθεί από διάφορες αποστολές κυρίως προτεσταντικών οργανώσεων που δούλευαν μέσα στους πρόσφυγες). Δεύτερη σε βαθμό επικινδυνότητας είναι η βλασφημία. Και τρίτος ο «αισθητισμός, ή ηδονισμός», ο «μετά κυνισμού εμφανιζόμενος εν τη κοινωνική ανατροφή».
Η βλασφημία, κατά τον εισηγητή, «πρωτίστως και ιδία εις τας μεγάλας πόλεις, αλλ’ ουχί ολιγώτερον εις τα απώτατα χωρία, είναι γενικευμένη και αποτελεί το στίγμα και το όνειδος του Κράτους ημών, το οποίον δια το θανάσιμον και αντιανθρώπινον τούτο έγκλημα, το διαπραττόμενον και υπό στρατιωτικών παντός βαθμού, οι Τούρκοι το θεωρώσιν άθρησκον και δικαιολογώσι παρά τω λαώ και τω στρατώ αυτών τον χαρακτηρισμόν του άπιστοι, ον ανέκαθεν αποδίδουσιν εις τους Έλληνας, ίνα φανατίζωνται εις την προς τον Μωάμεθ πίστιν αυτών και ορμώσι με αυταπάρνησιν κατά των εχθρών, των Ελλήνων».
Ο εισηγητής καλούσε για μια ακόμη φορά τα υπουργεία των Εσωτερικών και των Στρατιωτικών να διατάξουν «ότι δύναται να συντελέση εις την εξάλειψιν του εγκλήματος τούτου από πάσης κοινωνίας ανθρώπων Ελλήνων». (Θεόκλητου Στράγκα, οπ. π. , σ.1300)
Ο εισηγητής καλούσε για μια ακόμη φορά τα υπουργεία των Εσωτερικών και των Στρατιωτικών να διατάξουν «ότι δύναται να συντελέση εις την εξάλειψιν του εγκλήματος τούτου από πάσης κοινωνίας ανθρώπων Ελλήνων». (Θεόκλητου Στράγκα, οπ. π. , σ.1300)
Το παράδειγμα του «ευσεβούς» Μουσολίνι
Τα αρμόδια υπουργεία λαμβάνουν τα «προσήκοντα μέτρα», αλλά οι Έλληνες το χαβά τους. Και οι εκκλησιαστικοί παράγοντες καλούν τις αρχές να ακολουθήσουν το παράδειγμα του «ευσεβούς» Μουσολίνι ο οποίος μέσα στις πολλές «εκστρατείες» που εκήρυσσε στο όνομα του φασισμού, ήταν κι αυτή κατά της βλασφημίας. Το καλοκαίρι του 1931 το επίσημο περιοδικό της μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, «Γρηγόριος ο Παλαμάς» (διευθυντής του ήταν ο συνταγματάρχης ε.α. Γεώργιος Σ. Ανδρεάδης), υμνεί τον Μουσολίνι: «… Υπόσχεται ο Ντούτσε πλην των άλλων εξυγιαντικών μέτρων τα οποία λαμβάνει δια την ηθικήν εξύψωσιν των πατριωτών του, μέσα εις την πληθώρα των ασχολιών του, να επιληφθή και της εκριζώσεως της αξιοθρηνήτου ταύτης συνηθείας, οία η κατά των θείων βλασφημία» («Γρηγόριος ο Παλαμάς», Ιούλιος 1931).
Και τα «ασεβή»… γραμμόφωνα!
Με την εμφάνιση των γραμμοφώνων και την διάδοση της χρήσης τους σε ολόκληρη τη χώρα προκύπτει ένας ακόμη μπελάς για την εκκλησιαστική ηγεσία. Πώς θα εμποδίσουν να παίζονται πλάκες με τραγούδια που «διακωμωδούν τα θεία» ή χαρακτηρίζονται «άσεμνα»; Η λύση στο μείζον αυτό ζήτημα για την σωτηρία του Έθνους; Και πάλι οι κατασταλτικοί μηχανισμοί και οι αστυνομικές απαγορεύσεις. Τον Σεπτέμβριο του 1930 διαβάζουμε στην εφημερίδα «Πρωία» κάτω από τον τίτλο «Η πρώτη καταδικαστική απόφασις» την είδηση:
«Μηνυθείς υπό αστυνομικών οργάνων προσήλθε χθες εις το Πλημμελειοδικείον Πειραιώς ο καταστηματάρχης κ. Κουβέλης κατηγορούμενος ότι επώλει μίαν πλάκα της Εταιρείας Πατέ αποδίδουσαν το υπό τον τίτλον «Πάτερ ημών» τραγουδάκι της επιθεωρήσεως η «Καμπάνα» το οποίον χαρακτηρίζεται ως διακωμώδησις των θείων και ως προσβολή των δημοσίων ηθών. Το δικαστήριον κατεδίκασε τον κατηγορούμενον εις 30 ημερών φυλάκισιν και πρόστιμον.
Πρόκειται περί της πρώτης καταδίκης μετά την εφαρμογήν της αστυνομικής διατάξεως της απαγορευούσης εξύβρισιν ή προσβολήν των θείων».
Λίγους μήνες μετά το περιοδικό «Γρηγόριος ο Παλαμάς» επαινεί τον αστυνομικού διευθυντή Αθηνών για την παρακάτω διαταγή που εξέδωσε στις 31 Ιανουαρίου 1931: «Απαγορεύομεν την εν δημοσίοις τόποις χρησιμοποίησιν πλακών γραμμοφώνου δι ών διακωμωδούνται ή σατυρίζονται διάφοροι εκκλησιαστικοί ύμνοι και εν γένει η θρησκεία ή παν άλλο αντικείμενον έχον σχέσιν προς την θρησκείαν…». («Γρηγόριος ο Παλαμάς» , Μάρτιος 1931).
Η δικτατορία του Μεταξά και η λογοκρισία των τραγουδιών
Τα πράγματα για τους συνθέτες και τους στιχουργούς γίνονται δυσκολότερα με την δικτατορία της 4ης Αυγούστου. Στο υφυπουργείο Τύπου και Τουρισμού με υφυπουργό τον Θεολόγο Νικολούδη λειτουργεί επιτροπή λογοκρισίας («επιτροπή επιλογής των τραγουδιών» ήταν η επίσημη ονομασία της) από τους Ψαρούδα, Μπεράτη, Τέλο Άγρα, Μπόταση και Πολίτη, που «παρακολουθεί αγρύπνως δια παν νεοεκδιδόμενον και φωνογραφούμενον ελληνικόν τραγούδι», όπως έγραφε τον Οκτώβριο του 1938 το περιοδικό της εποχής «Το τραγούδι».
Και όταν κάτι ξεφεύγει και κυκλοφορεί στην αγορά, τότε το λόγο έχει η αστυνομία του διαβόητου Μανιαδάκη, προστατεύοντας έτσι την πατρίδα, τη θρησκεία και την οικογένεια , τους θεμέλιους λίθους του φασιστικού καθεστώτος.
Και όταν κάτι ξεφεύγει και κυκλοφορεί στην αγορά, τότε το λόγο έχει η αστυνομία του διαβόητου Μανιαδάκη, προστατεύοντας έτσι την πατρίδα, τη θρησκεία και την οικογένεια , τους θεμέλιους λίθους του φασιστικού καθεστώτος.
Στις 16 Απριλίου 1937 ο διευθυντής της Αστυνομίας Αθηνών Ιωάννης Βαβούρης εκδίδει διαταγή «Περί απαγορεύσεως βλασφημιών και χρήσεως πλακών φωνογράφου σατυριζoυσών την Θρησκείαν» με την οποία ορίζονταν τα εξής:
«Άρθρον 1, Απαγόρευσις βλασφημίας των θείων.
Απαγορεύομεν τας βλαστημίας και υβριστικάς εν γένει εκφράσεις κατά των θείων , των ιερών αντικειμένων και παντός καθιερωμένου εις την θείαν λατρείαν.
Άρθρον 2. Απαγόρευσις δημοσία ύβρεων. Απαγορεύομεν τας δημοσία γενομένας ύβρεις καθ’ οιουδήποτε ατόμου, εφ’ όσον αύται αποτελούσι προσβολήν των δημοσίων ηθών ή της αιδούς, επιφυλασσομένου παντός δικαιώματος προς υποβολήν εγκλήσεως εκ μέρους του υβρισθέντος δια την προσγενομένην αυτώ προσβολήν της τιμής.
Άρθρον 3. Απαγόρευσις πλακών φωνογράφου.
Απαγορεύομεν την εν δημοσίοις τόποις χρησιμοποίησιν πλακών γραμμοφώνου δι’ ών διακωμωδούνται ή σατυρίζονται διάφοροι εκκλησιαστικοί ύμνοι και εν γένει η θρησκεία ή παν άλλον αντικείμενον έχον σχέσιν προς την θρησκείαν.
Επαφίεται ημίν το δικαίωμα όπως δι’ αποφάσεων ημών απαγορεύομεν την χρησιμοποίησιν πλακών φωνογράφου, ών το περιεχόμενον κρίνεται παρ’ ημών ως άσεμνον και προσβάλλει γενικώς τα χρηστά ήθη.
Άρθρον 4. Οι παραβάται της παρούσης , ής η ισχύς άρχεται από της δημοσιύσεως εν τη εφημερίδι της Κυβερνήσεως και ής η εκτέλεσις ανατίθεται εις τους αστυνομικούς υπαλλήλους διώκονται και τιμωρούνται συμφώνως τω άρθρω 697 του Ποινικού Νόμου».
Η απαγόρευση της «Βαρβάρας» του Παναγιώτη Τούντα
και του «βαρβάτου όμορφου και κοτσονάτου κέφαλου»
Ένα από τα πρώτα θύματα των αστυνομικών διαταγών της εποχής της μεταξικής δικτατορίας ήταν και η πασίγνωστη « Βαρβάρα» του Παναγιώτη Τούντα που τραγούδησε ο Στελλάκης Περπινιάδης:
«Η Βαρβάρα κάθε βράδυ στη Γλυφάδα ξενυχτάει
και ψαρεύει τα λαβράκια, κεφαλόπουλα, μαυράκια
Το καλάμι της στο χέρι, κι όλη νύχτα στο καρτέρι
περιμένει να τσιμπήσει το καλάμι να κουνήσει
και ψαρεύει τα λαβράκια, κεφαλόπουλα, μαυράκια
Το καλάμι της στο χέρι, κι όλη νύχτα στο καρτέρι
περιμένει να τσιμπήσει το καλάμι να κουνήσει
Ένας κέφαλος βαρβάτος, όμορφος και κοτσονάτος
της Βαρβάρας το τσιμπάει, το καλάμι της κουνάει
Μα η Βαρβάρα δεν τα χάνει τον αγκίστρωσε τον πιάνει
τον κρατά στα δυο της χέρια και λιγώνεται στα γέλια
της Βαρβάρας το τσιμπάει, το καλάμι της κουνάει
Μα η Βαρβάρα δεν τα χάνει τον αγκίστρωσε τον πιάνει
τον κρατά στα δυο της χέρια και λιγώνεται στα γέλια
Κοίταξε μωρή Βαρβάρα, μη σου μείνει η λαχτάρα
τέτοιος κέφαλος με νύχι, δύσκολα να σου πετύχει
Βρε Βαρβάρα μη γλιστρήσει και στη θάλασσα βουτήξει
βάστα τον απ’ το κεφάλι μη σου φύγει πίσω πάλι
τέτοιος κέφαλος με νύχι, δύσκολα να σου πετύχει
Βρε Βαρβάρα μη γλιστρήσει και στη θάλασσα βουτήξει
βάστα τον απ’ το κεφάλι μη σου φύγει πίσω πάλι
Στο καλάθι της τον βάζει κι από την χαρά φωνάζει
έχω τέχνη έχω χάρη ν’ αγκιστρώνω κάθε ψάρι
Για ένα κέφαλο θρεμμένο όλη νύχτα περιμένω
που θα ‘ρθεί να μου τσιμπήσει το καλάμι να κουνήσει».
έχω τέχνη έχω χάρη ν’ αγκιστρώνω κάθε ψάρι
Για ένα κέφαλο θρεμμένο όλη νύχτα περιμένω
που θα ‘ρθεί να μου τσιμπήσει το καλάμι να κουνήσει».
Οι στοίχοι αυτοί χαρακτηρίστηκαν άσεμνοι και η κακομοίρα η «Βαρβάρα» απαγορεύτηκε. Σε μονόστηλο εφημερίδων της εποχής και με τίτλο «Η ‘ Βαρβάρα’ απηγορεύθη» διαβάζουμε: « Υπό οργάνων της Ειδικής Ασφαλείας κατεσχέθησαν οι φωνογραφικοί δίσκοι του γνωστού λαϊκού τραγουδιού «Η Βαρβάρα» καθ’ όσον εχαρακτηρίσθη τούτο ως άσεμνον. Οι κατασχεθέντες δίσκοι απεστάλησαν εις την εισαγγελίαν των πλημμελειοδικών δια τα περαιτέρω».
Κατά του κινηματογράφου, του θεάτρου και του «γελοίου» και «ανοήτου»… Τσάρλι Τσάπλιν!
Σε όλη τη διάρκεια του Μεσοπολέμου οι πανίσχυρες παραεκκλησιαστικές οργανώσεις, όπως η «Ζωή», με την ενθάρρυνση και της εκκλησιαστικής ηγεσίας, καταδικάζουν τον κινηματογράφο, ως «σχολείο ηθικής ανατροπής» και το θέατρο επειδή «υποδαυλίζει τα κατώτερα αισθήματα, καταρρίπτει ηθικούς φραγμούς, κρημνίζει υγιείς αρχάς, γίνεται ο κυριώτερος συντελεστής της ηθικής καταπτώσεως και ερειπώσεως» και γι’ αυτό καλούν τους πιστούς « τους επιζητούντας την σωτηρίαν των και θέλοντας την απαλλαγήν της κοινωνίας από της τοιαύτης ηθικής σήψεως να αποφεύγουν συστηματικώς τας θεατρικάς παραστάσεις , με την πεποίθησιν ότι δια του τρόπου αυτού αντιδρούν κατά της ανηθικότητος» («Ζωή», 8.6.1921 και 16.11. 1921).
Στις 19 Οκτωβρίου 1924, ξεσπάει φωτιά στον κινηματογράφο «Πανόραμα», που βρισκόταν στο σταθμό Λαυρίου (εκεί όπου σήμερα υπάρχει η ομώνυμη πλατεία στο κέντρο της Αθήνας). Η αίθουσα, στην οποία συνήθως προβάλλονταν περιπέτειες και κωμωδίες, ήταν γεμάτη από εργάτες, στρατιώτες, μικρά παιδιά και λούστρους της Ομόνοιας ( «υποδηματοκαθαριστάς» τους ονομάτιζαν οι εφημερίδες της εποχής), που παρακολουθούσαν την ταινία «Ο Σαρλώ και ο σκύλος του», με πρωταγωνιστή τον Τσάρλι Τσάπλιν. Λόγω έλλειψης μέτρων πυρασφάλειας, εκατοντάδες νέοι παγιδεύονται στον εξώστη (εκεί το εισιτήριο ήταν φθηνότερο από την πλατεία). Τραγικός απολογισμός: Είκοσι πέντε νεκροί και 16 σοβαρά τραυματίες με βαρύτατης μορφής εγκαύματα.
Η τραγωδία συζητείται και στην Ιεραρχία. Ο αρχιεπίσκοπος χωρίς να αναφέρει κουβέντα για την έλλειψη στοιχειωδών μέτρων πυρασφάλειας, ζητά να κλείσουν όλες οι κινηματογραφικές αίθουσες που προβάλουν τις μεγάλες επιτυχίες της εποχής, περιπέτειες, αστυνομικά φιλμ και κωμωδίες που ήταν το αγαπημένο και φθηνό θέαμα για τα λαϊκά στρώματα: «Το λαβόν χώραν λυπηρόν γεγονός του θανάτου τόσων νέων εν αιθούση κινηματογράφου, ό ήτο κέντρον πραγματικής διαφθοράς , ωδήγησε την Αστυνομίαν εις την σύλληψιν πολλών νέων κλεπτών εκ της μιμήσεως των επί της οθόνης του κινηματογράφου εκτυλλισομένων. Φρονώ ότι η Σύνοδος δέον να εκφράση την λύπην της προς τους γονείς των θανόντων και την ευχήν προς την Κυβέρνησιν, όπως μη επιτρέψωσι την λειτουργίαν τοιούτου είδους κινηματογράφων» (Θεόκλητου Στράγκα , οπ.π. σ. 1300).
H «φοίτησις νεαρών υπάρξεων» στους θερινούς κινηματογράφους
Ο κινηματογράφος παραμένει στο στόχαστρο των διωκτικών αρχών και της Εκκλησίας και κατά τη δικτατορίας του Μεταξά: «Άμα το ανοίγμασι των πυλών των πολυπληθών Αθηναϊκών θερινών κινηματογράφων άρχισαν εν ταις εφημερίσι δημοσιευόμεναι διαμαρτυρίαι δια την εις έργα χαρακτηρισθέντα ως «ακατάλληλα δι’ ανηλίκους» φοίτησιν νεαρών υπάρξεων (σ.σ. κυρίως σκαρφαλωμένοι στις γύρω μάντρες) αι οποίαι ου μόνον ουδέν το ωφέλιμον θα αποκομίσωσιν εκείθεν αλλά τουναντίον θα εξέλθωσιν ουσιωδώς μειωμέναι κατά τον ηθικόν αυτών εξοπλισμόν. Το Κράτος δια της αρμοδίας επιτροπής ελέγχου επί των ταινιών έχει ήδη πράξει πλήρως το καθήκον του , η περαιτέρω δε προφύλαξις των νέων εκ των ηθικών τούτων κινδύνων απόκειται εις την συναίσθησιν της τεραστίας ευθύνης την οποίαν υπέχουσιν προς τα τέκνα των (…) Ο Κύριος θα ζητήσει παρ’ αυτών λόγον…» («Εκκλησία», 8.8.1939).
Και μια λεπτομέρεια που έχει τη σημασία της: Ο Τσάρλι Τσάπλιν ήταν μόνιμος στόχος των εκκλησιαστικών περιοδικών. Ενδεικτικό είναι σημείωμα της «Εκκλησίας» τον Απρίλιο του 1930 στο οποίο ο μεγάλος ηθοποιός χαρακτηρίζεται « γελοίος , «ανόητος» και άτομο που «όταν ανοίγη το στόμα του προφέρη τόσον ηλιθίας ανοησίας» («Εκκλησία» 12.4.1930).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για πες