του Προκόπη Μπίχτα
“…και τότε οι άνθρωποι κοίταζαν τα γουρούνια και τα γουρούνια τους ανθρώπους και κανένας δεν ήξερε ποιοί ήταν οι άνθρωποι και ποιά τα γουρούνια.”
Τζώρτζ Όργουελ «Η φάρμα των ζώων»
Ο Βαγγέλης Γιακουμάκης δεν είναι στον παράδεισο. Δεν ξεκίνησε κανένα ταξίδι. Δεν τον νοιάζει αν το χώμα που τον σκεπάζει είναι ελαφρύ ή βαρύ. Ο Βαγγέλης Γιακουμάκης είναι νεκρός.
Νεκρός, δολοφονημένος από μια ολόκληρη κοινωνία.
Οι συμφοιτητές του που τον βασάνιζαν και τον οδήγησαν στην «αυτοκτονία», οι άλλοι συμφοιτητές του που αδιαφόρησαν, οι «δάσκαλοι» που «δεν ήξεραν», ο διευθυντής που, πιθανότατα, υπάκουε στα κελεύσματα του πολιτικού και υποστηρίζει ότι «έχει ήσυχη τη συνείδησή του», ο ίδιος ο πολιτικός που εξυπηρετούσε τους πελάτες του δεν είναι παρά προσωποποιήσεις μιας διεφθαρμένης, σάπιας κοινωνίας.
Η σημερινή ελληνική κοινωνία είναι καταδικασμένη σε θάνατο. Τα τελευταία 65 χρόνια πολύ λίγα επιτεύγματα έχει να επιδείξει στην τέχνη, την επιστήμη, τον πολιτισμό, την πολιτική. Οι άνθρωποι που αγάπησαν και εξέφρασαν πρόοδο, ομορφιά και ανθρωπιά αποτελούν ελάχιστες εξαιρέσεις και λησμονούνται κάθε μέρα και περισσότερο. Η ίδια η ελληνική κοινωνία τρώει τις σάπιες σάρκες της και, όταν έλθει το προαναγγελθέν τέλος της, δεν θα την λυπηθεί κανένας.
Η περίπτωση του Βαγγέλη Γιακουμάκη είχε πάρει μεγάλες διαστάσεις μόνο και μόνο επειδή, λόγω της εξαφάνισής του, είχε προβληθεί εκτεταμένα από τα ΜΜΕ. Πουλούσε. Όλη η χώρα παρακολουθούσε από την τηλεόραση την εξέλιξη των ερευνών, όπως παρακολουθούσε τις αγαπημένες της τηλεσειρές και τις ώρες που φεύγει κι επιστρέφει η γυναίκα του γείτονα. Ακριβώς με το ίδιο ενδιαφέρον και τον ίδιο τρόπο.
Η χώρα κουτσομπόλεψε και «πένθησε» όπως θα πενθούσε κάθε ένας για τον θάνατο κάποιου μακρινού γείτονα, ο οποίος δεν άφησε και κληρονομιά. «Πένθησε» έτσι, για να έχει κάτι να κουτσομπολέψει.
Σε κάθε γειτονιά της χώρας και σε κάθε χωριό υπάρχουν οι θρασύδειλοι μισάνθρωποι που είναι πρόθυμοι να κάνουν το κακό, να βλάψουν οποιονδήποτε δεν είναι σαν αυτούς, δηλαδή οποιονδήποτε δεν είναι αλήτης και πιστεύουν ότι μπορούν να του επιτεθούν ατιμώρητα. Κάθονται αγέλαστοι, με χολώδη βλέμματα και τη βρισιά πίσω από τα δόντια. Διαισθάνονται αλάθητα ποιος είναι δικός τους και ποιος όχι και συνασπίζονται σε ομάδες αφού μόνο μέσα από την αγέλη μπορούν να εκφράσουν τη σαπίλα και τον εμετό τους. Είναι ψεύτες, συκοφάντες, μικροκλέφτες και, εν δυνάμει ή και πραγματωμένοι βιαστές, εμπρηστές κι ότι άλλο μπορεί να φανταστεί κάποιος. Πάντοτε προσπαθούν να αλληλοκαλυφθούν και να ρίξουν τις ευθύνες των πράξεών τους σε αθώους. Συνήθως αρχηγός είναι ο πιο «φραγκάτος» αφού μόνο τα γρόσια σέβονται. Φυσικά είναι αγράμματοι και με χαμηλό δείκτη νοημοσύνης.
Οποιοδήποτε υγιές περιβάλλον θα τους απωθούσε και θα τους απομόνωνε. Όμως τέτοια πράγματα δεν γίνονται στην Ελλάδα. Όχι σ’ αυτή την εκφασισμένη, παθητική, διεφθαρμένη χώρα που ανέχεται και προωθεί με χίλιους τρόπους την ατιμωρησία και την παλιανθρωπιά. Όχι στη χώρα που τιμάει, προσκυνάει και στέλνει στο κοινοβούλιο τα χειρότερα κατακάθια της. Όχι στη χώρα που η πλειοψηφία των κατοίκων της βρίζει από φθόνο πολιτικούς και επιχειρηματίες επειδή έφαγαν λεφτά, ενώ αυτοί δεν μπόρεσαν να φάνε. Όχι σ’ ένα λαό που, τα ¾ του θαυμάζουν τον χαφιέ και τον νταβατζή, αρκεί να βγάζουν φραγκάκια από τις δουλειές τους.
Τέτοια πράγματα δεν γίνονται σε μια χώρα όπου οι μισοί κάτοικοί της εύχονται να απολυθούν από τις δουλειές τους ή να πεθάνουν οι άλλοι μισοί, μπας κι αυξηθεί το δικό τους εισόδημα. Όχι σε μια χώρα όπου η μεγάλη πλειοψηφία των κατοίκων της τρέμει κάθε μέρα «μην πιαστούν μαλάκες» και κάθε μέρα πιάνονται.
Αυτά τα πράγματα δεν γίνονται σε μια χώρα που τσακώνεται και ζητωκραυγάζει, σε γήπεδα και καφενεία, τα εκκολαπτήρια του οργανωμένου εγκλήματος. Όχι στη χώρα που ψάχνει να βρει τι φορούσε η βιασθείσα. Όχι στη χώρα που ο δολοφόνος είναι συνήθως «το καλύτερο παιδί της γειτονιάς».
«Αναρωτιέμαι» γιατί, ενώ οι μπουλοτσόγλανοι που βασάνιζαν τον Γιακουμάκη είχαν σχηματίσει ομάδα, ΔΕΝ σχημάτισαν ομάδα οι υπόλοιποι συμφοιτητές του, οι «αθώοι» του αίματος, για να προστατεύσουν τον Γιακουμάκη; Γιατί δεν δημιούργησαν μεγάλη κατάσταση διαμαρτυρόμενοι, φωνάζοντας, απαιτώντας και φέρνοντας στο φως της δημοσιότητας τα γεγονότα της σχολής τους;
«Αναρωτιέμαι» γιατί ένας ολόκληρος λαός ανέχεται, συμμετέχει άλλοτε ενεργητικά κι άλλοτε παθητικά κι ενθαρρύνει την ακραία παλιανθρωπιά και το έγκλημα που έχουν εξαπλωθεί σ’ όλη τη χώρα;
Επειδή «αναρωτιέμαι» τα παραπάνω δεν αναρωτιέμαι γιατί αυτός ο λαός ανέχθηκε και ανέχεται τόσα χρόνια πολιτικές και πολιτικούς που τον πετούν στο δρόμο και βγάζουν τα παιδιά του στο περιθώριο.
Επίσης δεν αναρωτιέμαι που και πως μπορεί να καταλήξει αυτός ο λαός. Ξέρω! Τότε θα νοιώσουν όλοι μαζί κι ο κάθε ένας ξεχωριστά στο πετσί του το μαρτύριο που έζησε ο Βαγγέλης Γιακουμάκης. Έτσι ο Βαγγέλης Γιακουμάκης κι ο κάθε γνωστός ή άγνωστος Γιακουμάκης θα πάρουν την εκδίκηση που δικαιούνται.
Στον τοίχο
“…και τότε οι άνθρωποι κοίταζαν τα γουρούνια και τα γουρούνια τους ανθρώπους και κανένας δεν ήξερε ποιοί ήταν οι άνθρωποι και ποιά τα γουρούνια.”
Τζώρτζ Όργουελ «Η φάρμα των ζώων»
Ο Βαγγέλης Γιακουμάκης δεν είναι στον παράδεισο. Δεν ξεκίνησε κανένα ταξίδι. Δεν τον νοιάζει αν το χώμα που τον σκεπάζει είναι ελαφρύ ή βαρύ. Ο Βαγγέλης Γιακουμάκης είναι νεκρός.
Νεκρός, δολοφονημένος από μια ολόκληρη κοινωνία.
Οι συμφοιτητές του που τον βασάνιζαν και τον οδήγησαν στην «αυτοκτονία», οι άλλοι συμφοιτητές του που αδιαφόρησαν, οι «δάσκαλοι» που «δεν ήξεραν», ο διευθυντής που, πιθανότατα, υπάκουε στα κελεύσματα του πολιτικού και υποστηρίζει ότι «έχει ήσυχη τη συνείδησή του», ο ίδιος ο πολιτικός που εξυπηρετούσε τους πελάτες του δεν είναι παρά προσωποποιήσεις μιας διεφθαρμένης, σάπιας κοινωνίας.
Η σημερινή ελληνική κοινωνία είναι καταδικασμένη σε θάνατο. Τα τελευταία 65 χρόνια πολύ λίγα επιτεύγματα έχει να επιδείξει στην τέχνη, την επιστήμη, τον πολιτισμό, την πολιτική. Οι άνθρωποι που αγάπησαν και εξέφρασαν πρόοδο, ομορφιά και ανθρωπιά αποτελούν ελάχιστες εξαιρέσεις και λησμονούνται κάθε μέρα και περισσότερο. Η ίδια η ελληνική κοινωνία τρώει τις σάπιες σάρκες της και, όταν έλθει το προαναγγελθέν τέλος της, δεν θα την λυπηθεί κανένας.
Η περίπτωση του Βαγγέλη Γιακουμάκη είχε πάρει μεγάλες διαστάσεις μόνο και μόνο επειδή, λόγω της εξαφάνισής του, είχε προβληθεί εκτεταμένα από τα ΜΜΕ. Πουλούσε. Όλη η χώρα παρακολουθούσε από την τηλεόραση την εξέλιξη των ερευνών, όπως παρακολουθούσε τις αγαπημένες της τηλεσειρές και τις ώρες που φεύγει κι επιστρέφει η γυναίκα του γείτονα. Ακριβώς με το ίδιο ενδιαφέρον και τον ίδιο τρόπο.
Η χώρα κουτσομπόλεψε και «πένθησε» όπως θα πενθούσε κάθε ένας για τον θάνατο κάποιου μακρινού γείτονα, ο οποίος δεν άφησε και κληρονομιά. «Πένθησε» έτσι, για να έχει κάτι να κουτσομπολέψει.
Σε κάθε γειτονιά της χώρας και σε κάθε χωριό υπάρχουν οι θρασύδειλοι μισάνθρωποι που είναι πρόθυμοι να κάνουν το κακό, να βλάψουν οποιονδήποτε δεν είναι σαν αυτούς, δηλαδή οποιονδήποτε δεν είναι αλήτης και πιστεύουν ότι μπορούν να του επιτεθούν ατιμώρητα. Κάθονται αγέλαστοι, με χολώδη βλέμματα και τη βρισιά πίσω από τα δόντια. Διαισθάνονται αλάθητα ποιος είναι δικός τους και ποιος όχι και συνασπίζονται σε ομάδες αφού μόνο μέσα από την αγέλη μπορούν να εκφράσουν τη σαπίλα και τον εμετό τους. Είναι ψεύτες, συκοφάντες, μικροκλέφτες και, εν δυνάμει ή και πραγματωμένοι βιαστές, εμπρηστές κι ότι άλλο μπορεί να φανταστεί κάποιος. Πάντοτε προσπαθούν να αλληλοκαλυφθούν και να ρίξουν τις ευθύνες των πράξεών τους σε αθώους. Συνήθως αρχηγός είναι ο πιο «φραγκάτος» αφού μόνο τα γρόσια σέβονται. Φυσικά είναι αγράμματοι και με χαμηλό δείκτη νοημοσύνης.
Οποιοδήποτε υγιές περιβάλλον θα τους απωθούσε και θα τους απομόνωνε. Όμως τέτοια πράγματα δεν γίνονται στην Ελλάδα. Όχι σ’ αυτή την εκφασισμένη, παθητική, διεφθαρμένη χώρα που ανέχεται και προωθεί με χίλιους τρόπους την ατιμωρησία και την παλιανθρωπιά. Όχι στη χώρα που τιμάει, προσκυνάει και στέλνει στο κοινοβούλιο τα χειρότερα κατακάθια της. Όχι στη χώρα που η πλειοψηφία των κατοίκων της βρίζει από φθόνο πολιτικούς και επιχειρηματίες επειδή έφαγαν λεφτά, ενώ αυτοί δεν μπόρεσαν να φάνε. Όχι σ’ ένα λαό που, τα ¾ του θαυμάζουν τον χαφιέ και τον νταβατζή, αρκεί να βγάζουν φραγκάκια από τις δουλειές τους.
Τέτοια πράγματα δεν γίνονται σε μια χώρα όπου οι μισοί κάτοικοί της εύχονται να απολυθούν από τις δουλειές τους ή να πεθάνουν οι άλλοι μισοί, μπας κι αυξηθεί το δικό τους εισόδημα. Όχι σε μια χώρα όπου η μεγάλη πλειοψηφία των κατοίκων της τρέμει κάθε μέρα «μην πιαστούν μαλάκες» και κάθε μέρα πιάνονται.
Αυτά τα πράγματα δεν γίνονται σε μια χώρα που τσακώνεται και ζητωκραυγάζει, σε γήπεδα και καφενεία, τα εκκολαπτήρια του οργανωμένου εγκλήματος. Όχι στη χώρα που ψάχνει να βρει τι φορούσε η βιασθείσα. Όχι στη χώρα που ο δολοφόνος είναι συνήθως «το καλύτερο παιδί της γειτονιάς».
«Αναρωτιέμαι» γιατί, ενώ οι μπουλοτσόγλανοι που βασάνιζαν τον Γιακουμάκη είχαν σχηματίσει ομάδα, ΔΕΝ σχημάτισαν ομάδα οι υπόλοιποι συμφοιτητές του, οι «αθώοι» του αίματος, για να προστατεύσουν τον Γιακουμάκη; Γιατί δεν δημιούργησαν μεγάλη κατάσταση διαμαρτυρόμενοι, φωνάζοντας, απαιτώντας και φέρνοντας στο φως της δημοσιότητας τα γεγονότα της σχολής τους;
«Αναρωτιέμαι» γιατί ένας ολόκληρος λαός ανέχεται, συμμετέχει άλλοτε ενεργητικά κι άλλοτε παθητικά κι ενθαρρύνει την ακραία παλιανθρωπιά και το έγκλημα που έχουν εξαπλωθεί σ’ όλη τη χώρα;
Επειδή «αναρωτιέμαι» τα παραπάνω δεν αναρωτιέμαι γιατί αυτός ο λαός ανέχθηκε και ανέχεται τόσα χρόνια πολιτικές και πολιτικούς που τον πετούν στο δρόμο και βγάζουν τα παιδιά του στο περιθώριο.
Επίσης δεν αναρωτιέμαι που και πως μπορεί να καταλήξει αυτός ο λαός. Ξέρω! Τότε θα νοιώσουν όλοι μαζί κι ο κάθε ένας ξεχωριστά στο πετσί του το μαρτύριο που έζησε ο Βαγγέλης Γιακουμάκης. Έτσι ο Βαγγέλης Γιακουμάκης κι ο κάθε γνωστός ή άγνωστος Γιακουμάκης θα πάρουν την εκδίκηση που δικαιούνται.
Στον τοίχο
Διαβάστε σχετικά:
Βαγγέλης Γιακουμάκης: Ένοχος μόνο ο πρώην διευθυντής - Θύελλα αντιδράσεων για τις αθωώσεις! - Δήλωση Μαρκογιαννάκη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για πες