7 χρόνια από το θάνατό του στις 30 Δεκεμβρίου 2009
του Δημήτρη Καλαντζή
του Δημήτρη Καλαντζή
Σκαλίζοντας κασέτες, βίντεο, σημειώσεις, παλαιές συνεντεύξεις, ένα υλικό που θα χρειαζόταν εγκυκλοπαίδεια για να χωρέσει, η απορία ενός συνεργάτη του Κακαουνάκη (για περισσότερο από δύο δεκαετίες) είναι «ποιά εικόνα θα ήθελε ο ίδιος ο Νίκος Κακουνάκης να κρατήσει ο κόσμος από εκείνον;»
Σίγουρα δεν θα ήθελε κάποια αγιογραφία. Δεν του άρεσαν όσοι τον λιβάνιζαν. Τους κρατούσε σε απόσταση γιατί ήξερε ότι όσο εύκολα λιβανίζουν, τόσο άγρια και δαγκώνουν…
Ούτε κάποιο «στρογγυλεμένο» σκίτσο θα του άρεσε. Άλλωστε είχε μόνο φίλους ή εχθρούς. Ανθρώπους που έπιναν νερό στο όνομά του και αντιπάλους που δεν ήθελαν ούτε να υπάρχει. Δεν ήταν του «μέσου όρου» ο Κακαουνάκης…
Χωρίς αμφιβολία θα χαιρόταν να τον θυμόταν ο κόσμος για την καταγωγή του. Την λάτρευε την Κρήτη. Ονειρευόταν να αποσυρθεί μόνιμα εκεί, να γράψει τις αναμνήσεις του και να πελεκάει τα ξύλα που ξέβραζαν οι παραλίες…
Θα χαιρόταν, νομίζω, να τον συνέδεαν και με το ρεπορτάζ. Τη σκληρή δουλειά του στο “Βήμα”, στα “ΝΕΑ”, στο “Καλάμι”, στο “ΣΚΑΪ”, στο “FLASH”, στο “Καρφί”, στο “Mega”, στον “Αlpha”… Την εμμονή του να είναι ο καλύτερα ενημερωμένος ρεπόρτερ. Αυτός που έβγαζε τα αποκλειστικά. Με κάθε τρόπο…
Ίσως θα του άρεσε να τον θυμάται ο κόσμος κι για το γεγονός ότι έμεινε πιστός σε όλη του τη ζωή στη «Δημοκρατική Παράταξη». Από την Ένωση Κέντρου του «Γέρου» στην αρχή, στο ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα στη συνέχεια αλλά και με τον Σημίτη, που δεν τον πήγαινε στην αρχή, αλλά ως αρχηγό της παράταξης, τον υποστήριξε… Στρατιώτης και πολεμιστής της «Δημοκρατικής Παράταξης» ο Κακαουνάκης. Που δεν εξαργύρωσε ποτέ τα πιστεύω του με «γραφεία τύπου» και προτάσεις για βουλευτιλίκια…
Σίγουρα θα τον θυμούνται όλοι για τον ενικό του. Είτε είχε απέναντί του υπουργό, είτε αρχιεπίσκοπο, είτε την καθαρίστρια του γραφείου, είτε τον μεγαλοεκδότη… Ήταν ένας άνθρωπος που δεν έκρυψε ποτέ ότι ξεκίνησε ξυπόλητος από την Κρήτη και δεν άλλαξε ποτέ τον τρόπο που αντιμετωπίζει ένας λαϊκός άνθρωπος τους πάντες ισότιμα.
Δεν είναι σίγουρο ότι θα του άρεσε να τον θυμούνται σαν σχολιαστή της τηλεόρασης που ανέβαζε τους τόνους απέναντι στον Τράγκα για να κερδίσει τη μάχη της τηλεθέασης… Μπήκε φουριόζος στο «σπορ» – ήταν ο πρώτος που καθιέρωσε τον ρόλο του «έμμισθου σχολιαστή στα τηλεοπτικά παράθυρα» – αλλά δεν ένιωθε βολικά όταν, αντί για ανταλλαγή ρεπορτάζ, οι αντιπαραθέσεις εξελίσσονταν σε καυγά για να χαζεύει ο κόσμος…
Ίσως δεν θα είχε περάσει από το μυαλό του ότι οι κοντινοί του άνθρωποι θα τον θυμούνταν για το χαμόγελό του. Και το τραγούδι του, όταν είχε γιορτή – και δεν χρειαζόταν ιδιαίτερη αφορμή για να έχει γιορτή: λίγοι φίλοι, τσικουδιά, λίγο τυρί με παξιμάδι, ε, και αν υπήρχε και λύρα… τότε άρχιζε το «Όλοι μου λένε γιάντα κλαίς» και οι στιγμές γίνονταν θησαυρός…
Ίσως να είναι καλύτερα να τον θυμούνται από τις δικές του κουβέντες.
Από μία συνέντευξη που είχε δώσει “Στα Άκρα” της Βίκυς Φλέσσα στην ΝΕΤ. Είχε μιλήσει για δημοσιογραφία, πολιτική, ζωή και θάνατο… Μία συνέντευξη χωρίς τις στρογγυλέψεις του γραπτού λόγου… Με παύσεις, ελλειπτικό λόγο, πολλά αποσιωπητικά. Όπως έμεινε και η ζωή του…
Ο Νίκος Κακαουνάκης μιλά για τον Νίκο Κακαουνάκη
«Ο καλύτερος από εμάς…»
Τη φράση “Ο καλύτερος από εμάς τους δημοσιογράφους έχει σκοτώσει την μάνα του” την είχα δανειστεί από τον Γιώργο Σιδέρη του Ολυμπιακού και δυστυχώς όσο περνάνε τα χρόνια επιβεβαιώνεται. Η δικιά μου η μάνα ευτυχώς ζει όπως ζούνε και πολλών άλλων συναδέλφων… Δεν θα έλεγα ότι… δολοφονούμε την αλήθεια… Θα έλεγα ότι παραποιούμε την πραγματικότητα. Αναγκαστικά. Είτε από τα συμφέροντα τα δικά μας είτε από τα συμφέροντα των εργοδοτών είτε από αυτά που θέλει ο λαός. Εαν πεις στον κόσμο ότι συμβαίνει “αυτό” και ότι δούλεψα για να σου μεταφέρω αυτήν την πραγματικότητα δεν θα σε πιστέψει. Θα βγει ένας απέναντι και θα πει “τι λες ρε Κακαουνάκη; Ποιός είσαι εσύ που θα μας πεις την αλήθεια; Αυτά τα συμφέροντα υπηρετείς… Άσε μας με τις δήθεν αλήθειες σου!” Το κακό έχει τη ρίζα του το ’89… Τότε ο τύπος χρησιμοποιήθηκε από τον Μητσοτάκη για να λύσει τις διαφορές του με τον Παπανδρέου. Και από τέταρτη εξουσία έγινε πρώτη. Όταν πήρε τελικά την εξουσία ο Μητσοτάκης και είπε στον τύπο “ορίστε κύριοι, περάστε στην παλαιά σας θέση”, αυτοί του είπαν “πριτς!”.
Η ελευθερία του δημοσιογράφου
Όλοι αισθανόμαστε ελεύθεροι και όλοι έχουμε τα δεσμά μας. Όλοι έχουμε τις αλυσίδες μας, όλοι έχουμε τις σκοπιμότητές μας, όλοι έχουμε τις ανάγκες μας. Κανένας δεν είναι ελεύθερος. Στα λόγια όλοι είναι ελεύθεροι… Εγώ κοιτάζω να προσαρμόζομαι, να είμαι τίμιος επαγγελματίας, να λέω τα λιγότερα ψέματα, να προσπαθώ να διασταυρώσω διάφορα πράγματα – δυστυχώς δεν το καταφέρνω πάντα γιατί οι πηγές, όσο περνάνε τα χρόνια, γίνονται πιο θολές. Ο καθένας θέλει να περάσει το δικό του… Δυστυχώς τώρα ο δημοσιογράφος δεν κάνει ρεπορτάζ αλλά κάνει την άποψή του είδηση. Είναι πολύ εύκολο. Με μερικά τηλεφωνάκια από εδώ και από εκεί φτιάχνει μία ιστορία που την πλασάρει ως πραγματικότητα. Ενώ στην πραγματικότητα έχει κάνει το χατίρι του πολιτικού. Ή του επιχειρηματία. Και αυτό το λένε ενημέρωση ! Εγώ για να γράψω κάποτε ένα μονόστηλο 20, 30, 40 αράδες καθόμουν μία ώρα να δώσω εξετάσεις στον εαυτό μου, στον αναγνώστη και στον εργοδότη μου… Τώρα…
Αυτολογοκρισία
Κάθε επαγγελματίας σωστός θα πρέπει να ξέρει τα όρια, θα πρέπει να ξέρει τα συμφέροντα του τηλεθεατή, του επιχειρηματία και λοιπά. Θα πρέπει να ζυγιάζει τα πράγματα και να αποφασίζει. Και να είναι σε ένα βαθμό τίμιος και στον εαυτό του και στους τηλεθεατές και στα αφεντικά που τον πληρώνουν. Εγώ είμαι φανατικός στους εργοδότες μου… Δεν έχω αλλάξει πολλούς… Πολλοί με ρίξανε… Έχω μετανιώσει που τους υποστήριξα… Αλλά όταν ξαναρχίζω, έχω τον ίδιο ενθουσιασμό, τον ίδιο πείσμα, την ίδια… μην πω την λέξη! Εγώ στη σταδιοδρομία μου την δημοσιογραφική δεν είπα ποτέ ότι θα πω αλήθειες… Έχω πει ότι θα λέω λίγα ψέματα και θα γράφω λίγα ψέματα…
Οι χουντικοί και ο λάκκος με τον ασβέστη
Το βιβλίο “2.650 μερόνυχτα Συνωμοσίας” για τις συνωμοσίες των χουντικών βγήκε με δουλειά. Και τύχη. Κατάφερα να έχω τόσους διαλόγους από τους χουντικούς γιατί έπεσα πάνω στην συγκυρία που ήθελαν να μιλήσουν. Άρχισα να τους συναντάω. Ο ένας τα έριχνε στον άλλο. Τους μαγνητοφωνούσα χωρίς να το ξέρουν. Όταν είδαν ότι θα την πληρώσουν μόνο τέσσερις πέντε επτά… μετάνιωσαν που μίλησαν. Και με απειλούσαν πως άμα το βγάλεις θα πάθεις αυτό και εκείνο… Κάποια στιγμή είχα ένα δραματικό περιστατικό εκεί στον Προφήτη Ηλία όπου επέζησα από σύμπτωση. Με ρίξανε σε έναν λάκκο με ασβέστη που ήταν μέσα σε οικοδομή… Αναίσθητος εγώ από το ξύλο… Περνούσε ένα φαντάρος έξι η ώρα το πρωί, χειμώνας τώρα, ο ασβέστης λειτούργησε ως παγοκύστη, ήρθανε τα περιπολικά, είδανε έναν άνθρωπο μέσα σε ένα λάκκο με ασβέστη και μόνο όταν πήγα στο Ρυθμιστικό τότε, και βάλανε τις μάνικες και με καθαρίσανε είδανε ότι βγήκε ο Κακαουνάκης. Με ξέρανε τότε ως ρεπόρτερ στα Νέα. Έμαθα μετά ποιοί ήτανε… Δεν έκανα τίποτα… Υπάρχουν στην Κύπρο… Δεν μπαίνω στην διαδικασία της εκδίκησης… Όταν κάποιος αποφασίσει, είτε είναι τρομοκρατική οργάνωση είτε οτιδήποτε να σε χτυπήσει, δεν την γλιτώνεις με τίποτα…
Η Μαρία Κακαουνάκη, ένα βιβλίο από μόνη της
Είμαι από βενιζελική οικογένεια. Η μάνα μου είναι ένα βιβλίο από μόνη της. Η μάνα της ήτανε να γίνει καλόγρια και ήθελε να την κάνει και εκείνη. Σε ηλικία δεκατεσσάρων χρονών την έφερε στην Κερατέα σε μοναστήρι. Ήθελε να την κλείσει εκεί αλλά η μάνα μου αντιδρούσε. Για να μην την κρατήσουν στο μοναστήρι, παρίστανε την δαιμονισμένη, ότι είχε διαόλους μέσα της! Τη δέσανε λοιπόν σε ένα ξύλο και τη δέρνανε για να φύγει ο διάολος από μέσα της! Το ‘σκασε. Αγράμματη, χωρίς να ξέρει τίποτα εκτός από την Κρήτη, πήγε από την Κερατέα στο λιμάνι του Πειραιά, μπήκε σε ένα καρβουνιάρικο και βρέθηκε κάτω στο νησί. Την ξαναπήγε η μάνα της σε μοναστήρι στις Κορακιές αλλά τότε βρέθηκε μία καλή καλόγρια που έστειλε γράμμα στο χωριό, στον άντρα που ήταν ερωτευμένη η μάνα μου, και έτσι επέστρεψε και στεφανώθηκε με τον πατέρα μου. Με τον οποίο ζήσανε πέντε χρόνια και κάνανε πέντε παιδιά. Η μάνα μου έκανε πέντε παιδιά και έμεινε με ένα. Τον άντρα της τον σήκωσε νεκρό στην πλάτη της, όταν τον σκότωσαν οι Γερμανοί και τον μετέφερε να τον θάψει, ενώ γύρω πέφτανε πυροβολισμοί. Μετά πήρε εμάς τα παιδιά της, έβαλε όλο το βιός σε ένα γάιδαρο και μας πήγε στο Καστέλλι να μάθουμε γράμματα… Εγώ πριν μάθω να διαβάζω, έμαθα να ψέλνω για να παίρνω το πρόσφορο αντί για ψωμί… Μετά έστηνα ένα πάγκο με καραμέλες, γκαζόζες και άλλα… Δεν υπάρχει επάγγελμα που να μην έχω κάνει. Και από τις ρίζες μου δεν έχω ξεφύγει. Κι αν έχω ακόμα λίγες ευαισθησίες σε αυτή τη ζούγκλα, τις έχω από εκεί… Από εκεί που ξεκίνησα…
Η Αθήνα και ο Χρήστος Λαμπράκης
Στην Αθήνα ήρθα ως βοηθό του βουλευτή της Ένωσης Κέντρου, του Πολυχρονίδη… Είχα ένα τσαντάκι κι έτρεχα να «σπρώξω» τον διορισμό κάποιου, να πάω τα ούρα ενός άλλου ψηφοφόρου για εξέταση… Και παράλληλα σπούδαζα στην Πάντειο. Κάποια στιγμή λέει ο Λαμπαράκης στον Πολυχρονίδη: δώσε μου κάποιον να με οδηγήσει που θέλω να περάσω με μία παρέα το φαράγγι της Σαμαριάς. Στέλνει εμένα κάτω, παίρνω ένα πεπόνι, παίρνω ντομάτες, παξιμάδια, ένα σακούλι… δεκαπέντε κιλά. Μου έλεγε ο Λαμπράκης σε όλη τη διαδρομή: τι είναι αυτό που κουβαλάς; Να σε βοηθήσουμε; «Τίποτε», έλεγα εγώ και μόνο όταν φτάσαμε στο μέσο του φαραγγιού, στα πλατάνια, άνοιξα το σακούλι και… τρελαθήκαν! Όπως ήταν κουρασμένοι, πέσανε στο φαγητό και το κατευχαριστήθηκαν. Στο γυρισμό μου λέει ο Λαμπράκης: “είδα ότι είσαι πολύ φιλότιμος. Θέλεις να γίνεις δημοσιογράφος;” Λέω “θέλω να γίνω αλλά είμαι ανορθόγραφος, κύριε Λαμπράκη, διότι έχω τελειώσει εκκλησιαστική σχολή”. Μου λέει: “θα κάνεις ρεπορτάζ, θα φέρνεις την είδηση και ή θα την γράφουν άλλοι ή θα μάθεις εσύ να τη γράφεις”. Έτσι έγινα ρεπόρτερ εγώ.
Πάθος χωρίς κακία
Πολλές φορές έχω βγει από τα ρούχα μου. Και έχω βγάλει ανθρώπους από τα ρούχα τους… Το πάθος μου δεν έχει όμως κακία, δεν έχει πρόθεση, δεν κρατάω τον θυμό για καιρό και, εν πάση περιπτώσει, εγώ τη νιώθω τη δουλειά μου… Δεν την νοιάζομαι μόνο. Τη νιώθω. Νευριάζω. Ανάβω εύκολα. Αλλά και σβήνω εύκολα. Χάνω πολλές φορές το μέτρο, δεν υπάρχει θέμα… Και είμαι και ανάγωγος και είμαι και θρασσύτατος και είμαι και κωλόπαιδο πολλές φορές – δεν τίθεται θέμα… Αλλά δεν το κάνω από πρόθεση. Είναι το πάθος για τη δουλειά μου. Μου λένε κάποιοι “γιατί διακόπτετε τον κόσμο;” Μα πως να μην τον διακόψω; Αφού τον ρωτάω κάτι και για να μου απαντήσει μου πάει από Λαμία, Λειβαδιά, κατεβαίνει Χαλκίδα… Ρε άνθρωπε, αφού είσαι στο Καπανδρίτη, έλα κάτω! Δως μου μία απάντηση! Αυτό που έχω πετύχει είναι να μεταφέρω ακριβώς τη γνώμη, την άποψη του απλού κόσμου, ο οποίος δεν έχει τη δυνατότητα να βρεθεί μπροστά στον υπουργό και τον βουλευτή. Χωρίς φανατισμό, χωρίς θράσος, χωρίς θάρρος, πολλά πράγματα δεν γίνονται. Και χωρίς εχθρούς, δεν μπορείς να γευτείς του φίλου την συμπαράσταση. Στην δουλειά μου δεν έχω δειλιάσει ποτέ. Και γκάφες έχω κάνει. Νομίζω όμως ότι είμαι από τους λίγους δημοσιογράφους που έχω βγει και έχω ζητήσει δημόσια τα περισσότερα «συγγνώμη».
Η εφημερίδα «Στο Καρφί»
Ο τίτλος ήρθε από το ραδιόφωνο, την εκπομπή μου “Μια στο Καρφί και μια στο πέταλο”. Σκέφτηκα ότι θα μπορούσα να βγάλω μία τέτοια εφημερίδα, περιληπτική, με ρεπορτάζ γιατί ο κόσμος δεν έχει χρόνο να διαβάσει μεγάλα θέματα. Βρήκα τον Κόκαλη, με χρηματοδότησε και μετά από τρία – τέσσερα χρόνια έκλεισα το καθημερινό και κράτησα το Κυρικάτικο. Ο κόσμος το αγάπησε, ξέρει ότι θα πω λίγα ψέματα και ξέρει ότι θα βρει ρεπορτάζ. Όταν χτυπάς μία πόρτα πηγής, κάποια στιγμή θα σου ανοίξει. Είτε είναι του ΠΑΣΟΚ είτε της ΝΔ. Θα σου μιλήσουν, όταν ξέρουν ότι δεν θα τους εκθέσεις. Ο Κακαουνάκης είναι τάφος. Δεν υπάρχει περίπτωση είτε να δικαστώ είτε να με φτύσουν είτε να με κλωτσήσουν… να πατήσω το δημοσιογραφικό απόρρητο. Όχι για λόγους δεοντολογίας… Πρέπει να προστατέψω την πηγή. Πάει τελείωσε.
Από εργαζόμενος, εργοδότης
Εγώ δεν πρόκειται να κάνω τον εργοδότη και ο άλλος που έχει προσαρμόσει τις υποχρεώσεις του στη δουλειά του να είναι στο τζάμπα. Δεν μπορώ να παριστάνω τον εκδότη και να χρωστάω… Πως θα βγω εγώ στην τηλεόραση και θα πω στον άλλο, «κύριε, δεν είσαι εντάξει !» όταν εγώ δεν έχω πληρώσει το αγγελιόσημο, δεν έχω πληρώσει την εφορία, δεν έχω πληρώσει τα ταμεία… Με ποιο δικαίωμα θα κάνω τον εισαγγελέα; Θα πρέπει λοιπόν πρώτα να είσαι εντάξει εσύ και μετά να κρίνεις τους άλλους. Και σε αυτό δεν μπορεί να μου πει κανείς τίποτα.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου
Το ΠΑΣΟΚ το υποστήριξα από ιδεολογία. Ο Ανδρέας Παπανδρέου άλλαξε τον κοινωνικό χάρτη της Ελλάδας που για να γίνει τώρα μία ριζική ανατροπή θα πρέπει να γίνουν μία δικτατορία και δύο δεξιές κυβερνήσεις. Και η ΝΔ σήμερα αναγκάζεται να βαδίσει σε αυτό το κοινωνικό πλαίσιο. Κάτι που δεν ξέρει ο κόσμος είναι ότι αν και ήμουν από τους πιο ισχυρούς υποστηρικτές του Ανδρέα Παπανδρέου δεν έχω φάει ποτέ με τον Ανδρέα Παπανδρέου. Έχω συναντηθεί δεκάδες φορές, δεν έχω καταδεχτεί ποτέ να πάω ούτε στην Ελούντα όπως πήγαν κάποιες κυρίες και μετά τον βρίζανε, ούτε στην Κέρκυρα, ούτε στο Καστρί, ούτε πουθενά. Με καλούσε και έλεγα “σας ευχαριστώ κύριε πρόεδρε”. Εγώ το σκάφος του Κόκκαλη δεν το ξέρω. Ο Κακαουνάκης παρέμεινε αυτός που ξεκίνησε. Γιατί εάν αρχίζεις να τρως με τον Παπανδρέου, να τρως με την Δήμητρα, να τρως με τον άλλο, να υπογράφεις εδώ γραμμάτιο, να υπογράφεις εκεί… στο τέλος θα βρεθείς ΚΑ-ΤΑ-ΧΡΕ-Ω-ΜΕ-ΝΟΣ.
Η σχέση με τον κόσμο
Στην αρχή είχα πρόβλημα με τον κόσμο… Όταν ήταν να κάνουμε την τηλεόραση με τον Αλαφούζο, παρόλο που ήμουν γνωστός από το ραδιόφωνο, του είπα «ρε Γιάννη, γιατί να την κάνουμε την τηλεόραση; Για να βρούμε… γκόμενες;» Στο ραδιόφωνο, άκουγε ο κόσμος τη φωνή μου αλλά δεν με γνώριζε. Μετά την τηλεόραση, με γνώριζαν όλοι. Άρχισα να μην έχω προσωπική ζωή. Να μην μπορώ να κυκλοφορήσω. Δυσανασχετούσα… Κολακευόμουν βέβαια… Ε, όταν σε αναγνωρίζει ο κόσμος… Γιατί και εμείς σε κάποιο ρόλο ηθοποιού μπαίνουμε… Μετά σκέφτηκα: «βρε γαϊδούρι! Ο άλλος σε χαιρετάει, δεν θα ανταλλάξεις μαζί του ένα χαμόγελο, μία καλή κουβέντα;» Έτσι το συνήθισα… Έχει προβλήματα ο κόσμος. Και νομίζει ότι η τηλεόραση τα λύνει όλα… Το ματσούκι, το ραδιόφωνο τα λύνει όλα… Δεν είναι όμως έτσι…
Η χαρά και το μοναδικό αποτύπωμα
Κλαίω, και με το πιο απλό πράγμα. Όπως και πολύ εύκολα γελώ. Τι μου δίνει χαρά; Θέλω να κάνω καλά τη δουλειά μου, θέλω να κάτσω στα Φλάσαιρνα, όσο ζήσω, να αφήσω μερικά πράγματα – όχι ιστορία αλλά αυτά που έχω ζήσει και αυτά που ζω… Δεν νιώθω γερασμένος… Εγώ πιστεύω ότι υπάρχει ένα παγκόσμιο κομπιούτερ που το λένε Θεό… Για μένα το γεγονός ότι κάθε άνθρωπος στη γη έχει το δικό του ξεχωριστό αποτύπωμα, σημαίνει ότι, από κάποιο παγκόσμιο κομπιούτερ, είναι καθορισμένη και η παρουσία και η απουσία του…
Ο θάνατος
Τον θάνατο τον σκεφτόμουν μέχρι τα 45 μου. Αλλά έκανα ένα ταμείο και είπα «ρε Νίκο, από πού ξεκίνησες αγόρι μου γλυκό; Ποιες ήταν οι συνθήκες που ξεκίνησες; Τι άλλο ήθελες να πετύχεις στη ζωή σου πέραν από αυτό που είσαι τώρα; Έχεις παντρευτεί δύο φορές, έχεις κάνει δύο παιδιά, τώρα έχω και εγγόνι, έχεις κάνει αυτό το όνομα… Κι αν αύριο το πρωί φύγεις, τι έγινε δηλαδή; Δεν θα είσαι ικανοποιημένος;» Και απάντησε ο Νίκος, «ναι, είμαι ικανοποιημένος». Και από τότε έκανα ένα συμβόλαιο με τον εαυτό μου ότι δεν φοβάμαι τον θάνατο. Δεν με ενδιαφέρει πότε θα ΄ρθει… Και δεν πιστεύω ότι υπάρχει κάτι μετά. Γι αυτό και είμαι νέος, νιώθω νέος και θα παραμείνω νέος…
http://www.postmodern.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για πες