Σάββατο 1 Οκτωβρίου 2016

ΜΑΝΩΛΗΣ Ο ΨΑΡΟΦΟΝΙΑΣ


Το χέρι του τραντάχτηκε στο τράβηγμα της πετονιάς και το κορμί του έγειρε μπροστά για να κρατήσει αντίσταση. Ανασηκώθηκε παλαντζάροντας ελαφρά και άρχισε να τραβάει με γρήγορες κινήσεις. 

Η αντίσταση του φάνηκε μεγαλύτερη από άλλες φορές.
Πάτησε τη πετονιά με το ένα πόδι και με το χέρι του βάλθηκε μανιασμένα να τραβάει. «Μωρέ τούτο θα με πάρει μαζί του στο τέλος», σκέφτηκε. « Αμ δεν είναι στο χέρι σου κερατόψαρο, τώρα θα δεις», απείλησε μέσα από τα δόντια του κι έβαλε περισσότερη δύναμη για να ανεβάσει το ευπρόσδεκτο και ανυπότακτο θήραμά του.

Είχε χαλαρώσει λίγη ώρα πιο πριν και αποξεχαστεί τη στιγμή του αιφνιδιασμού. Πρωί ακόμη και οι ριπές από το πρωινό αγιάζι παραμέριζαν το πλεκτό μπουφάν κι έκαναν το σώμα ν’ ανατριχιάζει.

Για λίγη ώρα ο ένας τράβαγε τον άλλο πασχίζοντας ποιος θα υπερισχύσει και ο αγώνας έμοιαζε αμφίρροπος. Από μακριά οι περαστικές βάρκες μπορούσαν να διακρίνουν τις χαρακτηριστικές κινήσεις του.

Η παράσταση έλαβε τέλος τη στιγμή που το ανυπότακτο ψάρι, πληγωμένο από το αιχμηρό καρφίτσωμα του αγκιστριού που του είχε κεντήσει απ’ άκρου εις άκρον το σαγόνι, εγκατέλειψε την χορογραφία του θανάτου και αφέθηκε στις επιδέξια μελετημένες κινήσεις του Θηρευτή.

Ένα ταχύπλοο τουριστικό σκαρί που πέρασε σιμά εκείνη ακριβώς τη στιγμή, λίγο έλειψε με τ’ απόνερά του να τον γκρεμίσει. Κρατώντας γερά την ισορροπία του, προσπάθησε να πιάσει το ψάρι που όλο τινάζονταν και του γλίστραγε και έπεφτε στο νερό.

Ανέμιζε το χέρι του κατά ’κει που ένιωθε την ύπαρξη του ψαριού να ανταριάζεται, και να κραδαίνει το σώμα σα σπαθί στο νερό, για να ξεφύγει το ασφυκτικό αγκάλιασμα του θανάτου. Τα βράγχια του ψαριού ανοιγόκλειναν μανιασμένα ρουφώντας λίγο ακόμη από το οξυγόνο του νερού. Τα αγκάθια του ανασηκώθηκαν έτοιμα να τρυπήσουν ότι βρουν μπροστά τους. Μάταιοι αντιπερισπασμοί.

Το σκληρό αγκίστρι συγκρατούσε το σώμα που σπαρταρούσε στον τελευταίο ανασασμό. Μετά από λίγο έπεσε με πάταγο στο πάτωμα της βάρκας κόβοντας την πετονιά από τ' αγκίστρι. Ο αποχωρισμός από το νερό ήτανε πια οριστικός. Ο αποχωρισμός από τη ζωή χωρίς επιστροφή. Τότε έβαλε το χέρι του πάνω στο ταλαιπωρημένο σώμα του ψαριού και εκείνο πια ησύχασε.

-«Έπιασες τίποτα καλό καπετάνιε;» Μια φωνή έσκισε μονομιάς την θαλασσινή σιωπή. Από τη φωνή κατάλαβε το Γιάννη που πλησίαζε με τη βάρκα.
-«Καλό κομμάτι αλλά με παίδεψε το πρόστυχο.»
-« Θες τίποτα;»
-«Όχι, να ’σαι καλά».
-«Καλή συνέχεια».
-«Καλή ψαριά και σε σένα».

Η βάρκα προσπέρασε κι απομακρύνθηκε. Ένιωθε τώρα λίγο την κούραση από την πάλη που προηγήθηκε. Κάθισε λίγο στην πρύμη. Μέτραγε πια τα κουράγια του. Δεν ήταν όπως πρώτα. Έψαξε το ψάρι στο κάτω μέρος της βάρκας. Το σώμα τρεμούλιασε στο άγγιγμα του. Ζούσε ακόμα.
Ζεις, ωρέ, ζεις; Εφτάψυχο είσαι;!»

Κάτι γλαροπούλια λίγο πιο πέρα συναγωνίζονταν για τα αφρόψαρα και χάλαγαν τον κόσμο. Του φάνηκε σα να κοντοζύγωνε βουβό φουσκοθαλάσσι. Η θάλασσα γέμιζε αφρισμένες ζαρωματιές. Στάθηκε κοντανασαίνοντας να ακούσει. Σίμωνε σοροκάδα.

Σε λίγο ζυγώνοντας να δέσει στον ξύλινο μόλο, έβαλε φωνή από μακριά.
-Μη κάθεσαι Καστρινέ! Σήκω και άναψε φωτιά. Και σήκωσε ψηλά σαν λάβαρο την συναγρίδα την τετράκιλη.

Μπούτιβας Κώστας – Καστρινός

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Για πες