του Γεράσιμου Χολέβα
100 χρόνια πριν. Μεταλλεία Σερίφου , 21 Αυγούστου 1916. 4 απεργοί δολοφονούνται από τους μηχανισμούς του κράτους και της εργοδοσίας. Ήταν μια ταξική σύγκρουση που καταγράφεται ανάμεσα στις σημαντικότερες του εργατικού κινήματος στην Ελλάδα.
Είχαμε βρεθεί στη Σέριφο αρκετά χρόνια πριν, το 2004. Η απεργία των μεταλλωρύχων είναι γνωστή στους κατοίκους του νησιού. Πολλοί γνωρίζουν από κάποιον δικό τους άνθρωπο τα γεγονότα, τα οποία μεταφέρονται παρόλο που έχουν περάσει δεκαετίες.
Πολλοί μεταλλωρύχοι έχασαν τη ζωή τους μέσα στις στοές, από την άγρια εκμετάλλευση και τις απάνθρωπες συνθήκες δουλειάς. Στη Σέριφο, μαζί με τη θλίψη για τα θύματα, υπάρχει η περηφάνια για την ιστορική απεργία του 1916, αλλά και τους αγώνες που ακολούθησαν μέχρι και το 1963, όταν τερματίστηκε και η λειτουργία των μεταλλείων.
Ακολουθεί το μεγαλύτερο μέρος του ρεπορτάζ που είχε δημοσιευθεί στον «Ριζοσπάστη» στις 5 Σεπτεμβρίου 2004. Με τη βοήθεια παλιών μεταλλωρύχων είχαν ζωντανέψει στιγμές εφιαλτικές και ηρωικές ταυτόχρονα:
«Με τη βοήθεια του 84χρονου σήμερα Γιώργου Λιβάνιου, μοναδικού εν ζωή προέδρου του σωματείου των μεταλλωρύχων (1958-’60), και αναφέροντας ορισμένα ιστορικά στοιχεία, θα προσπαθήσουμε να δώσουμε ένα ελάχιστο στίγμα της γενικότερης κατάσταση που επικρατούσε στα μεταλλεία της Σερίφου.
Ο «Ρ» επισκέφθηκε τον Γ. Λιβάνιο στο σπίτι του, στο νησί. Ο βετεράνος μεταλλωρύχος συνδικαλιστής ξεδιπλώνει μνήμες ιστορικές, στιγμή τη στιγμή, ζωντανεύοντας τις εικόνες από το κάτεργο. Εικόνες εφιαλτικές για τους εργάτες, μα και ηρωικές, περήφανες για την ιστορία που έγραψαν, χαράζοντας το δρόμο για το δίκιο τους. Έτσι, γυρίζοντας πίσω στο χρόνο, μας περιέγραψε τις συνθήκες στα μεταλλεία, αλλά και περιστατικά τα οποία του έχουν διηγηθεί παλιότεροι συνάδελφοί του, οι οποίοι δεν είναι πλέον στη ζωή.
Σέριφος : Πηγή ορυκτού πλούτου
Η Σέριφος είχε μεταλλευτική δραστηριότητα αιώνων. Το 1885 ξεκινάει μια σημαντική περίοδος εκμετάλλευσης του ορυκτού πλούτου του νησιού (κυρίως του σιδηρομεταλλεύματος) απ’ τον Γερμανό μεταλλειολόγο Αιμίλιο Γρόμαν. Μαζί με την εταιρεία«Σέριφος – Σπηλιαζέζα» αναλαμβάνει εργολαβικά την εξόρυξη. Στο νησί σημειώνεται σημαντική πληθυσμιακή αύξηση, κατά κύριο λόγο εργατών.
Από 2.134 κατοίκους το 1880, το νησί φτάνει τους 4.000 το 1912. Ο Γρόμαν αναγκάζει τους ιδιοκτήτες των μικρών κλήρων να του εκχωρούν τα χωράφια τους, χωρίς να τους αποδίδει αντίτιμο, με αντάλλαγμα ένα ισχνό μεροκάματο. Αν οι ντόπιοι αρνιόταν, τότε η εκχώρηση γινόταν «απλά» με το ζόρι. Οι άθλιες συνθήκες συνεχίζονται και απ’ τον γιο του Γρόμαν, Γεώργιο, που ανέλαβε το 1906. Οι εργοδότες είχαν μαζί τους στο νησί και ομάδες πιστών τους υπαλλήλων, που λειτουργούσαν ως επιστάτες και μαγκουροφόροι.
«Τον ήλιο τον βλέπανε μόνο κάθε Κυριακή»
Η περιγραφή των συνθηκών απ’ τον Γ. Λιβάνιο, όπως του έχουν μεταφερθεί, με τη ζωντανή κουβέντα, είναι χαρακτηριστική και σαφώς πιο παραστατική για να αποτυπώσει την πραγματικότητα, από μια καταγραμμένη στο χαρτί ιστορική παράθεση: «Οι συνθήκες για τους μεταλλωρύχους την εποχή εκείνη ήταν βάρβαρες, απάνθρωπες.Δουλεύανε από ήλιο σε ήλιο, με το χάραμα της ημέρας έπρεπε να βρίσκονται στην είσοδο της κάθε στοάς και με τη δύση του ηλίου να σχολάνε. Τον ήλιο τον βλέπανε μόνο κάθε Κυριακή και όλα αυτά για ένα μεροκάματο που έφτανε ίσα – ίσα για να ζουν. Η ζωή τους δε μετρούσε για τους εργοδότες».
Τα όσα διηγείται ο παλιός μεταλλωρύχος αποτυπώνουν την ένταση και το βαθμό της εκμετάλλευσης μέσα από την αγριότητα στις μορφές και το περιεχόμενό της. Αντανακλώνται οι συνθήκες δουλειάς και οι συνθήκες ζωής των εργατών. Η αφήγηση του βετεράνου μεταλλωρύχου συνδικαλιστή είναι μοναδική ως προς αυτό: «Οι μεταλλωρύχοι κατοικούσαν σε απομακρυσμένες περιοχές της Σερίφου , νυχτοπερπατούσαν σαν τσακάλια δυόμισι και τρεις ώρες ποδαρόδρομο, ανεβοκατεβαίνοντας τις ράχες και τις ρεματιές, με μόνη συντροφιά τη φυλλάδα που τη χρησιμοποιούσαν για μπαστούνι. Ηταν υποχρεωμένοι με το χάραμα να βρίσκονται στοιβαγμένοι στις εισόδους της κάθε γαλαρίας για να πιάσουν δουλειά.
Εκεί πήγαινε ο κάθε μαγκουροφόρος επιστάτης, έβαζε τη μαγκούρα ανάμεσά τους και τους έλεγε: «Από δω και μπρος θα πάτε για δουλειά, οι υπόλοιποι να φύγετε γιατί αργήσατε, αύριο πάλι». Φανταστείτε μόνο την ταλαιπωρία και την απόγνωση αυτών των ανθρώπων, που γυρνούσαν στα σπίτια τους άπραγοι. Οσοι είχαν την τύχη να δουλέψουν, αν δεν ακολουθούσαν τις εντολές του επιστάτη και αρνιούνταν αν πάνε σε κάποιο επικίνδυνο σημείο της γαλαρίας, η απάντηση άμεση: «Αν δεν πας, να πας σπίτι σου». Ετσι, οι εργάτες κατέβαιναν σαν μυρμήγκια στα βάθη της γης κάθε πρωί και δε γνώριζαν αν θα βγουν ζωντανοί ή όχι». Ένας απ’ αυτούς που δεν βγήκε ζωντανός ήταν και ο παππούς του 84χρονου, που σκοτώθηκε το 1907 και ήταν μόλις 32 χρόνων. Σκοτώθηκε στα μεταλλεία στις 31 Δεκέμβρη του 1907. «Τον πήρανε πρώτο και τον πήγανε σκοτωμένο στη γιαγιά μου και τα παιδιά της για πρωτοχρονιάτικο μποναμά».
Οι μνήμες στον 84χρονο είναι τόσο έντονες, που θυμάται μια συγκλονιστική ιστορία, που έζησε μόλις στα 6 του χρόνια. Την «κατέθεσε» και στην ομιλία του στην εκδήλωση τιμής και μνήμης, που γίνεται για τους 4 νεκρούς της απεργίας: «Ερχόμαστε από του Κύκλωπα τη σπηλιά με έναν παλιό μεταλλωρύχο. Οταν φθάσαμε στο ρήγμα των βουλλημέντων στο Μισοβούνι, ο γέρος έβγαλε από το δισάκι του ένα κρίθινο ψωμί, έκοψε μια φέτα και συγκινημένος την έριξε μέσα στο ρήγμα λέγοντας: «Ελα βρε Αόστρια, πάρε αυτό το ψωμί και μοιραστείτε με τους άλλους…». Τα δάκρυα στα μάτια του έτρεχαν ποτάμι». Ηταν ένας απ’ τους πολλούς νεκρούς που εγκλωβίστηκαν κάτω απ’ το βουνό και πέθαναν μέρες μετά αβοήθητοι…. «Έθαβαν εργάτες ζωντανούς για να αποκομίζουν με ληστρική εκμετάλλευση περισσότερα κέρδη. Οι εργάτες βρίσκονταν νεκροί καταπλακωμένοι στις στοές και οι οικογένειές τους ανησυχούσαν αφού δεν είχαν νέα τους. Ερχόταν κάποιος δικός τους άνθρωπος να ρωτήσει και του λέγανε πως ο νεκρός είχε φύγει απ’ τη δουλειά!»…
Η αιματοβαμμένη απεργία
«Ολη αυτή η κατάσταση», λέει ο Γ. Λιβάνιος, «ανάγκασε τους μεταλλωρύχους να εξεγερθούν, να κάνουν την απεργία, να σπάσουνε τα δεσμά του κατεστημένου». Η απεργίαξέσπασε στις 7 Αυγούστου του 1916. Οι μεταλλωρύχοι αρνούνται να φορτώσουν το ανδριώτικο πλοίο «Μανούσι», που ήρθε να παραλάβει σιδηρομετάλλευμα. Στις 24 Ιούλη είχε δημιουργηθεί το σωματείο «εργατών μεταλλευτών» Σερίφου , με αιτήματα την καθιέρωση του 8ωρου, την αύξηση των ημερομισθίων και τη λήψη μέτρων ασφαλείας των εργαζομένων. Η πρώτη οργανωμένη δράση οδήγησε στην απεργία. Στις 21 Αυγούστου έφτασαν10 χωροφύλακες, με επικεφαλής τον υπομοίραρχο Χρυσάνθου, στο νησί, με σαφή εντολή: Να καταπνίξουν την απεργία. Σε όλη την πορεία προς το Μεγάλο Λιβάδι, όπου ήταν συγκεντρωμένοι οι απεργοί, οι χωροφύλακες χτυπάνε όποιον βρίσκουν μπροστά τους.Αμέσως φυλακίζουν την ηγεσία του σωματείου.
Μόλις το απόσπασμα φθάνει στο Μεγάλο Λιβάδι, δίνει5λεπτη προθεσμία στους απεργούς να λήξουν τον αγώνα τους. Τα 5 λεπτά εκπνέουν και οι χωροφύλακες αρχίζουν να πυροβολούν εν ψυχρώ τους εργάτες. Πρώτος πέφτει νεκρός ο ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗΣ ΚΟΥΖΟΥΠΗΣ και ακολουθούν ο ΜΙΧΑΛΗΣ ΖΩΙΛΗΣ, ο ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΗΤΡΟΦΑΝΗΣ και ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΡΩΤΟΠΑΠΑΣ. Οι μεταλλωρύχοι αμέσως φυσικά αντιδρούν και γενικεύεται η σύρραξη, στην οποία συμμετέχουν και γυναίκες και παιδιά. Οι χωροφύλακες τραυματίζονται. Ο Χρυσάνθου λιθοβολείται μέχρι θανάτου, ενώ ο αστυνόμος Σερίφου , Τριανταφύλλου, γκρεμίζεται από τη γέφυρα φόρτωσης στη θάλασσα. Σύμφωνα, μάλιστα, με τους ντόπιους, γυναίκα ήταν αυτή που έριξε την πέτρα που χτύπησε το κεφάλι του Χρυσάνθου.
Ο Γ. Λιβάνιος, μας πληροφορεί πως εκτός των 4 νεκρών, από όσο ο ίδιος γνωρίζει, υπήρχαν και άλλοι δυο. Ο ένας πέθανε μετά από λίγες μέρες, ενώ ο δεύτερος πέθανε στη μεταφορά του στο νοσοκομείο. Επίσης, σύμφωνα με τους ντόπιους και τον 84χρονο, αφού έληξε η μάχη, οι εργάτες πήραν τα όπλα και πήγανε στα γραφεία της εταιρίας. «Εκεί τους σταμάτησε ένα παπάς και τους είπε, «ειρήνη υμίν, όχι άλλο αίμα, ρε παιδιά». Η απεργία έληξε με μερική ικανοποίηση των αιτημάτων των μεταλλωρύχων, ήταν μια νίκη της εργατικής τάξης».
Σήμερα, αν επισκεφθεί κάποιος το Μεγάλο Λιβάδι και τον τόπο όπου έγινε η μάχη, θα συναντήσει βαγόνια και ράγες παρατημένα, σαν να έγινε χτες η σύγκρουση. Εντυπωσιακές είναι η μισογκρεμισμένη γέφυρα φόρτωσης, αλλά και οι είσοδοι των στοών. Χαρακτηριστικό είναι πως, όταν προχωρήσεις ελάχιστα μέτρα στις στοές, η θερμοκρασία αλλάζει και η παγωνιά, που κυριαρχεί, σε κάνει να αναρωτιέσαι πώς άντεχαν αυτοί οι άνθρωποι να δουλεύουν ώρες επί ωρών. Και φυσικά, δεν είχαν να αντιμετωπίσουν μόνο το κρύο της στοάς…
Τα επόμενα χρόνια της εκμετάλλευσης
Μπορεί οι εργάτες να κατάφεραν με τον αγώνα τους να αποκτήσουν κάποια στοιχειώδη δικαιώματα. Μπορεί να σταμάτησαν να δουλεύουν «από ήλιο σε ήλιο», η εκμετάλλευση όμως συνεχίστηκε, γιατί, όπως μας είπε και ο παλιός μεταλλωρύχος, «κανένας εργοδότης δεν αγαπάει τον εργάτη». Ο 84χρονος δούλευε στα μεταλλεία και, όπως γράψαμε και παραπάνω, διατέλεσε πρόεδρος από το 1958 έως το 1960.
Μας περιέγραψε τις συνθήκες της εποχής: «Απεργίες κάθε τόσο, για πληρωμή, για να φέρουμε το ΙΚΑ, για ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Στη δουλειά οι συνθήκες είχαν βελτιωθεί μερικώς, αλλά η εκμετάλλευση και οι άθλιες συνθήκες παρέμεναν, με σκοπό πάντα το κυνήγι του κέρδους. Αναπνέαμε τη σκόνη απ’ το μετάλλευμα και τις αναθυμιάσεις απ’ τις εκρήξεις των φουρνέλων. Αναπνέαμε και τα ‘χουμε «παράσημα», τα ‘χουμε κληρονομήσει. Η πνευμονοκονίαση και άλλες αρρώστιες θέριζαν τους μεταλλωρύχους».
Μια ακόμα ιστορία δείχνει πως δεν υπολογιζόταν και τότε η ζωή των εργατών: «Είχαμε τραυματισμούς και θανατηφόρα ατυχήματα από μη τήρηση της ασφάλειας. Λέγαμε να βάλουμε υποστυλώματα να κρατήσουμε το έδαφος, αλλά αυτό γινόταν μετά τη ζημιά… Θυμάμαι, ήμουν μπιστολαδόρος και βλέπω πως η στοά κούναγε, δηλαδή έκανε ψιλά χαλίκια, ένδειξη ότι θα γίνει κατολίσθηση. «Πάρε τους εργάτες και φύγε από κει, είπα στον επικεφαλής, το βουνό περπατάει, θα γίνει ζημιά». Και αυτός μου απάντησε: «Μπα, δεν έχει ανάγκη». Δεν πρόλαβα να αρχίσω τη φράση μου,έγινε κατολίσθηση. Τράβηξα ευτυχώς τους δύο εργάτες και σωθήκανε». Τα πάντα για να θησαυρίσουν ακόμα περισσότερο: «Είχανε κάνει προπώληση, αλλά δεν είχαν μετάλλευμα. Πηγαίνανε σε περιοχές που ήταν πιο εύκολη εξόρυξη, έκοβαν τις κολόνες για να αποκομίσουν πιο γρήγορα μετάλλευμα, με αποτέλεσμα να θάβουν τους εργάτες ζωντανούς»…
Κι όταν δεν είχαν πια κέρδος…
Οταν οι κληρονόμοι του Γρόμαν βρήκαν πλουσιότερες φλέβες μεταλλεύματος στη Νότια Αφρική, τα εγκατέλειψαν τα μεταλλεία της Σερίφου . Το 1963 τα μεταλλεία κλείνουν. Και το νησί ερημώνει.
Ο 68χρονος Ζανής Λιβάνιος, που έζησε το κλείσιμο των μεταλλείων, μας περιγράφει: «Μας χρωστούσαν έξι – επτά μήνες μισθούς και λέγανε πως σύντομα θα μας πληρώσουν. Μέχρι τελευταία στιγμή δε μας είχαν πει τίποτα. Στις 20 Ιούλη του 1963. Μόλις το μάθαμε 300 άτομα τουλάχιστον κάναμε πορεία, με τη σημαία του συνδικάτου, απ’ τη Χώρα μέχρι το Μεγάλο Λιβάδι (3 ώρες δρόμος) στα γραφεία της εταιρίας. Οδιευθυντής που ψάχναμε να μιλήσουμε είχε φύγει με το τελευταίο βαπόρι που φόρτωσε»…
…σκορπίσανε την ανεργία
Το νησί αμέσως ερήμωσε. Ο κόσμος έφυγε και ελάχιστοι μείνανε, όπως μας δήλωσαν και οι δύο παλιοί μεταλλωρύχοι. Δουλειά δεν υπήρχε. «Υπήρχαν και χρονιές που κάναμε λιγότερα από 50 μεροκάματα το χρόνο. Ζούσαμε από ελάχιστες αγροτικές ή κτηνοτροφικές δουλιές, που δε φτάνανε ούτε για να περάσει οικογένεια», λέει στο «Ρ» ο 68χρονος Ζ. Λιβάνιος.
Ο 68χρονος δούλευε στα μεταλλεία απ’ το 1956 και ήταν πρόεδρος του σωματείου, όταν σταμάτησε η λειτουργία τους. Μέλη του ήταν ελάχιστοι εργάτες και το 1977 τροποποιήθηκε σε σωματείο μεταλλευτών – οικοδόμων – λατόμων.
Χαρακτηριστικό της ερήμωσης του νησιού ήταν πως το 1963 το σχολείο του μεγάλου Λιβαδιού είχε 85 παιδιά και το 1967 έκλεισε! Τα μεταλλεία δεν ξαναλειτούργησαν, παρά μόνο το 1964, απασχολώντας γύρω στους 40 εργάτες, φόρτωσαν το εξορυγμένο μετάλλευμα που είχε μείνει. Προφανώς, οι εργοδότες δεν ήθελαν να χάσουν ούτε ελάχιστα απ’ τα κέρδη τους…
Ο χώρος όπου έγινε η σύγκρουση στο Μεγάλο Λιβάδι, αλλά και τα μεταλλεία όπου θυσιάστηκαν ανυπολόγιστες ανθρώπινες ζωές αποτελούν τόπους ιστορικούς για την εργατική τάξη και τους αγώνες της. Αποτελούν κομμάτι της εργατιάς, το οποίο σίγουρα η αστική τάξη ακόμα και σήμερα δε θέλει να θυμόμαστε, γιατί πολύ απλά δεν τη βολεύει…»
Πηγή: Ριζοσπάστης
Ένα αφιέρωμα για τη μεγάλη απεργία των μεταλλωρύχων στη Σέριφο, το 1916, που αξίζει να διαβαστεί είναι το κείμενο της Δώρας Μόσχου, που δημοσιεύθηκε στον «Ριζοσπάστη» στις 31/8/2003. Μπορείτε να το διαβάσετε πατώντας ΕΔΩ.
ημεροδρόμος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για πες