Κυριακή 10 Ιουλίου 2016

ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΟΙ ΠΟΝΗΡΟΙ ΚΙ ΑΚΑΘΑΡΤΟΙ


Κι εκεί που είχα αράξει για να ρουφήξω λίγο αρμύρα, και να γευτώ το δειλινό σε φόντο κόκκινο- πορτοκαλί δυό τσογλάνια μου διέκοψαν την ηρεμία. Ένα μυρμήγκι καχεκτικό κι ένα κουνούπι τροφαντό είχανε πιάσει δίπλα το σκαμπό, κι είχανε στήσει «λακριτί» επί παντός επιστητού.

Αφού είπανε για την πολιτική κατάσταση, το Τσίπρα το Κατρούγκαλο και τον Κουρουμπλή, την οικονομική τη κρίση και τα μνημόνια, το θέμα έφτασε στη γελοιότητα των ανθρώπων.

Το λόγο είχε το μυρμήγκι μ’ εκείνη τη τσιριχτή φωνή που τρύπαγε τ’ αυτιά μου, και είπε τα εξής:
-Εγώ μαγκίτη λόγω επαγγέλματος – μαζεύω όλη μέρα προϊόντα και τ’ αποθηκεύω – έχω μια ιδιαίτερη σχέση με τα φαγάδικα. Που αλλού θα βρεις τόσο απεριόριστη τροφή.

Άκου να δεις τώρα τι παίζεται εδώ πιο πέρα στην ταβέρνα, μ’ ετούτα τα αλλόκοτα τα πλάσματα που λέγονται άνθρωποι. Εκείνη η σχιστομάτα η πιτσιρίκα που κάνει εκεί όλες τις δουλειές, όταν ήρθε απ’ τη μακρινή πατρίδα της λόγω φτώχειας, ήτανε ένα σκέτο κουτορνίθι.

Κι αυτό μέχρι που την πρόσεξε καλύτερα τ’ αφεντικό με τη στρογγυλή κοιλιά και το βαμμένο το μαλλί, άφησε το σοβαροφανές ύφος κι άρχισε το «ρεμάλι» να την χουφτώνει κανονικά. Και η σχιστομάτα η κοπέλα φαίνονταν να το απολαμβάνει με τ’ αζημίωτο βέβαια, γιατί κάθε φορά ξεραίνονταν στα γέλια. Και μόνο με την εμφάνιση της ταβερνιάρισσας σταμάταγε ο τύπος, και γίνονταν πάλι τάχα αυστηρός σαν Ταγματάρχης.

Μια μέρα μάλιστα την ξεμονάχιασε στο αποθηκάκι με τις μπίρες, και μ’ έκαναν να κλείσω τα μάτια απ’ τη ντροπή. Αλλά ο Ταβερνιάρης φοβάται πολύ απ’ ότι φαίνεται την ταβερνιάρισσα, που είναι πολύ μετρημένη και σοβαρή.

Χα χα χα χα ξεράθηκε στα γέλια το κουνούπι, και έκοψε τη διήγηση του μυρμηγκιού στη μέση.
-Φιλάρα. Μου φαίνεται δεν ξέρεις τι λες. Βέβαια εσύ από εκεί κάτω αυτά βλέπεις αυτά λες. Εγώ όμως φίλε μου πετάω. Πετάω στα ύψη και βλέπω πιο πολλά. Η Ταβερνιάρισσα σοβαρή; Ε! όχι φιλτατε.

Μια μέρα που είχα καθίσει στην κουρτίνα της κρεβατοκάμαρας για να ξεκουραστώ για λίγο, εγώ από εκεί ψηλά τα είδα όλα. Ναι η κυρία ταβερνιάρισσα, με τον Μπάμπη το γκαρσόνι, με το μουστάκι και τα τριχωτά ποδάρια. Μάλιστα ο Μπάμπης προχθές, τσίμπησε στον «ποπό» και τη σχιστομάτα, κι εκείνη του είπε: -Κάτσε ρε Μπάμπη, για ποιά με πέρασες εμένα; Για την Κυρία.

Αυτά έλεγε το κουνούπι με σκοπό ν’ αποδείξει ότι η ταβερνιάρισσα δεν ήταν καθόλου όπως πρέπει και σοβαρή. Και θα το αποδείκνυε κατά όπως φαίνεται αν δεν έμπαινε στη μέση το «φιδάκι» για τα έντομα, που άναψα ο βλάκας σε ακατάλληλη στιγμή, κι έκανε το κουνούπι να πετάξει τρομαγμένο στον αέρα, και το μυρμήγκι ν’ αναρωτιέται φωνακτά.

-Ρε λες να ’μαι τόσο κορόϊδο;

Όχι εργατάκο μου είπα από μέσα μου. Δεν είσαι εσύ κορόϊδο ούτε βλάκας. Οι άνθρωποι είναι πονηροί κι ακάθαρτοι.

Ο ήλιος είχε πια κρυφτεί. Αυτός να δεις, που τόσα έχουν δει τα μάτια του, το τι θα έχει για να λέει για τους ανθρώπους.
Μπούτιβας Κώστας. – Καστρινός

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Για πες