του Προκόπη Μπίχτα
Το' παιζες φιλήσυχος πολίτης. Νομοταγής, που έκλεβε τους πελάτες του στο ζύγι. Ευυπόληπτος οικογενειάρχης. Ήξερες και τον τάδε κι έβαλες τον γιο σου στον Δήμο. Χειριστής μηχανημάτων. Πάντρεψες και την κόρη σου με πυροσβέστη. Βρέξει-χιονίσει η καραβάνα θα γεμίσει. Βολεύτηκες μια χαρά. Εννιά έχει ο μήνας και πέρα βρέχει.
Γύρω σου ανεργία, πόλεμοι, φτώχεια, δυστυχία, συμφορές και θεομηνίες, αλλά εσύ τριγύρισες με σπουδαίο ύφος και πλαστικά παπούτσια και πουλούσες άποψη: «...άντε ρε τους τεμπέληδες... Να πα να βρουν δ’λειά!»
Πάντα ήσουν με τον ισχυρό, κυρ Παντελή. Όταν, το 2015 είδες προς τα που έγερνε η πλάστιγγα μου έγινες κι εσύ Αριστερός! Και εσύ!
Μέχρι κάποια στιγμή την γλίτωνες, αλλά τελικά ήρθε και η σειρά σου. Έπληξε και εσένα η κρίση, η ύφεση, τα μέτρα. Συνέβη το αδιανόητο! To μαγαζί έκλεισε κι έμεινες με χρέη. Εφορία, ταμείο, τράπεζα... Βλέπεις, είχες πάρει κι εκείνο το στεγαστικό για να προικίσεις την κόρη με «σπιταρόνα που φυσάει», αλλιώς δεν θα την παντρευόταν ο πυροσβέστης. Έρωτας και τούτος... Περιμένει κι ο γιος να του καλύψεις το δάνειο για την «Μπέμπα» με τα ζαντολάστιχα, βράσ’ τα!
Και τώρα μυξοκλαίς.
Μη μου μυξοκλαίς, κυρ Παντελή, γιατί δεν σε λυπάμαι. Μου λες ότι ο γιος σου είναι στον αέρα, ότι δεν θα του ανανεώσουν την σύμβαση εργασίας και «πού θα δουλέψει». Να του πεις ότι έλεγες για τους άλλους, κυρ Παντελή. «Να πα να δ’λέψεις!» Έτσι να του πεις.
Μου λες ότι κόβουν τα επιδόματα του γαμπρού σου και δεν μπορεί να αγοράσει πετρέλαιο για το καλοριφέρ. Κρυώνουν, αυτός και η κόρη σου. Όμως, μόλις χθες σιχτίριζες τους «βλάκες» που πέθαιναν από τα μαγκάλια. Να πεις στην κόρη σου να αγοράσει μαγκάλι, κυρ Παντελή! Μην ανησυχείς. Εσύ την έχεις κάνει έξυπνη και δεν θα πεθάνει.
Μου λες ότι η κόρη σου με σπουδές νοσηλεύτριας δεν μπορεί να βρει δουλειά. Όμως εσύ ζητωκραύγαζες τους υπουργούς που διαλύουν τα νοσοκομεία. «Πηγαίνει ο κάθε τζαμπατζής και τον πληρώνω εγώ!» δήλωνες με αγανάκτηση.
Μη μου ξαναμιλήσεις, κυρ Παντελή. Δεν σε λυπάμαι. Όποτε η τηλεόρασή σου (40 ιντσών, High Definition!), έδειχνε το δράμα των αστέγων, ή των Παλαιστινίων, ή των Σύρων, ή των Κούρδων, ή των Νιγηριανών, εσύ με την βρισιά έτοιμη στο στόμα, άλλαζες κανάλι κι έκανες μπανιστήρι στο Dancing with the stars. Μου είχες γίνει λάτρης του Κάρλος Γαρδέλ και του αργεντίνικου τάνγκο!
Και τώρα μυξοκλαίς για τις καταθέσεις σου που εξανεμίζονται κι αυτές.
Δεν σε λυπάμαι, κυρ Παντελή. Μυξοκλαίς γιατί κινδυνεύεις να μείνεις στο δρόμο. Όμως, όταν στην πλατεία Συντάγματος είχε μαζευτεί ένα εκατομμύριο κόσμος που απαιτούσε την απόρριψη του μνημονίου και το διώξιμο των ψοφοδεών κυβερνήσεων, εσύ τους έλεγες «αλήτες»και «κωλόπαιδα». Όποτε έβγαινε ο κόσμος στους δρόμους εσύ χειροκροτούσες με κάθε γκλομπιά και δακρυγόνο.
Δεν σε λυπάμαι καθόλου, κυρ Παντελή. Όταν σε είχε πλησιάσει ένα μικρό παιδί που πουλούσε στυλό για είκοσι σεντς, το είχες σπρώξει βάναυσα. «Άντε φύγε από δω, ρε» είχες φωνάξει και μετά κοίταζες γύρω σου αυτάρεσκα. Τώρα που κινδυνεύεις να πουλάς εσύ στυλό στους δρόμους, με γεμίζεις μύξες.
Άκουγες για τις χιλιάδες αυτοκτονίες και κορόιδευες. Έλεγες ότι μόνο οι δειλοί αυτοκτονούν. Τώρα εσύ δεν αυτοκτονείς επειδή, προφανώς, είσαι γενναίος!
Είσαι άξιος της μοίρας σου, κυρ Παντελή. Πάντα έγλειφες την εκάστοτε εξουσία. Έβριζες όποιον αγωνιζόταν για τα στοιχειώδη δικαιώματά του. Εργαζόμενους, συνταξιούχους, μαθητές, φοιτητές, δασκάλους, καθηγητές, γιατρούς, ασθενείς κι όποιον έβλεπες μπροστά σου. Θα' λεγε κανείς ότι εσύ και οι όμοιοί σου είσαστε η αφρόκρεμα της κοινωνίας. Η ελπίδα για το μέλλον. Άει σιχτίρ, ψώνιο και θύμα μαζί!
Ποτέ δεν αγάπησες, ποτέ δεν ερωτεύτηκες.
Ποτέ δεν χάιδεψες τρυφερά την γυναίκα σου, ποτέ δεν χαμογέλασες άδολα. Ποτέ δεν πήγες ένα ταξίδι, ποτέ δεν ρέμβασες σε ένα ηλιοβασίλεμα, ποτέ δεν χάθηκες μέσα σε ένα βιβλίο. Ποτέ δεν έπαιξες με ένα παιδί στον δρόμο, ποτέ δεν τάισες ένα αδέσποτο, ποτέ δεν μύρισες ένα λουλούδι. Πάντα μισούσες κάθε τι όμορφο και ανθρώπινο. Πάντα με την απαξία στο βλέμμα και την βρισιά στο στόμα.
Ποτέ δεν υπήρξες άντρας, ούτε γυναίκα. Ένα ουδέτερο ήσουν σ’ όλη σου τη ζωή. Ένα νεκρό βάρος στη Γη.
Και τώρα; Τώρα, κυρ Παντελή, κοίταξε να ενώσεις τη φωνή σου με όλους τους δυστυχισμένους. Να αγωνιστείς για ό,τι δεν τόλμησες ποτέ να διανοηθείς. Να πάρεις μαζί και τα παιδιά σου. Τότε θα σε αγαπήσω.
Μέχρι τότε να μη μου μιλάς γιατί μου προκαλείς αναγούλα.
Στον τοίχο
Το' παιζες φιλήσυχος πολίτης. Νομοταγής, που έκλεβε τους πελάτες του στο ζύγι. Ευυπόληπτος οικογενειάρχης. Ήξερες και τον τάδε κι έβαλες τον γιο σου στον Δήμο. Χειριστής μηχανημάτων. Πάντρεψες και την κόρη σου με πυροσβέστη. Βρέξει-χιονίσει η καραβάνα θα γεμίσει. Βολεύτηκες μια χαρά. Εννιά έχει ο μήνας και πέρα βρέχει.
Γύρω σου ανεργία, πόλεμοι, φτώχεια, δυστυχία, συμφορές και θεομηνίες, αλλά εσύ τριγύρισες με σπουδαίο ύφος και πλαστικά παπούτσια και πουλούσες άποψη: «...άντε ρε τους τεμπέληδες... Να πα να βρουν δ’λειά!»
Πάντα ήσουν με τον ισχυρό, κυρ Παντελή. Όταν, το 2015 είδες προς τα που έγερνε η πλάστιγγα μου έγινες κι εσύ Αριστερός! Και εσύ!
Μέχρι κάποια στιγμή την γλίτωνες, αλλά τελικά ήρθε και η σειρά σου. Έπληξε και εσένα η κρίση, η ύφεση, τα μέτρα. Συνέβη το αδιανόητο! To μαγαζί έκλεισε κι έμεινες με χρέη. Εφορία, ταμείο, τράπεζα... Βλέπεις, είχες πάρει κι εκείνο το στεγαστικό για να προικίσεις την κόρη με «σπιταρόνα που φυσάει», αλλιώς δεν θα την παντρευόταν ο πυροσβέστης. Έρωτας και τούτος... Περιμένει κι ο γιος να του καλύψεις το δάνειο για την «Μπέμπα» με τα ζαντολάστιχα, βράσ’ τα!
Και τώρα μυξοκλαίς.
Μη μου μυξοκλαίς, κυρ Παντελή, γιατί δεν σε λυπάμαι. Μου λες ότι ο γιος σου είναι στον αέρα, ότι δεν θα του ανανεώσουν την σύμβαση εργασίας και «πού θα δουλέψει». Να του πεις ότι έλεγες για τους άλλους, κυρ Παντελή. «Να πα να δ’λέψεις!» Έτσι να του πεις.
Μου λες ότι κόβουν τα επιδόματα του γαμπρού σου και δεν μπορεί να αγοράσει πετρέλαιο για το καλοριφέρ. Κρυώνουν, αυτός και η κόρη σου. Όμως, μόλις χθες σιχτίριζες τους «βλάκες» που πέθαιναν από τα μαγκάλια. Να πεις στην κόρη σου να αγοράσει μαγκάλι, κυρ Παντελή! Μην ανησυχείς. Εσύ την έχεις κάνει έξυπνη και δεν θα πεθάνει.
Μου λες ότι η κόρη σου με σπουδές νοσηλεύτριας δεν μπορεί να βρει δουλειά. Όμως εσύ ζητωκραύγαζες τους υπουργούς που διαλύουν τα νοσοκομεία. «Πηγαίνει ο κάθε τζαμπατζής και τον πληρώνω εγώ!» δήλωνες με αγανάκτηση.
Μη μου ξαναμιλήσεις, κυρ Παντελή. Δεν σε λυπάμαι. Όποτε η τηλεόρασή σου (40 ιντσών, High Definition!), έδειχνε το δράμα των αστέγων, ή των Παλαιστινίων, ή των Σύρων, ή των Κούρδων, ή των Νιγηριανών, εσύ με την βρισιά έτοιμη στο στόμα, άλλαζες κανάλι κι έκανες μπανιστήρι στο Dancing with the stars. Μου είχες γίνει λάτρης του Κάρλος Γαρδέλ και του αργεντίνικου τάνγκο!
Και τώρα μυξοκλαίς για τις καταθέσεις σου που εξανεμίζονται κι αυτές.
Δεν σε λυπάμαι, κυρ Παντελή. Μυξοκλαίς γιατί κινδυνεύεις να μείνεις στο δρόμο. Όμως, όταν στην πλατεία Συντάγματος είχε μαζευτεί ένα εκατομμύριο κόσμος που απαιτούσε την απόρριψη του μνημονίου και το διώξιμο των ψοφοδεών κυβερνήσεων, εσύ τους έλεγες «αλήτες»και «κωλόπαιδα». Όποτε έβγαινε ο κόσμος στους δρόμους εσύ χειροκροτούσες με κάθε γκλομπιά και δακρυγόνο.
Δεν σε λυπάμαι καθόλου, κυρ Παντελή. Όταν σε είχε πλησιάσει ένα μικρό παιδί που πουλούσε στυλό για είκοσι σεντς, το είχες σπρώξει βάναυσα. «Άντε φύγε από δω, ρε» είχες φωνάξει και μετά κοίταζες γύρω σου αυτάρεσκα. Τώρα που κινδυνεύεις να πουλάς εσύ στυλό στους δρόμους, με γεμίζεις μύξες.
Άκουγες για τις χιλιάδες αυτοκτονίες και κορόιδευες. Έλεγες ότι μόνο οι δειλοί αυτοκτονούν. Τώρα εσύ δεν αυτοκτονείς επειδή, προφανώς, είσαι γενναίος!
Είσαι άξιος της μοίρας σου, κυρ Παντελή. Πάντα έγλειφες την εκάστοτε εξουσία. Έβριζες όποιον αγωνιζόταν για τα στοιχειώδη δικαιώματά του. Εργαζόμενους, συνταξιούχους, μαθητές, φοιτητές, δασκάλους, καθηγητές, γιατρούς, ασθενείς κι όποιον έβλεπες μπροστά σου. Θα' λεγε κανείς ότι εσύ και οι όμοιοί σου είσαστε η αφρόκρεμα της κοινωνίας. Η ελπίδα για το μέλλον. Άει σιχτίρ, ψώνιο και θύμα μαζί!
Ποτέ δεν αγάπησες, ποτέ δεν ερωτεύτηκες.
Ποτέ δεν χάιδεψες τρυφερά την γυναίκα σου, ποτέ δεν χαμογέλασες άδολα. Ποτέ δεν πήγες ένα ταξίδι, ποτέ δεν ρέμβασες σε ένα ηλιοβασίλεμα, ποτέ δεν χάθηκες μέσα σε ένα βιβλίο. Ποτέ δεν έπαιξες με ένα παιδί στον δρόμο, ποτέ δεν τάισες ένα αδέσποτο, ποτέ δεν μύρισες ένα λουλούδι. Πάντα μισούσες κάθε τι όμορφο και ανθρώπινο. Πάντα με την απαξία στο βλέμμα και την βρισιά στο στόμα.
Ποτέ δεν υπήρξες άντρας, ούτε γυναίκα. Ένα ουδέτερο ήσουν σ’ όλη σου τη ζωή. Ένα νεκρό βάρος στη Γη.
Και τώρα; Τώρα, κυρ Παντελή, κοίταξε να ενώσεις τη φωνή σου με όλους τους δυστυχισμένους. Να αγωνιστείς για ό,τι δεν τόλμησες ποτέ να διανοηθείς. Να πάρεις μαζί και τα παιδιά σου. Τότε θα σε αγαπήσω.
Μέχρι τότε να μη μου μιλάς γιατί μου προκαλείς αναγούλα.
Στον τοίχο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για πες