Σε αντιφάσεις που εγείρουν μείζονα ερωτήματα πέφτει η εισαγγελέας Εφετών Γεωργία Τσατάνη που αυτή την ώρα καταθέτει στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής.
Η Τσατάνη έχει καταθέσει αρχικώς ότι αφαίρεσε νομίμως τη
δικογραφία της υπόθεσης Βγενόπουλου από την Εισαγγελία Διαφθοράς επικαλούμενη σχετικό έγγραφο του εποπτεύοντος το οικονομικό έγκλημα Νίκου Παντελή, ο οποίος πάντως έχει ξεκαθαρίσει ότι η αφαίρεση της δικογραφίας από τους δύο εισαγγελείς κατά της Διαφθοράς είναι παράνομη, καθώς σύμφωνα με έγγραφό του μόνο οι εισαγγελείς Διαφθοράς έχουν την αρμοδιότητα τέτοιας έρευνας.
Ο ισχυρισμός της Τσατάνη καταρρίπτεται επιπλέον από το γεγονός ότι ζητείται, σύμφωνα με πόρισμα της αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Ασπασία Καρέλλου, η πειθαρχική της δίωξη, με το σκεπτικό ότι ήταν πρωτοφανές να αφαιρεθεί η δικογραφία από τους Εισαγγελείς Διαφθοράς, στο στάδιο μάλιστα της δίωξης.
Η συνάντηση με Παπαγγελόπουλο και η αναφορά
Η εισαγγελέας υποστηρίζει ακόμη ότι στις 15 Νοεμβρίου του 2015 κάλεσε στο τηλέφωνο τον αναπληρωτή υπουργό Δικαιοσύνης Δημήτρη Παπαγγελόπουλο και συμφώνησαν να πάει στο γραφείο της σε προχωρημένη ώρα. Όπως λέει η ίδια «την επομένη το πρωί μου τηλεφώνησε και μου είπε ότι το θεωρεί παράδοξο να έρθει στο γραφείο μου και συμφωνήσαμε να πάω εγώ. Έτσι έγινε η συνάντηση στις 12 το μεσημέρι στο γραφείο του στις 16 του μηνός. Μετά την επίσκεψή μου στο υπουργείο, στις 22 Νοεμβρίου ενώ βρισκόμουν καθ’ οδόν με πήρε ο ίδιος -δεν ακουγόταν καλά- και του είπα ότι θα τον πάρω εγώ μόλις φθάσω στο σπίτι μου διότι μέσα στο αυτοκίνητο ήταν και ο αστυνομικός.[…] Όσα αναφέρω είναι αληθή, ποτέ δεν είχε περάσει από το μυαλό μου, ότι θα δεχόμουν τέτοιες παρεμβάσεις όπως αυτές που περιγράφω στην αναφορά μου».
Η ίδια ισχυρίζεται μάλιστα ότι δεν προέβη στην υποβολή της αναφοράς νωρίτερα για να μην θεωρεί ότι ήθελε να απαλλαγεί από τον χειρισμό της υπόθεσης Βγενόπουλου. Αυτός ο ισχυρισμός βεβαίως είναι προβληματικός αν αναλογιστεί κανείς ότι η αναφορά της κατά του Παπαγγελόπουλου μιλάει για παρεμβάσεις. Αφού διέκρινε πως δεχόταν πιέσεις από τον υπουργό γι’ αυτή την υπόθεση γιατί δεν το κατήγγειλε νωρίτερα ώστε να μπορεί να συνεχίζει απρόσκοπτα το έργο της, αλλά αντίθετα το έπραξε αφού ξεκίνησε έρευνα για την ίδια;
Επιπλέον, η Τσατάνη ομολογεί για μια ακόμη φορά ότι ζήτησε η ίδια να συναντήσει τον Παπαγγελόπουλο με αντικείμενο την υπόθεση Βγενόπουλου που χειριζόταν. Λέει συγκεκριμένα ότι «επικοινώνησα με τον υπουργό γιατί είχε υποπέσει στην αντίληψή μου από διάφορες πηγές, ότι δυσανασχετούσε μέχρι δυσανεξίας για τον χειρισμό της υπόθεσης Βγενόπουλου». Ακόμη κι αν είναι έτσι όμως, η Τσατάνη δεν απαντά στο μείζον ερώτημα, αν είναι νόμιμο να συναντά και μάλιστα με δική της πρωτοβουλία υπουργό με αντικείμενο δικογραφία σε εξέλιξη.
Λέει μάλιστα ότι «στη συνάντηση μας διαπίστωσα ότι ο υπουργός είχε αποκρυσταλλώσει την άποψη του ότι παρανόμως έκανα τη έρευνα για την υπόθεση Βγενόπουλου. Δεν πήγα για να κλάψω και να του ζητήσω βοήθεια. Μου μίλησε για την πρόθεση του να καθαρίσει τη Δικαιοσύνη από βρώμικα κυκλώματα, εννοώντας, ότι και εγώ ανήκα σε τέτοια κυκλώματα. Έτσι το υπονόησα». Στη συνέχεια δε καταθέτει ότι ο Παπαγγελόπουλος «μου τηλεφώνησε γιατί νόμισε ότι είχα φοβηθεί από τα λεγόμενά του. Όταν είδε ότι δεν είχα ενδώσει επανήλθε για να ολοκληρώσει. Η τελευταία του λέξη: άμεσα πίσω τη δικογραφία, άγριος πόλεμος θα ακολουθήσει. Γι’ αυτό πήρε Κυριακή. Τί ενδιαφερόταν για την υγεία μου; Τί είχε να πάρει τηλέφωνο κυριακάτικα; Μόνον για να παραδώσω τη δικογραφία».
Είναι βέβαια απορίας άξιο το γιατί η Γεωργία Τσατάνη ενοχλείται τόσο πολύ από τη στιγμή που δεν περιγράφει (όπως δεν το κάνει και στην αναφορά της) πίεση για συγκεκριμένη έκβαση της υπόθεσης, αλλά τοποθέτηση του Παπαγγελόπουλου πως κατέχει παράνομα τη δικογραφία και πρέπει να την επιστρέψει στην Εισαγγελία Διαφθοράς. Γιατί δηλαδή η υποστήριξη της νομιμότητας από τον υπουργό συνιστά αδίκημα; Πόσο μάλλον όταν η ίδια του απευθύνθηκε ζητώντας την άποψή του;
Για την αρχειοθέτηση της υπόθεσης
Αναφορικά με την αρχειοθέτηση της υπόθεσης Βγενόπουλου αναφέρει ότι έγινε με γνώμονα μόνο τη συνείδησή της και τον νόμο. «Είναι δε αποτέλεσμα βασανισμού και έρευνας και κρίσεως μου από το σύνολο των στοιχείων που είχα μπροστά μου μέχρι την ώρα που έβαλα την υπογραφή μου», προσθέτει. Όμως, το πόρισμα με το οποίο η Τσατάνη παραπέμπεται στο Πειθαρχικό αναφέρει μεταξύ άλλων ότι ενώ σε κοινή σύσκεψη μεταξύ Ελλήνων Εισαγγελέων και Κύπριων συναδέλφων τους που έγινε στις 10 Ιουλίου 2015, είχε αποφασισθεί το κομμάτι της έρευνας για το χρηματισμό του Κεντρικού Τραπεζίτη της Κύπρου Χριστόδουλου Χριστοδούλου να διεξαχθεί από τις Κυπριακές Αρχές, η Τσατάνη το συμπεριέλαβε στη δική της έρευνα και το αρχειοθέτησε.
Η έρευνα αυτή ήταν σε προχωρημένο στάδιο, και κατέγραφε πως ο εφοπλιστής Ζολώτας ο οποίος έχει δανειοδοτηθεί με 700 εκατομμύρια από τη Marfin - Λαϊκή Τράπεζα επί Βγενόπουλου, είχε χρηματίσει τον Χριστοδούλου. Ο χρηματισμός αυτός κατά τους Κύπριους σχετιζόταν με τον Βγενόπουλο και έγινε για να του επιτραπεί να αποκτήσει μετοχές της Λαϊκής με παράτυπη διαδικασία. Οι Κύπριοι δηλαδή, εξέταζαν αν ο Βγενόπουλος ήταν αχυράνθρωπος του Βγενόπουλου. Η εισαγγελέας Τσατάνη περιέργως συμπεριέλαβε το κυπριακό κομμάτι της έρευνας στη δική της έρευνα και απεφάνθη πως ο Βγενόπουλος είναι αθώος, παρότι δεν είχε καν τα στοιχεία που είχαν στη διάθεσή τους οι Κύπριοι Εισαγγελείς και Ανακριτές.
Η Γεωργία Τσατάνη, υποστηρίζει τέλος ότι το πειθαρχικό σε βάρος της έγινε διότι υπήρξε δυσαρέσκεια για το αποτέλεσμα της προκαταρκτικής, δηλαδή για την αρχειοθέτηση της υπόθεσης Βγενόπουλου. Αυτός ο ισχυρισμός θα μπορούσε ενδεχομένως να σταθεί, πλην όμως την ώρα που η εισαγγελέως Εφετών επικαλείται τη δυσαρέσκεια για τον χειρισμό της υπόθεσης, έχει ήδη ασκηθεί εις βάρος πειθαρχική δίωξη.
http://www.koutipandoras.gr/
Η Τσατάνη έχει καταθέσει αρχικώς ότι αφαίρεσε νομίμως τη
δικογραφία της υπόθεσης Βγενόπουλου από την Εισαγγελία Διαφθοράς επικαλούμενη σχετικό έγγραφο του εποπτεύοντος το οικονομικό έγκλημα Νίκου Παντελή, ο οποίος πάντως έχει ξεκαθαρίσει ότι η αφαίρεση της δικογραφίας από τους δύο εισαγγελείς κατά της Διαφθοράς είναι παράνομη, καθώς σύμφωνα με έγγραφό του μόνο οι εισαγγελείς Διαφθοράς έχουν την αρμοδιότητα τέτοιας έρευνας.
Ο ισχυρισμός της Τσατάνη καταρρίπτεται επιπλέον από το γεγονός ότι ζητείται, σύμφωνα με πόρισμα της αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Ασπασία Καρέλλου, η πειθαρχική της δίωξη, με το σκεπτικό ότι ήταν πρωτοφανές να αφαιρεθεί η δικογραφία από τους Εισαγγελείς Διαφθοράς, στο στάδιο μάλιστα της δίωξης.
Η συνάντηση με Παπαγγελόπουλο και η αναφορά
Η εισαγγελέας υποστηρίζει ακόμη ότι στις 15 Νοεμβρίου του 2015 κάλεσε στο τηλέφωνο τον αναπληρωτή υπουργό Δικαιοσύνης Δημήτρη Παπαγγελόπουλο και συμφώνησαν να πάει στο γραφείο της σε προχωρημένη ώρα. Όπως λέει η ίδια «την επομένη το πρωί μου τηλεφώνησε και μου είπε ότι το θεωρεί παράδοξο να έρθει στο γραφείο μου και συμφωνήσαμε να πάω εγώ. Έτσι έγινε η συνάντηση στις 12 το μεσημέρι στο γραφείο του στις 16 του μηνός. Μετά την επίσκεψή μου στο υπουργείο, στις 22 Νοεμβρίου ενώ βρισκόμουν καθ’ οδόν με πήρε ο ίδιος -δεν ακουγόταν καλά- και του είπα ότι θα τον πάρω εγώ μόλις φθάσω στο σπίτι μου διότι μέσα στο αυτοκίνητο ήταν και ο αστυνομικός.[…] Όσα αναφέρω είναι αληθή, ποτέ δεν είχε περάσει από το μυαλό μου, ότι θα δεχόμουν τέτοιες παρεμβάσεις όπως αυτές που περιγράφω στην αναφορά μου».
Η ίδια ισχυρίζεται μάλιστα ότι δεν προέβη στην υποβολή της αναφοράς νωρίτερα για να μην θεωρεί ότι ήθελε να απαλλαγεί από τον χειρισμό της υπόθεσης Βγενόπουλου. Αυτός ο ισχυρισμός βεβαίως είναι προβληματικός αν αναλογιστεί κανείς ότι η αναφορά της κατά του Παπαγγελόπουλου μιλάει για παρεμβάσεις. Αφού διέκρινε πως δεχόταν πιέσεις από τον υπουργό γι’ αυτή την υπόθεση γιατί δεν το κατήγγειλε νωρίτερα ώστε να μπορεί να συνεχίζει απρόσκοπτα το έργο της, αλλά αντίθετα το έπραξε αφού ξεκίνησε έρευνα για την ίδια;
Επιπλέον, η Τσατάνη ομολογεί για μια ακόμη φορά ότι ζήτησε η ίδια να συναντήσει τον Παπαγγελόπουλο με αντικείμενο την υπόθεση Βγενόπουλου που χειριζόταν. Λέει συγκεκριμένα ότι «επικοινώνησα με τον υπουργό γιατί είχε υποπέσει στην αντίληψή μου από διάφορες πηγές, ότι δυσανασχετούσε μέχρι δυσανεξίας για τον χειρισμό της υπόθεσης Βγενόπουλου». Ακόμη κι αν είναι έτσι όμως, η Τσατάνη δεν απαντά στο μείζον ερώτημα, αν είναι νόμιμο να συναντά και μάλιστα με δική της πρωτοβουλία υπουργό με αντικείμενο δικογραφία σε εξέλιξη.
Λέει μάλιστα ότι «στη συνάντηση μας διαπίστωσα ότι ο υπουργός είχε αποκρυσταλλώσει την άποψη του ότι παρανόμως έκανα τη έρευνα για την υπόθεση Βγενόπουλου. Δεν πήγα για να κλάψω και να του ζητήσω βοήθεια. Μου μίλησε για την πρόθεση του να καθαρίσει τη Δικαιοσύνη από βρώμικα κυκλώματα, εννοώντας, ότι και εγώ ανήκα σε τέτοια κυκλώματα. Έτσι το υπονόησα». Στη συνέχεια δε καταθέτει ότι ο Παπαγγελόπουλος «μου τηλεφώνησε γιατί νόμισε ότι είχα φοβηθεί από τα λεγόμενά του. Όταν είδε ότι δεν είχα ενδώσει επανήλθε για να ολοκληρώσει. Η τελευταία του λέξη: άμεσα πίσω τη δικογραφία, άγριος πόλεμος θα ακολουθήσει. Γι’ αυτό πήρε Κυριακή. Τί ενδιαφερόταν για την υγεία μου; Τί είχε να πάρει τηλέφωνο κυριακάτικα; Μόνον για να παραδώσω τη δικογραφία».
Είναι βέβαια απορίας άξιο το γιατί η Γεωργία Τσατάνη ενοχλείται τόσο πολύ από τη στιγμή που δεν περιγράφει (όπως δεν το κάνει και στην αναφορά της) πίεση για συγκεκριμένη έκβαση της υπόθεσης, αλλά τοποθέτηση του Παπαγγελόπουλου πως κατέχει παράνομα τη δικογραφία και πρέπει να την επιστρέψει στην Εισαγγελία Διαφθοράς. Γιατί δηλαδή η υποστήριξη της νομιμότητας από τον υπουργό συνιστά αδίκημα; Πόσο μάλλον όταν η ίδια του απευθύνθηκε ζητώντας την άποψή του;
Για την αρχειοθέτηση της υπόθεσης
Αναφορικά με την αρχειοθέτηση της υπόθεσης Βγενόπουλου αναφέρει ότι έγινε με γνώμονα μόνο τη συνείδησή της και τον νόμο. «Είναι δε αποτέλεσμα βασανισμού και έρευνας και κρίσεως μου από το σύνολο των στοιχείων που είχα μπροστά μου μέχρι την ώρα που έβαλα την υπογραφή μου», προσθέτει. Όμως, το πόρισμα με το οποίο η Τσατάνη παραπέμπεται στο Πειθαρχικό αναφέρει μεταξύ άλλων ότι ενώ σε κοινή σύσκεψη μεταξύ Ελλήνων Εισαγγελέων και Κύπριων συναδέλφων τους που έγινε στις 10 Ιουλίου 2015, είχε αποφασισθεί το κομμάτι της έρευνας για το χρηματισμό του Κεντρικού Τραπεζίτη της Κύπρου Χριστόδουλου Χριστοδούλου να διεξαχθεί από τις Κυπριακές Αρχές, η Τσατάνη το συμπεριέλαβε στη δική της έρευνα και το αρχειοθέτησε.
Η έρευνα αυτή ήταν σε προχωρημένο στάδιο, και κατέγραφε πως ο εφοπλιστής Ζολώτας ο οποίος έχει δανειοδοτηθεί με 700 εκατομμύρια από τη Marfin - Λαϊκή Τράπεζα επί Βγενόπουλου, είχε χρηματίσει τον Χριστοδούλου. Ο χρηματισμός αυτός κατά τους Κύπριους σχετιζόταν με τον Βγενόπουλο και έγινε για να του επιτραπεί να αποκτήσει μετοχές της Λαϊκής με παράτυπη διαδικασία. Οι Κύπριοι δηλαδή, εξέταζαν αν ο Βγενόπουλος ήταν αχυράνθρωπος του Βγενόπουλου. Η εισαγγελέας Τσατάνη περιέργως συμπεριέλαβε το κυπριακό κομμάτι της έρευνας στη δική της έρευνα και απεφάνθη πως ο Βγενόπουλος είναι αθώος, παρότι δεν είχε καν τα στοιχεία που είχαν στη διάθεσή τους οι Κύπριοι Εισαγγελείς και Ανακριτές.
Η Γεωργία Τσατάνη, υποστηρίζει τέλος ότι το πειθαρχικό σε βάρος της έγινε διότι υπήρξε δυσαρέσκεια για το αποτέλεσμα της προκαταρκτικής, δηλαδή για την αρχειοθέτηση της υπόθεσης Βγενόπουλου. Αυτός ο ισχυρισμός θα μπορούσε ενδεχομένως να σταθεί, πλην όμως την ώρα που η εισαγγελέως Εφετών επικαλείται τη δυσαρέσκεια για τον χειρισμό της υπόθεσης, έχει ήδη ασκηθεί εις βάρος πειθαρχική δίωξη.
http://www.koutipandoras.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για πες