Συντάκτης: Κώστας Ζαφειρόπουλος
«Τα καψώνια στον στρατό επιτρέπονται και όποιος τολμήσει να αναδείξει τις καταγγελίες φαντάρων καταδικάζεται σε φυλάκιση».
Αυτό μοιάζει να είναι το μήνυμα που στέλνει στην κοινωνία η απόφαση του Β’ Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, το οποίο καταδίκασε για συκοφαντική δυσφήμηση σε δύο χρόνια φυλάκισης με τριετή αναστολή τον Νίκο Αργυρίου, δραστήριο μέλος της Επιτροπής Αλληλεγγύης Στρατευμένων και του δικτύου «Σπάρτακος».
Πρόκειται για μια προκλητική εξέλιξη, η οποία όχι μόνο απενοχοποιεί κάθε εξοντωτική και αντιδημοκρατική δράση, μελλοντική ή παρελθούσα, ενάντια στους στρατευμένους νέους, αλλά εμμέσως επιχειρεί να ρίξει ένα πέπλο σιωπής σε οποιονδήποτε επιχειρήσει να κάνει κριτική για τα κακώς κείμενα στα στρατόπεδα της χώρας.
Από το 2009
Η υπόθεση αφορά δημοσιοποίηση παραβιάσεων από αξιωματικούς στο Κέντρο Εκπαίδευσης Νεοσυλλέκτων Γρεβενών το 2009.
Η μήνυση για συκοφαντική δυσφήμηση ασκήθηκε στην Εισαγγελία Γρεβενών από τον τότε αντισυνταγματάρχη και επιτελάρχη της 34ης Μ/Κ Ταξιαρχίας, Δημήτρη Βούτση, ο οποίος ως διοικητής στο ΚΕΝ Γρεβενών αντιμετώπισε τις καταγγελίες των νεοσύλλεκτων στρατιωτών για τις άθλιες συνθήκες του στρατοπέδου.
Μετά τη δημοσίευση των καταγγελιών, οι συνθήκες υγιεινής άλλαξαν άρδην προς το καλύτερο και τα «καψώνια» περιορίστηκαν.
Ο ίδιος ο μηνυτής στο δικαστήριο αρνήθηκε τα όσα κατήγγειλαν οι φαντάροι, λέγοντας «πως δεν γίνονταν καψώνια, γιατί είναι παράνομα».
Το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του τη μαρτυρία του φαντάρου, που είχε εξαρχής στείλει την καταγγελία στην Επιτροπή.
Ο συγκεκριμένος μάρτυρας δεν μπόρεσε να είναι παρών στο δικαστήριο για λόγους υγείας, ενώ είχε παρευρεθεί όλες τις προηγούμενες φορές που η υπόθεση αναβλήθηκε.
Σοβαρά ερωτήματα γεννά το γεγονός πως το μόνο επιβαρυντικό στοιχείο που οδήγησε στην καταδίκη του Νίκου Αργυρίου ήταν ότι ο ίδιος... συνδέθηκε στο διαδίκτυο ένα μήνα μετά το επίδικο περιστατικό της δημοσιοποίησης των καταγγελιών.
Αρκετούς μήνες μετά την άσκηση δίωξης, το Σώμα Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος έστειλε έγγραφο προς δύο εταιρείες κινητής τηλεφωνίας ζητώντας την ταυτοποίηση συγκεκριμένου τηλεφωνικού αριθμού (πρόκειται για το κινητό του Ν. Αργυρίου, το οποίο έβαλε ο ίδιος στην ιστοσελίδα της Επιτροπής μετά το 2011 -όταν έγινε υποχρεωτική διά νόμου η δημοσιοποίηση του κινητού- ώστε να μπορούν να επικοινωνούν οι φαντάροι).
Η πλευρά της υπεράσπισης
Οπως εξηγεί στην «Εφ.Συν.» η συνήγορός του, Αντωνία Λεγάκη, το έγγραφο της Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος αναφέρει:
«Οπως προέκυψε από την προανάκριση [σ.σ. δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ] ο δράστης [...] συνδέθηκε με το Internet από αυτήν την ηλεκτρονική διεύθυνση στις 30/12/2009». Σύμφωνα με την υπεράσπιση, «όχι μόνο δεν υπήρχε εισαγγελική παραγγελία για άρση του απορρήτου, όχι μόνο ομολογείται ότι παρακολουθούσαν παράνομα τα τηλέφωνα του Αργυρίου, αλλά το δικαστήριο δέχτηκε ως ‘‘ηλεκτρονικό ίχνος’’ ότι ο Αργυρίου μπήκε απλά στο internet ένα μήνα μετά».
Αλλά και στην ουσία της υπόθεσης, σύμφωνα με σειρά αποφάσεων του Αρείου Πάγου, δεν αποτελεί δυσφήμηση για την επαγγελματική εξέλιξη κάποιου η δυσμενής κρίση στο πρόσωπό του. Επιπλέον, ακόμη και σκληρή να είναι η κριτική, σύμφωνα με το άρθρο 367 του Ποινικού Κώδικα ο πιθανός άδικος χαρακτήρας αίρεται όταν υπάρχει δικαιολογημένο ενδιαφέρον.
Στην περίπτωση της Επιτροπής, όπως τεκμηρίωσαν οι τέσσερις μάρτυρες υπεράσπισης, «προφανώς υπάρχει δικαιολογημένο ενδιαφέρον από μια δημοκρατική συλλογικότητα, η οποία εδώ και 15 χρόνια μεταξύ άλλων έχει αναδείξει σωρεία παραπτωμάτων στο στράτευμα, έχει γλιτώσει φαντάρους από αυτοκτονίες, έχει αποκαλύψει κυκλώματα ναρκωτικών μέσα σε στρατόπεδα».
Εντύπωση επιπλέον προκάλεσαν οι ερωτήσεις της έδρας για το αν είχαν πάει φαντάροι οι μάρτυρες (είχαν όλοι υπηρετήσει).
Στο δικαστήριο
Κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας, ο κατηγορούμενος Νίκος Αργυρίου υπενθύμισε -εκτός των άλλων- την αποδεδειγμένη συμβολή της Επιτροπής στην ανάδειξη της ύπαρξης ακροδεξιών θυλάκων στη Σχολή Ευελπίδων.
Εκείνη την ώρα, ο ίδιος ο μηνυτής του φώναξε: «Ναι, γι’ αυτό σου έρχονται και άλλες μηνύσεις».
Στο ξεκίνημα της ακροαματικής διαδικασίας και πριν προλάβει να πάρει τον λόγο η υπεράσπιση, η πρόεδρος ανέφερε: «Εχω διαβάσει τη δικογραφία, ξέρω τι έχει γίνει και δεν χρειάζομαι μάρτυρες».
Στη συνέχεια, όπως εξηγεί η Αντωνία Λεγάκη, «το δικαστήριο δεν επέτρεπε να γίνουν όλες οι ερωτήσεις από την πλευρά του κατηγορούμενου προς τον μηνυτή, προέτρεπε τον πρώην πλέον στρατιωτικό να μην απαντά, υπαγόρευε κάποιες απαντήσεις, ενώ σε άλλες ερωτήσεις απαντούσε το ίδιο, δεν επέτρεψε να καταθέσουν όλοι οι μάρτυρες υπεράσπισης και απαγόρευσε όλες τις ερωτήσεις προς τον πρώην διοικητή του στρατοπέδου για το αν αληθεύουν οι καταγγελίες των φαντάρων».
Κάποια στιγμή ο εισαγγελέας πρότεινε να δοθεί συμβιβαστική λύση με αμοιβαίες εξηγήσεις και από τις δύο πλευρές.
Η υπεράσπιση δήλωσε πρόθυμη, διευκρίνισε πως μοναδικό της μέλημα παραμένει η υπεράσπιση των φαντάρων, χωρίς καμία πρόθεση να θιγεί η τιμή κανενός, υποστηρίζοντας πάντως πως οι καταγγελίες ήταν 100% αληθινές.
Μετά την άρνηση συμβιβασμού του μηνυτή, η διαδικασία προχώρησε, με τον εισαγγελέα να προτείνει ενοχή για απλή δυσφήμηση και πέντε μήνες φυλάκισης, όμως η πρόεδρος έκρινε ένοχο τον Ν. Αργυρίου για συκοφαντική δυσφήμηση και του επέβαλε δύο χρόνια με τριετή αναστολή.
Αμέσως κατατέθηκε έφεση, ενώ ήδη έχει ξεκινήσει ένα δεύτερο κύμα αλληλεγγύης απέναντι στην Επιτροπή από σειρά συλλογικοτήτων σε όλη τη χώρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για πες