Μέσα του Μάρτη. Παραμονή αποκριάς. Κάτι «αλανιάρες» μαργαρίτες στο παρτέρι βιαστικές, βάλανε από τώρα τα καλά τους.
Και μία πικροδάφνη σύριζα στο φράχτη, βάλθηκε με κάτι ροζ λουλούδια «τρομοκράτες», ν’ ανατινάξει το τοπίο στον αέρα.
Κώστα κρατήσου λέω μέσα μου. Στο «μάτι του κυκλώνα βρίσκεσαι. Βάζω στο ράδιο μουσική, «τιγκάρω» ένα ποτήρι τσίπουρο, παίρνω και τα τσιγάρα μου σιμά, και κάθομαι και αγναντεύω θάλασσα.
Δε θα χαθούμε λέω, ωχ αδερφέ, και προσπαθώ να πείσω τον εαυτό μου. Δε θα χαθούμε μια κουβέντα είναι. Κι αφού δεν θα ’χεις πια από πού να κρατηθείς, κρατιέσαι από τούτο το τοπίο.
«Καρναβαλίστικο» όμως έγινε και τούτο το πρωινό ανάμεσα απ’ τα κλαδιά απ’ τ’ αρμυρίκια, και άρχισε μουτσούνες να αλλάζει. Έχει ένα χρώμα τώρα σκούρο γκριζωπό λες και «κλεφτρόνια» σύννεφα αρπάξανε το χρώμα από τον ήλιο, και φεύγοντας σκόρπισαν συννεφιά στη θάλασσα.
Κι αυτό που σκέπτομαι ετούτες τις στιγμές, είναι το πόσο άλλαξε τα τελευταία χρόνια η ζωής μας. Που να ζητήσεις όμως την ευθύνη, αλλά και τι ωφελεί; Κι εκεί είναι που σε πιάνει το παράπονο, ένα πικρό παράπονο για όλους και για όλα. Μα πάλι λέω ανάβοντας τσιγάρο: Αγάντα Καστρινέ. Και αν δεν έχεις από πού να κρατηθείς, κρατήσου από τούτο το τοπίο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για πες