ΟΙ ΛΟΓΟΙ ΜΙΑΣ ΓΕΡΜΑΝΙΚΗΣ ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗΣ
Γράφει ο Μανώλης Πέπονας,
φοιτητής Ιστορίας (Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων)
Η γερμανική παρουσία στην Ελλάδα άφησε ανεξίτηλα σημάδια. Εκτελέσεις, βασανισμοί, στερήσεις και ένα γενικότερο κλίμα φόβου απλώθηκαν σε όλες τις περιοχές της χώρας.
Παράλληλα με τις στρατιωτικές επιχειρήσεις των κατοχικών αρχών, θεσμοθετήθηκαν διάφορες απαγορεύσεις που δύσκολα μπορούν να γίνουν κατανοητές[1]. Μια από αυτές είναι η απαγόρευση παραστάσεων του Καραγκιόζη.
Στην Αιτωλοακαρνανία η συγκεκριμένη μορφή λαϊκής τέχνης είχε βαθιές ρίζες. Ορμώμενοι από την Αμφιλοχία, τέσσερις γνωστοί καραγκιοζοπαίχτες (Θ. Αρσενίου, Α. Κουλούρης, Χ. Μπασιάκος και Γ. Ρούλιας) έδιναν ολιγόλεπτες παραστάσεις, με τεράστια επιτυχία[2].
Μαζί με αυτούς, αρκετοί άλλοι, λιγότερο γνωστοί, τριγύριζαν στα χωριά, προσφέροντας την κύρια πηγή διασκέδασης για μικρούς και μεγάλους. Η απαγόρευση αυτής της διασκέδασης από τους Γερμανούς θεωρήθηκε πλήγμα κατά του ηθικού των κατακτημένων, ωστόσο τα αίτιά της ήταν πολύ βαθύτερα.
Ο Καραγκιόζης, ως φιγούρα, χάνεται στο ρου του χρόνου και της ιστορίας. Ευφυής κατά τα ανατολίτικα πρότυπα, ενσάρκωνε μια σημαντική πλευρά της ελληνικής ιδιοσυγκρασίας. Πραγματικός φορέας συνέχειας από την τουρκοκρατία στην εθνική ανεξαρτησία, δεν ήταν λίγες οι φορές που χρησιμοποιήθηκε ως μέσο διαπαιδαγώγησης ή εθνικής αφύπνισης.
Μια ματιά στη θεματολογία των έργων αποδεικνύει αυτόν τον ισχυρισμό: “ο μέγας Αλέξανδρος και το καταραμένο φίδι”, “ο Ηρακλής”, “η Ερωφίλη”, κα.[3] Για τις ανάγκες των Βαλκανικών Πολέμων, η συμπαθής φιγούρα έγινε αεροπόρος και στρατιώτης πεζικού, “σταδιοδρομία” την οποία συνέχισε κατά την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.[4] Οι Γερμανοί, απαγορεύοντας τη δημόσια προβολή τέτοιων παραστάσεων, εμπόδιζαν κάθε προσπάθεια τόνωσης του καταρρακωμένου πατριωτισμού των υπόδουλων.
Επιπρόσθετα, ο Καραγκιόζης ήταν μέρος της λαϊκής τέχνης. Οι θεατές του ήταν οι μελλοντικοί αντάρτες, οι αγρότες που πέθαιναν από την πείνα, αυτοί που δυσκολεύονταν να επιβιώσουν. Οποιαδήποτε σπίθα μπορούσε να τους ξεσηκώσει.
Ήδη τα γερμανικά στρατεύματα είχαν διασκορπιστεί σε ένα ευρύ γεωγραφικό φάσμα ασκώντας αστυνομικά καθήκοντα, συνεπώς η ευρεία κινητοποίηση των λαϊκών μαζών φάνταζε πραγματικός εφιάλτης. Κάθε δεσμός μεταξύ αυτής της μάζας έπρεπε να κοπεί, άρα ο Καραγκιόζης έπρεπε να εξοντωθεί.
Κατά κανόνα, οι απαγορεύσεις σπάνια διαρκούν, αν δεν εξασφαλίσουν κοινωνική συναίνεση. Έτσι, όπως αναφέρει η Σοφία Κασβίκη: “Μετά την απελευθέρωση επανήλθε στο προσκήνιο της ψυχαγωγίας ο Καραγκιόζης, και σύμφωνα με μαρτυρίες, στο Αγρίνιο μόνο κατά τους θερινούς μήνες δραστηριοποιούνταν, δίνοντας καθημερινές παραστάσεις, δύο καραγκιοζοπαίχτες”[5]. Όπως συνέβη και με κάθε ίχνος ελευθερίας, οι Γερμανοί είχαν πυροβολήσει τον Καραγκιόζη, αλλά δεν τον είχαν σκοτώσει.
[1] βλ. Μ. Μαζάουερ: “Στην Ελλάδα του Χίλερ”, εκδ. Πρωτοπορία, 1993
[2] Σ. Κασβίκη στο: Κ. Μπάδα- Θ.Δ. Σφήκας (επιμέλεια): “Κατοχή, Αντίσταση, Εμφύλιος”, εκδ. Παρασκήνιο, 2010
[3] βλ. Απ. και Αρ. Γιαγιάννος, Ι. Διγκλής: “Ο Κόσμος του Καραγκιόζη”, εκδ. Ερμής, 1977
[4] Για τον Καραγκιόζη (γενικά) βλ.: https://karaghiozis.wordpress.com/
[5] Σ. Κασβίκη, ό.π.
http://www.agrinionews.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για πες