Η γκαστρωμένη παγωνιά δε λέει να γεννήσει χιόνι.
Βροχή κι υγρασία, την άλλη μέρα ξέμπαρκη λιακάδα με δόντια, μετά πάλι βροχή. Με ομίχλη. Οι νύχτες ξάστερες να περονιάζουν τα λιγοστά τους κατοικίδια. Γκρίζος τόπος, ασάλευτος, εδώ στην εσχατιά, δοκιμασμένος. Κι οι άνθρωποι αδροί, ένα με το τοπίο.
Με μάτια ξένου κοιτάζω τον τόπο, μέχρι να βγουν οι πρώτες καυτές τσιγαρίδες από καζάνι, μέχρι η πρώτη γουλιά τσίπουρου να κατηφορίσει ανάβοντας τα σωθικά. Ύστερα αρχίζουν να παίζουν τα χάλκινα.
Ένας σκοπός κι άλλος σκοπός, ξεχασμένοι, ξεπηδούν από τα σκοτάδια, τόσο οικείοι που σε κινούν στο ρυθμό τους δίχως να το καταλάβεις, δίπλα στους άλλους που μερόνυχτα τώρα γυρίζουν παρέες -παρέες στις γειτονιές.
Να αποχαιρετήσουν τον παλιό χρόνο που φεύγει.Χορεύοντας. Να καλωσορίσουν τον καινούριο. Χορεύοντας. Να τα ξορκίσουν όλα με το χορό. Παλιά, τωρινά και μελλούμενα.
Περιφερόμενοι θίασοι με έναν αόρατο Διόνυσο μπροστά να τον ακολουθούν πιστά, κλαρίνα, νταούλια κι χορευτές εκστατικοί. Σολάρει κλαίγοντας το κλαρίνο, “Τι ήθελα και σ` αγαπούσα και δεν κάθομαν καλά...”, συνεχίζουν με καϋμό οι φωνές “πήρα ζάλη στο κεφάλι δυο μαχαίρια στην καρδιά” και το νταούλι που αντηχεί στα ξεχασμένα στενά να γίνεται μετρονόμος των εντός ρυθμών.
Τίποτα δεν άλλαξε. Τα βασικά συστατικά, ίδια. Όλα, εκτός από το χιόνι που έντυνε παλιές πρωτοχρονιές. Ειδικά εκείνη που αρχειοθετήθηκε στη μνήμη όχι επίσημα με αριθμό σαν όλες τις άλλες, μα με τον τίτλο “ο χορός του Παύλου”.
Γυρίζαμε και τότε όπως τώρα, μέρες και νύχτες στη σειρά, άυπνοι, μούσκεμα στον ιδρώτα που άχνιζε στην παγωνιά, μούσκεμα και τα παπούτσια μας απ` το χιόνι που τσαλαβουτούσαμε χορεύοντας. Μούσκεμα στη ζωή που ανέτειλε μπροστά μας τα πάντα υποσχόμενη. Ένα μπουλούκι παλόμενο στο χιονισμένο τοπίο. Στο κέντρο οι οργανοπαίκτες και γύρω τους εμείς. Όπως ακριβώς οι πατεράδες μας κι οι παπούδες μας πριν από μας.
Γύρισε ο χρόνος στο δρόμο. Στις έξι το πρωί πια είπαμε να επιστρέψουμε στα σπίτια μας για φαγητό και λίγο ύπνο. Να μαζέψουμε δυνάμεις, γιατί το γλέντι συνεχιζόταν όλη την πρώτη αλλά και τη δεύτερη μέρα του χρόνου.
Άρχισε να ρίχνει πυκνό χιόνι πάνω στο ήδη στρωμένο. Σηκώσαμε τα κεφάλια ψηλά και δεν το χορταίναμε έτσι όπως το έφερνε η νύχτα πάνω στα αναψοκοκκινισμένα μας πρόσωπα. Με τη φωνή βραχνή, συνεχίσαμε απτόητοι “Ήθελα να `ρθω το βράδυ μ` έπιασε ψιλή βροχή...” όταν από το πουθενά ακούστηκε απάντηση από ένα κλαρίνο “Ας ερχόσουνα βρε ψεύτη κι ας γινόσουν παπί”.
Ύστερα η μουσική σταμάτησε σαν να περίμενε από μας τη συνέχεια. Τη δώσαμε- “Είχα ρούχα να σ` αλλάξω πάπλωμα να σκεπαστείς”- προσπαθώντας ανάμεσα στις νυφάδες να ξεχωρίσουμε ποιός ήταν αυτή η σκιά που κατηφόριζε από το στενό και μας πλησίαζε στο σκοτάδι.
Δεν τον αναγνωρίσαμε παρά μόνο όταν απάντησε κι αυτός με τη σειρά του το τελευταίο και πιο γλυκο “και κορμάκι να αγκαλιάσεις μέχρι να το βαρεθείς”. Ήταν ο μπαρμπα Νίκος, το πρώτο κλαρίνο, ο μύθος της περιοχής. “Άντε, να σας πάω μέχρι την πλατεία” πρότεινε μετά τις ευχές που ανταλλάξαμε.
Έπιασε τα ηπειρώτικα. Αργά, στιβαρά, όπως πρέπει, χωρίς εύκολα τσαλίμια. Περνούσε μαγικά απο τον ένα σκοπό στον άλλο, τους ζευγάρωνε περιπλέκοντάς τους με όλους τους δυνατούς τρόπους κι ύστερα τους ξεχώριζε πάλι ένα -ένα για να βάλει στην συνέχεια κι άλλους δίπλα στους πρώτους.
Λουφάξαμε περπατώντας δίπλα του, άσπροι από το χιόνι. Πάνω στο κλαρίνο οι νιφάδες στεκόταν μια στιγμή κι ύστερα έλυωναν και κυλούσαν σταγόνες. Ύστερα πιάνοντας άλλους ρυθμούς πιο γρήγορους, αμυδρά οικείους, ξέφυγε από τα σύνορα παρασύροντάς μας σε ένα ανέλπιστο γύρο στα βαλκάνια. “Ο δικός μας Miles” είπε σιγανά ο Παύλος που λίγες μέρες πριν μου είχε ετοιμάσει μια ενενηντάρα κασέτα, ρίχνοντάς με στα βαθειά του Davis.
Στην πλατεία δεν υπήρχε ψυχή ζώσα. Στην άκρη της μεσ` το σκοτάδι το λεωφορείο του ΚΤΕΛ χιονισμένο κι αυτό, με αναμμένη τη μηχανή και σβηστά φώτα. Στο τιμόνι ο πατέρας του Παύλου, περίμενε να πάει 6:30 για το πρώτο, χωρίς επιβάτες δρομολόγιο της χρονιάς.
“Μπαρμπα Νίκο, Μήλο μου κόκκινο να χορέψουμε για τον πατέρα μου!”, έριξε ο Παύλος την παραγγελιά βάζοντας ένα διπλωμένο χαρτονόμισμα στη τσέπη του μουσικού. “Για τον πατέρα σου θα παίξω αυτό που μου ζητούσε συνέχεια όταν αγάπησε τη μάνα σου. Και θα το χορέψεις μόνος σου” είπε ο μουσικός με φωνή που δεν σήκωνε αντίρρηση και του έδωσε πίσω το χαρτονόμισμα λέγοντάς του μαλακά αυτή τη φορά: “Κράτησέ τα παιδί μου. Μου έχει δώσει τόσα ο πατέρας σου που φτάνουν να παίζω τζάμπα όχι μόνο για σένα αλλά και για τα παιδιά σου. ”
Ο Παύλος στάθηκε μπροστά στο λεωφορείο κοιτάζοντας τον πατέρα του στα μάτια. Ύστερα, έβγαλε το παλτό του και το πέταξε σε μας που είχαμε μαζευτεί γύρω του. Ο μπαρμπα Νίκος σκούπισε προσεκτικά με το μαντήλι του το κλαρίνο, έριξε δυό τρεις δοκιμαστικές νότες στον αέρα κι ύστερα άρχισε να παίζει την κοντούλα λεμονιά.
Ο Παύλος, άφησε να φύγουν τα πρώτα μέτρα μέχρι να καταλάβει ο πατέρας του μέσα από τα κλειστά παράθυρα ποιο ήταν το τραγούδι κι όταν τον είδε να κάνει νεύμα στο μουσικό “μα που το θυμήθηκες μπαγάσα;” σήκωσε τα χέρια του κι άρχισε να χορεύει αργά, το δικό το σόλο. Τότε ο πατέρας του άναψε τους προβολείς κι έλαμψε το πουκάμισο του Παύλου, μέσα στη νύχτα λευκό σαν τις νιφάδες που είχαν πυκνώσει.
“Να ζήσεις χίλια χρόνια μάστορα!” φώναξε ο Παύλος στο τέλος κι ενώ το λεωφορείο έστριβε πια στον κεντρικό δρόμο. Τώρα που το καλοσκέφτομαι, δεν έπιασε εκείνη η ευχή του. Ο μπαρμπά Νίκος έφυγε λίγα χρόνια αργότερα στα εβδομήντα πέντε του,αλλά τον ξεπροβόδησαν πενήντα κλαρίνα που μαζεύτηκαν εδώ από όλες τις γύρω περιοχές- περνώντας ακόμα και σύνορα - κι έκαναν τα μάρμαρα να τρέμουν την ώρα που τον κατέβαζαν στο χώμα.
Τσαλαπετεινός
Στον τοίχο
Βροχή κι υγρασία, την άλλη μέρα ξέμπαρκη λιακάδα με δόντια, μετά πάλι βροχή. Με ομίχλη. Οι νύχτες ξάστερες να περονιάζουν τα λιγοστά τους κατοικίδια. Γκρίζος τόπος, ασάλευτος, εδώ στην εσχατιά, δοκιμασμένος. Κι οι άνθρωποι αδροί, ένα με το τοπίο.
Με μάτια ξένου κοιτάζω τον τόπο, μέχρι να βγουν οι πρώτες καυτές τσιγαρίδες από καζάνι, μέχρι η πρώτη γουλιά τσίπουρου να κατηφορίσει ανάβοντας τα σωθικά. Ύστερα αρχίζουν να παίζουν τα χάλκινα.
Ένας σκοπός κι άλλος σκοπός, ξεχασμένοι, ξεπηδούν από τα σκοτάδια, τόσο οικείοι που σε κινούν στο ρυθμό τους δίχως να το καταλάβεις, δίπλα στους άλλους που μερόνυχτα τώρα γυρίζουν παρέες -παρέες στις γειτονιές.
Να αποχαιρετήσουν τον παλιό χρόνο που φεύγει.Χορεύοντας. Να καλωσορίσουν τον καινούριο. Χορεύοντας. Να τα ξορκίσουν όλα με το χορό. Παλιά, τωρινά και μελλούμενα.
Περιφερόμενοι θίασοι με έναν αόρατο Διόνυσο μπροστά να τον ακολουθούν πιστά, κλαρίνα, νταούλια κι χορευτές εκστατικοί. Σολάρει κλαίγοντας το κλαρίνο, “Τι ήθελα και σ` αγαπούσα και δεν κάθομαν καλά...”, συνεχίζουν με καϋμό οι φωνές “πήρα ζάλη στο κεφάλι δυο μαχαίρια στην καρδιά” και το νταούλι που αντηχεί στα ξεχασμένα στενά να γίνεται μετρονόμος των εντός ρυθμών.
Τίποτα δεν άλλαξε. Τα βασικά συστατικά, ίδια. Όλα, εκτός από το χιόνι που έντυνε παλιές πρωτοχρονιές. Ειδικά εκείνη που αρχειοθετήθηκε στη μνήμη όχι επίσημα με αριθμό σαν όλες τις άλλες, μα με τον τίτλο “ο χορός του Παύλου”.
Γυρίζαμε και τότε όπως τώρα, μέρες και νύχτες στη σειρά, άυπνοι, μούσκεμα στον ιδρώτα που άχνιζε στην παγωνιά, μούσκεμα και τα παπούτσια μας απ` το χιόνι που τσαλαβουτούσαμε χορεύοντας. Μούσκεμα στη ζωή που ανέτειλε μπροστά μας τα πάντα υποσχόμενη. Ένα μπουλούκι παλόμενο στο χιονισμένο τοπίο. Στο κέντρο οι οργανοπαίκτες και γύρω τους εμείς. Όπως ακριβώς οι πατεράδες μας κι οι παπούδες μας πριν από μας.
Γύρισε ο χρόνος στο δρόμο. Στις έξι το πρωί πια είπαμε να επιστρέψουμε στα σπίτια μας για φαγητό και λίγο ύπνο. Να μαζέψουμε δυνάμεις, γιατί το γλέντι συνεχιζόταν όλη την πρώτη αλλά και τη δεύτερη μέρα του χρόνου.
Άρχισε να ρίχνει πυκνό χιόνι πάνω στο ήδη στρωμένο. Σηκώσαμε τα κεφάλια ψηλά και δεν το χορταίναμε έτσι όπως το έφερνε η νύχτα πάνω στα αναψοκοκκινισμένα μας πρόσωπα. Με τη φωνή βραχνή, συνεχίσαμε απτόητοι “Ήθελα να `ρθω το βράδυ μ` έπιασε ψιλή βροχή...” όταν από το πουθενά ακούστηκε απάντηση από ένα κλαρίνο “Ας ερχόσουνα βρε ψεύτη κι ας γινόσουν παπί”.
Ύστερα η μουσική σταμάτησε σαν να περίμενε από μας τη συνέχεια. Τη δώσαμε- “Είχα ρούχα να σ` αλλάξω πάπλωμα να σκεπαστείς”- προσπαθώντας ανάμεσα στις νυφάδες να ξεχωρίσουμε ποιός ήταν αυτή η σκιά που κατηφόριζε από το στενό και μας πλησίαζε στο σκοτάδι.
Δεν τον αναγνωρίσαμε παρά μόνο όταν απάντησε κι αυτός με τη σειρά του το τελευταίο και πιο γλυκο “και κορμάκι να αγκαλιάσεις μέχρι να το βαρεθείς”. Ήταν ο μπαρμπα Νίκος, το πρώτο κλαρίνο, ο μύθος της περιοχής. “Άντε, να σας πάω μέχρι την πλατεία” πρότεινε μετά τις ευχές που ανταλλάξαμε.
Έπιασε τα ηπειρώτικα. Αργά, στιβαρά, όπως πρέπει, χωρίς εύκολα τσαλίμια. Περνούσε μαγικά απο τον ένα σκοπό στον άλλο, τους ζευγάρωνε περιπλέκοντάς τους με όλους τους δυνατούς τρόπους κι ύστερα τους ξεχώριζε πάλι ένα -ένα για να βάλει στην συνέχεια κι άλλους δίπλα στους πρώτους.
Λουφάξαμε περπατώντας δίπλα του, άσπροι από το χιόνι. Πάνω στο κλαρίνο οι νιφάδες στεκόταν μια στιγμή κι ύστερα έλυωναν και κυλούσαν σταγόνες. Ύστερα πιάνοντας άλλους ρυθμούς πιο γρήγορους, αμυδρά οικείους, ξέφυγε από τα σύνορα παρασύροντάς μας σε ένα ανέλπιστο γύρο στα βαλκάνια. “Ο δικός μας Miles” είπε σιγανά ο Παύλος που λίγες μέρες πριν μου είχε ετοιμάσει μια ενενηντάρα κασέτα, ρίχνοντάς με στα βαθειά του Davis.
Στην πλατεία δεν υπήρχε ψυχή ζώσα. Στην άκρη της μεσ` το σκοτάδι το λεωφορείο του ΚΤΕΛ χιονισμένο κι αυτό, με αναμμένη τη μηχανή και σβηστά φώτα. Στο τιμόνι ο πατέρας του Παύλου, περίμενε να πάει 6:30 για το πρώτο, χωρίς επιβάτες δρομολόγιο της χρονιάς.
“Μπαρμπα Νίκο, Μήλο μου κόκκινο να χορέψουμε για τον πατέρα μου!”, έριξε ο Παύλος την παραγγελιά βάζοντας ένα διπλωμένο χαρτονόμισμα στη τσέπη του μουσικού. “Για τον πατέρα σου θα παίξω αυτό που μου ζητούσε συνέχεια όταν αγάπησε τη μάνα σου. Και θα το χορέψεις μόνος σου” είπε ο μουσικός με φωνή που δεν σήκωνε αντίρρηση και του έδωσε πίσω το χαρτονόμισμα λέγοντάς του μαλακά αυτή τη φορά: “Κράτησέ τα παιδί μου. Μου έχει δώσει τόσα ο πατέρας σου που φτάνουν να παίζω τζάμπα όχι μόνο για σένα αλλά και για τα παιδιά σου. ”
Ο Παύλος στάθηκε μπροστά στο λεωφορείο κοιτάζοντας τον πατέρα του στα μάτια. Ύστερα, έβγαλε το παλτό του και το πέταξε σε μας που είχαμε μαζευτεί γύρω του. Ο μπαρμπα Νίκος σκούπισε προσεκτικά με το μαντήλι του το κλαρίνο, έριξε δυό τρεις δοκιμαστικές νότες στον αέρα κι ύστερα άρχισε να παίζει την κοντούλα λεμονιά.
Ο Παύλος, άφησε να φύγουν τα πρώτα μέτρα μέχρι να καταλάβει ο πατέρας του μέσα από τα κλειστά παράθυρα ποιο ήταν το τραγούδι κι όταν τον είδε να κάνει νεύμα στο μουσικό “μα που το θυμήθηκες μπαγάσα;” σήκωσε τα χέρια του κι άρχισε να χορεύει αργά, το δικό το σόλο. Τότε ο πατέρας του άναψε τους προβολείς κι έλαμψε το πουκάμισο του Παύλου, μέσα στη νύχτα λευκό σαν τις νιφάδες που είχαν πυκνώσει.
“Να ζήσεις χίλια χρόνια μάστορα!” φώναξε ο Παύλος στο τέλος κι ενώ το λεωφορείο έστριβε πια στον κεντρικό δρόμο. Τώρα που το καλοσκέφτομαι, δεν έπιασε εκείνη η ευχή του. Ο μπαρμπά Νίκος έφυγε λίγα χρόνια αργότερα στα εβδομήντα πέντε του,αλλά τον ξεπροβόδησαν πενήντα κλαρίνα που μαζεύτηκαν εδώ από όλες τις γύρω περιοχές- περνώντας ακόμα και σύνορα - κι έκαναν τα μάρμαρα να τρέμουν την ώρα που τον κατέβαζαν στο χώμα.
Τσαλαπετεινός
Στον τοίχο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για πες