Το δικαστήριο αναγνώρισε το ελαφρυντικό της μετεφηβικής ηλικίας - Πώς παγίδευσαν τα θύματά τους οι δυο νεαροί δολοφόνοι
Γλίτωσαν τα ισόβια οι δύο 19χρονοι από τον Κάμπο Αβίας και την Καλαμάτα, που κρίθηκαν ένοχοι και καταδικάστηκαν σε τριακονταετή φυλάκιση έκαστος
από το Μικτό Ορκωτό Κακουργιοδικείο Γυθείου, για το διπλό φονικό που διέπραξαν τα ξημερώματα της Τρίτης 19 Αυγούστου του 2014 στην Αλτομιρά της Μεσσηνιακής Μάνης και είχε συγκλονίσει την κοινωνία όλης της Πελοποννήσου.
Το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Γυθείου καταδίκασε τον Νίκο Μοσχανδρέου σε ποινή φυλάκισης 31 ετών για ανθρωποκτονία εκ προθέσεως και τον Παναγιώτη Μητσό σε ποινή φυλάκισης 30 ετών για άμεση συνέργεια σε ανθρωποκτονία εκ προθέσεως.
Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι οι δυο καταδικασθέντες - σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση - θα πρέπει να περάσουν στη φυλακή τα επόμενα 25 χρόνια της ζωής τους. Η υπόθεση, ωστόσο, θα κριθεί και σε δεύτερο βαθμό και δεν αποκλείεται η ποινή τους να αλλάξει.
Το πρωτόδικο δικαστήριο αναγνώρισε στους δυο νεαρούς κατηγορούμενους το ελαφρυντικό της μετεφηβικής ηλικίας και αντίθετα απέρριψε τα ελαφρυντικά της ειλικρινούς μεταμέλειας και του πρότερου έντιμου βίου. Το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Γυθείου με την απόφασή του έκρινε ότι το έγκλημα τελέστηκε σε ήρεμη ψυχική κατάσταση με αυτουργό τον Μοσχανδρέου και άμεσο συνεργό τον Μητσό.
«Σεβόμαστε την απόφαση, είναι αυστηρή αλλά για εμάς δεν είναι η πρέπουσα, έστω και με μειοψηφία, για αυτό το διπλό έγκλημα, όπως πρότεινε και ο κύριος εισαγγελέας. Θα προσφύγουμε στον Εισαγγελέα Εφετών Καλαμάτας για να επαναληφθεί το ίδιο δικαστήριο», δήλωσε στο protothema.gr o κ. Πέτρος Μαντούβαλος, δικηγόρος της οικογένειας του άτυχου Κωνσταντίνου Σγούρου, ενώ ο αδελφός του δολοφονηθέντος 25χρονου, Γιάννης Σγούρος, ήταν περισσότερο επικριτικός: «Το μήνυμα που δίνει μια τέτοια απόφαση είναι ότι ο καθένας μπορεί να πάρει ένα όπλο, να δολοφονήσει, να εξευτελίσει, να αποκρύψει την αλήθεια και να μην λάβει την ποινή που του αρμόζει για τις πράξεις του. Αλίμονο... Να έχουν το δικαίωμα για ελαφρυντικά (μετεφηβικής ηλίκιας) αυτοί που με τόσο στυγνό τρόπο οργάνωσαν, εκτέλεσαν και προσπάθησαν να καλύψουν το έγκλημά τους, αλλά και να τους αναγνωρίζουν και ελαφρυντικά αυτοί που πριν από λίγο τους καταδίκασαν ως ενόχους. Εμείς ως οικογένεια θα κάνουμε το παν η δίκη να επαναληφθεί και να αποδοθεί η δικαιοσύνη όπως πρέπει και αρμόζει».
Από την πλευρά τους οι συνήγοροι πολιτικής αγωγής της οικογένειας του μόνιμου υπαξιωματικού Νίκου Κομμάτη που καταγόταν από τη Σάμο Ζαχαρίας Κεσσές και Δημήτρης Πετρούσκας δήλωσαν στο protothema.gr: «Το αφήγημα των κατηγορούμενων κατέρρευσε. Ο βασικός ισχυρισμός του Μητσου ότι ήταν αθώος και του δεύτερου κατηγορουμένου ότι ήταν σε άμυνα απορρίφθηκαν και καταδικάστηκαν ομόφωνα για ανθρωποκτονία εκ προθέσεως σε ήρεμη ψυχική κατάσταση. Αναδείχθηκε δε το εγκληματικό τους σχέδιο το οποίο ήταν προμελετημένο και καλά σχεδιασμένο».
Η δολοφονία των δύο ανδρών είχε προκαλεί αίσθηση όχι μόνο στην τοπική κοινωνία της Μάνης αλλά σε όλη την Ελλάδα. Οι σοροί τους ανασύρθηκαν έπειτα από ημέρες ερευνών από χαράδρα σε δυσπρόσιτη περιοχή στις Γαϊτσές, μεταξύ Καρδαμύλης και Καλαμάτας.
Ακόμη μεγαλύτερο σοκ προκάλεσε η αποκάλυψη, ότι οι δράστες του διπλού φονικού ήταν δύο 18χρονοι. Υποστήριξαν ότι είχαν οικονομικές διαφορές με τα θύματα σχετικά με την αγορά αναβολικών.
Οι δύο κατηγορούμενοι έδωσαν ραντεβού στον 25χρονο Κωνσταντίνο Σγούρο και τον 26χρονο Γιάννη Κομμάτη και με το πρόσχημα ότι ήθελαν να τους δείξουν ένα γρήγορο αυτοκίνητο το οποίο ήταν προς πώληση, τους οδήγησαν σε ερημική τοποθεσία.
Εκεί ο Νίκος Μοσχανδρέου τους πυροβόλησε με κυνηγετικό όπλο και στη συνέχεια με τη βοήθεια του Παναγιώτη Μητσού πέταξαν τις σορούς σε μία χαράδρα για να τις εξαφανίσουν. Έπειτα από μερικές ημέρες ερευνών οι σωροί των δυο νέων βρέθηκαν στη χαράδρα και σε βάθος οκτώ μέτρων.
Στα γυμναστήρια
Συγκλονιστικές είναι οι λεπτομέρειες που περιγράφονται στο παραπεμπτικό βούλευμα βάση του οποίου δικάστηκαν και καταδικάστηκαν οι Ν. Μοσχανδρέου και Π. Μητσός. Σύμφωνα με το βούλευμα, οι Μοσχανδρέου και Μητσός ήταν φίλοι για περίπου τρία χρόνια πριν προβούν στην αποτρόπαια πράξη τους και αυτό που τους ένωνε ήταν «η κοινή τους πορεία στο χώρο της βελτίωσης της σωματικής διάπλασης τους, μέσα από τα γυμναστήρια».
Οι δυο νεαροί «κατά την προσπάθειά τους να επιτύχουν το παραπάνω αποτέλεσμα απευθύνονταν σε οργανωμένους χώρους γυμναστηρίων της πόλης της Καλαμάτας». Σε ένα από τα γυμναστήρια αυτά, γνώρισαν και το ένα από τα δυο θύματά τους, τον Κων. Σγούρο, «ο οποίος ήταν ένα άτομο με ιδιαίτερα μεγάλη σωματική διάπλαση και ρώμη, που ανέλαβε να τους χορηγεί αναβολικά στεροειδή, για να επιταχύνουν το επιθυμητό αυτό αποτέλεσμα». Μάλιστα όπως αναφέρουν οι δικαστές μεταξύ του Μητσού και του Σγούρου είχε αναπτυχθεί μια πιο στενή σχέση με τον κατηγορούμενο να αγοράζει ενέσιμα αναβολικά από το θύμα του έναντι τιμήματος 800 ευρώ».
Σε ό,τι αφορά τον κατηγορούμενο Μοσχανδρέου τα μέλη του δικαστικού συμβουλίου, κάνουν ιδιαίτερη μνεία «στον τομέα της εκπαίδευσής του στα όπλα και μάλιστα από παιδικής ηλικίας, γεγονός, που επεξηγεί τόσο την αποφασιστικότητά του, κατά την τέλεση του παραπάνω εγκλήματος, όσο και την σκοπευτική του ικανότητα».
Σκιαγραφούν την προσωπικότητα ενός ατόμου, «που έχει ταυτιστεί, με αυτό τον τρόπο ζωής, που από τα πρώιμα ευαίσθητα χρόνια της ζωής του υπέβοσκε και αθόρυβα καλλιεργούσε τάσεις εκδήλωσης μιας αλόγιστης βίας, υπό την επίδραση κάποιων περιστάσεων και ερεθισμάτων, ως εν προκειμένω».
Πως παγίδευσαν τα θύματά τους
Οι δικαστές περιγράφουν πως οι δυο νεαροί,καταδικασθέντες πλέον σε πολυετείς καθείρξεις, κατάφεραν να παγιδεύσουν τα θύματά τους και να τα οδηγήσουν στην ενέδρα θανάτου που τους είχαν στήσει σε δύσβατη περιοχή.
Όπως λένε είχαν ενημερώσει τον Κων. Σγούρο ότι κατάφεραν να του βρουν ένα «πειραγμένο» αυτοκίνητο (χωρίς αριθμό πλαισίου) το οποίο για να του το δείξουν έπρεπε να τους ακολουθήσει στο σημείο που θα του υποδείκνυαν.
Αναφέρουν χαρακτηριστικά: «Αμφότεροι οι κατηγορούμενοι είχαν προσχεδιάσει τη συνάντηση αυτή και είχαν εφεύρει το επιχείρημα της παράδοσης του αυτοκινήτου, για να δελεάσουν και να παρασύρουν το θύμα τους Κων. Σγούρο. Στη συνέχεια συναποφάσισαν να μεταβούν στο παραπάνω ραντεβού οπλισμένοι και ειδικότερα ο 1ος (σ.σ. Μοσχανδρέου) των κατηγορουμένων, πήρε μέσα από την οικία του το κυνηγετικό όπλο, χωρίς να ενημερώσει τη μητέρα του, που ήταν εκεί και αμφότεροι, με ιδιαίτερες προφυλάξεις, για να μην το αντιληφθεί εκείνη το τοποθέτησαν στο πίσω κάθισμα του αγροτικού αυτοκινήτου, με το οποίο μεταφέρθηκαν στο προκανονισμένο σημείο συνάντησής τους, κατά τρόπο, που εξασφάλιζε τη συγκάλυψη των προθέσεών τους, αφού δεν ήταν δυνατόν εκ προοιμίου τα παραπάνω θύματα να αντιληφθούν ότι οι κατηγορούμενοι οπλοφορούσαν».
Η συνάντηση
Ακολούθησε συνάντηση των δυο κατηγορουμένων με τα θύματά τους κατά την οποία «επιβεβαιώθηκαν εκ νέου οι εξ' ολοκλήρου ψευδείς και παραπλανητικές παραστάσεις των κατηγορουμένων προς τα θύματα τους, «περί της δήθεν υπάρξεως ενός κλεμμένου "AUDI S3" μαύρο» και ότι ήταν ευχερώς εφικτό να του το παραδώσουν, μετά από λίγη ώρα, με το πρόσχημα ότι ήταν κρυμμένο και προστατευμένο στην απομονωμένη περιοχή των Αλτομυρών».
Έτσι – αναφέρουν οι δικαστές «μετά από μια δύσκολη διαδρομή οι κατηγορούμενοι οδήγησαν τα θύματά τους στο (0,7) χλμ. της επαρχιακής αγροτικής οδού Αλτομυρών - Πηγαδιών Δήμου Δυτικής Μάνης και ειδικότερα σε χωμάτινη οδό, με υπάρχουσα ανωφέρεια από τα Αλτομυρά προς τα Πηγάδια». Τα μέλη του δικαστικού συμβουλίου χαρακτηρίζουν ιδιαίτερα επιβαρυντικό το γεγονός ότι οι ίδιοι οι κατηγορούμενοι συνομολογούν στις ανακριτικές τους απολογίες πως δεν είχαν καμία πρόθεση «να μεταφέρουν τα θύματα με το αγροτικό αυτοκίνητο, στο οποίο οι ίδιοι, με άνεση επέβαιναν, επικαλούμενοι ότι δήθεν είχαν καταληφθεί από φόβο και δεν ήθελαν να ευρίσκονται κοντά τους».
«Έγκλημα αλόγιστου μίσους»
«Προχώρησαν απτόητοι στην αποπεράτωση του εγκληματικού τους σχεδίου, χωρίς κανένα συναισθηματισμό και οίκτο» αναφέρεται χαρακτηριστικά στο παραπεμπτικό βούλευμα και αυτό «ενώ θα μπορούσαν πολλαπλώς να αποφύγουν τη συνάντηση αυτή, γεγονός που αφήνει εύλογα περιθώρια αναδείξεως της διπλής αυτής ανθρωποκτονίας, ως ενός εγκλήματος αλόγιστου μίσους και άκρατης εκδικήσεως, για ήσσονος σημασίας λόγο και δη για μια ασήμαντη οικονομική διάφορα, που θα μπορούσε να είχε διευθετηθεί ευχερώς, είτε μεταξύ τους, είτε με την παρέμβαση τρίτων και ψυχραιμότερων προσώπων».
Στο βούλευμα περιγράφεται καρέ – καρέ το σκηνικό της δολοφονίας: «Όταν λοιπόν ο 2ος των κατηγορουμένων (σ.σ. Μοσχανδρέου) όπλισε την κυνηγετική καραμπίνα κινήθηκε προς την πλευρά του 1ου των κατηγορουμένων (σ.σ. Μητσού) και των θυμάτων, γνωρίζοντας ότι στην γύρωθεν περιοχή υπήρχε επαρκής φωτισμός, λόγω του φεγγαριού, που φώτιζε την περιοχή, συνεπικουρούμενος όμως σε σημαντικό βαθμό και από την τεχνική εκπομπή των φώτων του ως άνω οχήματος, που εσκεμμένα άφησαν ανοικτά οι κατηγορούμενοι, προκειμένου να διευκολυνθεί η ευστοχία του 2ου των κατηγορουμένων και να διασφαλιστεί απρόσκοπτα το αξιόποινο αποτέλεσμα της αφαίρεσης των δύο αυτών ανθρώπινων ζωών».
Και συνεχίζουν την συγκλονιστική περιγραφή τους οι δικαστές: «Αμέσως μόλις κινήθηκε ο 2ος των κατηγορούμενων προς την πλευρά των θυμάτων και ενώ ευρίσκονταν σε απόσταση περίπου δεκαπέντε μέτρων απ' αυτούς ο συγκατηγορούμενός του, που ευρίσκονταν, σε πλήρη συγχρονισμό μαζί του, κινήθηκε, με αστραπιαία ταχύτητα προς την αριστερή πλευρά του χωμάτινου δρόμου και τρέχοντας μέσα στην δασώδη περιοχή ξέφυγε από την εμβέλεια των φυσιγγίων του κυνηγετικού όπλου, που διεσπάρησαν αμέσως μετά τους πυροβολισμούς, που επακολούθησαν. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με όσα αδιάσειστα συνομολόγησαν αμφότεροι οι κατηγορούμενοι ο 2ος εξ' αυτών, μόλις συνειδητοποίησε ότι ο συγκατηγορούμενός του αποσχίστηκε από την παρέα των θυμάτων και ότι δεν κινδύνευε άρχισε να πυροβολεί αδιάκριτα, κινούμενος προς την πλευρά τους και μάλιστα, όταν εξαντλήθηκαν τα πρώτα φυσίγγια, γέμισε εκ νέου την καραμπίνα, με τα φυσίγγια, που κρατούσε στα χέρια του.
Όταν ο ίδιος ο κατηγορούμενος, αφού είδε ότι τα θύματα εβλήθησαν και έπεσαν στο έδαφος σε ύπτια θέση πλησίασε από κοντινότερη και αποτελείωσε αυτά με τα άλλα τρία φυσίγγια, με τα οποία είχε γεμίσει εκ νέου το κυνηγετικό όπλο, πυροβολώντας αυτά κάθετα και σχεδόν από πάνω τους, με ωμό και στυγνό τρόπο, έτσι ώστε να είναι βέβαιος ότι είχαν αποβιώσει.
Αμέσως μετά οι κατηγορούμενοι πλησίασαν προς τα πτώματα των θυμάτων και αφού βεβαιώθηκαν ότι πλέον είχαν εκπνεύσει, αποφάσισαν να τα μεταφέρουν από εκεί και να εξαφανίσουν τα ίχνη τους, καθόσον ο δρόμος, κατά τους καλοκαιρινούς μήνες είναι προσβάσιμος σε βοσκούς και περιοίκους της γύρωθεν περιοχής και των όμορων χωριών και θα ήταν πιθανός ο εντοπισμός τους από τις διωκτικές αρχές και η εξακρίβωση της δολοφονικής αυτής ενέργειας.
Έτσι λοιπόν αμφότεροι οι κατηγορούμενοι, αφού μετέφεραν με όπισθεν κίνηση το αγροτικό όχημα προς την πλευρά των πτωμάτων και σε σχετικά κοντινή απόσταση απ' αυτά αποφάσισαν να μεταφέρουν πρώτα το πτώμα του Κων. Σγούρου επάνω στην καρότσα του αγροτικού οχήματος και στη συνέχεια, κατά τον ίδιο ψύχραιμο τρόπο το πτώμα του Ιωάννη Κομμάτη.
Ακολούθως ο 2ος των κατηγορουμένων, που όπως προαναφέρθηκε είχε τον πρωταρχικό ρόλο στο οργανωτικό κομμάτι του σχεδιασμού, αλλά και της συγκάλυψης της διπλής αυτής «ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως», έδεσε με ένα κομμάτι σκοινί το πόδι καθενός από τα θύματα στην καρότσα και κανόνισε, έτσι ώστε το κεφάλι τους να στρέφεται προς την καρότσα.
Αξιοσημείωτο δε στοιχείο της προσχεδιασμένης αυτής εγκληματικής πράξεως ήταν ότι οι κατηγορούμενοι είχαν επιμεληθεί κάθε λεπτομέρειας, που θα διασφάλιζε, τόσο τον εκτελεστικό τομέα, όσο και αυτόν της συγκάλυψης της και για το λόγο αυτό είχαν φροντίσει να υφίσταται εκ των προτέρων το σκοινί αυτό στην καρότσα του αγροτικού οχήματος.
Επακολούθησε δε η μεταφορά και η ρίψη των πτωμάτων των νεαρών θυμάτων στην γέφυρα «Κοσκάρακα», αφού οι κατηγορούμενοι αφαίρεσαν τα τσαντάκια τους, που είχαν στη μέση τους, επιδιώκοντας να εξαφανίσουν τα στοιχεία της ταυτότητας και προσδοκώντας ότι τα άγρια ζώα, που περιφέρονταν στην περιοχή και ιδίως τα αγριογούρουνα θα τα κατέτρωγαν και θα τα εξαφάνιζαν».
http://www.protothema.gr/
Γλίτωσαν τα ισόβια οι δύο 19χρονοι από τον Κάμπο Αβίας και την Καλαμάτα, που κρίθηκαν ένοχοι και καταδικάστηκαν σε τριακονταετή φυλάκιση έκαστος
από το Μικτό Ορκωτό Κακουργιοδικείο Γυθείου, για το διπλό φονικό που διέπραξαν τα ξημερώματα της Τρίτης 19 Αυγούστου του 2014 στην Αλτομιρά της Μεσσηνιακής Μάνης και είχε συγκλονίσει την κοινωνία όλης της Πελοποννήσου.
Το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Γυθείου καταδίκασε τον Νίκο Μοσχανδρέου σε ποινή φυλάκισης 31 ετών για ανθρωποκτονία εκ προθέσεως και τον Παναγιώτη Μητσό σε ποινή φυλάκισης 30 ετών για άμεση συνέργεια σε ανθρωποκτονία εκ προθέσεως.
Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι οι δυο καταδικασθέντες - σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση - θα πρέπει να περάσουν στη φυλακή τα επόμενα 25 χρόνια της ζωής τους. Η υπόθεση, ωστόσο, θα κριθεί και σε δεύτερο βαθμό και δεν αποκλείεται η ποινή τους να αλλάξει.
Το πρωτόδικο δικαστήριο αναγνώρισε στους δυο νεαρούς κατηγορούμενους το ελαφρυντικό της μετεφηβικής ηλικίας και αντίθετα απέρριψε τα ελαφρυντικά της ειλικρινούς μεταμέλειας και του πρότερου έντιμου βίου. Το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Γυθείου με την απόφασή του έκρινε ότι το έγκλημα τελέστηκε σε ήρεμη ψυχική κατάσταση με αυτουργό τον Μοσχανδρέου και άμεσο συνεργό τον Μητσό.
«Σεβόμαστε την απόφαση, είναι αυστηρή αλλά για εμάς δεν είναι η πρέπουσα, έστω και με μειοψηφία, για αυτό το διπλό έγκλημα, όπως πρότεινε και ο κύριος εισαγγελέας. Θα προσφύγουμε στον Εισαγγελέα Εφετών Καλαμάτας για να επαναληφθεί το ίδιο δικαστήριο», δήλωσε στο protothema.gr o κ. Πέτρος Μαντούβαλος, δικηγόρος της οικογένειας του άτυχου Κωνσταντίνου Σγούρου, ενώ ο αδελφός του δολοφονηθέντος 25χρονου, Γιάννης Σγούρος, ήταν περισσότερο επικριτικός: «Το μήνυμα που δίνει μια τέτοια απόφαση είναι ότι ο καθένας μπορεί να πάρει ένα όπλο, να δολοφονήσει, να εξευτελίσει, να αποκρύψει την αλήθεια και να μην λάβει την ποινή που του αρμόζει για τις πράξεις του. Αλίμονο... Να έχουν το δικαίωμα για ελαφρυντικά (μετεφηβικής ηλίκιας) αυτοί που με τόσο στυγνό τρόπο οργάνωσαν, εκτέλεσαν και προσπάθησαν να καλύψουν το έγκλημά τους, αλλά και να τους αναγνωρίζουν και ελαφρυντικά αυτοί που πριν από λίγο τους καταδίκασαν ως ενόχους. Εμείς ως οικογένεια θα κάνουμε το παν η δίκη να επαναληφθεί και να αποδοθεί η δικαιοσύνη όπως πρέπει και αρμόζει».
Από την πλευρά τους οι συνήγοροι πολιτικής αγωγής της οικογένειας του μόνιμου υπαξιωματικού Νίκου Κομμάτη που καταγόταν από τη Σάμο Ζαχαρίας Κεσσές και Δημήτρης Πετρούσκας δήλωσαν στο protothema.gr: «Το αφήγημα των κατηγορούμενων κατέρρευσε. Ο βασικός ισχυρισμός του Μητσου ότι ήταν αθώος και του δεύτερου κατηγορουμένου ότι ήταν σε άμυνα απορρίφθηκαν και καταδικάστηκαν ομόφωνα για ανθρωποκτονία εκ προθέσεως σε ήρεμη ψυχική κατάσταση. Αναδείχθηκε δε το εγκληματικό τους σχέδιο το οποίο ήταν προμελετημένο και καλά σχεδιασμένο».
Η δολοφονία των δύο ανδρών είχε προκαλεί αίσθηση όχι μόνο στην τοπική κοινωνία της Μάνης αλλά σε όλη την Ελλάδα. Οι σοροί τους ανασύρθηκαν έπειτα από ημέρες ερευνών από χαράδρα σε δυσπρόσιτη περιοχή στις Γαϊτσές, μεταξύ Καρδαμύλης και Καλαμάτας.
Ακόμη μεγαλύτερο σοκ προκάλεσε η αποκάλυψη, ότι οι δράστες του διπλού φονικού ήταν δύο 18χρονοι. Υποστήριξαν ότι είχαν οικονομικές διαφορές με τα θύματα σχετικά με την αγορά αναβολικών.
Οι δύο κατηγορούμενοι έδωσαν ραντεβού στον 25χρονο Κωνσταντίνο Σγούρο και τον 26χρονο Γιάννη Κομμάτη και με το πρόσχημα ότι ήθελαν να τους δείξουν ένα γρήγορο αυτοκίνητο το οποίο ήταν προς πώληση, τους οδήγησαν σε ερημική τοποθεσία.
Εκεί ο Νίκος Μοσχανδρέου τους πυροβόλησε με κυνηγετικό όπλο και στη συνέχεια με τη βοήθεια του Παναγιώτη Μητσού πέταξαν τις σορούς σε μία χαράδρα για να τις εξαφανίσουν. Έπειτα από μερικές ημέρες ερευνών οι σωροί των δυο νέων βρέθηκαν στη χαράδρα και σε βάθος οκτώ μέτρων.
Στα γυμναστήρια
Συγκλονιστικές είναι οι λεπτομέρειες που περιγράφονται στο παραπεμπτικό βούλευμα βάση του οποίου δικάστηκαν και καταδικάστηκαν οι Ν. Μοσχανδρέου και Π. Μητσός. Σύμφωνα με το βούλευμα, οι Μοσχανδρέου και Μητσός ήταν φίλοι για περίπου τρία χρόνια πριν προβούν στην αποτρόπαια πράξη τους και αυτό που τους ένωνε ήταν «η κοινή τους πορεία στο χώρο της βελτίωσης της σωματικής διάπλασης τους, μέσα από τα γυμναστήρια».
Οι δυο νεαροί «κατά την προσπάθειά τους να επιτύχουν το παραπάνω αποτέλεσμα απευθύνονταν σε οργανωμένους χώρους γυμναστηρίων της πόλης της Καλαμάτας». Σε ένα από τα γυμναστήρια αυτά, γνώρισαν και το ένα από τα δυο θύματά τους, τον Κων. Σγούρο, «ο οποίος ήταν ένα άτομο με ιδιαίτερα μεγάλη σωματική διάπλαση και ρώμη, που ανέλαβε να τους χορηγεί αναβολικά στεροειδή, για να επιταχύνουν το επιθυμητό αυτό αποτέλεσμα». Μάλιστα όπως αναφέρουν οι δικαστές μεταξύ του Μητσού και του Σγούρου είχε αναπτυχθεί μια πιο στενή σχέση με τον κατηγορούμενο να αγοράζει ενέσιμα αναβολικά από το θύμα του έναντι τιμήματος 800 ευρώ».
Σε ό,τι αφορά τον κατηγορούμενο Μοσχανδρέου τα μέλη του δικαστικού συμβουλίου, κάνουν ιδιαίτερη μνεία «στον τομέα της εκπαίδευσής του στα όπλα και μάλιστα από παιδικής ηλικίας, γεγονός, που επεξηγεί τόσο την αποφασιστικότητά του, κατά την τέλεση του παραπάνω εγκλήματος, όσο και την σκοπευτική του ικανότητα».
Σκιαγραφούν την προσωπικότητα ενός ατόμου, «που έχει ταυτιστεί, με αυτό τον τρόπο ζωής, που από τα πρώιμα ευαίσθητα χρόνια της ζωής του υπέβοσκε και αθόρυβα καλλιεργούσε τάσεις εκδήλωσης μιας αλόγιστης βίας, υπό την επίδραση κάποιων περιστάσεων και ερεθισμάτων, ως εν προκειμένω».
Πως παγίδευσαν τα θύματά τους
Οι δικαστές περιγράφουν πως οι δυο νεαροί,καταδικασθέντες πλέον σε πολυετείς καθείρξεις, κατάφεραν να παγιδεύσουν τα θύματά τους και να τα οδηγήσουν στην ενέδρα θανάτου που τους είχαν στήσει σε δύσβατη περιοχή.
Όπως λένε είχαν ενημερώσει τον Κων. Σγούρο ότι κατάφεραν να του βρουν ένα «πειραγμένο» αυτοκίνητο (χωρίς αριθμό πλαισίου) το οποίο για να του το δείξουν έπρεπε να τους ακολουθήσει στο σημείο που θα του υποδείκνυαν.
Αναφέρουν χαρακτηριστικά: «Αμφότεροι οι κατηγορούμενοι είχαν προσχεδιάσει τη συνάντηση αυτή και είχαν εφεύρει το επιχείρημα της παράδοσης του αυτοκινήτου, για να δελεάσουν και να παρασύρουν το θύμα τους Κων. Σγούρο. Στη συνέχεια συναποφάσισαν να μεταβούν στο παραπάνω ραντεβού οπλισμένοι και ειδικότερα ο 1ος (σ.σ. Μοσχανδρέου) των κατηγορουμένων, πήρε μέσα από την οικία του το κυνηγετικό όπλο, χωρίς να ενημερώσει τη μητέρα του, που ήταν εκεί και αμφότεροι, με ιδιαίτερες προφυλάξεις, για να μην το αντιληφθεί εκείνη το τοποθέτησαν στο πίσω κάθισμα του αγροτικού αυτοκινήτου, με το οποίο μεταφέρθηκαν στο προκανονισμένο σημείο συνάντησής τους, κατά τρόπο, που εξασφάλιζε τη συγκάλυψη των προθέσεών τους, αφού δεν ήταν δυνατόν εκ προοιμίου τα παραπάνω θύματα να αντιληφθούν ότι οι κατηγορούμενοι οπλοφορούσαν».
Η συνάντηση
Ακολούθησε συνάντηση των δυο κατηγορουμένων με τα θύματά τους κατά την οποία «επιβεβαιώθηκαν εκ νέου οι εξ' ολοκλήρου ψευδείς και παραπλανητικές παραστάσεις των κατηγορουμένων προς τα θύματα τους, «περί της δήθεν υπάρξεως ενός κλεμμένου "AUDI S3" μαύρο» και ότι ήταν ευχερώς εφικτό να του το παραδώσουν, μετά από λίγη ώρα, με το πρόσχημα ότι ήταν κρυμμένο και προστατευμένο στην απομονωμένη περιοχή των Αλτομυρών».
Έτσι – αναφέρουν οι δικαστές «μετά από μια δύσκολη διαδρομή οι κατηγορούμενοι οδήγησαν τα θύματά τους στο (0,7) χλμ. της επαρχιακής αγροτικής οδού Αλτομυρών - Πηγαδιών Δήμου Δυτικής Μάνης και ειδικότερα σε χωμάτινη οδό, με υπάρχουσα ανωφέρεια από τα Αλτομυρά προς τα Πηγάδια». Τα μέλη του δικαστικού συμβουλίου χαρακτηρίζουν ιδιαίτερα επιβαρυντικό το γεγονός ότι οι ίδιοι οι κατηγορούμενοι συνομολογούν στις ανακριτικές τους απολογίες πως δεν είχαν καμία πρόθεση «να μεταφέρουν τα θύματα με το αγροτικό αυτοκίνητο, στο οποίο οι ίδιοι, με άνεση επέβαιναν, επικαλούμενοι ότι δήθεν είχαν καταληφθεί από φόβο και δεν ήθελαν να ευρίσκονται κοντά τους».
«Έγκλημα αλόγιστου μίσους»
«Προχώρησαν απτόητοι στην αποπεράτωση του εγκληματικού τους σχεδίου, χωρίς κανένα συναισθηματισμό και οίκτο» αναφέρεται χαρακτηριστικά στο παραπεμπτικό βούλευμα και αυτό «ενώ θα μπορούσαν πολλαπλώς να αποφύγουν τη συνάντηση αυτή, γεγονός που αφήνει εύλογα περιθώρια αναδείξεως της διπλής αυτής ανθρωποκτονίας, ως ενός εγκλήματος αλόγιστου μίσους και άκρατης εκδικήσεως, για ήσσονος σημασίας λόγο και δη για μια ασήμαντη οικονομική διάφορα, που θα μπορούσε να είχε διευθετηθεί ευχερώς, είτε μεταξύ τους, είτε με την παρέμβαση τρίτων και ψυχραιμότερων προσώπων».
Στο βούλευμα περιγράφεται καρέ – καρέ το σκηνικό της δολοφονίας: «Όταν λοιπόν ο 2ος των κατηγορουμένων (σ.σ. Μοσχανδρέου) όπλισε την κυνηγετική καραμπίνα κινήθηκε προς την πλευρά του 1ου των κατηγορουμένων (σ.σ. Μητσού) και των θυμάτων, γνωρίζοντας ότι στην γύρωθεν περιοχή υπήρχε επαρκής φωτισμός, λόγω του φεγγαριού, που φώτιζε την περιοχή, συνεπικουρούμενος όμως σε σημαντικό βαθμό και από την τεχνική εκπομπή των φώτων του ως άνω οχήματος, που εσκεμμένα άφησαν ανοικτά οι κατηγορούμενοι, προκειμένου να διευκολυνθεί η ευστοχία του 2ου των κατηγορουμένων και να διασφαλιστεί απρόσκοπτα το αξιόποινο αποτέλεσμα της αφαίρεσης των δύο αυτών ανθρώπινων ζωών».
Και συνεχίζουν την συγκλονιστική περιγραφή τους οι δικαστές: «Αμέσως μόλις κινήθηκε ο 2ος των κατηγορούμενων προς την πλευρά των θυμάτων και ενώ ευρίσκονταν σε απόσταση περίπου δεκαπέντε μέτρων απ' αυτούς ο συγκατηγορούμενός του, που ευρίσκονταν, σε πλήρη συγχρονισμό μαζί του, κινήθηκε, με αστραπιαία ταχύτητα προς την αριστερή πλευρά του χωμάτινου δρόμου και τρέχοντας μέσα στην δασώδη περιοχή ξέφυγε από την εμβέλεια των φυσιγγίων του κυνηγετικού όπλου, που διεσπάρησαν αμέσως μετά τους πυροβολισμούς, που επακολούθησαν. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με όσα αδιάσειστα συνομολόγησαν αμφότεροι οι κατηγορούμενοι ο 2ος εξ' αυτών, μόλις συνειδητοποίησε ότι ο συγκατηγορούμενός του αποσχίστηκε από την παρέα των θυμάτων και ότι δεν κινδύνευε άρχισε να πυροβολεί αδιάκριτα, κινούμενος προς την πλευρά τους και μάλιστα, όταν εξαντλήθηκαν τα πρώτα φυσίγγια, γέμισε εκ νέου την καραμπίνα, με τα φυσίγγια, που κρατούσε στα χέρια του.
Όταν ο ίδιος ο κατηγορούμενος, αφού είδε ότι τα θύματα εβλήθησαν και έπεσαν στο έδαφος σε ύπτια θέση πλησίασε από κοντινότερη και αποτελείωσε αυτά με τα άλλα τρία φυσίγγια, με τα οποία είχε γεμίσει εκ νέου το κυνηγετικό όπλο, πυροβολώντας αυτά κάθετα και σχεδόν από πάνω τους, με ωμό και στυγνό τρόπο, έτσι ώστε να είναι βέβαιος ότι είχαν αποβιώσει.
Αμέσως μετά οι κατηγορούμενοι πλησίασαν προς τα πτώματα των θυμάτων και αφού βεβαιώθηκαν ότι πλέον είχαν εκπνεύσει, αποφάσισαν να τα μεταφέρουν από εκεί και να εξαφανίσουν τα ίχνη τους, καθόσον ο δρόμος, κατά τους καλοκαιρινούς μήνες είναι προσβάσιμος σε βοσκούς και περιοίκους της γύρωθεν περιοχής και των όμορων χωριών και θα ήταν πιθανός ο εντοπισμός τους από τις διωκτικές αρχές και η εξακρίβωση της δολοφονικής αυτής ενέργειας.
Έτσι λοιπόν αμφότεροι οι κατηγορούμενοι, αφού μετέφεραν με όπισθεν κίνηση το αγροτικό όχημα προς την πλευρά των πτωμάτων και σε σχετικά κοντινή απόσταση απ' αυτά αποφάσισαν να μεταφέρουν πρώτα το πτώμα του Κων. Σγούρου επάνω στην καρότσα του αγροτικού οχήματος και στη συνέχεια, κατά τον ίδιο ψύχραιμο τρόπο το πτώμα του Ιωάννη Κομμάτη.
Ακολούθως ο 2ος των κατηγορουμένων, που όπως προαναφέρθηκε είχε τον πρωταρχικό ρόλο στο οργανωτικό κομμάτι του σχεδιασμού, αλλά και της συγκάλυψης της διπλής αυτής «ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως», έδεσε με ένα κομμάτι σκοινί το πόδι καθενός από τα θύματα στην καρότσα και κανόνισε, έτσι ώστε το κεφάλι τους να στρέφεται προς την καρότσα.
Αξιοσημείωτο δε στοιχείο της προσχεδιασμένης αυτής εγκληματικής πράξεως ήταν ότι οι κατηγορούμενοι είχαν επιμεληθεί κάθε λεπτομέρειας, που θα διασφάλιζε, τόσο τον εκτελεστικό τομέα, όσο και αυτόν της συγκάλυψης της και για το λόγο αυτό είχαν φροντίσει να υφίσταται εκ των προτέρων το σκοινί αυτό στην καρότσα του αγροτικού οχήματος.
Επακολούθησε δε η μεταφορά και η ρίψη των πτωμάτων των νεαρών θυμάτων στην γέφυρα «Κοσκάρακα», αφού οι κατηγορούμενοι αφαίρεσαν τα τσαντάκια τους, που είχαν στη μέση τους, επιδιώκοντας να εξαφανίσουν τα στοιχεία της ταυτότητας και προσδοκώντας ότι τα άγρια ζώα, που περιφέρονταν στην περιοχή και ιδίως τα αγριογούρουνα θα τα κατέτρωγαν και θα τα εξαφάνιζαν».
http://www.protothema.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για πες