του Γιάννη Λαζάρου
Ο Ντικ ήταν ένα πλάσμα που αγάπησε πολύ αλλά μισήθηκε πιο πολύ. Ο Ντικ έζησε πραγματικά ελεύθερος και ίσως γι' αυτό να μισήθηκε μέχρι θανάτου. Η ζωή του απλή όπως όλων των χαρισματικών πλασμάτων που είναι ικανά να θυσιάσουν εφήμερα και υλικά για την συντροφικότητα.
Ο Φοίβος Τσέκερης που έζησε για αρκετό καιρό μαζί του έγραψε για την απλή αλλά γεμάτη ζωή του και μας κάνει γνωστή μια περίοδο που αν οποιοδήποτε πλάσμα είχε διαφορετική άποψη από την εξουσία βίωνε το μίσος και τελικά τον θάνατο.
Ο σύντροφος Ντικ
του Φοίβου Τσέκερη
Ο σκύλος μας ο Ντικ αγαπούσε και προστάτευε τους εξόριστους στο Μούδρο. Μισούσε τους χωροφύλακες και το μίσος του αυτό το έδειχνε πάντα. Κάθε φορά που βρισκόταν κοντά σε έναν απ' αυτούς, γρύλιζε απειλητικά και του έδειχνε τα δόντια του.
Οι περισσότεροι από τους χίλιους εξόριστους σ' αυτό το μικρό παραθαλάσσιο χωριό της Λήμνου, στο Μούδρο, έμεναν στο λεγόμενο Στρατόπεδο, ένα χώρο που ελεγχόταν άμεσα από τους χωροφύλακες, σε παλαιά κτίρια που επισκευάστηκαν από τους εξόριστους, ή σε αποθήκες, ή σε πρόχειρα σπιτάκια φτιαγμένα από πλίθρες, ή σε ξύλινες παράγκες. Οι υπόλοιποι έμεναν στο χωριό, σε δωμάτια νοικιασμένα, δέκα σε κάθε δωμάτιο.
Από κάποια ώρα και μετά, το βράδυ απαγορευόταν η κυκλοφορία των κρατούμενων και μέσα και έξω από το Στρατόπεδο. Μερικοί χωροφύλακες είχανε τη συνήθεια να μπαίνουν αθόρυβα αυτές τις ώρες μέσα στο στρατόπεδο και να κρυφακούνε έξω από τους χώρους όπου έμεναν οι εξόριστοι.
Αν κατά τη γνώμη τους αυτό που άκουσαν ήταν κάτι το επιλήψιμο, την ίδια στιγμή συλλαμβάνανε αυτόν που το είπε, τον έκλειναν στο κρατητήριο και με το πρώτο πλοίο, που θα έφτανε στο Μούδρο, τον στέλνανε για το Στρατοδικείο στην Αθήνα, αφού πρώτα τον κάνανε να περάσει «του Λιναριού τα βάσανα και του Χριστού τα πάθη», για να ομολογήσει τι εννοούσε με την Α` ή Β` φράση που είπε.
Ομως, ο Ντικ κυκλοφορούσε όλη τη νύχτα ελεύθερα. Φαίνεται ότι είχε αντιληφθεί το ρόλο που παίζανε αυτή τη στιγμή οι χωροφύλακες και μόλις τους έβλεπε αναστάτωνε με γαυγίσματα όλο το Στρατόπεδο. Τότε όλοι καταλαβαίνανε ότι κάποιος κίνδυνος τους απειλεί, σβήνανε το φως και σταματούσανε να μιλάνε.
Ετσι, οι χωροφύλακες αποφασίσανε να τον ξεκάνουνε. Ισως ένας από τους λόγους που θέλανε να ξεμπερδεύουνε μαζί του ήταν και το ότι ο Ντικ είχε ζευγαρώσει και μας είχε φέρει μέσα στο στρατόπεδο και τη νύφη.
Και αν γέμιζε το στρατόπεδο με σκύλους που θα είχανε την ίδια συμπεριφορά με τον πατέρα τους, δε θα τολμούσε να κυκλοφορήσει εκεί μέσα χωροφύλακας. Κάποια μέρα, τους ρίξανε φόλες. Η συντρόφισσα του Ντικ πέθανε αμέσως.
Ο Ντικ, μόλις κατάλαβε ότι κάτι δεν πάει καλά με την υγεία του, έτρεξε στο αναρρωτήριο. Αναρρωτήριο λέγαμε δύο δωμάτια συνεχόμενα που ήταν το Ιατρείο, όπου οι γιατροί εξόριστοι εξετάζανε τους ασθενείς εξόριστους από τις 3 έως τις 5 κάθε απόγευμα.
Οι γιατροί καταλάβανε αμέσως τι είχε συμβεί με τον Ντικ και του κάνανε πλύση του στομάχου. Επί μια βδομάδα, όλοι με αγωνία παρακολουθούσαμε το φίλο μας να παλεύει μεταξύ ζωής και θανάτου. Εκεί που φαινόταν ότι ξεψυχάει, έδινε ένα πήδημα, έτρεχε πενήντα μέτρα και ξανάπεφτε έτοιμος πάλι να πεθάνει. Με κομμένη την ανάσα, βλέπαμε αυτό το πάλεμά του να κρατηθεί στη ζωή και ρωτούσαμε ο ένας τον άλλον, πώς πάει ο Ντικ. Τελικά, με τη βοήθεια των γιατρών μας και τη συμπαράσταση όλων μας, σώθηκε.
Είναι απίστευτα, αλλά απολύτως αληθινά αυτά που μας διηγηθήκανε οι γιατροί. Την επόμενη της ημέρας που έφαγε τη φόλα, στις 3 η ώρα, όταν έξω από το αναρρωτήριο υπήρχε μια μικρή ουρά εξόριστων που περιμένανε τη σειρά τους για να εξεταστούν από τους γιατρούς μας, τον Κατράκη, τον Παπαγιαννόπουλο, τον Περιμένη, τον Ευθυμίου, ο Ντικ πήγε σαν ασθενής να μπει μέσα στο Ιατρείο για περίθαλψη.
Κάποιος, αστειευόμενος, του φώναξε « Ντικ στη σειρά σου».
Τότε, πράγματι κάθισε στην ουρά, ώσπου να έρθει η σειρά του. Από τότε μέχρι να συνέλθει τελείως, πήγαινε κάθε απόγευμα και καθότανε στη σειρά για να τον φροντίσουνε οι γιατροί. Τον βλέπαμε σαν ένα συγκρατούμενό μας και μάλιστα από τους πιο αγαπητούς.
Τη μάνα του Ντικ την είχε φέρει στο Μούδρο κάποιος εξόριστος από τη Μυτιλήνη, αλλά την ξεκάνανε οι χωροφύλακες, όταν ο Ντικ ήταν ακόμα κουτάβι. Ετσι, οι εξόριστοι υιοθετήσανε τον Ντικ.
Ηταν ένας σκύλος, κάπως εύσωμος, χωρίς τίποτα το ιδιαίτερο, από αυτούς που μάζευε ο μπόγιας κάθε μέρα στις συνοικίες της Αθήνας. Δεν ήταν κάποιας ξεχωριστής ράτσας. Ζούσε και αυτός σαν εξόριστος. Συμμετείχε στη ζωή μας. Χαιρόταν με τις χαρές μας, χοροπηδώντας και κουνώντας την ουρά του και λυπόταν με τις λύπες, σκύβοντας το κεφάλι και μένοντας ακίνητος. Στο προσκλητήριο που γινόταν κάθε μέρα, από τους πρώτους ο Ντικ έπαιρνε τη θέση του.
Άλλωστε, ήταν ο μόνος που δεν καρδιοχτυπούσε, μήπως τον κρατήσουνε στην άκρη για να τον στείλουνε στην Αθήνα για Στρατοδικείο. Στη διανομή των γραμμάτων και των δεμάτων που γινόταν από εξόριστους πρώην Τριατατικούς, πάντα παρών.
Κάτω στον Αερολιμένα, πλάι στη θάλασσα υπήρχε μια μεγάλη τσιμεντοστρωμένη πλατεία. Μερικοί από τους νεολαίους εξόριστους με πανιά είχανε φτιάξει μια μπάλα ποδοσφαίρου και παίζανε δίτερμα μετά το προσκλητήριο.
Όση ώρα κρατούσε ο αγώνας, ο Ντικ έτρεχε με χαρούμενα γαυγίσματα ανάμεσά τους, κυνηγώντας την μπάλα, με κίνδυνο να τον τσαλαπατήσουνε. Το καλοκαίρι, όταν κατεβαίναμε στη θάλασσα για μπάνιο, από κοντά και ο Ντικ. Οταν μπαίναμε στη θάλασσα, έμπαινε και αυτός. Οταν βγαίναμε, έβγαινε και αυτός.
Κάποια μέρα, γυρίζοντας από το μπάνιο, μια παρέα με τη συνοδεία του Ντικ ξαφνικά κοκαλώσαμε. Από ένα ύψωμα ακούστηκε η σφυρίχτρα του Μαυροσκούφη, καμιά εκατοστή μέτρα από μας. Ο Μαυροσκούφης ήταν ένας από τους πιο αντιπαθητικούς χωροφύλακες. Ψηλός και κοκαλιάρης. Ηδονιζότανε να δέρνει, να χαστουκίζει και να κλοτσάει τους κρατούμενους, χωρίς κανένα λόγο ιδιαίτερο, όταν ήθελε να κάνει το κομμάτι του σε κάποιο κορίτσι του χωριού που τον έβλεπε.
Με νοήματα, ο Μαυροσκούφης μας έδωσε να καταλάβουμε ότι έπρεπε να πάει κοντά του ο Σταύρος Ψωμιάδης, ένα παιδί από τα Πετράλωνα. Οση ώρα ανέβαινε ο Σταύρος τον ανήφορο, όλοι παρακολουθούσαμε αμίλητοι, με ανησυχία και αγωνία, γιατί ξέραμε ότι σ' αυτές τις περιπτώσεις συνήθως ακολουθούσε ξυλοδαρμός.
Ο Ντικ έμεινε κοντά μας ακίνητος και κατέβασε το κεφάλι. Είδαμε να μιλάνε για λίγη ώρα οι δυο τους και σε λίγο τον φίλο μας να κατεβαίνει τρέχοντας και πηδώντας πάνω από τους θάμνους, χωρίς να τον έχει χτυπήσει ο χωροφύλακας.
Όλοι ανασάναμε ανακουφισμένοι, μα ο Ντικ έκανε κάτι που δεν το περιμέναμε. Σαν σαΐτα άρχισε να τρέχει τον ανήφορο, έφτασε τον Σταύρο και χοροπήδαγε γύρω του γαβγίζοντας χαρούμενα, μέχρι που φτάσανε και οι δυο κοντά μας λαχανιασμένοι από το τρέξιμο και τα χοροπηδήματα.
Τελικά, όπως μας εξήγησε ο φίλος μας, ο Μαυροσκούφης ήθελε να τον ρωτήσει πού είχε μάθει κάποιο τραγούδι που τραγουδούσε πριν από λίγο.
Το Σεπτέμβρη του 1949, μας μεταφέρανε όλους με ένα σαπιοκάραβο στη Μακρόνησο. Με κανένα τρόπο δεν μπορέσαμε να πάρουμε μαζί μας τον Ντικ, ούτε φανερά, ούτε κρυφά, κάτω από το άγριο μάτι των χωροφυλάκων.
Λίγες μέρες μετά το πηγεμό μας στη Μακρόνησο, μας ήρθε και το θλιβερό μαντάτο. Τον Ντικ τον σκοτώσανε κατά τον ίδιο τρόπο που είχανε σκοτώσει και τη μάνα του. Όλοι λυπηθήκαμε που δεν μπορέσαμε να τον πάρουμε μαζί μας. Εδώ θα έκανε παρέα και με τον Αράπη, ένα μαύρο σκύλο που καταφέρανε να φέρουνε μαζί τους από την Ικαρία άλλοι εξόριστοι που είχαν έρθει στο Μακρονήσι πριν από μας.
Ο Γιάννης Ρίτσος, που είχε ζήσει μαζί μας στη Λήμνο σαν εξόριστος και είχε αγαπήσει όπως και όλοι εμείς τον τετράποδο φίλο μας, έγραψε γι' αυτόν τους στίχους που μελοποίησε ο Μικρούτσικος:
1976 - Καντάτα για τη Μακρόνησο
Ποίηση: Γιάννης Ρίτσος
Μουσική: Θάνος Μικρούτσικος
Ερμηνευτές: Μαρία Δημητριάδη, Σάκης Μπουλάς
«Η πέτρα σταυρωμένη απ' τον άνεμο
ο άνεμος, η σιγαλιά,
δεν ακούγεται τίποτα
μόνο το καρδιοχτύπι της πέτρας
κι πέτρα της καρδιάς που δουλεύεται
με το θυμό και με τον πόνο
βαριά, σιγά και σταθερά
Μπόλικη πέτρα
μπόλικη καρδιά
να χτίσουμε τις αυριανές μας φάμπρικες
τα λαϊκά μέγαρα
τα κόκκινα στάδια
και το μεγάλο μνημείο των Ηρώων της Επανάστασης
Να μην ξεχάσουμε και το μνημείο του Ντικ
ναι, ναι, του σκύλου μας του Ντικ
της ομάδας του Μούδρου
που τον σκοτώσαν οι χωροφυλάκοι
γιατί αγάπαγε πολύ τους εξόριστους
Να μην ξεχάσουμε, σύντροφοι, τον Ντικ
το φίλο μας τον Ντικ
που γαύγιζε τις νύχτες στην αυλόπορτα άντικρυ στη θάλασσα
κι αποκοιμιόταν τα χαράματα
στα γυμνά πόδια της Λευτεριάς
με τη χρυσόμυγα του αυγερινού
πάνω στο στυλωμένο αυτί του
Τώρα ο Ντικ κοιμάται στη Λήμνο
δείχνοντας πάντα το ζερβί του δόντι
Μπορεί μεθαύριο να τον ακούσουμε πάλι
να γαυγίζει χαρούμενος σε μια διαδήλωση
περνοδιαβαίνοντας κάτου απ' τις σημαίες μας
έχοντας κρεμασμένη στο ζερβί του δόντιμια μικρή πινακίδα
ΚΑΤΩ ΟΙ ΤΥΡΑΝΝΟΙ
Ηταν καλός ο Ντικ».
Στον τοίχο
Ο Ντικ ήταν ένα πλάσμα που αγάπησε πολύ αλλά μισήθηκε πιο πολύ. Ο Ντικ έζησε πραγματικά ελεύθερος και ίσως γι' αυτό να μισήθηκε μέχρι θανάτου. Η ζωή του απλή όπως όλων των χαρισματικών πλασμάτων που είναι ικανά να θυσιάσουν εφήμερα και υλικά για την συντροφικότητα.
Ο Φοίβος Τσέκερης που έζησε για αρκετό καιρό μαζί του έγραψε για την απλή αλλά γεμάτη ζωή του και μας κάνει γνωστή μια περίοδο που αν οποιοδήποτε πλάσμα είχε διαφορετική άποψη από την εξουσία βίωνε το μίσος και τελικά τον θάνατο.
Ο σύντροφος Ντικ
του Φοίβου Τσέκερη
Ο σκύλος μας ο Ντικ αγαπούσε και προστάτευε τους εξόριστους στο Μούδρο. Μισούσε τους χωροφύλακες και το μίσος του αυτό το έδειχνε πάντα. Κάθε φορά που βρισκόταν κοντά σε έναν απ' αυτούς, γρύλιζε απειλητικά και του έδειχνε τα δόντια του.
Οι περισσότεροι από τους χίλιους εξόριστους σ' αυτό το μικρό παραθαλάσσιο χωριό της Λήμνου, στο Μούδρο, έμεναν στο λεγόμενο Στρατόπεδο, ένα χώρο που ελεγχόταν άμεσα από τους χωροφύλακες, σε παλαιά κτίρια που επισκευάστηκαν από τους εξόριστους, ή σε αποθήκες, ή σε πρόχειρα σπιτάκια φτιαγμένα από πλίθρες, ή σε ξύλινες παράγκες. Οι υπόλοιποι έμεναν στο χωριό, σε δωμάτια νοικιασμένα, δέκα σε κάθε δωμάτιο.
Από κάποια ώρα και μετά, το βράδυ απαγορευόταν η κυκλοφορία των κρατούμενων και μέσα και έξω από το Στρατόπεδο. Μερικοί χωροφύλακες είχανε τη συνήθεια να μπαίνουν αθόρυβα αυτές τις ώρες μέσα στο στρατόπεδο και να κρυφακούνε έξω από τους χώρους όπου έμεναν οι εξόριστοι.
Αν κατά τη γνώμη τους αυτό που άκουσαν ήταν κάτι το επιλήψιμο, την ίδια στιγμή συλλαμβάνανε αυτόν που το είπε, τον έκλειναν στο κρατητήριο και με το πρώτο πλοίο, που θα έφτανε στο Μούδρο, τον στέλνανε για το Στρατοδικείο στην Αθήνα, αφού πρώτα τον κάνανε να περάσει «του Λιναριού τα βάσανα και του Χριστού τα πάθη», για να ομολογήσει τι εννοούσε με την Α` ή Β` φράση που είπε.
Ομως, ο Ντικ κυκλοφορούσε όλη τη νύχτα ελεύθερα. Φαίνεται ότι είχε αντιληφθεί το ρόλο που παίζανε αυτή τη στιγμή οι χωροφύλακες και μόλις τους έβλεπε αναστάτωνε με γαυγίσματα όλο το Στρατόπεδο. Τότε όλοι καταλαβαίνανε ότι κάποιος κίνδυνος τους απειλεί, σβήνανε το φως και σταματούσανε να μιλάνε.
Ετσι, οι χωροφύλακες αποφασίσανε να τον ξεκάνουνε. Ισως ένας από τους λόγους που θέλανε να ξεμπερδεύουνε μαζί του ήταν και το ότι ο Ντικ είχε ζευγαρώσει και μας είχε φέρει μέσα στο στρατόπεδο και τη νύφη.
Και αν γέμιζε το στρατόπεδο με σκύλους που θα είχανε την ίδια συμπεριφορά με τον πατέρα τους, δε θα τολμούσε να κυκλοφορήσει εκεί μέσα χωροφύλακας. Κάποια μέρα, τους ρίξανε φόλες. Η συντρόφισσα του Ντικ πέθανε αμέσως.
Ο Ντικ, μόλις κατάλαβε ότι κάτι δεν πάει καλά με την υγεία του, έτρεξε στο αναρρωτήριο. Αναρρωτήριο λέγαμε δύο δωμάτια συνεχόμενα που ήταν το Ιατρείο, όπου οι γιατροί εξόριστοι εξετάζανε τους ασθενείς εξόριστους από τις 3 έως τις 5 κάθε απόγευμα.
Οι γιατροί καταλάβανε αμέσως τι είχε συμβεί με τον Ντικ και του κάνανε πλύση του στομάχου. Επί μια βδομάδα, όλοι με αγωνία παρακολουθούσαμε το φίλο μας να παλεύει μεταξύ ζωής και θανάτου. Εκεί που φαινόταν ότι ξεψυχάει, έδινε ένα πήδημα, έτρεχε πενήντα μέτρα και ξανάπεφτε έτοιμος πάλι να πεθάνει. Με κομμένη την ανάσα, βλέπαμε αυτό το πάλεμά του να κρατηθεί στη ζωή και ρωτούσαμε ο ένας τον άλλον, πώς πάει ο Ντικ. Τελικά, με τη βοήθεια των γιατρών μας και τη συμπαράσταση όλων μας, σώθηκε.
Είναι απίστευτα, αλλά απολύτως αληθινά αυτά που μας διηγηθήκανε οι γιατροί. Την επόμενη της ημέρας που έφαγε τη φόλα, στις 3 η ώρα, όταν έξω από το αναρρωτήριο υπήρχε μια μικρή ουρά εξόριστων που περιμένανε τη σειρά τους για να εξεταστούν από τους γιατρούς μας, τον Κατράκη, τον Παπαγιαννόπουλο, τον Περιμένη, τον Ευθυμίου, ο Ντικ πήγε σαν ασθενής να μπει μέσα στο Ιατρείο για περίθαλψη.
Κάποιος, αστειευόμενος, του φώναξε « Ντικ στη σειρά σου».
Τότε, πράγματι κάθισε στην ουρά, ώσπου να έρθει η σειρά του. Από τότε μέχρι να συνέλθει τελείως, πήγαινε κάθε απόγευμα και καθότανε στη σειρά για να τον φροντίσουνε οι γιατροί. Τον βλέπαμε σαν ένα συγκρατούμενό μας και μάλιστα από τους πιο αγαπητούς.
Τη μάνα του Ντικ την είχε φέρει στο Μούδρο κάποιος εξόριστος από τη Μυτιλήνη, αλλά την ξεκάνανε οι χωροφύλακες, όταν ο Ντικ ήταν ακόμα κουτάβι. Ετσι, οι εξόριστοι υιοθετήσανε τον Ντικ.
Ηταν ένας σκύλος, κάπως εύσωμος, χωρίς τίποτα το ιδιαίτερο, από αυτούς που μάζευε ο μπόγιας κάθε μέρα στις συνοικίες της Αθήνας. Δεν ήταν κάποιας ξεχωριστής ράτσας. Ζούσε και αυτός σαν εξόριστος. Συμμετείχε στη ζωή μας. Χαιρόταν με τις χαρές μας, χοροπηδώντας και κουνώντας την ουρά του και λυπόταν με τις λύπες, σκύβοντας το κεφάλι και μένοντας ακίνητος. Στο προσκλητήριο που γινόταν κάθε μέρα, από τους πρώτους ο Ντικ έπαιρνε τη θέση του.
Άλλωστε, ήταν ο μόνος που δεν καρδιοχτυπούσε, μήπως τον κρατήσουνε στην άκρη για να τον στείλουνε στην Αθήνα για Στρατοδικείο. Στη διανομή των γραμμάτων και των δεμάτων που γινόταν από εξόριστους πρώην Τριατατικούς, πάντα παρών.
Κάτω στον Αερολιμένα, πλάι στη θάλασσα υπήρχε μια μεγάλη τσιμεντοστρωμένη πλατεία. Μερικοί από τους νεολαίους εξόριστους με πανιά είχανε φτιάξει μια μπάλα ποδοσφαίρου και παίζανε δίτερμα μετά το προσκλητήριο.
Όση ώρα κρατούσε ο αγώνας, ο Ντικ έτρεχε με χαρούμενα γαυγίσματα ανάμεσά τους, κυνηγώντας την μπάλα, με κίνδυνο να τον τσαλαπατήσουνε. Το καλοκαίρι, όταν κατεβαίναμε στη θάλασσα για μπάνιο, από κοντά και ο Ντικ. Οταν μπαίναμε στη θάλασσα, έμπαινε και αυτός. Οταν βγαίναμε, έβγαινε και αυτός.
Κάποια μέρα, γυρίζοντας από το μπάνιο, μια παρέα με τη συνοδεία του Ντικ ξαφνικά κοκαλώσαμε. Από ένα ύψωμα ακούστηκε η σφυρίχτρα του Μαυροσκούφη, καμιά εκατοστή μέτρα από μας. Ο Μαυροσκούφης ήταν ένας από τους πιο αντιπαθητικούς χωροφύλακες. Ψηλός και κοκαλιάρης. Ηδονιζότανε να δέρνει, να χαστουκίζει και να κλοτσάει τους κρατούμενους, χωρίς κανένα λόγο ιδιαίτερο, όταν ήθελε να κάνει το κομμάτι του σε κάποιο κορίτσι του χωριού που τον έβλεπε.
Με νοήματα, ο Μαυροσκούφης μας έδωσε να καταλάβουμε ότι έπρεπε να πάει κοντά του ο Σταύρος Ψωμιάδης, ένα παιδί από τα Πετράλωνα. Οση ώρα ανέβαινε ο Σταύρος τον ανήφορο, όλοι παρακολουθούσαμε αμίλητοι, με ανησυχία και αγωνία, γιατί ξέραμε ότι σ' αυτές τις περιπτώσεις συνήθως ακολουθούσε ξυλοδαρμός.
Ο Ντικ έμεινε κοντά μας ακίνητος και κατέβασε το κεφάλι. Είδαμε να μιλάνε για λίγη ώρα οι δυο τους και σε λίγο τον φίλο μας να κατεβαίνει τρέχοντας και πηδώντας πάνω από τους θάμνους, χωρίς να τον έχει χτυπήσει ο χωροφύλακας.
Όλοι ανασάναμε ανακουφισμένοι, μα ο Ντικ έκανε κάτι που δεν το περιμέναμε. Σαν σαΐτα άρχισε να τρέχει τον ανήφορο, έφτασε τον Σταύρο και χοροπήδαγε γύρω του γαβγίζοντας χαρούμενα, μέχρι που φτάσανε και οι δυο κοντά μας λαχανιασμένοι από το τρέξιμο και τα χοροπηδήματα.
Τελικά, όπως μας εξήγησε ο φίλος μας, ο Μαυροσκούφης ήθελε να τον ρωτήσει πού είχε μάθει κάποιο τραγούδι που τραγουδούσε πριν από λίγο.
Το Σεπτέμβρη του 1949, μας μεταφέρανε όλους με ένα σαπιοκάραβο στη Μακρόνησο. Με κανένα τρόπο δεν μπορέσαμε να πάρουμε μαζί μας τον Ντικ, ούτε φανερά, ούτε κρυφά, κάτω από το άγριο μάτι των χωροφυλάκων.
Λίγες μέρες μετά το πηγεμό μας στη Μακρόνησο, μας ήρθε και το θλιβερό μαντάτο. Τον Ντικ τον σκοτώσανε κατά τον ίδιο τρόπο που είχανε σκοτώσει και τη μάνα του. Όλοι λυπηθήκαμε που δεν μπορέσαμε να τον πάρουμε μαζί μας. Εδώ θα έκανε παρέα και με τον Αράπη, ένα μαύρο σκύλο που καταφέρανε να φέρουνε μαζί τους από την Ικαρία άλλοι εξόριστοι που είχαν έρθει στο Μακρονήσι πριν από μας.
Ο Γιάννης Ρίτσος, που είχε ζήσει μαζί μας στη Λήμνο σαν εξόριστος και είχε αγαπήσει όπως και όλοι εμείς τον τετράποδο φίλο μας, έγραψε γι' αυτόν τους στίχους που μελοποίησε ο Μικρούτσικος:
1976 - Καντάτα για τη Μακρόνησο
Ποίηση: Γιάννης Ρίτσος
Μουσική: Θάνος Μικρούτσικος
Ερμηνευτές: Μαρία Δημητριάδη, Σάκης Μπουλάς
«Η πέτρα σταυρωμένη απ' τον άνεμο
ο άνεμος, η σιγαλιά,
δεν ακούγεται τίποτα
μόνο το καρδιοχτύπι της πέτρας
κι πέτρα της καρδιάς που δουλεύεται
με το θυμό και με τον πόνο
βαριά, σιγά και σταθερά
Μπόλικη πέτρα
μπόλικη καρδιά
να χτίσουμε τις αυριανές μας φάμπρικες
τα λαϊκά μέγαρα
τα κόκκινα στάδια
και το μεγάλο μνημείο των Ηρώων της Επανάστασης
Να μην ξεχάσουμε και το μνημείο του Ντικ
ναι, ναι, του σκύλου μας του Ντικ
της ομάδας του Μούδρου
που τον σκοτώσαν οι χωροφυλάκοι
γιατί αγάπαγε πολύ τους εξόριστους
Να μην ξεχάσουμε, σύντροφοι, τον Ντικ
το φίλο μας τον Ντικ
που γαύγιζε τις νύχτες στην αυλόπορτα άντικρυ στη θάλασσα
κι αποκοιμιόταν τα χαράματα
στα γυμνά πόδια της Λευτεριάς
με τη χρυσόμυγα του αυγερινού
πάνω στο στυλωμένο αυτί του
Τώρα ο Ντικ κοιμάται στη Λήμνο
δείχνοντας πάντα το ζερβί του δόντι
Μπορεί μεθαύριο να τον ακούσουμε πάλι
να γαυγίζει χαρούμενος σε μια διαδήλωση
περνοδιαβαίνοντας κάτου απ' τις σημαίες μας
έχοντας κρεμασμένη στο ζερβί του δόντιμια μικρή πινακίδα
ΚΑΤΩ ΟΙ ΤΥΡΑΝΝΟΙ
Ηταν καλός ο Ντικ».
Στον τοίχο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για πες