Γράφει ο Λεύτερης Τηλιγάδας
Είναι κάτι παραπάνω από βέβαιο, ότι από τις αμέσως επόμενες ημέρες (όχι από μεθαύριο, από αύριο) θα πάρουν φωτιά τα μηχανάκια παραγωγής αιθαλομίχλης (λέω αυτά τα ηλεκτρονικά και social καμινέτα, που καίγοντας «λάδι» παράγουν θεαματικά εφέ καπνού σε όλες τις καλοστημένες υπερπαραγωγές, που σέβονται τον εαυτό τους) και μέσα από το ποικιλόχρωμο ντουμάνι τους θα ξεπροβάλλει αυτή η καταραμένη η συμφωνία, υπογεγραμμένη, και με όλα της τα αρθράκια καθαρογραμμένα και ευανάγνωστα, στην διεθνή γλώσσα της διπλωματίας μάλιστα, για να βρουν υλικό οι καινούργιες τεχνικές της εξουσίας να θριαμβεύσουν για άλλη μια φορά πάνω στις σκελετωμένες μας πλάτες.
Θα αμολήσουν πάνω στους αμφιβληστροειδείς μας οι μηχανισμοί της προπαγάνδας των δικών μας και των άλλων, των Ελλήνων και των Ευρωπαίων, των κομμάτων και των τραπεζών, των σχετικών και των άσχετων τους καινούργιους κατακλυσμούς που μας επιφυλάσσει το μέλλον ή τις καινούργιες ευημερίες, ζητιανεύοντάς μας λίγη υπομονή ακόμα.
Κι άλλοι θα μας λένε: «εσώθημεν», κι άλλοι «εκατεστράφημεν», κι άλλοι ότι «το μαύρο μπροστά μας φουσκώνει», κι άλλοι ότι «όπου να ‘ναι ξανοίγει».
Για άλλους θα φταίει η σημερινή κυβέρνηση και για άλλους όλες οι προηγούμενες κυβερνήσεις. Για άλλους θα φταίει, που τολμήσαμε «να κάνουμε το μάγκα», εκεί που δεν μας «έπαιρνε» και για άλλους που «κάτσαμε κοτούλες», εκεί που μας «έπαιρνε και μας σήκωνε».
Από τη μια οι «Μένουμε Ευρώπη», κι από την άλλη οι «Μένουμε Ελλάδα». Κι εμείς, που μια ζωή τώρα ερχόμαστε αντιμέτωποι με ένα κράτος κι ένα διευθυντήριο που έχει μάθει να συντηρεί την οξείδωση και τη φθορά των συστημάτων της αστικής του Δημοκρατίας, πετώντας μάλιστα τις σάρκες μας τροφή στο τέρας της ανεργίας και της φτώχειας, θα «Μένουμε να Κοιτάμε» θυμωμένα σιωπηλοί ακόμα, αυτό τον εσμό της καφρίλας, που θα συνεχίσει να εξακοντίζει ευνουχισμένες ενοχές μιας ευημερίας που δεν ζήσαμε, μαζί με προπαγανδιστικές καταστροφολογίες μιας σωτηρίας ουτοπικής από τις ιδιωτικές οθόνες των δημόσιων συχνοτήτων… και βασικά θα «Μένουμε μαλάκες».
«Μένουμε Ευρώπη». Το είδαμε και το περάσαμε απ΄ το πετσί μας κι αυτό.
Τι εμμονή αλήθεια κι αυτή;
«Μένουμε Ευρώπη». Κάτι σαν έθιμο δηλαδή. Ένα έθιμο, το οποίο οφείλουμε όχι μόνο να το υπηρετήσουμε, αλλά επιβάλλεται να το κληροδοτήσουμε και στα παιδιά μας. Μια κατάσταση αναπόδραστη, η οποία καταργεί κάθε κίνηση και κάθε κριτική σκέψη διατυπώνοντας με τον πιο αξιακά απαράδεκτο τρόπο την κατάργηση κάθε διαφορετικής σκέψης. Κάτι σαν το «πίστευε και μη ερεύνα» δηλαδή.
«Μένουμε Ευρώπη». Χωρίς καμιά συμμετοχή σε ότι αφορά την αρχιτεκτονική αυτής της εμμονής μας, τους συσχετισμούς που διαμορφώνονται με τον έναν ή τον άλλο τρόπο μέσα στο εσωτερικό αυτής της «γηραιάς», η οποία παραδόθηκε στους ευτραφείς ζιγκολό του πιο άγριου καπιταλισμού που ασέλγησε πάνω της «κατά κόρον» , αλλά κυρίως χωρίς καμία οργή για όλη αυτή την εξαθλίωση που επιβάλλει ο απολυταρχικός οικονομικός της πυρήνας, πάνω σε ότι κινείται και αξιώνει το διαφορετικό. Πάει να πει την αναπνοή, τη ζωή και την αξιοπρέπεια.
Όμως ποιός νοιάζεται για όλα αυτά; Αυτοί που νοιάζονται παραμένουν εγκλωβισμένοι στις επιλογές τους.
Πρώτη φορά ψηφίσαμε αριστερά, λένε. Εμείς την δώσαμε την ΕΡΓΟΛΑΒΙΑ αυτής της διαπραγμάτευσης. Πώς να βγούμε τώρα στους δρόμους και να φωνάξουμε τους φόβους μας; Τώρα πρέπει να βγούμε και να στηρίξουμε την προσπάθεια, που κάνει η κυβέρνηση. Είναι η δική μας κυβέρνηση… (Έτσι τουλάχιστον λέει).
Κι εμείς την πιστεύουμε. Γιατί δεν έχουμε τίποτ’ άλλο να πιστέψουμε. Γιατί το επόμενο που μας μένει να κάνουμε, είναι να ντυθούμε τους φόβους μας, και να τους εκθέσουμε στην κρίση της πιο μεγάλης μας αλήθειας. Μιας αλήθειας που δεν τολμάμε ακόμα να κοιτάξουμε στα μάτια. Μιας αλήθειας, που ως φάντασμα, όπως έλεγε παλιά ένα κόκκινος αστός, κυκλοφορεί κάτω από τα σκοτεινά υπόγεια των χρηματιστηρίων και ροκανίζει τους δείκτες, που χορεύουν στους ηλεκτρονικούς πίνακες των αγορών.
«Μένουμε Ευρώπη».
Ποιός θα μετρήσει όμως το κόστος αυτής της εμμονής; Κυρίως όμως ποιος θα το πληρώσει; Ποιος το πληρώνει μέχρι σήμερα;
Αλήθεια, αυτοί οι όψιμοι ευρωπαϊστές, που σηκώσανε προχτές τα πλακάτ στο Σύνταγμα, έκαναν ποτέ στους εαυτούς τους αυτή τη ρητορική ερώτηση; Ποιός πληρώνει το κόστος του «Μένουμε Ευρώπη»;
Η απάντηση είναι εύκολη: Όχι.
Και είναι όχι, γιατί όπως διάβαζα προχθές σε ένα άρθρο στο διαδίκτυο, σε μια σχετική έρευνα που έκανε το WSI (Institute of Economic and Social Research) του Γερμανικού ιδρύματος Hans-Böckler (Ο τίτλος του άρθρου είναι «Η γερμανική μελέτη που δείχνει πως οι μεταρρυθμίσεις διέλυσαν τους μικρομεσαίους στην Ελλάδα», θα το βρείτε στο blog: aristeristrouthokamilos.blogspot.gr ) θα διαπιστώσει από μόνος του ποιες κοινωνικές ομάδες και ποια εισοδήματα χτυπήθηκαν περισσότερο από τα μέτρα που ήρθαν πακέτο με την «ευρωδιάσωση».
Αν κατά τύχη τώρα κάποιος αποτολμήσει να ρωτήσει κάποιον από όλους αυτούς, που η κρίση τους έχει ισοπεδώσει, πού μένει, κανείς δεν θα του απαντήσει «Μένω Ευρώπη».
Αν δεν του απαντήσει «Μένω Μαλάκας», είναι σίγουρος πως θα πάρει κάποιες από τις παρακάτω απαντήσεις: «Μένω άνεργος»… «Μένω χωρίς ρεύμα»… «Μένω στο δρόμο»… «Μένω χωρίς φάρμακα»… Αλλά κυρίως: «Μένω εδώ παρακάτω, και παρακάτω δεν αντέχω να μένω με τίποτα».
ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ
Είναι κάτι παραπάνω από βέβαιο, ότι από τις αμέσως επόμενες ημέρες (όχι από μεθαύριο, από αύριο) θα πάρουν φωτιά τα μηχανάκια παραγωγής αιθαλομίχλης (λέω αυτά τα ηλεκτρονικά και social καμινέτα, που καίγοντας «λάδι» παράγουν θεαματικά εφέ καπνού σε όλες τις καλοστημένες υπερπαραγωγές, που σέβονται τον εαυτό τους) και μέσα από το ποικιλόχρωμο ντουμάνι τους θα ξεπροβάλλει αυτή η καταραμένη η συμφωνία, υπογεγραμμένη, και με όλα της τα αρθράκια καθαρογραμμένα και ευανάγνωστα, στην διεθνή γλώσσα της διπλωματίας μάλιστα, για να βρουν υλικό οι καινούργιες τεχνικές της εξουσίας να θριαμβεύσουν για άλλη μια φορά πάνω στις σκελετωμένες μας πλάτες.
Θα αμολήσουν πάνω στους αμφιβληστροειδείς μας οι μηχανισμοί της προπαγάνδας των δικών μας και των άλλων, των Ελλήνων και των Ευρωπαίων, των κομμάτων και των τραπεζών, των σχετικών και των άσχετων τους καινούργιους κατακλυσμούς που μας επιφυλάσσει το μέλλον ή τις καινούργιες ευημερίες, ζητιανεύοντάς μας λίγη υπομονή ακόμα.
Κι άλλοι θα μας λένε: «εσώθημεν», κι άλλοι «εκατεστράφημεν», κι άλλοι ότι «το μαύρο μπροστά μας φουσκώνει», κι άλλοι ότι «όπου να ‘ναι ξανοίγει».
Για άλλους θα φταίει η σημερινή κυβέρνηση και για άλλους όλες οι προηγούμενες κυβερνήσεις. Για άλλους θα φταίει, που τολμήσαμε «να κάνουμε το μάγκα», εκεί που δεν μας «έπαιρνε» και για άλλους που «κάτσαμε κοτούλες», εκεί που μας «έπαιρνε και μας σήκωνε».
Από τη μια οι «Μένουμε Ευρώπη», κι από την άλλη οι «Μένουμε Ελλάδα». Κι εμείς, που μια ζωή τώρα ερχόμαστε αντιμέτωποι με ένα κράτος κι ένα διευθυντήριο που έχει μάθει να συντηρεί την οξείδωση και τη φθορά των συστημάτων της αστικής του Δημοκρατίας, πετώντας μάλιστα τις σάρκες μας τροφή στο τέρας της ανεργίας και της φτώχειας, θα «Μένουμε να Κοιτάμε» θυμωμένα σιωπηλοί ακόμα, αυτό τον εσμό της καφρίλας, που θα συνεχίσει να εξακοντίζει ευνουχισμένες ενοχές μιας ευημερίας που δεν ζήσαμε, μαζί με προπαγανδιστικές καταστροφολογίες μιας σωτηρίας ουτοπικής από τις ιδιωτικές οθόνες των δημόσιων συχνοτήτων… και βασικά θα «Μένουμε μαλάκες».
«Μένουμε Ευρώπη». Το είδαμε και το περάσαμε απ΄ το πετσί μας κι αυτό.
Τι εμμονή αλήθεια κι αυτή;
«Μένουμε Ευρώπη». Κάτι σαν έθιμο δηλαδή. Ένα έθιμο, το οποίο οφείλουμε όχι μόνο να το υπηρετήσουμε, αλλά επιβάλλεται να το κληροδοτήσουμε και στα παιδιά μας. Μια κατάσταση αναπόδραστη, η οποία καταργεί κάθε κίνηση και κάθε κριτική σκέψη διατυπώνοντας με τον πιο αξιακά απαράδεκτο τρόπο την κατάργηση κάθε διαφορετικής σκέψης. Κάτι σαν το «πίστευε και μη ερεύνα» δηλαδή.
«Μένουμε Ευρώπη». Χωρίς καμιά συμμετοχή σε ότι αφορά την αρχιτεκτονική αυτής της εμμονής μας, τους συσχετισμούς που διαμορφώνονται με τον έναν ή τον άλλο τρόπο μέσα στο εσωτερικό αυτής της «γηραιάς», η οποία παραδόθηκε στους ευτραφείς ζιγκολό του πιο άγριου καπιταλισμού που ασέλγησε πάνω της «κατά κόρον» , αλλά κυρίως χωρίς καμία οργή για όλη αυτή την εξαθλίωση που επιβάλλει ο απολυταρχικός οικονομικός της πυρήνας, πάνω σε ότι κινείται και αξιώνει το διαφορετικό. Πάει να πει την αναπνοή, τη ζωή και την αξιοπρέπεια.
Όμως ποιός νοιάζεται για όλα αυτά; Αυτοί που νοιάζονται παραμένουν εγκλωβισμένοι στις επιλογές τους.
Πρώτη φορά ψηφίσαμε αριστερά, λένε. Εμείς την δώσαμε την ΕΡΓΟΛΑΒΙΑ αυτής της διαπραγμάτευσης. Πώς να βγούμε τώρα στους δρόμους και να φωνάξουμε τους φόβους μας; Τώρα πρέπει να βγούμε και να στηρίξουμε την προσπάθεια, που κάνει η κυβέρνηση. Είναι η δική μας κυβέρνηση… (Έτσι τουλάχιστον λέει).
Κι εμείς την πιστεύουμε. Γιατί δεν έχουμε τίποτ’ άλλο να πιστέψουμε. Γιατί το επόμενο που μας μένει να κάνουμε, είναι να ντυθούμε τους φόβους μας, και να τους εκθέσουμε στην κρίση της πιο μεγάλης μας αλήθειας. Μιας αλήθειας που δεν τολμάμε ακόμα να κοιτάξουμε στα μάτια. Μιας αλήθειας, που ως φάντασμα, όπως έλεγε παλιά ένα κόκκινος αστός, κυκλοφορεί κάτω από τα σκοτεινά υπόγεια των χρηματιστηρίων και ροκανίζει τους δείκτες, που χορεύουν στους ηλεκτρονικούς πίνακες των αγορών.
«Μένουμε Ευρώπη».
Ποιός θα μετρήσει όμως το κόστος αυτής της εμμονής; Κυρίως όμως ποιος θα το πληρώσει; Ποιος το πληρώνει μέχρι σήμερα;
Αλήθεια, αυτοί οι όψιμοι ευρωπαϊστές, που σηκώσανε προχτές τα πλακάτ στο Σύνταγμα, έκαναν ποτέ στους εαυτούς τους αυτή τη ρητορική ερώτηση; Ποιός πληρώνει το κόστος του «Μένουμε Ευρώπη»;
Η απάντηση είναι εύκολη: Όχι.
Και είναι όχι, γιατί όπως διάβαζα προχθές σε ένα άρθρο στο διαδίκτυο, σε μια σχετική έρευνα που έκανε το WSI (Institute of Economic and Social Research) του Γερμανικού ιδρύματος Hans-Böckler (Ο τίτλος του άρθρου είναι «Η γερμανική μελέτη που δείχνει πως οι μεταρρυθμίσεις διέλυσαν τους μικρομεσαίους στην Ελλάδα», θα το βρείτε στο blog: aristeristrouthokamilos.blogspot.gr ) θα διαπιστώσει από μόνος του ποιες κοινωνικές ομάδες και ποια εισοδήματα χτυπήθηκαν περισσότερο από τα μέτρα που ήρθαν πακέτο με την «ευρωδιάσωση».
Αν κατά τύχη τώρα κάποιος αποτολμήσει να ρωτήσει κάποιον από όλους αυτούς, που η κρίση τους έχει ισοπεδώσει, πού μένει, κανείς δεν θα του απαντήσει «Μένω Ευρώπη».
Αν δεν του απαντήσει «Μένω Μαλάκας», είναι σίγουρος πως θα πάρει κάποιες από τις παρακάτω απαντήσεις: «Μένω άνεργος»… «Μένω χωρίς ρεύμα»… «Μένω στο δρόμο»… «Μένω χωρίς φάρμακα»… Αλλά κυρίως: «Μένω εδώ παρακάτω, και παρακάτω δεν αντέχω να μένω με τίποτα».
ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για πες