Πέμπτη 15 Φεβρουαρίου 2024

Tο τετραπλό φονικό στην Κανδήλα Ξηρομέρου που συγκλόνισε την Ελλάδα…

Πως ο Γιάννης Μούτος δολοφόνησε χωρίς έλεος δυο μικρά παιδιά και δύο νεαρές γυναίκες, σε ένα "ξεχασμένο" τετραπλό έγκλημα το 1991


Ένα από τα πιο ειδεχθή εγκλήματα, ίσως το πιο σοκαριστικό των τελευταίων δεκαετιών, έλαβε χώρα στην Κανδήλα του Ξηρομέρου, όχι και τόσο μακριά χρονικά, το 1991 συγκεκριμένα, και είχε ως θύματα δυο μικρά παιδιά και δυο νεαρές γυναίκες, με θύτη έναν 71χρονο κάτοικο της Κανδήλας, που το όνομα του έγινε συνώνυμο του τρόμου εκείνη την περίοδο.

 Μια τετραπλή δολοφονία, που τότε συζητήθηκε σε όλη τη χώρα, αλλά ίσως εξαιτίας του ότι έγινε σε μια μικρή και κλειστή κοινωνία, αλλά και ότι τότε ουσιαστικά ξεκινούσε η «έκρηξη» των ηλεκτρονικών μέσων ενημέρωσης, δεν έχει «αποτυπωθεί» ιδιαίτερα στην τοπική μνήμη ή σε κάποια αρχεία όπου θα ήταν προσβάσιμη ως είδηση.

Πρόκειται βέβαια για ένα γεγονός που συντάραξε το Ξηρόμερο και σήμερα ακόμη συζητιέται, ειδικά στο χωριό και σε αυτούς που έμειναν πίσω, τις οικογένειες των θυμάτων άλλα και όσους έζησαν από κοντά τη δολοφονική μανία του 71χρονου τότε Νίκου Μούτου.

Ενός ιδιόρρυθμου συνταξιούχου του Υπουργείου Εργασίας , πρώην χωροφύλακα που το 1950 παραιτήθηκε από τη Χωροφυλακή όπως περιγράφονταν και που για έναν καυγά στο καφενείο έβαψε τα χέρια του με το αίμα δυο μικρών κοριτσιών και δυο νεαρών γυναικών.

Ήταν 15 Φεβρουαρίου του 1991, όταν σε καφενείο του Μύτικα ο 71χρονος λογόφερε με τους αδελφούς Κατσιπάνου, κατοίκους του χωριού Κανδήλα.

Μαρτυρίες εκείνης της εποχής λένε πως ένας εκ των δυο αδερφών τον χαστούκισε και ο 71χρονος, έφυγε βαθύτατα προσβεβλημένος για την οικία του. Εκεί πήρε το κυνηγετικό του όπλο και ένα μαχαίρι και κινήθηκε προς το καφενείο.

Το όλο σκηνικό το είδε η κόρη του 71χρονου και τηλεφώνησε στο καφενείο ώστε να προλάβει το κακό. Πράγματι, τα δυο αδέρφια κατάφεραν να διαφύγουν αλλά ο συνταξιούχος είχε καταληφθεί από τέτοια δολοφονική μανία που ήθελε οπωσδήποτε κάποιον να σκοτώσει.

Έτσι κατευθύνθηκε στα σπίτια των αδερφών

Στην αρχή πήγε στο σπίτι του ενός αδελφού, του Αθανασίου. Εκεί η σύζυγος του Δήμητρα, 27 ετών ειδοποιήθηκε τηλεφωνικά, άλλα δεν μπόρεσε να φύγει με τα παιδιά της και την πεθερά της, κλειδώνοντας την πόρτα του σπιτιού.

Ο Γιάννης Μούτος πυροβόλησε την κλειδαριά και εισήλθε στην οικία. Εκεί η 27χρονη, έπιασε το όπλο και επιχείρησε να του το αποσπάσει. Όμως ο δράστης που είχε πάνω του και ένα μαχαίρι άρχισε να την μαχαιρώνει στα χέρια και στη συνέχεια στο λαιμό, σκοτώνοντας την.

Στη συνέχεια, εισήλθε στο εσωτερικό της οικίας, όπου αντίκρισε τρομαγμένα τα δυο κοριτσάκια της οικογένειας, Κωνσταντίνα 7 χρονών και Μαριάννα 5 χρονών. Δεν δίστασε να σηκώσει το όπλο και να πυροβολήσει εξ’επαφής τα άτυχα παιδιά, σκοτώνοντας τα.

Όμως στην τραγωδία αυτή υπήρχε και συνέχεια. Ο δολοφόνος ήθελε και άλλο αίμα, και κατευθύνθηκε στην οικία του δεύτερου αδελφού. Πυροβόλησε και τραυμάτισε σοβαρά και την μητέρα του Κωνσταντίνα Κατσιπάνου, 67 χρονών, η οποία τελικά διέφυγε τον κίνδυνο και γλίτωσε ενώ ακολούθησε και η τετάρτη δολοφονία, της 25χρονης Γεωργίας Κατσιπάνου, συζύγου Λεωνίδα.

Είναι χαρακτηριστικά τα όσα περιγράφονται στο βιβλίο «Τα εγκλήματα που συγκλόνισαν την Ελλάδα» του για χρόνια αστυνομικού ρεπόρτερ Πάνου Σόμπολου, που από την πρώτη στιγμή βρέθηκε στο χωριό και έκανε ρεπορτάζ για την κρατική τηλεόραση:

«Φτάνοντας στο χωριό, μιλήσαμε με κατοίκους και συγγενείς των θυμάτων, κι εκείνο που θυμάμαι χαρακτηριστικά είναι ο φόβος και ο τρόμος που βασίλευε παντού στα γύρω χωριά. Η περιοχή ήταν ανάστατη.

Όλοι μιλούσαν για το μακελειό, για αυτό το πρωτοφανές γεγονός που είχε τρομοκρατήσει την περιοχή. Από την αστυνομία μου είπαν ότι το κακό είχε γίνει για κτηματικές διαφορές που είχε ο δράστης με την οικογένεια των θυμάτων.

Όπως μου είπαν κάτοικοι του χωριού, των αλλεπάλληλων φόνων είχε προηγηθεί απόπειρα ανθρωποκτονίας γύρω στη 1:30 μετά το μεσημέρι. Συγκεκριμένα είχε προηγηθεί σοβαρό επεισόδιο σε καφενείο του κοντινού παραθαλάσσιου χωριού Μύτικας, που απείχε περίπου τέσσερα χιλιόμετρα από την Κανδήλα.

Εκεί ο Μούτος είχε αποπειραθεί να σκοτώσει τα αδέλφια Θανάση και Λεωνίδα Κατσιπάνο, πυροβολώντας εναντίον τους με περίστροφο, χωρίς να τους πετύχει.

Μετά την απόπειρα, ο Μούτος έφυγε από τον Μύτικα για το σπίτι του στην Κανδήλα. Περίπου δύο ώρες αργότερα, άνοιξε ο κύκλος του αίματος - ο Μούτος οπλίστηκε σαν αστακός, με καραμπίνα, περίστροφο και μαχαίρι, και τράβηξε για τα Κατσιπανέικα. Πήγε στο σπίτι του Θανάση Κατσιπάνου, όπου ξέκανε την οικογένειά του, σκοτώνοντας τη μάνα και τις δύο κορούλες του.

Όπως μας έλεγαν οι χωριανοί, η Δήμητρα που ήταν βαριά τραυματισμένη, πριν ξεψυχήσει δέχθηκε χτυπήματα και με μαχαίρι από τον δράστη. Για τις αδελφούλες μας είπαν οι αστυνομικοί και οι κάτοικοι ότι η Κωνσταντίνα υπέκυψε αμέσως στα τραύματά της, ενώ η Μαριάννα ξεψύχησε την ώρα που διακομιζόταν στο νοσοκομείο μέσα στο αυτοκίνητο.

Όμως ο αδίστακτος δράστης δεν σταμάτησε εκεί. Δεν ικανοποίησε την εκδικητική του μανία και τράβηξε, μετά το σπίτι του Θανάση Κατσιπάνου, για το σπίτι του αδελφού του Λεωνίδα, με σκοπό να ξεκάνει όποιον έβρισκε εκεί.

Ενημερώθηκε όμως η γυναίκα του έγκαιρα και, φτάνοντας ο οπλοφόρος στο σπίτι, βρήκε μόνο την κατάκοιτη μάνα του Κατσιπάνου, Κωνσταντίνα, την οποία πυροβόλησε και τραυμάτισε σοβαρά, αλλά τελικά η γυναίκα γλίτωσε.

Αλλά και πάλι δεν σταμάτησε εδώ ο φονιάς. Τράβηξε προς το σφαιριστήριο, όπου είχε καταφύγει η Γεωργία Κατσιπάνου για να γλιτώσει. Πυροβόλησε μια φορά απέξω και στη συνέχεια μπήκε μέσα και, μπροστά στα μάτια περίπου δεκαπέντε νεαρών, την ξαναπυροβόλησε και τη σκότωσε.

Φεύγοντας από το σφαιριστήριο, πέρασε μπροστά από τρία καφενεία της Κανδήλας, και μάλιστα στο ένα από αυτά κάποιοι χωριανοί, με κίνδυνο της ζωής τους, προσπάθησαν να του πάρουν τα όπλα, χωρίς όμως και να τα καταφέρουν.

Πήγε στο σπίτι του και μέσα σε ένα δωμάτιο αυτοπυροβολήθηκε με την ίδια φονική καραμπίνα. Συγχωριανοί του και αστυνομικοί τον παρέλαβαν και τον μετέφεραν στο νοσοκομείο της Πρέβεζας.

Κάποιοι από τους κατοίκους της Κανδήλας μας είπαν ότι σε κάποια φάση, ενώ σκόρπιζε τον θάνατο, ο Μούτος προσπάθησε να σκοτώσει κι άλλους συγχωριανούς του. Τελικά, παραπέμφθηκε σε δίκη και καταδικάστηκε σε βαρύτατες ποινές.»

Ο Μούτος καταδικάστηκε σε τετράκις ισόβια. «Αν προλάβαινα, θα τους σκότωνα όλους» είπε στο Κακουργοδικείο.

Ο Γιάννης Μούτος πέθανε στη φυλακή και τα εγκλήματά του αποτελούν πλέον μια φρικιαστική μνήμη και εμπειρία που δεν θα ξεχαστεί για πολλούς κατοίκους της Κανδήλας, που έζησαν τα γεγονότα από κοντά. Ακόμη δε περισσότερο για τους συγγενείς των άτυχων θυμάτων.

ΓΕΓΟΝΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Για πες