Ο Μεγάλος Πόλεμος, όπως στην εποχή του απεκαλείτο ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, δεν ήταν ένας ιδεολογικός πόλεμος, κατά τη διάρκειά του όμως «άλλαξε ο τρόπος που οι άνθρωποι έβλεπαν τον κόσμο» και μετά το τέλος του αυτοκρατορίες είχαν συντριβεί, μαζικά κινήματα είχαν αναδυθεί και οι ιδεολογίες χαρακτήριζαν με το στίγμα τους την παραγωγή, τις τέχνες και τις επικοινωνίες.
Οι ενδοκαπιταλιστικές αντιθέσεις και συνεπώς οι ιμπεριαλιστικές πρακτικές των εθνικών και πολυεθνικών κρατών οδήγησαν τους λαούς στο πρωτοφανές σφαγείο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο οποίος όμως όχι μόνον δεν τις έλυσε, αλλά επιπροσθέτως δημιούργησε κι άλλες. Η Συνθήκη Ειρήνης στις Βερσαλλίες δεν τελείωσε τον πόλεμο, αλλά άνοιξε τον δρόμο για τον επόμενο, μετατρέποντας τον Μεσοπόλεμο σε μια μεσοβασιλεία προς τις τελικές λύσεις, ένα διαρκές πρελούδιο της επόμενης σφαγής. Ομως πλέον σε δύο επίπεδα: α) των ενδοκαπιταλιστικών-ενδοϊμπεριλιαστικών αντιθέσεων και β) της αντίθεσης κεφαλαίου - εργασίας. Διότι μέσα απ’ τα σπλάχνα του Μεγάλου Πολέμου είχε αναδυθεί με τη μεγάλη Οκτωβριανή Επανάσταση η Σοβιετική Ενωση, το πρώτο εργατικό κράτος, ενώ ταυτοχρόνως ο σοσιαλισμός γινόταν στη δυτική και κεντρική Ευρώπη (και με επαναστάσεις και με μεταρρυθμίσεις) το αντίπαλον δέος στην καταστροφική καπιταλιστική ανάπτυξη.
Ετσι οι καπιταλιστές από τη μια έβαλαν νερό στο κρασί τους αποδεχόμενοι πλήθος εργατικών και εργασιακών αιτημάτων κι απ’ την άλλη ετοίμαζαν την αντεπίθεσή τους. Διά του φασισμού.
Στη Γερμανία η ειρήνευση επέφερε καταλήστευση, εθνική ταπείνωση και έντονο αίσθημα ρεβανσισμού. Πάνω σ’ αυτό το έδαφος ο Χίτλερ δημιούργησε τον εθνικοσοσιαλισμό, αναμειγνύοντας τα εθνικιστικά προτάγματα με τη σοσιαλιστική ρητορική. Κατά το προηγούμενο του Μουσολίνι στην Ιταλία, ενός πραγματικού αποστάτη προς την αστική τάξη, ο Χίτλερ δημιούργησε τον μηχανισμό εκείνον, με τον οποίον μπορούσε να ξεπουλάει τις εργατικές διεκδικήσεις στους αστούς. Ετσι στην Ιταλία οργανώθηκε ένα συντεχνιακό κράτος με εργατικές τελετουργίες που συγκάλυπταν την καπιταλιστική αποθηρίωση, ενώ στη Γερμανία η ίδια συνταγή αυτής της Υβρεως πήρε επικές διαστάσεις. Τρελαμένες απ’ τη φτώχεια στα απόνερα της κρίσης του 1929 (που στην Ευρώπη ανατροφοδοτείτο ως τα μέσα της δεκαετίας του ’30), οι λαϊκές τάξεις προσέφευγαν στον εθνικοσοσιαλισμό και τις υποσχέσεις του για τάξη, εθνική υπερηφάνεια, δουλειά για όλους. Το τέρας (που ακόμα έδειχνε το πρόσωπό του μόνον στη χρήση βίας κατά των πολιτικών του αντιπάλων) είχε γεννηθεί.
Ο εθνικοσοσιαλισμός αφομοιώνοντας τις μάζες (αλλά και προκαλώντας το ενδιαφέρον της αριστοκρατίας, όπως η αγγλική) αναδεικνυόταν σε χρυσή ευκαιρία για την αστική τάξη προκειμένου να επαναφέρει τις εργασιακές σχέσεις στα προπολεμικά στάνταρ. Ο «κομμουνιστικός κίνδυνος» έγινε η σημαία όλων των συντηρητικών και αντιδραστικών δυνάμεων σε όλη την Ευρώπη. Εκτός απ’ τους φασίστες που φύονταν παντού (Γαλλία, Βέλγιο, Αγγλία με το Εθνικό Μέτωπο), χώρες ολόκληρες περνούσαν σε φασιστικό ζυγό (Ουγγαρία, Ρουμανία) ή ημιφασιστικό (Πολωνία, Βουλγαρία), ενώ ο ισπανικός εμφύλιος πόλεμος προσέθετε την Ισπανία στο μαύρο στέμμα των δικτατοριών.
Το Λαϊκό Μέτωπο στη Γαλλία, οι φιλελεύθεροι δημοκράτες στην Αμερική, οι διωκόμενοι κομμουνιστές, σοσιαλιστές κι αναρχικοί, καθώς και η ΕΣΣΔ ήταν πλέον οι μόνες φλόγες φωτός απέναντι στο σκοτάδι της αντιδραστικής παλινόρθωσης που εξαπλωνόταν στην Ευρώπη. Σε μια φρενήρη πορεία ο Χίτλερ οργάνωσε διά των επανεξοπλισμών μια πολεμική οικονομία στη Γερμανία κι αφέθηκε να καταβροχθίσει την Αυστρία (Ανσλους) και τη νεαρή Τσεχοσλοβακία. Η Αγγλία και η Γαλλία ανέχονταν την επιθετικότητα του ναζισμού, ελπίζοντας να τη στρέψουν εναντίον της ΕΣΣΔ. Ομως ο Χίτλερ για την ώρα έτρωγε ό,τι μπορούσε απ’ την Ευρώπη σε μια διαδικασία που τον δυνάμωνε, ώστε όταν θα εστρέφετο προς ανατολάς για την απόκτηση του περίφημου «ζωτικού χώρου» να είναι ανίκητος. Μετά τη συμφωνία του Μονάχου μόνον τυφλοί δεν έβλεπαν το μεγάλο σχέδιο. Αλλά αν η Βρετανία και η Γαλλία εθελοτυφλούσαν, δεν ήταν τυφλοί οι Σοβιετικοί. Με το Σύμφωνο Ρίμπεντροπ-Μολότωφ, που προκάλεσε αμηχανία, δυσφορία και εναντίωση στους απανταχού κομμουνιστές, εξασφάλισαν χρόνο και αμυντικές-επιθετικές θέσεις στην Πολωνία (στα εδάφη που είχαν παραχωρηθεί με τη Συνθήκη του Μπρεστ Λιτόφσκ στη Γερμανία και με τη Συνθήκη των Βερσαλλιών στην αναγεννημένη Πολωνία).
Οταν το 1939, με την εισβολή στην Πολωνία, άρχισε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, στο εσωτερικό της Γερμανίας «ο Τρόμος και η Αθλιότητα του Γ’ Ράιχ» είχαν ήδη επιβληθεί από το 1933, και κάθε χρονιά που ακολουθούσε δυνάμωνε «διά πυρός και σιδήρου». Ο Χίτλερ είχε εκκαθαρίσει τη «ριζοσπαστική» πτέρυγα του κόμματός του, την ηγεσία (και πλήθος μελών) των Ταγμάτων Εφόδου -εξασφαλίζοντας πλέον έτσι την ανεπιφύλακτη υποστήριξη του μεγάλου κεφαλαίου- ενώ ήδη από τη «νύχτα των κρυστάλλων» έδειξε ότι οι έως τότε διώξεις των Εβραίων θα κορυφώνονταν σε πογκρόμ και θα κατέληγαν στην οδό προς την «τελική λύση», τον αποτρόπαιο θάνατο στα Στρατόπεδα Συγκέντρωσης.
Τα οποία ήδη «άκμαζαν». Πάνω από διακόσια Στρατόπεδα Συγκέντρωσης (που έγιναν 400) «κοσμούσαν» το γερμανικό έδαφος (κι αργότερα εδάφη κατακτημένων χωρών), μέσα στα οποία μαρτύρησαν Γερμανοί Εβραίοι, Γερμανοί κομμουνιστές, σοσιαλδημοκράτες, χριστιανοδημοκράτες, τσιγγάνοι, χιλιαστές, ομοφυλόφιλοι, ασθενείς και κάθε είδους ανυπεράσπιστοι, ενώ αργότερα στα ίδια και νέα στρατόπεδα θα μαρτυρούσαν Ρώσοι αιχμάλωτοι πολέμου και πολιτικοί κρατούμενοι απ’ όλες τις «κατώτερες φυλές», Ελληνες (σ.σ.: εμείς κηρυχθήκαμε κατώτερη φυλή απ’ όταν αρχίσαμε να αντιστεκόμαστε), Σέρβοι, Πολωνοί, Τσέχοι κι άλλοι. Κάθε χωριό και Στρατόπεδο κι ας έλεγαν ύστερα οι Γερμανοί πολίτες ότι «δεν ήξεραν», όπως με τον ίδιο χυδαίο τρόπο έλεγαν και οι Γερμανοί στρατιωτικοί ότι «διαταγές ακολουθούσαν». Η Γερμανία στη σύντομη ναζιστική δωδεκαετία είχε μεταβληθεί σε ένα σιδερένιο κτήνος με την πλειοψηφία (τη συντριπτική) του λαού να συμμετέχει στις ευκαιρίες που έδινε ο ναζισμός για τη λεηλασία του πλησίον, τη ληστεία των άλλων εθνών, την αρπαγή, την εκμετάλλευση, την ιδιοποίηση.
Ο ναζισμός, παρά τα αντιθέτως θρυλούμενα περί τάξης, υπήρξε ένα έκνομο βολονταριστικό σύστημα που βασιζόταν στην εκτέλεση διαταγών και την τρομοκρατία (όπως τα «λαϊκά δικαστήρια» και ο «λαϊκός πόλεμος» που εξαπέλυσαν οι ναζί στο τέλος της σύγκρουσης αποδείκνυαν). Η συλλογική ευθύνη, η δίκη προθέσεων, η ρουφιανιά και ο χαφιεδισμός, ο ραγιαδισμός προς τους ανωτέρους, τα βασανιστήρια και οι δολοφονίες ήταν στην ημερήσια διάταξη της καθημερινότητας στην επικράτεια των Υπερανθρώπων κι αργότερα σε όλη την κατεχόμενη Ευρώπη.
Το 1939 αυτή η σιδερένια γροθιά από σκατά συνέτριψε με τον «κεραυνοβόλο πόλεμο» την Πολωνία, παρά τον ηρωισμό των Πολωνών, και στη συνέχεια την Ολλανδία (με πέντε ντουφεκιές), το Βέλγιο και τη Γαλλία. Οι Αγγλοι υποχώρησαν και απαγκιστρώθηκαν με τον άθλο της Δουνκέρκης, ενώ η Γαλλία, γονατισμένη, κόπηκε στα δύο, την κατεχόμενη και τη συνεργαζόμενη (του Βιού). Ακολούθησε μια παράξενη «εκεχειρία», με τον Χίτλερ να περιμένει τον συμβιβασμό της Αγγλίας ώστε να στραφεί με όλες του τις δυνάμεις εναντίον της ΕΣΣΔ και να την κατακτήσει ως τα Ουράλια, και, περνώντας τον Καύκασο, να γίνει το αφεντικό των πετρελαίων στο Ιράν, το Ιράκ κι όλη τη Μέση Ανατολή. Η Αγγλία
δεν συμβιβάστηκε, ο Χίτλερ έχασε την υπομονή του και έστειλε τη Λουφτβάφε να την ισοπεδώσει, προετοιμάζοντας το έδαφος για απόβαση. Ομως η Αγγλία αντιστάθηκε, ο ηρωισμός της RAF οδήγησε τον Χίτλερ στην πρώτη του ήττα, ενώ ακόμα οι στρατιές του καταλάμβαναν τη μια χώρα μετά την άλλη, τη Γιουγκοσλαβία, την Ελλάδα, τη Νορβηγία, με το Αφρικα Κορπ να αποβιβάζεται στην Αφρική, όχι μόνον για να υποστηρίξει τους παραπαίοντες Ιταλούς, αλλά και να απωθήσει τους Βρετανούς πίσω στο Κάιρο κι από ’κεί να προσεγγίσει τα πετρέλαια της Μέσης Ανατολής από τον Νότο, με την ευμενή ουδετερότητα της Τουρκίας.
Με τη «μάχη της Αγγλίας» κερδισμένη, ο κόσμος είχε πάρει μιαν ανάσα, αλλά η Αγγλία μαχόταν μόνη και ο κόσμος κρατούσε την ανάσα του. Ο Τσώρτσιλ ονομάσθηκε «πατέρας της νίκης» διότι κράτησε τη Βρετανία όρθια την πιο κρίσιμη ώρα, καλώντας τους Αγγλους να πολεμήσουν στα χωράφια, στους λόφους, από σπίτι σε σπίτι, πλην όμως η νίκη απείχε ακόμα πολύ.
Πιστεύοντας ο Χίτλερ ότι η αντίσταση της Βρετανίας θα ήταν θέμα χρόνου να καμφθεί, αν εξασφάλιζε την κατοχή κι αναδόμηση της Ευρώπης, στράφηκε με όλες του τις δυνάμεις κατά της ΕΣΣΔ. Πίστευε ότι σε έξι μήνες θα έχει «καθαρίσει το ζήτημα» χωρίς να μπλέξει σε διμέτωπο πόλεμο (ο εφιάλτης του απ’ τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο), με την Αγγλία περιορισμένη στο νησί της (και την αυτοκρατορία της να πετσοκόβεται απ’ τους Ιάπωνες), την ΕΣΣΔ διαλυμένη και την Αμερική (αν έμπαινε εν τέλει στον πόλεμο) ανίκανη να τον κλονίσει σε μια έκταση απ’ την Πορτογαλία ως τα Ουράλια κι απ’ τη Νορβηγία έως την Αίγυπτο και όλη τη Μέση Ανατολή.
Ο κόσμος κρεμόταν στα χείλη της αβύσσου όταν ο Χίτλερ εξαπέλυσε την επιχείρηση «Μπαρμπαρόσα». Ο Κόκκινος Στρατός (του οποίου οι αδυναμίες έγιναν φανερές στον Φινλανδικό Πόλεμο), με τη δομή του ακόμα ρευστή από τις αναδιατάξεις που επιχειρούσε ο Στάλιν, σαρώθηκε. Παρά την ηρωική αντίσταση των μονάδων του, οι ναζί πήγαιναν τον Κόκκινο Στρατό από ήττα σε ήττα κι από περικύκλωση σε περικύκλωση. Η σοβιετική αεροπορία συνετρίβη (στο έδαφος το μεγαλύτερο μέρος της) και οι Γερμανοί έμπαιναν βαθειά μέσα στη Ρωσία ασταμάτητοι, δείχνοντας ότι το τρελό όνειρο του Χίτλερ για την εξόντωση του κομμουνισμού και τη μετατροπή των Σλάβων σε σκλάβους θα μπορούσε να γίνει πραγματικότητα. Τότε ο Στάλιν κήρυξε τον Μεγάλο Πατριωτικό Πόλεμο και κάλεσε όλους τους Ρώσους να υπερασπισθούν τη μάνα Ρωσία και την κατάκτηση του λαού της, τον σοσιαλισμό.
Και πράγματι, η αντίσταση των Σοβιετικών ξεπέρασε τα όρια του ηρωισμού και πήρε μυθικές διαστάσεις. Κυκλωμένες στρατιές βγήκαν στο αντάρτικο στα μετόπισθεν των Γερμανών, ενώ η Βέρμαχτ πλήρωνε κάθε μέτρο γης που κατακτούσε με πλήθος τάφων. Ο φόρος αίματος των Γερμανών στον ναζιστικό τυχοδιωκτισμό άρχισε να λαμβάνει διαστάσεις που μούδιασαν τη Γερμανία. Ο πόλεμος δεν ήταν πια μια εκδρομή του πεζικού με έπαθλο το Παρίσι, ούτε η απόμακρη τρέλα των Γερμανών πιλότων πάνω απ’ το Λονδίνο, αλλά συνεχή αναγγελτήρια θανάτου Γερμανών στρατιωτών στις γερμανικές οικογένειες. Η ΕΣΣΔ έπαιρνε
πάνω της το κυρίως βάρος του πολέμου και πάνω της το κράτησε ως την τελική νίκη, μέσα σε ένα λουτρό αίματος, το 1945. Ομως η χρονιά αυτή απείχε πολύ απ’ το 1941 και το 1942, όταν οι Γερμανοί έφθασαν δυο φορές μπροστά στις πύλες της Μόσχας. Οπου αποκρούσθηκαν απ’ τον Κόκκινο Στρατό με αδάμαστη θέληση. Ηταν χαρακτηριστική η στιγμή όταν ο Στάλιν έστελνε τον Κόκκινο Στρατό απ’ την παρέλαση προς τιμήν της Οκτωβριανής Επανάστασης κατευθείαν στο μέτωπο. Ηταν ασύλληπτου μεγέθους η προσπάθεια του Σοβιετικού λαού να μεταφέρει όλη τη βαριά βιομηχανία της χώρας στα Ουράλια. Ενώ στη Μόσχα ο Στάλιν οργάνωνε την περίφημη Στάβκα (τον εγκέφαλο του πολέμου), μένοντας στην πόλη και εμψυχώνοντας τον λαό, ο Κόκκινος Στρατός σταματούσε τη Βέρμαχτ πριν να πετύχει τους αντικειμενικούς της σκοπούς.
Την ίδια ώρα, στην κατεχόμενη Ευρώπη άρχιζε η αντίσταση, στη Γαλλία, τη Γιουγκοσλαβία, την Ελλάδα οι αντάρτες έδειχναν ότι η «νέα τάξη» στο εσωτερικό της ηπείρου ήταν μια χίμαιρα ανάλογη με τις πολεμικές επιχειρήσεις των ναζί στα Μέτωπα. Η καμπή για τους ναζί ήταν το Στάλινγκραντ. Τέλος του 1942-αρχές του 1943, μπροστά στα μάτια όλης της ανθρωπότητας, ο γερμανικός στρατός (ό,τι είχε απομείνει απ’ αυτόν σε εκείνο το μέτωπο) παραδιδόταν στον Κόκκινο Στρατό, ύστερα από έναν λυσσώδη αγώνα - «ούτε ένα βήμα πίσω» για τους Σοβιετικούς, που το πλήρωσαν με πολύ κι ακριβό αίμα.
Η Αμερική έμπαινε στον πόλεμο, το Αφρικα Κορπ υποχωρούσε, η Αγγλία βομβάρδιζε τις γερμανικές πόλεις, ο πόλεμος μετεωριζόταν με το όνειρο του Χίτλερ να μετατρέπεται σε εφιάλτη. Εφιάλτη που είδε με τα μάτια του στο Κουρσκ. Εκεί που γύρισαν οι «τύχες του πολέμου». Μαζεύοντας οι Γερμανοί όλες τους τις δυνάμεις επετέθησαν στην εξέχουσα του Κουρσκ (όπου οι Σοβιετικοί τούς ανέμεναν μαζεύοντας επίσης τις δικές τους δυνάμεις) με σκοπό να τελειώνουν μια και καλή με το Κόκκινο Στρατό και να πετύχουν ό,τι δεν πέτυχαν οι εκστρατείες του 1941 και του 1942. Ο κόσμος κράτησε για μιαν ακόμα φορά την ανάσα του. Η σύγκρουση υπήρξε τιτανική. Η μεγαλύτερη στρατιωτική σύγκρουση όλων των εποχών, μια γιγαντομαχία αρμάτων μάχης, πεζικού και αεροπορίας στην οποίαν οι Γερμανοί αιμορράγησαν έως θανάτου.
Ενός θανάτου όμως που θα τον τροφοδοτούσαν με το αίμα των λαών και το δικό τους έως τον Μάιο του 1945. Μετά το Κουρσκ ο γερμανικός στρατός έχασε κάθε επιθετική πρωτοβουλία και πέρασε στην άμυνα. Μια άμυνα λυσσώδη. Οι Σοβιετικοί απελευθέρωναν το 1943 με ποταμούς αίματος πολλές απ’ τις περιοχές που είχαν κατακτήσει και στο μεταξύ καταστρέψει οι Γερμανοί από το Μινσκ και το Κίεβο ως τα «ανοιχτά» της Κριμαίας, με το Λένινγκραντ ακόμα να πολιορκείται. Μια πολιορκία που κράτησε 800 μέρες κι έφθασε τους ανθρώπους στα ίδια όρια της ύπαρξης που έφθαναν οι κρατούμενοι στα Στρατόπεδα Συγκέντρωσης.
Το 1943 οι Γερμανοί είχαν χάσει τον πόλεμο, αλλά έκαναν ότι δεν το καταλάβαιναν, διότι δεν είχαν οδό διαφυγής. Είχαν κενό στρατηγικής - οι αντικειμενικοί τους στόχοι τούς είχαν διαφύγει, και το μόνο που τους έμενε ήταν η παραμυθία της προπαγάνδας, οι ελπίδες στα «μυστικά όπλα» που ετοίμαζε ο Χίτλερ και η ανατροφοδότηση της αγριότητας που είχαν συσσωρεύσει καθώς τα εγκλήματά τους είχαν υπερβεί κάθε όριο και τους είχαν μετατρέψει σε θηρία. Ποταμοί αίματος έρρεαν στην Ευρώπη, στις συγκρούσεις των Γερμανών και των Ευρωπαίων ναζί συμμάχων τους με την Αντίσταση, ενώ το όργιο θανάτου στα Στρατόπεδα Συγκέντρωσης έπαιρνε τις βιβλικές διαστάσεις του Ολοκαυτώματος.
Οι Σύμμαχοι είχαν αποβιβαστεί στην Ιταλία (θα έμπαιναν στη Ρώμη, την ημέρα της απόβασης στη Νορμανδία), ενώ η αμερικανική Αεροπορία ισοπέδωνε τις γερμανικές πόλεις μαζί με τη βρετανική, με αποκορύφωμα τους στρατηγικούς βομβαρδισμούς τάπητα - μια απ’ τις βασικές αιτίες τις αντιφασιστικής νίκης. Εκείνο που δεν είναι
γνωστό στον πολύ κόσμο στη Δύση, όχι τόσο γνωστό όσον η D Day, η απόβαση στη Νορμανδία, είναι η επιχείρηση «Μπαγκρατιόν» του Κόκκινου Στρατού, η οποία μετέτρεψε το 1944 σε ένα έτος ολοσχερούς και διαρκούς ήττας της Βέρμαχτ. Στην επιχείρηση αυτή για την ανάκτηση και της τελευταίας σπιθαμής σοβιετικού εδάφους από τη Σεβαστούπολη ως τα πολωνικά σύνορα, εκατομμύρια Σοβιετικοί έδωσαν τη ζωή τους εξοντώνοντας εκατομμύρια Γερμανούς. Θεωρείται (η επιχείρηση «Παγκρατιόν») και είναι η μεγαλύτερη στρατιωτική επιχείρηση όλων των εποχών. Τρεις ομάδες στρατιών («Μέτωπα», όπως τα έλεγαν οι Σοβιετικοί) ξερίζωναν όλο το 1944 ένα προς ένα τα δόντια της Βέρμαχτ, που πολεμούσε όλο και πιο λυσσασμένα, όλο και πιο απελπισμένα. Οι απώλειες σε όλα τα άλλα μέτωπα του πολέμου καθ’ όλην τη διάρκειά του δεν συγκρίνονται με τις απώλειες που προκάλεσε αυτή η επιχείρηση και στις δύο πλευρές.
Στο μεταξύ οι Σύμμαχοι είχαν αποβιβασθεί στη Νορμανδία, κάνοντας τον εφιάλτη του Χίτλερ για πόλεμο σε δύο μέτωπα εφιάλτη κι εκείνων που προσπάθησαν να τον δολοφονήσουν. Ο Χίτλερ απέδωσε τη σωτηρία του από εκείνην την απόπειρα στη θεία πρόνοια και ο Γκαίμπελς εξαπέλυσε μια άνευ προηγουμένου προπαγάνδα συσπείρωσης του λαού γύρω απ’ τον ηγέτη του έως θανάτου. Και πράγματι, οι εθνικοσοσιαλιστές οδηγούσαν πλέον τη Γερμανία στον θάνατο και στην κονιορτοποίηση συνειδητά. Ηταν το μόνο που είχαν να κάνουν. Κάθε μορφή συνθηκολόγησης θα τους οδηγούσε ενώπιον των ευθυνών τους κι από ’κεί στις αγχόνες. Ο Χίτλερ είχε αποφασίσει να πάρει τη Γερμανία μαζί του στον τάφο του. Οι τελευταίες του ελπίδες ήταν τα «μυστικά όπλα», που όντως ετοίμαζε, αλλά κατ’ ελάχιστον πρόλαβε να χρησιμοποιήσει, και η διάσπαση των Συμμάχων. Μια ιδέα που όσον ο πόλεμος πλησίαζε στο οικτρό για τους ναζί τέλος του, τόσον και κέρδιζε έδαφος σε ορισμένους αξιωματούχους του καθεστώτος που ήλπιζαν ότι η ηττημένη Βέρμαχτ θα μπορούσε να συμπαραταχθεί με τους Συμμάχους, ώστε να αντιμετωπίσουν από κοινού τον «κομμουνιστικό κίνδυνο», σε μια ύστατη και μεγαλειώδη μάχη του «ελεύθερου κόσμου» κατά της ΕΣΣΔ.
Φρούδες ελπίδες (που άνθησαν κατά τον Ψυχρό Πόλεμο, αλλά όχι όσο μαινόταν ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος), με τον Τσώρτσιλ και τον Ρούσβελτ να θέλουν την άνευ όρων συνθηκολόγηση της Γερμανίας, όπως και ο Στάλιν. Ομως το 1944 η Γερμανία πολεμούσε ακόμα με λύσσα, μάλιστα τον Δεκέμβριο κόντεψε να ανατρέψει τους Συμμάχους με αντεπίθεση στις Αρδέννες, ενώ η σοβιετική επίθεση σταματούσε στον Βιστούλα, αφήνοντας τη Βαρσοβία, που στο μεταξύ είχε εξεγερθεί, στην ανηλεή εκδίκηση των ναζί.
Η εξόριστη πολωνική κυβέρνηση απ’ το Λονδίνο κατηγόρησε τους Σοβιετικούς ότι βραδυπόρησαν σκοπίμως μπροστά απ’ τη Βαρσοβία (όπως ακόμα και σήμερα τους κατηγορούν για τη σφαγή του Κατίν), η αλήθεια όμως είναι (όπως όλη η σοβαρή ιστορική βιβλιογραφία των δυτικών επιβεβαιώνει) ότι η σοβιετική επίθεση δεν μπορούσε να συνεχισθεί χωρίς να οργανώσει το έδαφος πίσω της, με κίνδυνο να μείνει έκθετη σε γερμανική αντεπίθεση μιας Βέρμαχτ που στο Ανατολικό μέτωπο αριθμούσε ακόμα 4.000.000 (εμπειροπόλεμους) άνδρες και απολύτως επαρκή μέσα και πολεμικό υλικό.
Για να αντιληφθούμε τα μεγέθη, οι απώλειες των Βρετανών σε όλα τα ευρωπαϊκά μέτωπα δεν υπερέβησαν τις 160.000 ψυχές, ενώ μόνον στη μάχη του Βερολίνου οι Σοβιετικοί έχασαν 350.000 ζωές και οι Γερμανοί 600.000, ενώ άλλους τόσους έχασαν αμφότεροι στις μάχες της Βουδαπέστης ή της Πράγας.
Η παραϊστορία για αυτά τα θέματα ακμάζει στις μέρες μας. Θεωρείται, για παράδειγμα, «έγκλημα πολέμου» των Συμμάχων ο βομβαρδισμός της Δρέσδης (13 Φεβρουαρίου 1945, ενώ η Γερμανία εμάχετο ακόμα λυσσωδώς) με 60.000 νεκρούς (στην πραγματικότητα 16.000) και δεν θεωρείται «έγκλημα πολέμου» ο βομβαρδισμός της Νυρεμβέργης (80.000 νεκροί), της Φρανκφούρτης, 43 ακόμα γερμανικών πόλεων, η ισοπέδωση του Βερολίνου (με 500.000 νεκρούς, 1942-1945) ή του Τόκιο, με 160.000 νεκρούς σε μια μέρα, πολύ περισσότερους από τους νεκρούς της Χιροσίμα. Ομως
μπορεί οι ρεβανσιστές (ακροδεξιοί η «εκσυγχρονιστές») να γίνονται καταγέλαστοι όταν προσπαθούν να αναθεωρήσουν την Ιστορία άνευ αποδείξεων, αλλά η προπαγάνδα τους έχει πολύ καλύτερη τύχη στο χάος της «αλήθειας του καθενός», του μεταμοντερνισμού και της παραϊστορίας που ανθεί στο διαδίκτυο στις περιοχές που προστατεύουν τα νεφελίμ.
Ομως, για να επιστρέψουμε στο μακρό αυτό κείμενο και στο τέλος του πολέμου, το έτος 1945 υπήρξε συγκλονιστικό και σοκαριστικό. Τέσσερις μήνες και εννιά ημέρες αιμοσταγών συγκρούσεων στο ανατολικό μέτωπο, με τους Γερμανούς να υποχωρούν σιγά-σιγά στο δυτικό μέτωπο, διαθέτοντας πλέον εκεί έναν στρατό παίδων και γερόντων με την επικουρία των φαντασιώσεων του Γκαίμπελς για «λαϊκό πόλεμο», εκδικητές «λύκους» και άλλα παραληρήματα. Η υπεροπλία των Συμμάχων, παρά τις αποτυχημένες επιχειρήσεις, όπως η επιχείρηση Γκάρντεν του Μοντγκόμερυ, ήταν τέτοια, ειδικώς στον αέρα, που οδηγούσε όσους εμπειροπόλεμους Γερμανούς στρατιωτικούς δεν ήθελαν να σκοτωθούν ματαίως (ή να μετατεθούν στο ανατολικό μέτωπο) να παραδίδονται με τους στρατιώτες τους μαζικά στους Συμμάχους, ακόμα και συντεταγμένοι με στολές παρελάσεως.
Αντιθέτως, στο ανατολικό μέτωπο η αντίσταση των ναζί ήταν έως εσχάτων, με πολλά απ’ αυτά τα καθάρματα να αυτοκτονούν όταν ο Χίτλερ αυτοκτονούσε ο ίδιος και το Βερολίνο έπεφτε. Οι τελευταίες μέρες του πολέμου μοιάζουν με ελληνική τραγωδία. Ομάδες θανάτου των ναζί έβγαιναν τις νύχτες στο Βερολίνο και εκτελούσαν υπόπτους για ηττοπάθεια, παιδιά και φανατικοί Ες Ες απ’ όλη την Ευρώπη (περίπου 1.500.000 άνδρες) προσπαθούσαν να σταματήσουν τους Σοβιετικούς και να κατορθώσουν το δικό τους «Στάλινγκραντ», ενώ ο Αδόλφος στο μπούνκερ του κινούσε επί χάρτου στρατιές-φαντάσματα κι έδινε τις τελευταίες θανάσιμες διαταγές του στον Σπέερ εναντίον του γερμανικού λαού πλέον, ενός λαού «που δεν στάθηκε αντάξιος του φύρερ του» και τώρα θα έπρεπε να πληρώσει την ανικανότητά του.
Οι τελευταίες διαταγές αυτού του τέρατος, στο οποίο οι καπιταλιστικές εμπιστεύθηκαν την αναγέννηση της ισχύος τους ανορίοτης, ήταν να μη μείνει στη Γερμανία λίθος επί λίθου. Στις 30 Απριλίου ο Χίτλερ αυτοκτόνησε και στις μέρες που ακολούθησαν τη συνθηκολόγηση της Γερμανίας, στις 8 Μαΐου κατ’ αρχήν, αλλά στις 9 Μαΐου όταν την υπέγραψαν ενώπιον των Σοβιετικών του θριαμβευτή Ζούκωφ, ήταν σαν ο εθνικοσοσιαλισμός στην κατεχόμενη Γερμανία να εξαερώθηκε. Σαν να μην υπήρξε ποτέ. Βεβαίως συλλήψεις έγιναν, η δίκη της Νυρεμβέργης έγινε, η καταδίωξη των ναζί εγκληματιών με πρωτοβουλία της δίκαιης οργής των Εβραίων συνεχίσθηκε, αλλά η ίδια η χώρα, ο ίδιος ο λαός έμεινε με το άγος ανεξιλέωτο. Κι όχι μόνον αυτό, αλλά ήδη από το δεύτερο μισό του 1945 πρώην ναζί ξαναγίνονταν δάσκαλοι, ταχυδρομικοί, τραπεζικοί, στρατιωτικοί και ό,τι άλλο, κυρίως στη δυτική Γερμανία αλλά και εν μέρει στην ανατολική. Ναζί επιστήμονες μεταφέρθηκαν στην Αμερική, ενώ «κομμουνιστικές συνωμοσίες» (όπως στην Ελλάδα) πνίγονταν στο αίμα.
Ο μεταπολεμικός κόσμος αναδύθηκε γεμάτος ελπίδες. Μετά δύο πολέμους, οι απλοί άνθρωποι πίστευαν ότι επιτέλους η ελευθερία που με το αίμα τους διαφύλαξαν θα είχε και κοινωνικό αντίκτυπο. Οτι η εργασία, ακόμα κι αν δεν έπαιρνε την εξουσία, θα είχε στις κοινωνίες το ειδικό βάρος που της άξιζε. Και έτσι έγινε -ως έναν βαθμό τουλάχιστον- με την Εργατική κυβέρνηση στην Αγγλία, το ιταλικό Σύνταγμα να προβλέπει τον Σοσιαλισμό, το κοινωνικό κράτος να κυριαρχεί στη Γαλλία, το Βέλγιο, τη Σκανδιναβία, και τις λαϊκές δημοκρατίες στην ανατολική Ευρώπη να υποστηρίζονται απ’ τις μάζες, όπως στην Πολωνία, την Τσεχοσλοβακία, τη Γιουγκοσλαβία, ή να στηρίζονται στην παρουσία των Σοβιετικών, όπως στην Ουγγαρία, τη Ρουμανία, τη Βουλγαρία και αλλού.
Ο μεταπολεμικός κόσμος δεν κράτησε πολύ, μπλέχτηκε στον ιστό του Ψυχρού Πολέμου, αλλά κράτησαν επί μακρόν οι παρακαταθήκες του. Με αποκορύφωμα τη δεκαετία του ’60 κι ως τις αρχές της δεκαετίας του ’80, το ειρηνιστικό κίνημα, οι εθνικοαπελευθερωτικοί αγώνες, η επιρροή της Αριστεράς στις γειτονιές, τις φάμπρικες και τις τέχνες έδιναν την εντύπωση ότι επιτέλους στο τέλος ο ανθρωπισμός θα θέσει εκτός νόμου τον πόλεμο, ότι οι επιστήμες θα παραγάγουν μια νέα, πιο φιλοσοφημένη ηθική, και ότι εν τέλει η απελευθέρωση του ανθρώπου απ’ τη σκλαβιά της μισθωτής εργασίας θα γίνει εφικτή.
Τα πράγματα πήραν άλλη τροπή. Σήμερα η Ευρώπη δεν γιορτάζει την 9η Μαΐου ως ημέρα της Αντιφασιστικής Νίκης, αλλά ως ημέρα της Ευρώπης (μάλιστα με αντικομμουνιστικές αιχμές). Εκείνο όμως που κυρίως εορτάζει η Ευρώπη με την «ημέρα της Ευρώπης» είναι την επιστροφή της ηπείρου στο καθεστώς εκείνο που κυριαρχούσε πάνω της πριν από τους δύο Παγκοσμίους Πολέμους.
Είναι η γιορτή αυτή, η γιορτή της αστικής τάξης που κατάφερε να υποτάξει ξανά την εργασία σε συνθήκες γαλέρας και κάτεργου. Είναι η γιορτή της τάξης εκείνης που μπορεί να εκμεταλλεύεται τον λαό και ταυτοχρόνως να τον λοιδορεί για τεμπέλη και διεφθαρμένο, που μπορεί να τον ληστεύει και να τον κατηγορεί για χρέη, που μπορεί να του πίνει το αίμα και να τον κατηγορεί για λαϊκιστή. Δεν είναι αυτή η γιορτή της Ευρώπης, είναι η γιορτή των τόκων, του φασισμού των σαλονιών, της αποψίλωσης της δημοκρατίας, της αποβλάκωσης των λαών - είναι η γιορτή των αστών. Των βαμπίρ και των ζόμπι, των πραιτωριανών και των ραγιάδων.
Δεν θα πάρω. Θα κοινωνήσω στην επέτειο της Αντιφασιστικής Νίκης απ’ το αίμα του Κόκκινου Στρατιώτη, του ήρωα της RAF, των Ανταρτών και του παιδιού απ’ την Αϊόβα που σκοτώθηκε στη Νορμανδία. Θα γιορτάσω με όλες εκείνες τις ένδοξες σκιές του παρελθόντος που μας άφησαν κληρονομιά τις ένδοξες ελπίδες του μέλλοντος.
Κι όχι! σήμερα δεν θα ακούσω τον πόνο της σκιάς του Αχιλλέα να λέει στον Οδυσσέα ότι θα ήταν καλύτερα βοσκός στο φως παρά βασιλιάς στον Αδη, διότι αυτά είναι για μέρες ειρηνικές. Και σε αυτόν
τον τόπο πια ειρήνη δεν έχουμε, αλλά πόλεμο, τον πιο άγριο ταξικό πόλεμο παρά ποτέ από την εποχή του φασισμού. Ετσι, λοιπόν, μια μόνο σκιά απ’ τον Αδη ακούω, καθώς ανάβει το καντηλάκι της στη μνήμη των ηρώων του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, την παιχνιδιάρα κι εύθυμη σκιά του Καραϊσκάκη να λέει α, ρε κουφάλες, αν ζήσω θα σας γαμήσω...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για πες