Όχι εδώ και πολύ καιρό, άκουσα κάποιον από τους αναρίθμητους πρώην κυρίους Πρωθυπουργούς που έχουν ταλαιπωρήσει την Ιταλία τις τελευταίες δεκαετίες, να λέει στην τηλεόραση: «Κι ο θείος μου ήταν μετανάστης. Ακόμη θυμάμαι τη στιγμή που έφευγε για την Αμερική. με μια βαλίτσα από χαρτόνι στο χέρι»...
Δεν είναι καθόλου έτσι τα πράγματα, κύριε παραπληροφορημένε, ή αναξιόπιστε πρώην Πρωθυπουργέ. Εκτός από το ότι είναι πρακτικά αδύνατον να έχετε θείο που πήγε στην Αμερική με μια βαλίτσα από χαρτόνι στο χέρι, για τον απλό λόγο ότι οι θείοι με τις βαλίτσες από χαρτόνι στο χέρι πήγαιναν στην Αμερική στις... αρχές του εικοστού αιώνα, δηλαδή τότε που εσείς δεν ήσασταν ακόμη γεννημένος, δεν είναι καθόλου το ίδιο. Και είναι δυο φαινόμενα άσχετα μεταξύ τους για ορισμένους λόγους που εσείς αγνοείτε, ή κάνετε πως αγνοείτε. Οι λόγοι αυτοί είναι οι εξής:
Πρώτον: Η Αμερική είναι μια ήπειρος με έκταση 3 εκατομμύρια και 618.770 τετραγωνικά μίλια. Τεράστιες περιοχές αυτής της έκτασης είναι ακόμη και σήμερα ακατοίκητες ή τόσο αραιά κατοικημένες, ώστε σε πολλές περιπτώσεις μπορεί να περπατάει κανείς για ολόκληρους μήνες χωρίς να συναντήσει ψυχή. Και σας πληροφορώ ότι στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα αυτές οι περιοχές ήταν ακόμη πιο έρημες και σχεδόν εντελώς ακατοίκητες.
Δεν υπήρχαν πόλεις, ούτε κωμοπόλεις, ούτε δρόμοι, ούτε καν οικισμοί. Το πολύ-πολύ να υπήρχαν κάποια φυλάκια ή κάποια καταλύματα για ξεκούραση και για αλλαγή αλόγων. Η πλειονότητα των κατοίκων ήταν, ουσιαστικά, συγκεντρωμένη στις ανατολικές Πολιτείες. Στις Μεσοδυτικές εκτάσεις, ζούσαν μονάχα λίγοι θαρραλέοι τυχοδιώκτες, καθώς και οι φυλές των ιθαγενών Ινδιάνων, που τους ονόμαζαν Ερυθρόδερμους.
Πιο δυτικά, στη λεγόμενη Άγρια Δύση, υπήρχαν ακόμη λιγότεροι κάτοικοι: Το Κυνήγι του Χρυσού μόλις είχε αρχίσει. Λοιπόν: Η Ιταλία δεν αποτελεί ήπειρο. Είναι μια μικρή σχετικά χώρα, τριάντα δύο φορές μικρότερη από την Αμερική και υπερβολικά πυκνοκατοικημένη: ο πληθυσμός της ανέρχεται σε 58 εκατομμύρια κατοίκους έναντι των 282 εκατομμυρίων της Αμερικής.
Συνεπώς, αν τριακόσιες ή τετρακόσιες χιλιάδες γιοι του Αλλάχ μεταναστεύουν στην Ιταλία κάθε χρόνο (όπως γίνεται στην πραγματικότητα), για μας είναι σαν να μετανάστευαν τρία ή τέσσερα εκατομμύρια Μεξικανοί στο Τέξας, στην Αριζόνα ή στην Καλιφόρνια κάθε χρόνο.
Δεύτερον: Για έναν ολόκληρο αιώνα, δηλαδή από τον πόλεμο της Ανεξαρτησίας μέχρι το 1875, η Αμερική ήταν χώρα ελεύθερης προσπέλασης. Τα σύνορα και οι ακτές της παρέμεναν αφύλακτα, οποιοσδήποτε ξένος μπορούσε να μπει ελεύθερα στη χώρα και οι μετανάστες ήταν κάτι παραπάνω από ευπρόσδεκτοι. Για να αναπτυχθεί και να ακμάσει το νεοσύστατο έθνος, έπρεπε να αξιοποιηθούν όλα τα διαθέσιμα εδάφη του και ο εν δυνάμει πλούτος του, και γι’ αυτό ακριβώς στις 20 Μαΐου του 1862, ο Αβραάμ Λίνκολν υπέγραψε την Homestead Act.
Σύμφωνα με την Πράξη αυτή, θα δωρίζονταν 810 εκατομμύρια τ.μ. ομοσπονδιακής γης. Στην Οκλαχόμα, για παράδειγμα, στη Μοντάνα, στη Νεμπράσκα, στο Κολοράντο, στο Κάνσας, στη Βόρεια και Νότια Ντακότα κ.ά... Επιπλέον η «Πράξη» δεν ωφελούσε μονάχα τους Αμερικανούς. Με εξαίρεση τους Κινέζους, που γενικότερα τύχαιναν κακομεταχείρισης, καθώς και τους καταδιωκόμενους γηγενείς Ινδιάνους, οποιοσδήποτε (άντρας ή γυναίκα) μπορούσε να κάνει αίτηση και να λάβει ως δωρεά 480 τ.μ. γης.
Οι προϋποθέσεις ήταν: ο αιτών να έχει συμπληρώσει το εικοστό πρώτο έτος, να εγκατασταθεί στον συγκεκριμένο τόπο για τουλάχιστον πέντε χρόνια, να μετατρέψει την άγρια γη σε φάρμα και κατοικία, να δημιουργήσει οικογένεια και, αν δεν ήταν Αμερικανός, να ζητήσει αμερικανική υπηκοότητα. Ακολουθώντας τα σλόγκαν «Το Αμερικανικό Όνειρο», «Αμερική, η Χώρα των Ευκαιριών», οι περισσότεροι από αυτούς που απέκτησαν έτσι γη, ήταν Ευρωπαίοι.
Ο αριθμός των μεταναστών ήταν τόσο μεγάλος, ώστε ολόκληρες φυλές γηγενών (Τσερόκι, Κρικ, Σεμινόλ, Τσικασό, Τσεγιέν, κ.α.) εκτοπίστηκαν βίαια και περιορίστηκαν με επαίσχυντο τρόπο σε καταυλισμούς. Λοιπόν, στην Ιταλία δεν υπήρξε ποτέ ανάλογη «Πράξη» που να προσκαλεί τους ξένους να έρθουν και να εγκατασταθούν στη χώρα μας: «Ελάτε ξένοι, ελάτε! Αν έρθετε, θα σας δώσουμε ένα καλό κομμάτι γης στο Κιάντι, στη Βαλ Παντάνα ή στη Ριβιέρα. Για χάρη σας θα διώξουμε τους γηγενείς, δηλαδή τους Τοσκανούς, τους Λομβαρδούς και τους Λιγουριανούς, θα τους κλείσουμε σε καταυλισμούς».
Όπως στην υπόλοιπη Ευρώπη, έτσι και στην Ιταλία, όλοι αυτοί οι μετανάστες που μας ταλαιπωρούν, έχουν έρθει με δική τους πρωτοβουλία. Με τα αναθεματισμένα σκάφη τους, τα καταραμένα φουσκωτά σκάφη της αλβανικής μαφίας, αποφεύγοντας τις περιπόλους της ακτοφυλακής, που προσπαθούν να τους στείλουνε πίσω. Δεν είμαστε μια χώρα με ανοιχτά σύνορα, αγαπητέ κύριε Πρώην Πρωθυπουργέ και υποτιθέμενε ανιψιέ του θείου με τη βαλίτσα από χαρτόνι στο χέρι. Εμείς, δεν έχουμε τεμάχια γης να χαρίσουμε στους ξένους. Δεν έχουμε έρημες περιοχές που πρέπει να κατοικηθούν. Ούτε φυλές Τσερόκι, Κρικ, Σεμινόλ, Τσικασό, και Τσεγιέν για να εκτοπίσουμε.
Τρίτον: Ακόμη κι η Αμερική η Χώρα των Ευκαιριών έπαψε κάποια στιγμή να δείχνει στους ξένους την ίδια επιείκεια που έδειχνε μέχρι και την προεδρία του Λίνκολν. Το 1875, για παράδειγμα, η Αμερικανική Κυβέρνηση συνειδητοποίησε ότι έπρεπε να μπουν κάποια όρια, με αποτέλεσμα η Βουλή των Αντιπροσώπων να υιοθετήσει νόμο που απαγόρευε την είσοδο στη Χώρα σε Πρώην κατάδικους και σε πόρνες.
Το 1882, ένας δεύτερος νόμος απέκλειε από το δικαίωμα αυτό ψυχασθενείς και άτομα για τα οποία υπήρχαν υποψίες ότι θα βλάψουν τη δημόσια ζωή της χώρας. Το 1903, ψηφίστηκε ακόμη ένας νόμος που απαγόρευε την είσοδο στη χώρα σε επιληπτικούς, σε επαγγελματίες ζητιάνους, σε ασθενείς με μεταδοτικές αρρώστιες και σε αναρχικούς. (Ο τελευταίος ήταν ένας ανακριβής χαρακτηρισμός που αποδιδόταν τόσο σε παλαβούς που δολοφονούσαν προέδρους, όσο και σε ριζοσπαστικούς που προκαλούσαν γενική αναστάτωση και οργάνωναν απεργίες).
Από εκεί και πέρα, η μεταναστευτική πολιτική έγινε πιο αυστηρή και οι παράνομοι μετανάστες απελαύνονταν αμέσως. Στη σημερινή Ιταλία και Ευρώπη όμως, οι μετανάστες έρχονται όποτε τους αρέσει και όποτε θέλουν. Τρομοκράτες, κλέφτες, βιαστές, πρώην κατάδικοι, πόρνες, ζητιάνοι, έμποροι ναρκωτικών, άτομα με μεταδοτικές ασθένειες. Δεν ελέγχεται το ιστορικό ούτε καν εκείνων που παίρνουν άδεια εργασίας. Από τη στιγμή που περνούν τα σύνορα, τους παρέχεται φιλοξενία, τροφή και ιατρική περίθαλψη, με επιβάρυνση των γηγενών.
Εννοώ των Ιταλών φορολογουμένων. Λαμβάνουν ακόμη και ένα μικρό ποσό χρημάτων για τα τρέχοντα μικροέξοδά τους. Όσο για τους παράνομους μετανάστες, ακόμη κι αν απελαθούν επειδή έχουν διαπράξει κάποιο φριχτό έγκλημα, πάντοτε καταφέρνουν να επιστρέψουν. Αν απελαθούν ξανά, πάλι γυρίζουν πίσω. Φυσικά, για να διαπράξουν κι άλλα εγκλήματα. Και οι πολιτικοί μας δεν κάνουν τίποτε. Ανάθεμά τους!
Δε θα ξεχάσω ποτέ τις διαδηλώσεις που έκαναν πέρυσι οι παράνομοι, κατακλύζοντας τις πλατείες μας για να απαιτήσουν με αυθάδεια άδειες παραμονής. (Οι περισσότεροι ανέμιζαν τις σημαίες της χώρας τους, ή κόκκινες σημαίες). Αυτά τα παμπόνηρα, παραμορφωμένα πρόσωπα. Αυτές οι υψωμένες γροθιές, έτοιμες να μας χτυπήσουν, εμάς τους γηγενείς, να μας κλείσουν σε καταυλισμούς. Αυτές οι κραυγές, που έφερναν στο νου τις κραυγές των οπαδών του Χομεινί στο Ιράν, του Μπιν Λάντεν στην Ινδονησία, Μαλαισία, Πακιστάν, Ιράκ, Σενεγάλη, Σομαλία, Νιγηρία κ.ο.κ...
Δε θα το ξεχάσω ποτέ, γιατί εκτός από προσβεβλημένη, ένιωσα και εξαπατημένη από τους πολιτικούς που έλεγαν: «Θα θέλαμε να τους απελάσουμε, να τους στείλουμε πίσω στις πατρίδες τους. Αλλά, δε γνωρίζουμε πού κρύβονται». Πού κρύβονται;!; Ελεεινοί καραγκιόζηδες! Είχαν κατεβεί κατά χιλιάδες στις πλατείες, και δεν κρύβονταν διόλου. Για να τους απελάσετε, για να τους διώξετε, θα αρκούσε να τους περικυκλώσετε με λίγους ένοπλους αστυνομικούς oι στρατιώτες, να τους φορτώσετε σε φορτηγά, να τους οδηγήσετε σ’ ένα αεροδρόμιο ή ένα λιμάνι, και να τους στείλετε πίσω στις πατρίδες τους.
Όσο για τον τελευταίο λόγο που θα σας αναφέρω, αγαπητέ μου κύριε πρώην Πρωθυπουργέ και υποτιθέμενε ανιψιέ του θείου με τη βαλίτσα από χαρτόνι στο χέρι, είναι τόσο απλός, που ακόμη και ένα διανοητικά καθυστερημένο μωρό θα μπορούσε να τον καταλάβει. Η Αμερική είναι ένα νεοσύστατο έθνος, μια πολύ νέα χώρα. Αν αναλογιστείτε ότι η σύσταση του αμερικανικού έθνους έγινε στα τέλη του δεκάτου όγδοου αιώνα, θα συμπεράνετε εύκολα ότι σήμερα (έτος 2002) συμπληρώνει μόλις δυο αιώνες ζωής. Επίσης, είναι ένα έθνος μεταναστών.
Από την εποχή του Mayflower, από την εποχή των δεκατριών αποικιών, δηλαδή από πάντα, όλοι οι κάτοικοι της Αμερικής ήταν μετανάστες. Παιδιά, εγγόνια, εγγύτεροι ή απώτεροι απόγονοι κάποιων μεταναστών. Ως έθνος μεταναστών, αποτελεί το πιο δυναμικό, το πιο πλούσιο μείγμα φυλών, θρησκειών και γλωσσών που υπήρξε ποτέ σε τούτο τον πλανήτη. Ως νεοσύστατο έθνος, έχει πολύ σύντομη ιστορία. Γι’ αυτό, η πολιτιστική της ταυτότητα δεν έχει ακόμη κατασταλάξει σε κάτι ενιαίο.
Αντίθετα, η Ιταλία είναι ένα πολύ παλαιό έθνος. Με εξαίρεση την Ελλάδα, θα έλεγα πως είναι το παλαιότερο της Δύσης. Η καταγεγραμμένη ιστορία της ξεκινάει πριν τρεις χιλιάδες χρόνια, όταν ιδρύθηκε η Ρώμη. Ή, καλύτερα, από την εποχή που οι Ετρούσκοι αποτελούσαν ήδη πολιτισμένη κοινωνία.
Σ’ αυτές τις τρεις χιλιετίες, παρ’ όλη την εξάπλωση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, παρ’ όλες τις εισβολές που προκάλεσαν την Πτώση αυτού του εκπληκτικού επιτεύγματος, παρ’ όλες τις κατακτήσεις που μας είχαν διαμελίσει για πολλούς αιώνες, η Ιταλία δεν υπήρξε ποτέ έθνος μεταναστών. Δηλαδή, ένα μείγμα από φυλές, θρησκείες και γλώσσες. Ούτε αλλοιώθηκε η ταυτότητά της από τις επιδράσεις των κατακτητών της.
Κανένα από τα ξένα έθνη που μας είχαν κατακτήσει και διαμελίσει (και Γερμανοί και Σκανδιναβοί και Ισπανοί και Γάλλοι και Αυστριακοί) δεν κατάφεραν να μεταβάλουν την οντότητά μας. Αντίθετα, εκείνοι απορροφήθηκαν από εμάς, σαν το νερό από το σφουγγάρι. …. Συνεπώς, η δική μας πολιτιστική ταυτότητα είναι ενιαία. Και, παρ’ όλο που περιέχει κάποια στοιχεία, που έχει απορροφήσει το σφουγγάρι (σκεφτείτε τις πολλές διαλέκτους μας, τις συνήθειές μας, την κουζίνα μας), ποτέ δεν υιοθέτησε συνήθειες του Μουσουλμανικού κόσμου. Με κανέναν τρόπο δεν έχει επηρεαστεί από αυτόν.
Επίσης, για δυο χιλιάδες χρόνια, η ενότητά μας ήταν βασισμένη σε μια θρησκεία που ονομάζεται Χριστιανισμός. Σε μια εκκλησία που ονομάζεται Καθολική Εκκλησία... Πάρτε εμένα σαν παράδειγμα. «Είμαι άθεη και αντικληρικών αντιλήψεων, δεν έχω τίποτε κοινό με την Καθολική Εκκλησία», δηλώνω πάντοτε. Κι αυτό είναι αλήθεια. Αλλά, ταυτόχρονα, είναι και ψέμα. Γιατί, είτε μου αρέσει είτε όχι, έχω αρκετά κοινά με την Καθολική Εκκλησία.
Πιστέψτε με, γαμώτο! Πώς θα μπορούσα να μην έχω; Γεννήθηκα σ’ έναν τοπίο γεμάτο τρούλους εκκλησιών, μοναστήρια, Χριστούς, Μαντόνες, Αγίους, σταυρούς και καμπάνες. Οι πρώτες μελωδίες που άκουσα όταν γεννήθηκα ήταν οι μελωδίες από τις καμπάνες. Τι καμπάνες του Καθεδρικού της Σάντα Μαρία ντελ Φιόρε, που τον Καιρό του Αντίσκηνου, ο μουεζίνης προσβλητικά κατέπνιγε με τα δικά του Αλλάχ-ακμπάρ. Γεννήθηκα και μεγάλωσα με αυτή τη μουσική, με αυτό το τοπίο γύρω μου, με αυτή την Εκκλησία που την έχουν προσκυνήσει ακόμη και μεγάλα μυαλά, όπως ο Δάντης Αλιγκιέρι, ο Λεονάρντο ντα Βίντσι, ο Μιχαήλ Άγγελος και ο Γαλιλαίος Γαλιλέι.
Μέσα από αυτήν έχω μάθει τι είναι γλυπτική, αρχιτεκτονική, ζωγραφική, ποίηση και λογοτεχνία, καθώς και τι σημαίνει ο συνδυασμός της ομορφιάς με τη γνώση. Χάρη σ’ αυτήν άρχισα κάποτε ν’ αναρωτιέμαι τι είναι το Καλό και το Κακό, αν υπάρχει Θεός. Αν μας έπλασε Εκείνος, ή εμείς Εκείνον και αν η ψυχή είναι μια χημική ένωση που μπορεί να υποστεί επεξεργασία σε εργαστήρια ή είναι κάτι περισσότερο από αυτό. Και, μα τον Θεό...
Βλέπετε; Πάλι χρησιμοποίησα τη λέξη «Θεός». Παρ’ όλες τις λαϊκές και αντικληρικές μου αντιλήψεις, παρ’ όλο τον αθεϊσμό μου, είμαι τόσο διαποτισμένη από τον Καθολικό πολιτισμό, ώστε αυτός να είναι αναπόσπαστο μέρος του γραπτού και προφορικού μου λόγου. Μα τον Θεό, για όνομα του Θεού, προς Θεού, δόξα τω Θεώ, Θεέ και Κύριε, Παναγία μου, έλα Παναγία μου, Χριστέ και Παναγιά μου, στην ευχή του Χριστού. Χριστέ μου... Τέτοιες εκφράσεις μου έρχονται τόσο αυθόρμητα, που δε συνειδητοποιώ ότι τις λέω ή ότι τις γράφω. Και να σας τα πω όλα; Παρ’ όλο που ποτέ δε συγχώρεσα την Καθολική Εκκλησία για τα αίσχη που μου επέβαλε, με πρωταρχικό εκείνο της γ…..ς Ιεράς Εξέτασης που τον δέκατο έβδομο αιώνα έκαψε ζωντανή την προγιαγιά μου Ιλντεμπράντα, την κακόμοιρη την Ιλντεμπράντα, παρ’ όλ’ αυτά, οι μελωδίες από τις καμπάνες συνεχίζουν να γλυκαίνουν την καρδιά μου. Μου αρέσουν.
Επίσης, μ’ αρέσουν όλες αυτές οι όμορφες αγιογραφίες με τον Χριστό, την Παναγία και τους Αγίους. Είμαι μάλιστα συλλέκτρια παλαιών εικονισμάτων. Επίσης, μου αρέσουν τα αβαεία και τα μοναστήρια και τα περιβόλια τους. Μου δημιουργούν μια ακαταμάχητη αίσθηση γαλήνης και συχνά ζηλεύω αυτούς που μένουν σ’ αυτά. Και, εν τέλει, ας το παραδεχτούμε: οι καθεδρικοί ναοί μας είναι πιο όμορφοι από τα τζαμιά, τις συναγωγές, τους βουδιστικούς ναούς και τις άχρωμες εκκλησίες των Διαμαρτυρομένων.
…. Όλ’ αυτά τα συμβολικά στολίδια που ανήκαν στη δική μου ζωή. Στον δικό μου πολιτισμό. Ξέρετε, στον κήπο του εξοχικού σπιτιού μου στην Τοσκάνη, υπάρχει ένα μικρό, παλιό ξωκλήσι. Δυστυχώς, είναι πάντοτε κλειστό. Από τότε που πέθανε η μητέρα μου, κανείς δεν το φροντίζει. Κάθε φορά που επιστρέφω στην πατρίδα, πηγαίνω και το ανοίγω. Ξεσκονίζω την Αγία Τράπεζα, προσέχω να μην έχουν κάνει φωλιές τα ποντίκια ή να μην έχουν φάει καμιά σελίδα από τη Σύνοψη.
Και, παρά τον λαϊκισμό μου, τον αθεϊσμό μου, εκεί μέσα νιώθω άνετα. Παρά τις αντικληρικές απόψεις μου, εκεί μέσα νιώθω γαλήνη. (Και βάζω στοίχημα ότι οι περισσότεροι Ιταλοί θα εκμυστηρεύονταν το ίδιο πράγμα. Σε μένα το έχει εκμυστηρευτεί, Θεέ και Κύριε, ο ίδιος ο Ενρίκο Μπερλινγκουέρ, ο Γενικός Γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ιταλίας, ο άνθρωπος που εισήγαγε τον ιστορικό συμβιβασμό μεταξύ μαρξιστών και καθολικών...).
Για όνομα του Θεού, για άλλη μια φορά, αυτό που θέλω να πω είναι ότι εμείς oι Ιταλοί δεν βρισκόμαστε στην ίδια θέση με τους Αμερικανούς. Δεν είμαστε ένα χωνευτήρι πολλών και διάφορων ειδών, δεν είμαστε ένα μωσαϊκό από ανομοιομορφίες, συγκολλημένες μονάχα με μια υπηκοότητα. Εννοώ ότι ακριβώς επειδή η πολιτιστική μας ταυτότητα είναι ήδη προσδιορισμένη από τη χιλιόχρονη ιστορία μας, δεν μπορούμε ν’ αντέξουμε ένα κύμα μεταναστών που δεν έχουν καμιά σχέση μ’ εμάς... Και που δε θέλουν να γίνουν σαν εμάς, να απορροφηθούν από εμάς.
Αντίθετα, μάλιστα, θέλουν να μας απορροφήσουν εκείνοι. Θέλουν ν’ αλλάξουν τις αρχές μας, τις αξίες μας, την ταυτότητά μας, τον τρόπο ζωής μας. Και στο μεταξύ, μας αναστατώνουν με την οπισθοδρομική άγνοιά τους, με την οπισθοδρομική μισαλλοδοξία τους, με την οπισθοδρομική θρησκεία τους. Αυτό που εννοώ είναι ότι στον δικό μας πολιτισμό δεν υπάρχει χώρος για μουεζίνηδες και μιναρέδες, για ψευτο-εγκράτειες, για το ταπεινωτικό τσαντόρ, για την εξευτελιστική μπούρκα.
Ακόμη κι αν υπήρχε χώρος γι’ αυτούς τους ανθρώπους, εγώ δεν θα τους τον παραχωρούσα. Γιατί θα ήταν σαν να έσβηνα την ταυτότητά μας, σαν να εκμηδένιζα τα επιτεύγματά μας. Θα ήταν σαν να έφτυνα κατάμουτρα την ελευθερία την οποία κερδίσαμε, τον πολιτισμό που έχουμε αναπτύξει, την ευημερία που έχουμε αποκτήσει. Θα ήταν σα να ξεπουλούσα τη χώρα μου, την πατρίδα μου. Κι η χώρα μου, η πατρίδα μου δεν είναι προς πώληση.
* Η Οριάνα Φαλάτσι (Oriana Fallaci: 1929 – 2006), η Ιταλίδα δημοσιογράφος, πολεμική ανταποκρίτρια και συγγραφέας, είναι γνωστή στην Ελλάδα για την σχέση της με τον Αλέκο Παναγούλη και για το πολυδιαβασμένο βιβλίο της «Γράμμα σε Ένα Παιδί που Δεν Γεννήθηκε Ποτέ». Το πιο επιτυχημένο όμως εμπορικά βιβλίο της, είναι το “The Rage and The Pride” («H Οργή και η Περηφάνεια», εκδόσεις Γκοβόστης 2003), που εκδόθηκε λίγο μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001. Το βιβλίο συγκέντρωσε τα πυρά των κριτικών με το σκεπτικό ότι προκαλεί το «μίσος εναντίον των μουσουλμάνων». Το επόμενο και τελευταίο της βιβλίο ήταν το “The Force of Reason” (“La Forza della Ragione”) δηλ. «Η Δύναμη της Λογικής» που έγινε και αυτό best seller. Εκεί η Φαλάτσι γράφει πως τρομοκράτες έχουν σκοτώσει 6.000 ανθρώπους τα 20 τελευταία χρόνια στο όνομα του Κορανίου και πως η ισλαμική πίστη σπέρνει μίσος αντί αγάπης και σκλαβιά αντί ελευθερίας.
ΘΑΝΑΣΗΣ ΠΟΛΥΖΩΙΔΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για πες