Την ημέρα εκείνη τα τσιράκια των καγκελάριων πετούσαν φαΐ στους φτωχούς στον δρόμο της Αγοράς.
Το τυπικόν της τελετής ήταν αυστηρό: οι φτωχοί περπατούσαν στα πεζοδρόμια σφυρίζοντας αδιάφορα. Αίφνης ένας σμπίρος πεταγόταν από μια γωνία, ένα περίπτερο, ένα μαγαζάκι και πετούσε ένα πιάτο φαγητό. Αυτό
διέγραφε μια τροχιά κι έσκαγε (αν στο μεταξύ κάποιος φτωχός δεν το έπιανε με πλονζόν) στο οδόστρωμα - αλλού πήγαινε το πιάτο, αλλού το φαγητό κι όλοι οι φτωχοί μαζί έπεφταν πάνω και στα δυο. Κι άρχιζε η κλοτσοπατινάδα, δαγκιές, μπουνιές, κλοτσιές, κατς! ώσπου κάποιος να άρπαζε το πιάτο - για το ποδοπατημένο φαγητό ούτε λόγος να γίνεται, είχε ήδη φαγωθεί απ’ τα πρώτα δευτερόλεπτα ανακατεμένο με τα χώματα και τις βρωμιές του δρόμου.
Από τα υπερώα οι Σαδδουκαίοι χάιδευαν τις χοντρές κοιλιές τους και ευχαριστούσαν τον Κύριο για την τύχη τους, ανάλογη βεβαίως της αξίας τους. Ο ραψωδός διεκτραγωδούσε τα βάσανα του κόσμου τούτου - τη φτώχεια, την γκαντεμιά και την αρρώστια, ψέλνοντας έναν αμανέ σε ήχο βαρύ κι ασήκωτο.
Με το τέλος του αμανέ έληγε και η τελετή. Οι φτωχοί άδειαζαν τον δρόμο αυτοστιγμεί κι εξαφανίζονταν στις τρύπες τους, εκτός απ’ τον τροπαιούχο του πιάτου. Αυτός ήταν πλέον ένας εκλεκτός, τον έκαναν εργάτη.
Τω καιρώ εκείνω, γύρω στο 2015, στις μεγάλες επικράτειες, στη Γερμανία, τη Γαλλία, την Κίνα και αλλού, οι εργάτες δούλευαν άγρια για ένα πιάτο φαΐ - αυτό άλλωστε ήταν και το νόημα της τελετουργίας του πιάτου στον δρόμο της Αγοράς.
Οι εργάτες έπαιρναν χάπια για να αντέξουν τις βάρδιές τους, αλλά ορισμένοι αυτοκτονούσαν, δίνοντας έτσι νέες θέσεις εργασίας σε όσους περίμεναν να μυηθούν στις αδελφότητες των ευτυχισμένων υποαμειβόμενων.
Ματαίως ματώνεις.
Κι αν έχεις δίκιο, γίνεσαι ενοχλητικός.
Σκυμμένος πάνω απ’ το πιάτο ο σύντροφός σου δακρύζει και το πιάτο με τα δάκρυα πλένει τα χέρια του. Περάσαμε τριάντα τρία χρόνια αλλαγών, ώσπου να φθάσουμε στην ουσία που δίνουν στη ύπαρξή μας οι Δυνατοί - ένα πιάτο φαΐ. Ενα πιάτο που πολλοί άλλοι δεν το έχουν. Τριάντα τρία χρόνια αλλαγών, κι εγώ νοσταλγώ όσα δεν άλλαξαν μέσα μου. Ενα είδος παρηγοριάς, εντελώς άχρηστης σε οποιονδήποτε άλλον. Πράγμα που έχει και την καλή του πλευρά: όταν είσαι άχρηστος, είσαι ταυτοχρόνως και αβλαβής.
Δύο χιλιάδες χρόνια μετά, τούτο Σου εστί το σώμα, τούτο Σου εστί το αίμα: ένα πιάτο φαγητό για τον φτωχό. Και εκατό χρόνια μετά την Επανάσταση, άλλος φτωχός έχει πιάτο κι άλλος δεν έχει...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για πες