Πέμπτη 5 Φεβρουαρίου 2015

Ο Ιωάννης ο Η’, το 1438

Ο Ιωάννης η Η’ ο Παλαιολόγος ήταν ομορφάντρας. Ψηλός, λεπτός, μελαχρινός (όμως με καστανά μαλλιά) κι ευγενικά χαρακτηριστικά. Η εικόνα του σώζεται σε έναν πίνακα (νωπογραφία) του Μπενότσο Γκοτσόλι, όπου ο αυτοκράτορας -η μορφή του- εμφανίζεται ως ο ένας απ’ τους τρεις μάγους που σπεύδουν να προσκυνήσουν τον νεογέννητο Χριστό.

Δεν ξέρω αν απορούν κι άλλοι -η ταπεινότης μου πάντως απορεί- γιατί ο ζωγράφος διάλεξε τον Γραικό βασιλιά ως μοντέλο για να αποδώσει τον έναν απ’ τους μάγους. Ισως κάτι το «ειδητικό» (η παράθεση μιας κρυμμένης πληροφορίας) να τον παρακίνησε, πλην όμως «κρυμμένο» το πράγμα δεν έμεινε. Ολοι στην εικόνα του μάγου αναγνώρισαν τότε τη μορφή του ικέτη βασιλιά - κι αυτό μεταφέρθηκε στις επόμενες γενεές, ώσπου καταγράφηκε απ’ τους ειδικούς. Οπως και να ’χει, εκείνο που εντυπωσιάζει στην ενατένιση του Ιωάννη στον πίνακα είναι η μελαγχολία του. Παρ’ ότι ενδεδυμένος με τη φανταχτερή βυζαντινή (πλην όμως δυτικότροπη πλέον) φορεσιά του, ο «βασιλιάς των Ελλήνων» μοιάζει πένης -ίσως διότι όντως πένης ήταν- και κυρίως μοιάζει σαν να είναι αλλού. Τα χαρακτηριστικά του, που θυμίζουν έντονα τα χαρακτηριστικά του Χριστού κατά τον κανόνα της απεικόνισής του, σκιάζονται από μια μαύρη καταχνιά - τα επίσης μαύρα μάτια του κοιτούν κάπου ψηλά και το στέμμα του μοιάζει περισσότερο με στέφανο εξ ακανθών.
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι ο Ιταλός ζωγράφος απέδωσε με τη μορφή του Ρωμιού βασιλιά τα βάσανα των ξεπεσμένων Ελλήνων σε εκείνη την εποχή της αγωνίας τους. Και πράγματι, ικέτης τριγύρναγε έναν χρόνο στις πρωτεύουσες της Δύσης ο προτελευταίος αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης. Τριγύρναγε γυρεύοντας βοήθεια, χωρίς να επιτυγχάνει τίποτα περισσότερο από ευγένειες, καλές κουβέντες και αόριστες υποσχέσεις. Αφραγκος κατέληξε στη Ρώμη και τη Φλωρεντία, κοντά του και ο Πλήθωνας να γοητεύει το κοινό του μιλώντας για τις διαφορές της Αριστοτέλειας φιλοσοφίας απ’ την Πλατωνική - αλλά από σόλδια, κορώνες και λοιπό μπεζαχτά, ούτε φράγκο. Εκανε τα πάντα ο Ιωάννης ο Η’ ο Παλαιολόγος, σύρθηκε στη Σύνοδο της Φλωρεντίας, όπου επισφραγίσθηκε η Ενωση των Εκκλησιών, δηλαδή η υποταγή της Ορθοδοξίας στον Καθολικισμό, αλλά από βοήθεια, οικονομική ή στρατιωτική, ούτε δίφραγκο! Αφραγκος είχε φθάσει στη Ρώμη ο δυστυχής Ιωάννης, άφραγκος έφυγε. Ούτε για τα ναύλα του, να μισθώσει μια θέση σε ένα εμπορικό για την Ανατολή δεν είχε, ώσπου ντράπηκαν οι Βενετοί (ή κάποια ακόμα προνόμια για τις δουλειές τους στην Πόλη κατάφεραν να του αποσπάσουν) και τον φόρτωσαν ρακένδυτο πια σε μια καραβέλα, να φθάσει στον τόπο του. Ρακένδυτος,
όπως ρακένδυτοι είχαν έρθει πάλι στη Ρώμη αιώνες πριν κάτι τελευταίοι Σελευκίδες για να ζητιανέψουν κι εκείνοι μιαν κάποια ευνοϊκή απόφαση της Συγκλήτου. Λέει για αυτήν την ιστορία ο Ποιητής, ότι στο θέαμα των ρακένδυτων Ελληνοσύρων οργίσθηκαν οι απεσταλμένοι των Πτολεμαίων (σταλμένοι κι αυτοί να ζητιανέψουν επίσης) και έστειλαν στα «αδέλφια τους» καλά ρούχα, ώστε καθώς αξίζει σε Ελληνες, καλοντυμένοι, να παρουσιασθούν στους αφέντες του κόσμου. Πονηροί όμως οι Ελληνοσύροι, δεν ενδύθηκαν τις φορεσιές που τους έστειλαν οι Αιγυπτιώτες - καλύτερα, σου λέει, όταν είσαι ενδεής και περιδεής ζητιανεύεις κάνοντας τον ψωριάρη, παρά τον ψωροπερήφανο.
Ομως -για να ξανάρθουμε στην ιστορία μας- ο κυρ Ιωάννης ούτε ψωριάρης ήταν, ούτε ψωροπερήφανος. Ούτε πήγε στη Δύση σαν γραικύλος, σαν άρχοντας πήγε - άσε που απέτυχε. Και πώς άλλωστε να πετύχαινε; με τι γρόσια και με τι άρματα;
★★★
Οπως καταλαβαίνετε, με φόβο και με ελπίδα περιμένω αυτά που πάνε να συμβούν. Τη μιαν ώρα τα μαντάτα είναι ενθαρρυντικά, την άλλη μας δαγκώνουνε τα φίδια. Είναι οι συναντήσεις η μια μετά την άλλη που αφήνουν διαφορετικές γεύσεις η καθεμία. Είναι και οι καθ’ ημάς χαιρέκακοι που μιλάνε γιακωλοτούμπες, που εύχονται ο κ. Τσίπρας να αποτύχει, λες κι έτσι θα ωφεληθεί η πατρίδα. Μαύρες ψυχές - διέθετε πάντα από δαύτες το ρωμαίικο, ακούς τον κ.Σαμαρά να μιλά (διά των φερεφώνων του) και σφίγγεται η καρδιά σου. Αλλά δεν θα μπορούσε να ’ναι αλλιώς, εκ μέρους της Μέρκελ κυβερνούσαν, εκ μέρους της Μέρκελ ομιλούν.
★★★
Ρωτούσα χθες μία απ’ τις συναδέλφους τηλεφωνήτριες, «τι κλίμα πιάνεις;».«Εχει ξαλαφρώσει ο κόσμος», μου απάντησε. «Εχουν ψηλώσει όλοι δυο πόντους». Ολοι; όχι βέβαια! Οι ένοχοι για όσα έκαναν ως τώρα σκυφτοί μένουν - έρμοι και σκοτεινοί θα μείνουν. Οι άλλοι όμως, οι ελπίζοντες, άγρυπνοι μένουν και σαν τον Αιγέα περιμένουν, αν θα ’ναι μαύρο ή άσπρο το πανί, αν θ’ αλαφρώσουν τα εξ Εσπερίας νέφη ή αν θα βαρύνουν κι άλλο...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Για πες