Το δεύτερο ψηλότερο κτήριο της Ελλάδας και κατά δύο μέτρα ψηλότερο από το "Μαρμάρινο Μέλαθρον" του Λονδίνου παραμένει αναξιοποίητο και ακατοίκητο εδώ και 42 χρόνια.
Μπήκαμε μέσα αναζητώντας τις απαντήσεις....
Ρεπορτάζ: Τατιάνα Φύσσα
Φωτογραφίες: Σοφία Ζαχαριάδη
«Προτείνουμε το cluster της ναυτιλίας να στεγαστεί σε νέο Πολυδύναμο Διοικητικό Κέντρο, το οποίο θα ανεγερθεί αφού κατεδαφιστεί ο Πύργος του Πειραιά, ένα κτίριο- σύμβολο των ευκαιριών ανάπτυξης που ο Πειραιάς έχει χάσει μέχρι σήμερα. Στο νέο Πολυδύναμο Κέντρο θα μπορούν επίσης να στεγαστούν σωματεία και κοινωνικοί φορείς της πόλης», είχε δηλώσει προγραμματικά ο νυν δήμαρχος Πειραιά, Γιάννης Μώραλης.
Το δίχως άλλο, πρόκειται για μια εντυπωσιακή δέσμευση. Βέβαια, το να κατεδαφίσει κανείς έναν από τους ψηλότερους ουρανοξύστες της Μεσογείου προκειμένου να τον αντικαταστήσει με κάτι «πολυδύναμο» μοιάζει σε πρώτη φάση λίγο οξύμωρο, αλλά εν πάση περιπτώσει είναι και η κατεδάφιση μια άποψη.
Ένα είναι σίγουρο: αυτός ο Πύργος παραμένει 42 χρόνια στην ίδια θέση, σιωπηλά υπομένοντας τους ψιθύρους δυσαρέσκειας των Πειραιωτών, που τον βλέπουν είτε σαν σύμβολο υποβάθμισης είτε
απλώς σαν μια αχρείαστα ψηλή κονσέρβα, τους Πειραιώτες δημάρχους να διαδέχονται ο ένας τον άλλον και να ευαγγελίζονται αλλαγές προς την όποια κατεύθυνση, τους αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς για την αξιοποίησή του να πέφτουν στο κενό ο ένας μετά τον άλλον και, τέλος, τις προσωποποιήσεις και τα προσωνύμια –εφευρέσεις του δημοσιογραφικού κόσμου – να τον σταμπάρουν εν αγνοία του με τη ρετσινιά της χούντας ή με την ιδιότητα του φαντάσματος.
Με λίγα λόγια, ο Πύργος του Πειραιά ορίζει αλά ελληνικά τον όρο «ανάπτυξη» και ίσως συνοψίζει τη σύγχρονη ιστορία της χώρας: μια ιστορία με πολλά λόγια και μηδενική δράση, με πολλές προσπάθειες και μηδενικά αποτελέσματα, με πολλές ευκαιρίες και προκλητική αδράνεια.
http://popaganda.gr/
Διαβάστε κι αυτό:Ο Πύργος του Πειραιά και το "Μαρμάρινο Μέλαθρον" ΛονδίνουΜπήκαμε μέσα αναζητώντας τις απαντήσεις....
Ρεπορτάζ: Τατιάνα Φύσσα
Φωτογραφίες: Σοφία Ζαχαριάδη
«Προτείνουμε το cluster της ναυτιλίας να στεγαστεί σε νέο Πολυδύναμο Διοικητικό Κέντρο, το οποίο θα ανεγερθεί αφού κατεδαφιστεί ο Πύργος του Πειραιά, ένα κτίριο- σύμβολο των ευκαιριών ανάπτυξης που ο Πειραιάς έχει χάσει μέχρι σήμερα. Στο νέο Πολυδύναμο Κέντρο θα μπορούν επίσης να στεγαστούν σωματεία και κοινωνικοί φορείς της πόλης», είχε δηλώσει προγραμματικά ο νυν δήμαρχος Πειραιά, Γιάννης Μώραλης.
Το δίχως άλλο, πρόκειται για μια εντυπωσιακή δέσμευση. Βέβαια, το να κατεδαφίσει κανείς έναν από τους ψηλότερους ουρανοξύστες της Μεσογείου προκειμένου να τον αντικαταστήσει με κάτι «πολυδύναμο» μοιάζει σε πρώτη φάση λίγο οξύμωρο, αλλά εν πάση περιπτώσει είναι και η κατεδάφιση μια άποψη.
Ένα είναι σίγουρο: αυτός ο Πύργος παραμένει 42 χρόνια στην ίδια θέση, σιωπηλά υπομένοντας τους ψιθύρους δυσαρέσκειας των Πειραιωτών, που τον βλέπουν είτε σαν σύμβολο υποβάθμισης είτε
απλώς σαν μια αχρείαστα ψηλή κονσέρβα, τους Πειραιώτες δημάρχους να διαδέχονται ο ένας τον άλλον και να ευαγγελίζονται αλλαγές προς την όποια κατεύθυνση, τους αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς για την αξιοποίησή του να πέφτουν στο κενό ο ένας μετά τον άλλον και, τέλος, τις προσωποποιήσεις και τα προσωνύμια –εφευρέσεις του δημοσιογραφικού κόσμου – να τον σταμπάρουν εν αγνοία του με τη ρετσινιά της χούντας ή με την ιδιότητα του φαντάσματος.
Με λίγα λόγια, ο Πύργος του Πειραιά ορίζει αλά ελληνικά τον όρο «ανάπτυξη» και ίσως συνοψίζει τη σύγχρονη ιστορία της χώρας: μια ιστορία με πολλά λόγια και μηδενική δράση, με πολλές προσπάθειες και μηδενικά αποτελέσματα, με πολλές ευκαιρίες και προκλητική αδράνεια.
Παραδόξως, αυτή είναι μια ιστορία που θα ξεκινήσει από το τέλος για να καταλήξει στην αρχή. Το τέλος, λοιπόν, αρχίζει στο χρονικό σημείο όπου κατάφερα να διακρίνω το λόφο της Ακρόπολης από τον 22ο όροφο του δεύτερου ψηλότερου κτηρίου του λεκανοπεδίου. Με μια στροφή 180 μοιρών, έβλεπα τη θάλασσα. Και κάτω από τα πόδια μου εκτεινόταν η θορυβώδης και γεμάτη ζωή αγορά του Πειραιά.
Μετά από αρκετή ώρα ποδαρόδρομο, μετά από επικίνδυνες σκάλες και προσεκτικά βήματα, μετά από τόνους τσιμέντου αλλά μόνο έναν τόνο του γκρι – κανένα άλλο χρώμα για τρεις ώρες- μετά από δεκάδες άψυχα κουφάρια πουλιών που δεν βρήκαν ποτέ το δρόμο να βγουν από κει μέσα, αν μη τι άλλο η θέα σε αποζημιώνει και σου αφήνει και τα ρέστα δικά σου.
Πριν από αυτή τη μικρή κατάκτηση της κορυφής όμως, η κατάσταση ήταν χειρότερη απ’ ότι θα περίμενε κανείς. Το κτήριο δεν ολοκληρώθηκε ποτέ εσωτερικά από τον τρίτο όροφο και μετά.
Προσωπικά, περίμενα να δω κάποιο απομεινάρι ανθρώπινης δραστηριότητας, φανταζόμουν ότι όλο και κάποιος άστεγος θα είχε βρει καταφύγιο μέσα στο μεγαθήριο – παιδί της ανάπτυξης.
Πέρα από κάποιες φρασούλες της δεκαετίας του ’00 και από κάποια συνθήματα ΠΑΟ– γιατί, ας είμαστε ειλικρινείς, ένας εγκαταλελειμμένος πύργος είναι το μοναδικό σημείο του παραδοσιακά κόκκινου Πειραιά όπου μπορεί κανείς να γράψει ανενόχλητος «ζήτω η Θύρα 13» και να τη βγάλει καθαρή – δεν υπήρχε κανένα άλλο ίχνος ανθρώπινης παρουσίας.
Μόνο κάτι παλιακά κονσερβοκούτια και πακέτα από τσιγάρα, που μπορεί να ήταν εκεί από τις τελευταίες εργασίες που έγιναν στον Πύργο. Μετά τον 7ο όροφο, είχα πια καταλάβει πως το μέρος δεν ενδείκνυται για να στεγάσει κανέναν και τίποτα. Το ζήτημα, όμως, είναι γιατί.
Μετά από αρκετή ώρα ποδαρόδρομο, μετά από επικίνδυνες σκάλες και προσεκτικά βήματα, μετά από τόνους τσιμέντου αλλά μόνο έναν τόνο του γκρι – κανένα άλλο χρώμα για τρεις ώρες- μετά από δεκάδες άψυχα κουφάρια πουλιών που δεν βρήκαν ποτέ το δρόμο να βγουν από κει μέσα, αν μη τι άλλο η θέα σε αποζημιώνει και σου αφήνει και τα ρέστα δικά σου.
Πριν από αυτή τη μικρή κατάκτηση της κορυφής όμως, η κατάσταση ήταν χειρότερη απ’ ότι θα περίμενε κανείς. Το κτήριο δεν ολοκληρώθηκε ποτέ εσωτερικά από τον τρίτο όροφο και μετά.
Προσωπικά, περίμενα να δω κάποιο απομεινάρι ανθρώπινης δραστηριότητας, φανταζόμουν ότι όλο και κάποιος άστεγος θα είχε βρει καταφύγιο μέσα στο μεγαθήριο – παιδί της ανάπτυξης.
Πέρα από κάποιες φρασούλες της δεκαετίας του ’00 και από κάποια συνθήματα ΠΑΟ– γιατί, ας είμαστε ειλικρινείς, ένας εγκαταλελειμμένος πύργος είναι το μοναδικό σημείο του παραδοσιακά κόκκινου Πειραιά όπου μπορεί κανείς να γράψει ανενόχλητος «ζήτω η Θύρα 13» και να τη βγάλει καθαρή – δεν υπήρχε κανένα άλλο ίχνος ανθρώπινης παρουσίας.
Μόνο κάτι παλιακά κονσερβοκούτια και πακέτα από τσιγάρα, που μπορεί να ήταν εκεί από τις τελευταίες εργασίες που έγιναν στον Πύργο. Μετά τον 7ο όροφο, είχα πια καταλάβει πως το μέρος δεν ενδείκνυται για να στεγάσει κανέναν και τίποτα. Το ζήτημα, όμως, είναι γιατί.
Το ιστορικό, οι δήμαρχοι, δυο κάμερες και η τραγική ειρωνεία
Η ανέγερση του Πύργου, ή αλλιώς του «Εμποροναυτιλιακού Κέντρου Πειραιά», ήταν μια σύλληψη της χουντικής επταετίας (1967-1974). Ο Πύργος δημιουργήθηκε κατά μια έννοια σαν αντίπαλο δέος του Πύργου των Αθηνών, του ψηλότερου ουρανοξύστη της Αθήνας που ξεπερνά τον γίγαντα του Πειραιά κατά 19 μέτρα και 6 ορόφους. (Σημείωση Ζείδωρον:όπως θα δείτε στην ανάρτηση που σας προτείνουμε στο τέλος υπάρχει και μάλλον ευσταθεί η εκδοχή ότι ο Σκυλίτσης ήθελε το δικό του έργο να είναι ψηλότερο από το ¨Μαρμάρινο Μέλαθρον" του Λονδίνου).
Το 1968 η νομοθεσία επέτρεψε για πρώτη φορά την έκδοση αδειών για κατασκευή ψηλών κτηρίων στην Αθήνα (Αναπτυξιακός Νόμος Α.Ν. 395/68 Περί του Ύψους των Οικοδομών και της Ελευθέρας Δομήσεως).
Για το πολιτικό καθεστώς ο Πύργος εξυπηρετούσε ένα διπλό σκοπό.
Αφενός, προοριζόταν να καταστεί σύμβολο της αναπτυξιακής δυναμικής του Πειραιά, που άλλωστε ήταν και παραμένει το μεγαλύτερο εμποροναυτιλιακό κέντρο της χώρας.
Αφετέρου, ένα έργο τέτοιου βεληνεκούς σίγουρα θα επισφράγιζε την μεσσιανική ταυτότητα των καθεστωτικών, που χτίζοντας τον Πύργο στην πραγματικότητα έχτιζαν την εικόνα τους ως μεταρρυθμιστών και φορέων μιας νέας οικονομικής πολιτικής.
Και ιδού, τί τραγική ειρωνεία: το κτήριο από σύμβολο ευρωστίας κατέληξε θλιβερό υπόμνημα παρακμής και από προσωπίδα πολιτικών οραματιστών – αυτών που αποπειράθηκαν να γράψουν με 22 ορόφους τσιμέντου το όνομά τους στην ιστορία – κατέληξε αποκύημα μιας μισητής επταετίας χουντικών– αυτών που εν τέλει κατάφεραν εκτός από τη δική τους εικόνα να καταβαραθρώσουν και αυτή του κτηρίου.
Το 1968 η νομοθεσία επέτρεψε για πρώτη φορά την έκδοση αδειών για κατασκευή ψηλών κτηρίων στην Αθήνα (Αναπτυξιακός Νόμος Α.Ν. 395/68 Περί του Ύψους των Οικοδομών και της Ελευθέρας Δομήσεως).
Για το πολιτικό καθεστώς ο Πύργος εξυπηρετούσε ένα διπλό σκοπό.
Αφενός, προοριζόταν να καταστεί σύμβολο της αναπτυξιακής δυναμικής του Πειραιά, που άλλωστε ήταν και παραμένει το μεγαλύτερο εμποροναυτιλιακό κέντρο της χώρας.
Αφετέρου, ένα έργο τέτοιου βεληνεκούς σίγουρα θα επισφράγιζε την μεσσιανική ταυτότητα των καθεστωτικών, που χτίζοντας τον Πύργο στην πραγματικότητα έχτιζαν την εικόνα τους ως μεταρρυθμιστών και φορέων μιας νέας οικονομικής πολιτικής.
Και ιδού, τί τραγική ειρωνεία: το κτήριο από σύμβολο ευρωστίας κατέληξε θλιβερό υπόμνημα παρακμής και από προσωπίδα πολιτικών οραματιστών – αυτών που αποπειράθηκαν να γράψουν με 22 ορόφους τσιμέντου το όνομά τους στην ιστορία – κατέληξε αποκύημα μιας μισητής επταετίας χουντικών– αυτών που εν τέλει κατάφεραν εκτός από τη δική τους εικόνα να καταβαραθρώσουν και αυτή του κτηρίου.
Πέραν όμως από αυτό το – κατάτι διασκεδαστικό – κλείσιμο του ματιού της Ιστορίας, το κτήριο έχει ύψος 84 μέτρα και το συνολικό εμβαδόν του ανέρχεται στις 30.000 α.τ.μ. (ήτοι, «ανεκμετάλλευτα τετραγωνικά μέτρα», για να χρησιμοποιήσουμε και μια αμιγώς ελληνική μονάδα μέτρησης).
Η ομάδα μελέτης του αποτελούνταν από τους αρχιτέκτονες Ι.Βικέλα, Α. Λοϊζο και Γ. Μολφέση και τον πολιτικό μηχανικό Α. Οικονόμου. Οι προκαταρκτικές εργασίες ξεκίνησαν το 1972 επί δημαρχίας Αριστείδη Σκυλίτση, ενώ ο σκελετός του κτηρίου παραδόθηκε το 1974.
Το 1983 ολοκληρώθηκε η επένδυσή του με γυάλινα και μεταλλικά ελάσματα επί δημαρχίας Γιάννη Παπασπύρου. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ‘80 οι πρώτοι δύο όροφοι είχαν αξιοποιηθεί με κάποιον τρόπο, μέχρι πρότινος στέγαζαν κάποιες κρατικές υπηρεσίες, ένα σχολείο και ένα κατάστημα ηλεκτρονικών ειδών.
Το 1997-1998, με δήμαρχο Πειραιά το Στέλιο Λογοθέτη, προκηρύσσεται δημόσιος διεθνής πλειοδοτικός διαγωνισμός για την αποπεράτωση του έργου, ο οποίος όμως δεν ολοκληρώθηκε.
Το 2001 επί δημαρχίας Χρήστου Αγραπίδη, προκηρύχθηκε μειοδοτικός αυτή τη φορά διαγωνισμός, με προϋπολογισμό της τάξης των 6 εκατομμυρίων, δηλαδή κατά 2 εκατομμύρια μικρότερο του προηγούμενου διαγωνισμού. Το διαγωνισμό κέρδισε η εταιρία «ΑΒΑΞ» όμως για άγνωστους λόγους δεν προχώρησε ποτέ στην ολοκλήρωση του έργου.
Το 2007 το δημοτικό συμβούλιο Πειραιά με δήμαρχο τον Παναγιώτη Φασούλα ανοίγει ξανά το διάλογο για την αποπεράτωση του έργου, έχοντας μάλιστα για όραμα τη λειτουργία εστιατορίου με πανοραμική θέα στον τελευταίο όροφο. Αισιόδοξο σχέδιο. Αλλά ούτε κι αυτό περπάτησε.
Στην ταράτσα του Πύργου υπήρχε μόνο ένα παραμελημένο δώμα, μια παρατημένη σκάλα και, όλως παραξένως, δυο κάμερες. Και μάλιστα όχι στραμμένες προς Ακρόπολη.
Η ομάδα μελέτης του αποτελούνταν από τους αρχιτέκτονες Ι.Βικέλα, Α. Λοϊζο και Γ. Μολφέση και τον πολιτικό μηχανικό Α. Οικονόμου. Οι προκαταρκτικές εργασίες ξεκίνησαν το 1972 επί δημαρχίας Αριστείδη Σκυλίτση, ενώ ο σκελετός του κτηρίου παραδόθηκε το 1974.
Το 1983 ολοκληρώθηκε η επένδυσή του με γυάλινα και μεταλλικά ελάσματα επί δημαρχίας Γιάννη Παπασπύρου. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ‘80 οι πρώτοι δύο όροφοι είχαν αξιοποιηθεί με κάποιον τρόπο, μέχρι πρότινος στέγαζαν κάποιες κρατικές υπηρεσίες, ένα σχολείο και ένα κατάστημα ηλεκτρονικών ειδών.
Το 1997-1998, με δήμαρχο Πειραιά το Στέλιο Λογοθέτη, προκηρύσσεται δημόσιος διεθνής πλειοδοτικός διαγωνισμός για την αποπεράτωση του έργου, ο οποίος όμως δεν ολοκληρώθηκε.
Το 2001 επί δημαρχίας Χρήστου Αγραπίδη, προκηρύχθηκε μειοδοτικός αυτή τη φορά διαγωνισμός, με προϋπολογισμό της τάξης των 6 εκατομμυρίων, δηλαδή κατά 2 εκατομμύρια μικρότερο του προηγούμενου διαγωνισμού. Το διαγωνισμό κέρδισε η εταιρία «ΑΒΑΞ» όμως για άγνωστους λόγους δεν προχώρησε ποτέ στην ολοκλήρωση του έργου.
Το 2007 το δημοτικό συμβούλιο Πειραιά με δήμαρχο τον Παναγιώτη Φασούλα ανοίγει ξανά το διάλογο για την αποπεράτωση του έργου, έχοντας μάλιστα για όραμα τη λειτουργία εστιατορίου με πανοραμική θέα στον τελευταίο όροφο. Αισιόδοξο σχέδιο. Αλλά ούτε κι αυτό περπάτησε.
Στην ταράτσα του Πύργου υπήρχε μόνο ένα παραμελημένο δώμα, μια παρατημένη σκάλα και, όλως παραξένως, δυο κάμερες. Και μάλιστα όχι στραμμένες προς Ακρόπολη.
Αττικοί και αστικοί μύθοι,τι λένε οι Αρχιτέκτονες
Πέρα από τα χρονικά και – κυρίως! – τα λογικά κενά που παρουσιάζονται στο παραπάνω χρονολόγιο, όπως άλλωστε είπαμε και νωρίτερα πολλά ψιθυρίζονται γύρω από τον Πύργο του Πειραιά, ανάμεσα σε Πειραιώτες, πολιτικούς και αρχιτέκτονες.
Λέγεται ότι για να οικοδομηθεί ο Πύργος του Πειραιά, κατεδαφίστηκε ένα σήμα κατατεθέν της πειραϊκής γειτονιάς, το παλιό Ρολόι του Πειραιά, αν και αυτό δεν είναι αληθές αφού το Ρολόι βρισκόταν μπροστά από τον χώρο που χτίστηκε ο Πύργος και κατεδαφίστηκε επί δημαρχίας Σκυλίτση (μάλλον για αισθητικούς λόγους…).
Από την άλλη οι δημότες δεν τρέφουν ιδιαίτερα συναισθήματα για ένα κτήριο που ουδέποτε ολοκληρώθηκε, ουδέποτε κατάφερε να προσαρμοστεί στους ταχύρυθμους παλμούς της περιοχής, ουδέποτε στάθηκε φιλόξενο σε επισκέπτες, και αντ’ αυτών απλά στέκεται εκεί πιάνοντας χώρο και λειτουργεί σαν κρεμάστρα διαφημιστικών.
Από την άλλη, η στάμπα της χούντας ναι μεν παρουσιάζει ένα ιστορικό ενδιαφέρον, ωστόσο μια ιστορία με περισσότερη σκόνη κι από τον ίδιο τον Πύργο είναι ικανή να δικαιολογήσει τον αργό θάνατο 30.000 τετραγωνικών;
Επιπλέον, κατά καιρούς έχει κυκλοφορήσει η φήμη ότι το κτήριο έχει προβλήματα στατικότητας, κάτι που οι ειδικοί σωρηδόν διαψεύδουν. Αλλά κανείς δεν τους ακούει.
«Πρέπει να ξεχωρίσουμε το τί λένε ή πιστεύουν οι Πειραιώτες από το τί συμβαίνει στην πραγματικότητα. Το πρόβλημα στατικότητας του κτηρίου, που κάποιοι χρησιμοποιούν σαν επιχείρημα για να δικαιολογήσουν την αδυναμία αξιοποίησής του, είναι κατά πάσα πιθανότητα ένας αστικός μύθος, όπως απέδειξε άλλωστε και ο σεισμός του 1999», εξηγεί ο αρχισυντάκτης του αρχιτεκτονικού portal «greekarchitects.gr», Μανώλης Οικονόμου.
«Δεν υπάρχει καμία επίσημη αναφορά, κανένα αρχείο ή μελέτη που να αποδεικνύει ότι ο Πύργος έχει πρόβλημα στατικότητας. Μια άποψη που προσωπικά ασπάζομαι είναι ότι το κτήριο ήταν συνδεδεμένο με τη δημαρχία Σκυλίτση, ο οποίος ήταν στην συνείδηση του κόσμου χαρακτηρισμένος ως χουντικός».
Μάλιστα, με πρωτοβουλία της ίδιας ιστοσελίδας διοργανώθηκε το 2010 ένας αρχiτεκτονικός διαγωνισμός με θέμα «Πύργος Πειραιά 2010: Αλλάζοντας την (πρόσ)ΟΨΗ», ο οποίος προσέλκυσε συμμετοχές από Ελλάδα και εξωτερικό και κατέληξε στη βράβευση πολλών και θεαματικών προτάσεων, που όμως παραμένουν απραγματοποίητες.
Λέγεται ότι για να οικοδομηθεί ο Πύργος του Πειραιά, κατεδαφίστηκε ένα σήμα κατατεθέν της πειραϊκής γειτονιάς, το παλιό Ρολόι του Πειραιά, αν και αυτό δεν είναι αληθές αφού το Ρολόι βρισκόταν μπροστά από τον χώρο που χτίστηκε ο Πύργος και κατεδαφίστηκε επί δημαρχίας Σκυλίτση (μάλλον για αισθητικούς λόγους…).
Από την άλλη οι δημότες δεν τρέφουν ιδιαίτερα συναισθήματα για ένα κτήριο που ουδέποτε ολοκληρώθηκε, ουδέποτε κατάφερε να προσαρμοστεί στους ταχύρυθμους παλμούς της περιοχής, ουδέποτε στάθηκε φιλόξενο σε επισκέπτες, και αντ’ αυτών απλά στέκεται εκεί πιάνοντας χώρο και λειτουργεί σαν κρεμάστρα διαφημιστικών.
Από την άλλη, η στάμπα της χούντας ναι μεν παρουσιάζει ένα ιστορικό ενδιαφέρον, ωστόσο μια ιστορία με περισσότερη σκόνη κι από τον ίδιο τον Πύργο είναι ικανή να δικαιολογήσει τον αργό θάνατο 30.000 τετραγωνικών;
Επιπλέον, κατά καιρούς έχει κυκλοφορήσει η φήμη ότι το κτήριο έχει προβλήματα στατικότητας, κάτι που οι ειδικοί σωρηδόν διαψεύδουν. Αλλά κανείς δεν τους ακούει.
«Πρέπει να ξεχωρίσουμε το τί λένε ή πιστεύουν οι Πειραιώτες από το τί συμβαίνει στην πραγματικότητα. Το πρόβλημα στατικότητας του κτηρίου, που κάποιοι χρησιμοποιούν σαν επιχείρημα για να δικαιολογήσουν την αδυναμία αξιοποίησής του, είναι κατά πάσα πιθανότητα ένας αστικός μύθος, όπως απέδειξε άλλωστε και ο σεισμός του 1999», εξηγεί ο αρχισυντάκτης του αρχιτεκτονικού portal «greekarchitects.gr», Μανώλης Οικονόμου.
«Δεν υπάρχει καμία επίσημη αναφορά, κανένα αρχείο ή μελέτη που να αποδεικνύει ότι ο Πύργος έχει πρόβλημα στατικότητας. Μια άποψη που προσωπικά ασπάζομαι είναι ότι το κτήριο ήταν συνδεδεμένο με τη δημαρχία Σκυλίτση, ο οποίος ήταν στην συνείδηση του κόσμου χαρακτηρισμένος ως χουντικός».
Μάλιστα, με πρωτοβουλία της ίδιας ιστοσελίδας διοργανώθηκε το 2010 ένας αρχiτεκτονικός διαγωνισμός με θέμα «Πύργος Πειραιά 2010: Αλλάζοντας την (πρόσ)ΟΨΗ», ο οποίος προσέλκυσε συμμετοχές από Ελλάδα και εξωτερικό και κατέληξε στη βράβευση πολλών και θεαματικών προτάσεων, που όμως παραμένουν απραγματοποίητες.
Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, ο Πύργος έχει υποστεί τα πυρά των ρομαντικών υπερμάχων του «Αττικού Τοπίου», που θεωρούν ότι το ύψος του κλέβει λίγη – βασικά, αρκετή – από την δόξα του λόφου της Ακρόπολης.
«Γύρω από τη συζήτηση για την ύπαρξη ψηλών κτιρίων στην Αθήνα έχουν δημιουργηθεί αρκετοί αστικοί μύθοι. Ο βασικότερος είναι ότι χτίστηκαν επί δικτατορίας και γι’αυτό έχουν δαιμονοποιηθεί. Ιδιαίτερα η προηγούμενη γενιά των αρχιτεκτόνων δυσκολεύτηκε να τα διαχειριστεί. Ο δεύτερος μύθος είναι η σεισμικότητα. Αρκεί να αναφέρω τα παραδείγματα του Τόκιο και του Λος Αντζελες για να καταπέσει. Τρίτος μύθος είναι το λεγόμενο αττικό τοπίο.
Όμως η Αττική δεν είναι πια Επτάλοφος, είναι μια μάζα από μπετόν, που σκαρφαλώνει πάνω στα βουνά. Επομένως, δεν βρίσκω τίποτε ωραίο στο αττικό τοπίο για να διατηρηθεί. Φυσικά, υπάρχει ο περιορισμός της Ακρόπολης, του Λυκαβηττού ή περιοχών όπως είναι η Πλάκα. Κανείς δεν θέλει να δει έναν ουρανοξύστη στο κέντρο της Αθήνας.
Θα μπορούσε, όμως, να υπάρχει στο Ελληνικό, στην Κηφισιά και αλλού. Απαιτείται, λοιπόν, μια πολύ καλή μελέτη, σωστή χωροθέτηση και πάνω απ’όλα πολιτική βούληση» είχε δηλώσει το Φεβρουάριο του 2010 στην Ελευθεροτυπία ο αρχιτέκτονας και αρθρογράφος στο GreekArchitects.gr, Αλέξιος Βανδώρος.
«Γύρω από τη συζήτηση για την ύπαρξη ψηλών κτιρίων στην Αθήνα έχουν δημιουργηθεί αρκετοί αστικοί μύθοι. Ο βασικότερος είναι ότι χτίστηκαν επί δικτατορίας και γι’αυτό έχουν δαιμονοποιηθεί. Ιδιαίτερα η προηγούμενη γενιά των αρχιτεκτόνων δυσκολεύτηκε να τα διαχειριστεί. Ο δεύτερος μύθος είναι η σεισμικότητα. Αρκεί να αναφέρω τα παραδείγματα του Τόκιο και του Λος Αντζελες για να καταπέσει. Τρίτος μύθος είναι το λεγόμενο αττικό τοπίο.
Όμως η Αττική δεν είναι πια Επτάλοφος, είναι μια μάζα από μπετόν, που σκαρφαλώνει πάνω στα βουνά. Επομένως, δεν βρίσκω τίποτε ωραίο στο αττικό τοπίο για να διατηρηθεί. Φυσικά, υπάρχει ο περιορισμός της Ακρόπολης, του Λυκαβηττού ή περιοχών όπως είναι η Πλάκα. Κανείς δεν θέλει να δει έναν ουρανοξύστη στο κέντρο της Αθήνας.
Θα μπορούσε, όμως, να υπάρχει στο Ελληνικό, στην Κηφισιά και αλλού. Απαιτείται, λοιπόν, μια πολύ καλή μελέτη, σωστή χωροθέτηση και πάνω απ’όλα πολιτική βούληση» είχε δηλώσει το Φεβρουάριο του 2010 στην Ελευθεροτυπία ο αρχιτέκτονας και αρθρογράφος στο GreekArchitects.gr, Αλέξιος Βανδώρος.
Εύλογα ερωτήματα και (συνδυ)αστικές σκέψεις
Το πρώτο ερώτημα που προκύπτει από τα παραπάνω, είναι το εξής, όπως έχει διατυπωθεί από τη συντάκτρια της Ελευθεροτυπίας, Φωτεινή Μπάρκα:
«Πώς είναι δυνατόν 30.000 τ.μ. τεράστιας εμπορικής αξίας στο “φιλέτο” του Πειραιά να μένουν αναξιοποίητα;».
Γιατί, πέραν των αστικών μύθων, των ιστοριοκεντρικών αναλύσεων και των συναισθηματισμών, μιλάμε για ένα πραγματικό ουρανοξύστη, η μίσθωση του οποίου θα αναζωογονούσε κατά αρκετά εκατομμύρια ευρώ το ταμείο του Δήμου.
Το οικονομικό δίλημμα, όμως, είναι σοβαρός ανασταλτικός παράγοντας. «Σίγουρα τίθεται κι ένα ζήτημα οικονομικού κόστους, γιατί σε περιπτώσεις τόσο μεγάλων κτηρίων δύσκολα θα διατεθεί ένα ποσό για την αποπεράτωση αφενός, ή για τον εξοπλισμό τους αφετέρου.
Υπάρχει μια σειρά κτηρίων στον Πειραιά τα οποία παραμένουν, όπως και ο Πύργος, αναξιοποίητα. Για κάποιο λόγο η αποφεύγεται το θέμα της επάνδρωσής τους και από τη ναυτιλιακή κοινότητα και τις ναυτιλιακές εταιρίες. Επίσης, υπάρχει πιθανότητα να προσκόπτει το έργο σε κάποια περιπλοκή στο ιδιοκτησιακό καθεστώς του κτηρίου.
Σας αναφέρω για παράδειγμα το οικόπεδο-κληροδότημα του Αλεξάνδρυ Ζαχαρίου επί της ακτής Διλαβέρη: τα κληροδοτήματα εμπίπτουν σε συγκεκριμένους κανονισμούς και ως τέτοιο, το οικόπεδο Ζαχαρίου δεν μπόρεσε να αξιοποιηθεί σαν Πνευματικό Κέντρο, γιατί κατά το 80% μπορεί να ανήκει στο Δήμο Πειραιά, ωστόσο κατά το υπόλοιπο 20% ανήκει στο Υπουργείο Οικονομικών. Κατανοείτε λοιπόν ότι κάπου εκεί τα πάντα κολλάνε», μας εξηγεί ο κύριος Οικονομόπουλος.
Από την προκήρυξη του διαγωνισμού του 2001, προκύπτει πως το κτήριο αποτελεί ιδιοκτησία του Δήμου Πειραιά, εκτός από ένα ισόγειο κατάστημα επιφάνειας 334.80 τ.μ.που ανήκει στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων. Ίσως έχει αλλάξει κάτι από τότε ή ίσως αυτό το συμπέρασμα να είναι επισφαλές, σε κάθε περίπτωση, όμως, οι αιχμές που αφήνονται σχετικά με το ιδιοκτησιακό καθεστώς του Πύργου ίσως είναι η απάντηση στο ερώτημα «τί πάει στραβά τόσα χρόνια;».
Πάντως, από οικονομικής άποψης, η κατάσταση μοιάζει «μπρός γκρεμός και πίσω ρέμα». Κι αυτό γιατί τόσο η αποπεράτωση όσο και η κατεδάφιση αυτού του ναρκωμένου θηρίου είναι αρκετά ακριβά project. Και τα μισθώματα που ο Δήμος έχει απολέσει τόσα χρόνια, δεν είναι παρά η θαρραλέα κλωτσιά ή το στραβοπάτημα που θα έριχνε τον Πειραιά είτε στον γκρεμό, είτε στο ρέμα.
«Πώς είναι δυνατόν 30.000 τ.μ. τεράστιας εμπορικής αξίας στο “φιλέτο” του Πειραιά να μένουν αναξιοποίητα;».
Γιατί, πέραν των αστικών μύθων, των ιστοριοκεντρικών αναλύσεων και των συναισθηματισμών, μιλάμε για ένα πραγματικό ουρανοξύστη, η μίσθωση του οποίου θα αναζωογονούσε κατά αρκετά εκατομμύρια ευρώ το ταμείο του Δήμου.
Το οικονομικό δίλημμα, όμως, είναι σοβαρός ανασταλτικός παράγοντας. «Σίγουρα τίθεται κι ένα ζήτημα οικονομικού κόστους, γιατί σε περιπτώσεις τόσο μεγάλων κτηρίων δύσκολα θα διατεθεί ένα ποσό για την αποπεράτωση αφενός, ή για τον εξοπλισμό τους αφετέρου.
Υπάρχει μια σειρά κτηρίων στον Πειραιά τα οποία παραμένουν, όπως και ο Πύργος, αναξιοποίητα. Για κάποιο λόγο η αποφεύγεται το θέμα της επάνδρωσής τους και από τη ναυτιλιακή κοινότητα και τις ναυτιλιακές εταιρίες. Επίσης, υπάρχει πιθανότητα να προσκόπτει το έργο σε κάποια περιπλοκή στο ιδιοκτησιακό καθεστώς του κτηρίου.
Σας αναφέρω για παράδειγμα το οικόπεδο-κληροδότημα του Αλεξάνδρυ Ζαχαρίου επί της ακτής Διλαβέρη: τα κληροδοτήματα εμπίπτουν σε συγκεκριμένους κανονισμούς και ως τέτοιο, το οικόπεδο Ζαχαρίου δεν μπόρεσε να αξιοποιηθεί σαν Πνευματικό Κέντρο, γιατί κατά το 80% μπορεί να ανήκει στο Δήμο Πειραιά, ωστόσο κατά το υπόλοιπο 20% ανήκει στο Υπουργείο Οικονομικών. Κατανοείτε λοιπόν ότι κάπου εκεί τα πάντα κολλάνε», μας εξηγεί ο κύριος Οικονομόπουλος.
Από την προκήρυξη του διαγωνισμού του 2001, προκύπτει πως το κτήριο αποτελεί ιδιοκτησία του Δήμου Πειραιά, εκτός από ένα ισόγειο κατάστημα επιφάνειας 334.80 τ.μ.που ανήκει στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων. Ίσως έχει αλλάξει κάτι από τότε ή ίσως αυτό το συμπέρασμα να είναι επισφαλές, σε κάθε περίπτωση, όμως, οι αιχμές που αφήνονται σχετικά με το ιδιοκτησιακό καθεστώς του Πύργου ίσως είναι η απάντηση στο ερώτημα «τί πάει στραβά τόσα χρόνια;».
Πάντως, από οικονομικής άποψης, η κατάσταση μοιάζει «μπρός γκρεμός και πίσω ρέμα». Κι αυτό γιατί τόσο η αποπεράτωση όσο και η κατεδάφιση αυτού του ναρκωμένου θηρίου είναι αρκετά ακριβά project. Και τα μισθώματα που ο Δήμος έχει απολέσει τόσα χρόνια, δεν είναι παρά η θαρραλέα κλωτσιά ή το στραβοπάτημα που θα έριχνε τον Πειραιά είτε στον γκρεμό, είτε στο ρέμα.
Εδώ υπεισέρχεται όμως ένα δίλημμα δευτέρου βαθμού: κατεδάφιση ή μη κατεδάφιση; «Cap ou pas cap»;
Η αλήθεια είναι ότι, ακόμη κι αν ο «κοιμώμενος γίγας» ως δια μαγείας – της γνωστής μαγείας του δημοσιονομικού budget και της πολιτικής διαύγειας – θα είχαμε πρόβλημα στο… πάρκινγκ. Δεν το λέω γι’ αστείο, μπορεί να φαίνεται μακρινό μεν, αλλά δεν παύει να είναι ένα ακόμη ζοφερό σενάριο του μέλλοντος.Το αστείο είναι πως, ακριβώς λόγω της έλλειψης χώρου στο σημείο όπου βρίσκεται ο Πύργος, υποθέτω πως καθίσταται δύσκολη και η κατεδάφιση.
Επίσης, κυκλοφορούν και κάποιες ανησυχητικές φήμες σχετικά με τα υλικά του κτηρίου, οι οποίες αφορούν πιο συγκεκριμένα στον αμίαντο, ένα υλικό που έχει καταδικαστεί χρόνια τώρα ως καρκινογόνο. «Νομίζω πως η κατεδάφιση ενός κτηρίου τέτοιου μεγέθους είναι ένα εξαιρετικά δαπανηρό σχέδιο, κάπως ανώφελο και σίγουρα απαιτητικό ως προς την υλοποίησή του, δεδομένης της τοποθεσίας στην οποία βρίσκεται: ένα κτήριο 22 ορόφων πάνω σε έναν κεντρικό δρόμο του Πειραιά δεν γκρεμίζεται εν μία νυκτί, χρειάζεται ειδικές μελέτες για να γίνει, πολλώ δε μάλλον αν περιέχει και αμίαντο στα υλικά του, η απομάκρυνση του οποίου πρέπει να γίνει από εξειδικευμένο προσωπικό με ειδικό εξοπλισμό.
Γενικώς είναι ένα κτήριο που στερείται υποδομών, κυρίως όσον αφορά στον περιμετρικά ελεύθερο χώρο, σε μια ήδη βεβαρημένη από την κίνηση περιοχή. Σε κάθε περίπτωση, όμως, η κατεδάφιση δεν νομίζω πως είναι λύση», σχολιάζει η αρχιτέκτων και μηχανικός, Αλίκη Ζεπάτου.
Υπάρχει βέβαια και η άποψη του κυρίου Οικονομόπουλου, ο οποίος επί του θέματος εξήγησε πως «η πλειοψηφία των κτηρίων της περιόδου εκείνης περιέχουν στα υλικά τους αμίαντο, συνεπώς δεν αποκλείεται καθόλου αυτό το σενάριο. Ωστόσο δεν νομίζω πως αυτό είναι λόγος να μην αξιοποιηθεί το κτήριο. Δεν μιλάμε για ένα σπιτάκι είκοσι τετραγωνικών, μιλάμε για ένα κτήριο-φιλέτο, ένα από τα μεγαλύτερα στη Μεσόγειο».
Η αλήθεια είναι ότι, ακόμη κι αν ο «κοιμώμενος γίγας» ως δια μαγείας – της γνωστής μαγείας του δημοσιονομικού budget και της πολιτικής διαύγειας – θα είχαμε πρόβλημα στο… πάρκινγκ. Δεν το λέω γι’ αστείο, μπορεί να φαίνεται μακρινό μεν, αλλά δεν παύει να είναι ένα ακόμη ζοφερό σενάριο του μέλλοντος.Το αστείο είναι πως, ακριβώς λόγω της έλλειψης χώρου στο σημείο όπου βρίσκεται ο Πύργος, υποθέτω πως καθίσταται δύσκολη και η κατεδάφιση.
Επίσης, κυκλοφορούν και κάποιες ανησυχητικές φήμες σχετικά με τα υλικά του κτηρίου, οι οποίες αφορούν πιο συγκεκριμένα στον αμίαντο, ένα υλικό που έχει καταδικαστεί χρόνια τώρα ως καρκινογόνο. «Νομίζω πως η κατεδάφιση ενός κτηρίου τέτοιου μεγέθους είναι ένα εξαιρετικά δαπανηρό σχέδιο, κάπως ανώφελο και σίγουρα απαιτητικό ως προς την υλοποίησή του, δεδομένης της τοποθεσίας στην οποία βρίσκεται: ένα κτήριο 22 ορόφων πάνω σε έναν κεντρικό δρόμο του Πειραιά δεν γκρεμίζεται εν μία νυκτί, χρειάζεται ειδικές μελέτες για να γίνει, πολλώ δε μάλλον αν περιέχει και αμίαντο στα υλικά του, η απομάκρυνση του οποίου πρέπει να γίνει από εξειδικευμένο προσωπικό με ειδικό εξοπλισμό.
Γενικώς είναι ένα κτήριο που στερείται υποδομών, κυρίως όσον αφορά στον περιμετρικά ελεύθερο χώρο, σε μια ήδη βεβαρημένη από την κίνηση περιοχή. Σε κάθε περίπτωση, όμως, η κατεδάφιση δεν νομίζω πως είναι λύση», σχολιάζει η αρχιτέκτων και μηχανικός, Αλίκη Ζεπάτου.
Υπάρχει βέβαια και η άποψη του κυρίου Οικονομόπουλου, ο οποίος επί του θέματος εξήγησε πως «η πλειοψηφία των κτηρίων της περιόδου εκείνης περιέχουν στα υλικά τους αμίαντο, συνεπώς δεν αποκλείεται καθόλου αυτό το σενάριο. Ωστόσο δεν νομίζω πως αυτό είναι λόγος να μην αξιοποιηθεί το κτήριο. Δεν μιλάμε για ένα σπιτάκι είκοσι τετραγωνικών, μιλάμε για ένα κτήριο-φιλέτο, ένα από τα μεγαλύτερα στη Μεσόγειο».
Αλλά βέβαια, το μεγαλύτερο ερώτημα από όλα παραμένει το γιατί δεν αξιοποιήθηκε τόσα χρόνια το δεύτερο ψηλότερο κτήριο της Ελλάδας.
Στην προκειμένη περίπτωση, ο όρος «αξιοποίηση» νομίζω πως λειτουργεί κάπως παραπλανητικά, δεδομένου ότι – για να μην ξεχνιόμαστε – πρώτο τίθεται το ζήτημα της αποπεράτωσης του έργου, του οποίου η παρούσα κατάσταση είναι κυριολεκτικά και μεταφορικά «για τα μπάζα».
Η απάντηση στο ερώτημα δεν έχει βρεθεί, ίσα ίσα που όσο ψάχνει κανείς, τόσο βρίσκει τον εαυτό του να αποκλείει τα πιθανά σενάρια το ένα μετά το άλλο. Αν δεν φταίει η στάμπα της χούντας, οι φωνασκούσες κοινότητες των «αττικιστών», οι ψίθυροι των Πειραιωτών, ο κίνδυνος του αμιάντου, η στατικότητα του κτηρίου και το πρόβλημα στάθμευσης – αν υπάρχει κάτι που δεν φταίει, σίγουρα είναι το πάρκινγκ! – τότε ποιός φταίει που ένα κτήριο 22 ορόφων παραμένει αναξιοποίητο 42 χρόνια μετά;
Και τέλος πάντων, το κτήριο το ίδιο δεν έφταιξε σε κανέναν. Συνεπώς γιατί να λάβει μεταχείριση τύπου «χέρι πονάει, χέρι κόβει», όπως κακά τα ψέματα συμβαίνει τόσο συχνά σ’ αυτή τη χώρα;
Στην προκειμένη περίπτωση, ο όρος «αξιοποίηση» νομίζω πως λειτουργεί κάπως παραπλανητικά, δεδομένου ότι – για να μην ξεχνιόμαστε – πρώτο τίθεται το ζήτημα της αποπεράτωσης του έργου, του οποίου η παρούσα κατάσταση είναι κυριολεκτικά και μεταφορικά «για τα μπάζα».
Η απάντηση στο ερώτημα δεν έχει βρεθεί, ίσα ίσα που όσο ψάχνει κανείς, τόσο βρίσκει τον εαυτό του να αποκλείει τα πιθανά σενάρια το ένα μετά το άλλο. Αν δεν φταίει η στάμπα της χούντας, οι φωνασκούσες κοινότητες των «αττικιστών», οι ψίθυροι των Πειραιωτών, ο κίνδυνος του αμιάντου, η στατικότητα του κτηρίου και το πρόβλημα στάθμευσης – αν υπάρχει κάτι που δεν φταίει, σίγουρα είναι το πάρκινγκ! – τότε ποιός φταίει που ένα κτήριο 22 ορόφων παραμένει αναξιοποίητο 42 χρόνια μετά;
Και τέλος πάντων, το κτήριο το ίδιο δεν έφταιξε σε κανέναν. Συνεπώς γιατί να λάβει μεταχείριση τύπου «χέρι πονάει, χέρι κόβει», όπως κακά τα ψέματα συμβαίνει τόσο συχνά σ’ αυτή τη χώρα;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για πες