Για όσους απορούν κι αναρωτιούνται τι είναι αυτά τα δυό παράξενα αντικείμενα της φωτογραφίας, και για τους μη γνωρίζοντες: Λοιπόν αυτά τα ΠΟΛΥΤΙΜΑ ΚΑΙ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΑ, (αντικείμενα να τα πω;) είναι δυό παροπλισμένες πλέον «τσιμπλολάμπες», από εκείνες που κάποτε ήταν γνωστές και απαραίτητες σε κάθε σπίτι.
Κι έζησαν μεγαλεία σε εποχές παλιότερες πριν να τις παραμερίσει η πρόοδος και ο ηλεκτρισμός, τότε που ήταν απαραίτητες σε γλέντια και ξενύχτια και σε νυχτέρια ατέλειωτα. Αυτή η «τσιμπλολάμπα» ήταν η μόνη πηγή φωτός τη νύχτα πριν έρθει το ρεύμα στα χωριά, και μ’ αυτήν φέγγαμε στα σκοτάδια, μ’ αυτήν διαβάζαμε και συντροφιά μ’ αυτήν με κατεβασμένο το φυτίλι και τη φλόγα «χαμηλωμένη» για να μην καίει πολύ πετρέλαιο, έπλεκε η «Βάβο» καθισμένη κοντά στο τζάκι πουλόβερ και «σκαλτσούνια.
Άμα τη μελετήσεις καλά μια τέτοια λάμπα, δεν είναι απλό κατασκεύασμα, είναι ένα τέλειο φωτιστικό σώμα και αρκετά πολύπλοκο. Διαθέτει το κάτω μέρος, το «δοχείο» μέσα στο οποίο μπαίνει το καθαρό (φωτιστικό) πετρέλαιο, και τη «Μηχανή» που βιδώνει πάνω σ’ αυτό το δοχείο, και που περνάει ενδιάμεσα μέσα από μια σχισμή το βαμβακερό φυτίλι το οποίο μ’ ένα ρεγουλατόρο ροδέλα, το ανεβάζεις και το κατεβάζεις, ανάλογα με το πόσο φωτεινή θέλεις να είναι η φλόγα.
Βέβαια υπήρχε πάντα μια αρχή. Δεν μπορούσες να σηκώσεις αυτό το φυτίλι πολύ, γιατί ζεσταίνονταν με τη φλόγα το λαμπογιάλι που ήταν και το λεπτό σημείο της λάμπας, και μπορούσε εύκολα να σπάσει και να τρέχεις στον μπακάλη να πάρεις άλλο. Και άμα τύχαινε - που πάντα σχεδόν τύχαινε να’ ναι νύχτα - άντε να βρεις.
Η μικρή η λάμπα - συνήθως γυάλινη - διέθετε και καθρέπτη, ένα στρόγγυλο και γυαλιστερό κομμάτι από τσίγκο, στηριγμένο σε ένα χοντρό σύρμα περίτεχνα στραβωμένο, το οποίο έπιανε και συγκρατούσε μια λεπτή μεταλλική ταινία που αγκάλιαζε τη λάμπα, για να κρεμιέται στο τοίχο. Η μεγάλη η λάμπα η μπρούτζινη, δεν διέθετε καθρέπτη, ούτε κρεμιόνταν στο τοίχο. Αυτή ήταν ας πούμε κάπως πιο επίσημη, του σαλονιού.
Στην «τσιμπλολάμπα» συνέβαιναν με το πέρα-δώθε και αρκετά «ατυχήματα» από το σπάσιμο και την υποχρεωτική αντικατάσταση, μέχρι το ξεκόλλημα της μηχανής, που είχαν βρει όμως τρόπο να την ξανακολλάνε. Η βλάβη όμως που θεωρούνταν σοβαρή, ήταν αυτή που παρουσίαζε η Μηχανή να σηκώσει ή να κατεβάσει το φυτίλι και εκεί ήταν που έπρεπε να πάρεις στ’ Αγρίνιο άλλη μηχανή, γιατί γιατριά δεν υπήρχε.
Για να λειτουργήσει η λάμπα καλά και να έχει καλή απόδοση σε φώς, έπρεπε το λαμπογυάλι να είναι καθαρό, και κάθε μέρα η νοικοκυρά το έπλενε με σαπουνάδα, και όταν δεν ήταν πολύ μουτζουρωμένο, το καθάριζε μ’ ένα πανί που έβαζε μέσα, και το γύριζε γύρω – γύρω μ’ ένα ξύλο.
Πάντως από ότι θυμάμαι, τα λαμπογυάλια ράγιζαν πολλές φορές ξαφνικά και η λάμπα «κάπνιζε» και μαύριζε ολόκληρο το γυαλί, οπότε, ούτε έφεγγε και το πετρέλαιο καίγονταν τζάμπα. . κι έτσι, Έτρεχα εγώ πάντα σα μεγαλύτερος στον μπαρμπαΠάνο το Παρρά που είχε τότε μπακάλικο μεγάλο στο Αγγελόκαστρο, εκεί που είναι τώρα του Νίκου το μαγαζί, να πάρω άλλο λαμπογυάλι νούμερο 8 που έκανε για τη λάμπα.
Και μου ’ρχεται τώρα στο μυαλό,- σα μεγαλώσαμε λιγάκι, και αργούσα να γυρίσω στο σπίτι τα βράδια,- μού μένει για πάντα στη μνήμη η εικόνα της ΒαβοΚώσταινας που με περίμενε πλέκοντας δίπλα στην χαμηλωμένη λάμπα και με καλωσόριζε λέγοντας . . . . Καλώς τον. . . Ήρθες;. . . .
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για πες